Mια αφορμή για αναζητήσεις στα μονοπάτια της φιλολογίας για "ανήσυχους" συναδέλφους και κυρίως για προβληματισμένους μαθητές. Και αληθινοί μαθητές είναι εκείνοι που θα κατορθώσουν να φτάσουν και να ξεπεράσουν τους δασκάλους τους...
Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012
Ι ' ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ
Άρχισε σήμερα στη Θεσ/κη το 10ο συνέδριο με τίτλο "η γλώσσα της παιδείας και των μεταρρυθμίσεων¨.Το α' μέρος του αφιερωμένο στον Ελύτη. Μας γοήτευσαν με τις εισηγήσεις τους ο Δ.Ν Μαρωνίτης που έχει ένα μοναδικό τρόπο, να σε καθηλώνει με τη μεστή γλώσσα του, ο Παναγιώτης Δόικος που μίλησε σχεδόν από στήθους για τη μεταφυσική του Ελύτη, ο Κώστας Μπαλάσκας που δεν ωραιοποίησε τίποτα από τα κακώς κείμενα της σημερινής εκπαίδευσης μιλώντας για μεταρρυθμιστική φλυαρία και εκπαιδευτική αφασία αλλά και μάχιμοι εκπαιδευτικοί που εντυπωσίασαν με τις καίριες παρατηρήσεις τους για τα σχολικά βιβλία.Ο πρύτανης του Α.Π.Θ εύστοχα επισήμανε πως, όταν η παιδεία της αρετής πάψει να είναι στα αζήτητα τότε θα μπορέσουμε να διαμορφώσουμε και πιο δίκαιους νόμους στην αγορά και στην οικονομία, ενώ ο περιφερειάρχης παιδείας Θ.Καρτσιώτης είπε πως η ελληνική γλώσσα εκτός των άλλων έχει και δυο θαυμάσιες λέξεις, τη λέξη Δάσκαλος και τη λέξη Λειτουργός που μας κάνει να ξεχωρίζουμε από τους άλλους δημόσιους υπαλλήλους. Τα σχόλια δικά σας...
Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012
ΜΕΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟΥΣ ΣΥΝΟΙΚΙΣΜΟΥΣ
Γιώργος Ιωάννου, Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς
(από τη συλλογή διηγημάτων Για ένα Φιλότιμο, 1964)
Δομή του πεζογραφήματος: Η αφήγηση διαρθρώνεται γύρω από δύο βασικούς άξονες, α) η σύνδεση του συγγραφέα – αφηγητή με τους πρόσφυγες και η ιδιαίτερη οικειότητα που νιώθει για αυτούς λόγω της δικής του προσφυγικής καταγωγής, β) η βίωση της μοναξιάς του αφηγητή από τη ζωή του στη μεγαλούπολη, η αποκοπή από τους γύρω του, η απομάκρυνσή του από τον τόπο καταγωγής του και το περιβάλλον του.
Ο Ιωάννου στρέφεται στην περιγραφή του κοινωνικού περιβάλλοντος ψυχογραφώντας τους ήρωές του, οι οποίοι κινούνται στη μικροαστική κοινωνία της δεκαετίας του 1960. Τα κείμενα του τα ονομάζει πεζογραφήματα, μικρές δηλαδή συνθέσεις που βρίσκονται μεταξύ δοκιμίου, αφηγήματος και προσωπικού ημερολογίου. Ο αφηγητής δίδει την εντύπωση ενός ενοχικού ανθρώπου που απολογείται, χωρίς να του έχει απαγγελθεί κατηγορία. Τέλος υπερασπίζεται την εργατική τάξη και την ταπεινή καταγωγή του, ενώ θεωρεί πλάνη την αστική τάξη.
«Στέκομαι και κοιτάζω (σ.247)… είναι διαπίστωση (σ.248)»
Θεματική αφόρμηση του πεζογραφήματος είναι τα παιδιά που παίζουν μπάλα σε μια προσφυγική γειτονιά μπροστά σε ένα καφενείο στο οποίο ο αφηγητής κάθεται.
Ο συγγραφέας - αφηγητής αποτελεί το μοναδικό δρών πρόσωπο του πεζογραφήματος ο οποίος παρατηρεί τους ανθρώπους.
Η αφήγηση ξεκινά με έναν απροσδόκητο τρόπο, μια εικόνα καθημερινή παιδιών που παίζουν μπάλα, γεγονός που εντάσσει ομαλά τον αναγνώστη στο χώρο και το χρόνο της αφήγησης.
Ο χρόνος: αργά το μεσημέρι, την ώρα που οι άνθρωποι του μόχθου επιστρέφουν από τη δουλειά (ο χρόνος δίδεται με υπαινικτικό τρόπο). Η πορεία της αφήγησης είναι ευθύγραμμη, με αφορμή το παρόν παρουσιάζονται οι σκέψεις και τα συναισθήματά του. Ο Ενεστώτας βοηθά στο να επιδειχθεί ο βιωματικός χαρακτήρας της αφήγησης με μεγαλύτερη πληρότητα.
Ο χώρος: ένα συγκεκριμένο καφενείο («ορισμένο»), ένας οικείος χώρος του αφηγητή σε ένα προσφυγικό συνοικισμό της Θεσσαλονίκης (χωρίς να αναφέρεται ρητά η πόλη). Η πόλη δεν κατονομάζεται δημιουργώντας μια αοριστία που επενδύει την αφήγηση, λειτουργεί επομένως ως σύμβολο κάθε πόλης που δέχθηκε πληθυσμούς προσφύγων. Αποτελεί και γενέθλια πόλη του συγγραφέα, η οποία άσκησε καταλυτική επίδραση επάνω του, καταλήγοντας να γίνει το μόνιμο σημείο αναφοράς των έργων του και το διαρκές σκηνικό – αφετηρία της μυθοπλασίας του.
Σα φωτογράφος στήνει το σκηνικό του (επίδραση από την τέχνη του κινηματογράφου) και τα πλάνα του, εστιάζει και στην παραμικρή λεπτομέρεια. Με την τεχνική του συνειρμού από τα παιδιά ανακαλεί συνειρμικά στη μνήμη του τους πρόσφυγες γονείς τους. Η πλοκή είναι χαλαρή και με αφορμή τη σκηνή του καφενείου ο συγγραφέας παρακολουθεί όσα γίνονται γύρω του κάνοντας διάφορες σκέψεις ή παρατηρήσεις για όσα βλέπει.
Η αναφορά στους ενήλικες πρόσφυγες γίνεται με την τεχνική των συγκρίσεων (αντιθετική παρουσίαση). Από τις τρεις συγκρίσεις οι δύο είναι απόλυτες, απουσιάζει δηλαδή ο β΄ όρος σύγκρισης («είναι πιο αληθινοί», «μου φαίνονται πιο γνήσιοι»), ενώ στην τρίτη σύγκριση ο β΄ όρος υπάρχει («διατηρούν πιο καθαρά τα χαρακτηριστικά της ράτσας τους και την ψυχή τους, από τους διεσπαρμένους»). Οι πρόσφυγες, εργάτες οι περισσότεροι, είναι δεύτερης γενιάς με γενέτειρα τη Θεσσαλονίκη. Η βασική διάφορα είναι ότι μεγάλωσαν σε αμιγώς προσφυγικούς συνοικισμούς σε αντίθεση με τους «διεσπαρμένους». Διατήρησαν έτσι ακέραιο το δεσμό τους με την παράδοση χωρίς να διαρρήξουν τη σύνδεση τους με το παρελθόν, είναι περισσότερο αυθεντικοί στον οικείο τους χώρο, τον συνοικισμό. Η άποψη βέβαια αυτή του αφηγητή είναι απόλυτα υποκειμενική και δηλώνεται με τα ρήματα «φαίνονται», «δίνουν την εντύπωση» και τη χρήση της προσωπικής αντωνυμίας α΄ προσώπου «μου».
Ο αφηγητής – συγγραφέας εντοπίζει τη διαφορά των προσφύγων που διατήρησαν τα στοιχεία της ιδιαιτερότητας τους από τους υπολοίπους που διασκορπίστηκαν και έχασαν τη γνησιότητά τους σε δύο βασικές ιδιότητες: τη ράτσα και την ψυχή. Η λέξη «ράτσα» υποδηλώνει τη φυλή, τη γενιά και τα ιδιαίτερα γνωρίσματα ανθρώπων που έχουν κοινή καταγωγή: το χρώμα του δέρματος, τη γλώσσα (ιδιόλεκτο), εξωτερική εμφάνιση, θρησκεία, παραδοσιακές συνήθειες («γραμμή κορμιού, ομιλία, μελαχρινάδα, φωνές»). Στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ρατσιστικές αντιλήψεις (ανωτερότητα ομάδων) αλλά μόνο σε μια περιγραφική διάκριση των ανθρώπων. Η λέξη «ψυχή» παραπέμπει στα εσωτερικά γνωρίσματα των ανθρώπων: στον εσωτερικό κόσμο, στο πολιτισμό τους (κουλτούρα), την ξεχωριστή ψυχοσύνθεση τους, στο φρόνιμα και την ιδιαίτερη συμπεριφορά τους.
Ο συγγραφέας αναμειγνύει το αόριστο και το συγκεκριμένο. Ενώ χρησιμοποιεί εκφράσεις συγκεκριμένες όπως: «ορισμένο καφενείο», «εδώ σ’ αυτή την πόλη», «όταν τους βλέπω εδώ», «από μας τους διεσπαρμένους», δεν κατονομάζει τα πράγματα, αντίθετα χρησιμοποιεί την τεχνική της γενίκευσης δίνοντας την εντύπωση ότι όλα αυτά για τα οποία κάνει λόγο θα μπορούσαν να συμβούν σε οποιοδήποτε χώρο και με οποιουσδήποτε ανθρώπους.
Ο συγγραφέας επίσης χρησιμοποιεί την τεχνική της αυτοαναφορικότητας, αφηγείται δηλαδή σε πρώτο γραμματικό πρόσωπο και χρησιμοποιεί αυτοβιογραφικά στοιχεία για να δώσει την εντύπωση στον αναγνώστη ότι αφηγητής και συγγραφέας ταυτίζονται. Τα στοιχεία αυτά είναι: α) η συνήθεια να συχνάζει στο ίδιο καφενείο με τους πρόσφυγες του συνοικισμού, β) η γέννηση του στην ίδια πόλη, τη Θεσσαλονίκη, γ) είναι ένας από τους «διασπαρμένους» πρόσφυγες, έξω από τους προσφυγικούς συνοικισμούς, δ) η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και η χρήση προσωπικών αντωνυμιών, ε) ο εξομολογητικός τόνος της αφήγησης και η έκφραση έντονων προσωπικών σκέψεων και συναισθημάτων.
Στην δεύτερη και τρίτη παράγραφο («Η αλήθεια πάντως …διαπίστωση») επινοεί ένα έξυπνο λογοτεχνικό εύρημα – τέχνασμα παρουσιάζοντας τον εαυτό του να διαθέτει μια ξεχωριστή ικανότητα στο να παρατηρεί σε βάθος και να διακρίνει τη διαφορετικότητα κάθε προσφυγικής ομάδας ( τεχνική της διάκρισης ανάμεσα στις διαφορετικές προσφυγικές ομάδες). Έτσι η αναφορά στις ομάδες αυτές γίνεται με ιδιαίτερη μαεστρία, χωρίς να κουράζει τον αναγνώστη μπροστά από τα μάτια του οποίου παρελαύνουν όλες οι προσφυγικές φυλές. Ξεκινά την αναφορά του με τους Πόντιους, την πιο μεγάλη σε πληθυσμό μερίδα προσφύγων από αυτές που εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη και την πιο εύκολα αντιληπτή. Στη αναφορά του στους πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη (μέσα και γύρω) παρατηρούμε μια λεπτή ειρωνεία στον ισχυρισμό τους ότι όλοι κατάγονται μέσα από το κέντρο της Κων/πόλης. Στο «μπέρδεμα» Θρακιωτών και προσφύγων από την Ανατολική Ρωμυλία διαπιστώνουμε έναν υπαινιγμό («ίσως εγώ να την έχω συνηθίσει») για τον ίδιο και την οικογένειά του, που καταγόταν από την Ανατολική Θράκη. Με την απαρίθμηση όλων αυτών των προσφυγικών ομάδων ο συγγραφέας – αφηγητής αγκαλιάζει όλους τους ξεριζωμένους Έλληνες και νιώθει αλληλέγγυος με αυτούς, συμμετέχει έτσι συναισθηματικά σε όσα αφηγείται. Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι το έργο του Ιωάννου χαρακτηρίζεται από έντονη παρατηρητικότητα και έμμονη στη λεπτομέρεια. Μάλιστα ο Άρης Δρακόπουλος αναφέρει: «Η παρατήρηση είναι ένα άλλο μέσον του αφηγητή. Με την παρατήρηση το πεζογράφημα παίρνει τη μορφή της αφήγησης του συγκεκριμένου».
Τέλος χρησιμοποιεί τρεις φορές το ρήμα «μπερδεύω» («ευκολότερα μπερδεύονται», «μπερδεύονται», «όταν τους μπερδεύουν»). Το συγκεκριμένο ρήμα παραπέμπει στην ανάμειξη πολλών και διαφορετικών στοιχείων ανάμεσα σε προσφυγικές ομάδες που μοιράστηκαν έναν κοινό χώρο στην πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη. Το ανακάτεμα αυτό οδηγεί τελικά στην αφομοίωση τους γεγονός που προκαλεί δυσκολία στον αφηγητή παρ΄ όλη την εξάσκησή του στο διαχωρισμό των ομάδων. Το «μπέρδεμα» αυτό δεν τον οδηγεί σε σφάλμα τελικά αλλά σε διαπιστώσεις κάθε είδους (που αφορούν προφανώς την αφομοίωση των προσφύγων και την ανάμειξη των χαρακτηριστικών τους).
Αφηγηματικές τεχνικές: πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ο αφηγητής παρακολουθεί από κοντά όσα εξιστορεί (« Στέκομαι και κοιτάζω»). Αφηγητής - πρωταγωνιστής και δραματοποιημένος, ομοδιηγητική αφήγηση. Η αφήγηση επίσης είναι μονοεστιακή – μονομερής διότι τα πάντα δίδονται από την οπτική γωνία του αφηγητή. Εκτός από την αφήγηση υπάρχει περιγραφή και σχόλια.
Γλώσσα – Ύφος – Εκφραστικά μέσα: Η γλώσσα είναι απλή, καθημερινή, χωρίς επιτήδευση. Επιδιώκει να αποδώσει με ακρίβεια και αντικειμενικότητα λέξεις με πολύ λεπτές μεταξύ τους εννοιολογικές διαφορές, όπως η «φυλή», η «ράτσα», η «ψυχή». Χρησιμοποιεί μικροπερίοδο λόγο, με λίγες δευτερεύουσες προτάσεις και πολλές κύριες. Υπάρχει σε αρκετά σημεία αντιθετική διατύπωση («κι όμως»). Το ύφος είναι ανεπιτήδευτο και εξομολογητικό. Παρά ταύτα ελέγχει τα συναισθήματά του, δε γίνεται μελοδραματικός ούτε χρησιμοποιεί κορόνες πατριωτισμού. Ως εκφραστικά μέσα χρησιμοποιεί τη μεταφορά, επιθετικούς προσδιορισμούς, επιρρήματα και εικόνες (οπτικές, κίνησης και ακουστικές).
«Κι όμως πόση συγκίνηση… να ήταν έτσι η αλήθεια» (σελ. 248)
Ο Ιωάννου σε μια κατάθεση ψυχής, με τη χρήση εσωτερικού μονολόγου, τονίζει τα συναισθήματα που βιώνει όταν βρίσκεται στον ίδιο χώρο με τους πρόσφυγες, γεγονός που του δημιουργεί συγκίνηση και ενθουσιασμό. Νιώθει κοινωνός μια ξεχωριστής τύχης: να έλκει την καταγωγή του μαζί με τους άλλους πρόσφυγες από λαούς αρχαίους. Νιώθει το κοινό αίμα τόσων λαών, που στο πέρασμα των αιώνων αφομοιώθηκαν με τους Έλληνες της Μικράς Ασίας, να κυλά και στις δικές του φλέβες. Ο συγγραφέας – αφηγητής νιώθει ότι, αν και έχει ριζώσει στο χώρο που γεννήθηκε, έλκεται από την ακατανίκητη γοητεία για την πατρίδα των προγόνων του και διακατέχεται από έντονη νοσταλγία να επιστρέψει (νόστος) στο παρελθόν του, στις απαρχές της γενιάς του.
Η έννοια της πατρίδας αντιπροσωπεύει σήμερα: α) τον τόπο στον οποίο ο καθένας γεννήθηκε και μεγάλωσε και β) τη χώρα στην οποία ζούμε με άτομα με τα οποία βιώνουμε κοινούς δεσμούς, βιολογικούς, κοινωνικούς, πολιτισμικούς και ιστορικούς. Όμως για το παιδί ενός πρόσφυγα η συνείδηση της προέλευσης και της ιστορικής καταγωγής των προγόνων του έχει ιδιαίτερη σημασία, νιώθει μια ακατανίκητη έλξη και έναν διαρκή πόθο για την προγονική γη. Οι απόγονοι των προσφύγων χωρίς να έχουν γνωρίσει ποτέ τον τόπο προέλευσης των γονιών τους, τον νοσταλγούν και τον αντιλαμβάνονται ως γενέθλιο χώρο, μια μακρινή πατρίδα που τους τραβά σα μαγνήτης.
Με τη μεταφορική και ιδιωματική (λαϊκή) φράση «Το αίμα μου από κει μονάχα τραβάει» δηλώνονται οι άρρηκτοι δεσμοί αίματος, σχεδόν βιολογικοί, που αποτελούν την εσωτερική φωνή του νόστου στον αρχικό χώρο ζωής των προγόνων. Με τη φράση αυτή τονίζεται η συναισθηματική φόρτιση (συγκίνηση) του συγγραφέα – αφηγητή από τον συγχρωτισμό του με τους ανθρώπους της ίδιας με εκείνον καταγωγής με τους οποίους καλείται να στεριώσει στο νέο τόπο.
Πίσω από τις ονομασίες των αρχαίων λαών (Θράκες, Χετταίοι, Φρύγες, Λυδοί) κρύβονται πολιτιστικές ρίζες αιώνων, μνήμες ζωντανές που μεταφέρουν τους μυημένους στις απαρχές της ιστορίας και του πολιτισμού της ανθρωπότητας. Λαοί που στο βάθος της ιστορίας αναπτύχθηκαν στον ίδιο ζωτικό χώρο της Μικράς Ασίας και Θράκης και «ζυμώθηκαν» με τους Έλληνες. Ο Ιωάννου είχε έντονα ανθρωπολογικά και φιλολογικά ενδιαφέροντα, κατείχε σε βάθος τη γνώση της ιστορίας αυτών των λαών, της πορείας του στο χρόνο και του ρόλου τους στη διαμόρφωση του ιστορικού γίγνεσθαι.
Τέλος διατυπώνει μια υπόθεση που ισοδυναμεί με επιθυμία – ευχή μέσα από αποφατική διατύπωση («Κι αν ακόμη δεν είναι, πολύ θα ήθελα να ήταν έτσι η αλήθεια») δηλώνοντας την υποκειμενικότητα της σκέψης του. Ακόμη κι αν έχει κάνει λάθος και η ιστορική πραγματικότητα είναι διαφορετική, δεν διστάζει να δηλώσει την επιθυμία του πως θέλει την αλήθεια να συνδέει όλους αυτούς τους λαούς με τους πρόσφυγες.
«Κι όμως…Πολύ αργά, νομίζω» (σελ. 248)
Ο συγγραφέας – αφηγητής χρησιμοποιεί την τεχνική του απροσδόκητου, ξεκινά δηλαδή την αφήγηση απροσδόκητα, χωρίς προηγούμενο σχόλιο ή επεξήγηση σχετικά με το τι πρόκειται να εκθέσει, δίδεται ένα νέο στοιχείο για το οποίο ο αναγνώστης δεν έχει ακούσει κάτι. Η μετάβαση στο νέο στοιχείο γίνεται με φυσικό τρόπο, σαν να γνωρίζει ο αναγνώστης περί τίνος πρόκειται, στην πραγματικότητα όμως αιφνιδιάζεται από την απότομη μεταστροφή.
Ξεκινά με μια αντιθετική διατύπωση («Κι όμως»), προετοιμάζει έτσι τη διαφοροποίηση από τα προηγούμενα. Στην συνέχεια περνά στην έκφραση του αποτροπιασμού του και της οργής της για την εξουσία («εγκληματίες γραφείων») που έσπειρε διχόνοια στους πρόσφυγες. Πρόκειται για μια μικρή παρέκβαση φορτισμένη με έντονο συναισθηματικό λόγο. Το ύφος του είναι καυστικό και δηκτικό, υπάρχει έντονη ειρωνεία και σαρκασμός. Δεν κατονομάζει τους «εγκληματίες», αντίθετα βάλλει κατά εκείνων που «έχουν κάνει το παν» με έντονη απροσδιοριστία. Χρησιμοποιεί λέξεις σκληρές και αντιποιητικές για να δείξει την οργή του προς τους εκμεταλλευτές των προσφύγων, την απομάκρυνσή των προσφύγων από το γηγενή πληθυσμό, τον διχασμό και την αλλοτρίωση. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η αντίδραση των προσφύγων και η προσπάθεια των κυβερνόντων για εκδίωξη τους με τη λύση της μετανάστευσης.
Οι «εγκληματίες» πιθανόν να ήταν οι γραφειοκρατικές υπηρεσίες που με τη συμπεριφορά τους δημιουργούσαν κωλύματα στην ενσωμάτωση των προσφύγων με το γηγενή πληθυσμό. Άλλωστε υπήρχε έντονη διάσταση μεταξύ προσφύγων και γηγενών στο χώρο της εργασίας γιατί τα άφθονα εργατικά χέρια των προσφύγων συμπίεζαν προς τα κάτω τα ημερομίσθια. Επίσης υπήρχε και πολιτική διάσπαση διότι οι περισσότεροι πρόσφυγες ανήκαν στο Κόμμα των Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου. Επιπλέον η γραφειοκρατική πολιτική του Δημοσίου καθυστερούσε την αποζημίωση των περιουσιών των προσφύγων. Τέλος ο εργασιακός αποκλεισμός των προσφύγων λόγω πολιτικών πεποιθήσεων με χρήση υποτιμητικών χαρακτηρισμών (π.χ. Τουρκόσποροι) οδήγησε πολλούς στη λύση της εθελούσιας μετανάστευσης στις Δυτική Ευρώπη, Αμερική και Αυστραλία. (Παράλληλο κείμενο: Θεσσαλονίκη , μέρες του 1969 μ. Χ. του Μανόλη Αναγνωστάκη)
Η παράγραφος κλείνει με ένα σχόλιο του αφηγητή: «Πολύ αργά, νομίζω», που αποτελεί τη δική του ερμηνεία για την όλη κατάσταση, η οποία έχει ξεφύγει από τα όρια του επιτρεπτού και δεν φαίνεται να υπάρχει επιστροφή.
«Κάθε φορά που φεύγω…της ράτσας μου τριγύρω» (σελ. 248- 250)
Στο μέρος αυτό του πεζογραφήματος υπάρχει έντονος ο βιωματικός χαρακτήρας. Ο συγγραφέας – αφηγητής καταθέτει τις εμπειρίες της ζωής του και τα όσα νιώθει μέσα του κάθε φορά που εγκαταλείπει τους προσφυγικούς συνοικισμούς για να επιστρέψει στην πολύβουη πόλη (Θεσσαλονίκη).
Επίσης εύκολα εντοπίζονται και πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία που ενσωματώνονται στο κύριο σώμα της αφήγησης και είναι τα εξής: α) η μοναχική ζωή του συγγραφέα στη Θεσσαλονίκη, β) η αίσθηση συναισθηματικής ασφάλειας στους προσφυγικούς συνοικισμούς και η προσφυγική του καταγωγή από την Ανατολική Θράκη, γ) η παρουσίαση μιας σειράς λαϊκών δοξασιών και εθίμων που πηγάσει από την προσωπική του ενασχόληση με την επιστήμη της Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, δ) η επιλογή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, η χρήση προσωπικών αντωνυμιών του α΄ προσώπου και ο εξομολογητικός τόνος του πεζογραφήματος.
Οι φράσεις που σχετίζονται με το «αίμα» («το δικό μου αίμα», «τους πληροφορεί το αίμα τους για μένα») δηλώνουν τον στενό και άρρηκτο δεσμό του με τους πρόσφυγες.
Η φράση «πάντως ποτέ τους δεν επιμένουν να με κρατήσουν στις παρέες τους» δημιουργεί εύλογη αμηχανία που εξηγείται όμως από τη λογική απόσταση που χωρίζει τους πρόσφυγες των προσφυγικών συνοικισμών από τον αφηγητή πρόσφυγα που επέλεξε την αστική του αποκατάσταση και την κοινωνική του αναβάθμιση.
Στη συνέχεια ο αφηγητής αναφέρεται στο αίσθημα μοναξιάς και απομόνωσης που βιώνει με την επιστροφή του στην πόλη. Η φράση μάλιστα «Ολομόναχος, ξένος, παντάξενος» (επιγραμματική διατύπωση) με την παράθεση τριών όμοιων επιθέτων δηλώνει με επιτατική διατύπωση την αίσθηση αφόρητης εγκατάλειψης από κάθε δεσμό με τους συνανθρώπους του (παράλληλο κείμενο το Διπλό Βιβλίο του Δημήτρη Χατζή).
Ο τρόπος ζωής της πόλης με τους γρήγορους ρυθμούς της οδηγεί τον αφηγητή στη βίωση μιας σχεδόν παραισθησιακής κατάστασης. Οι μεγάλοι δρόμοι της πόλης με τους φωτεινούς σηματοδότες και τα πολλά αυτοκίνητα τον οδηγούν στη συνειρμική ανάκληση των αρτηριών του ανθρωπίνου σώματος στις οποίες κυκλοφορούν ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια. Η κίνηση είναι συνεχής, ο αφηγητής σταματά για λίγο στη μέση του πεζοδρομίου για να αφουγκραστεί το ρυθμό της εσωτερικής του φωνής. Ταυτόχρονα ο κόκκινος σηματοδότης σταματά τα αυτοκίνητα, τη στιγμή εκείνη νιώθει το αίμα να κυλά στις φλέβες του, το προσφυγικό του αίμα, το αίμα των προγόνων του, γεγονός που δίδεται με ναι παρομοίωση («όπως στο κούτσουρο»). Ο αφηγητής εκφράζει την ανάγκη να βιώσει ανεμπόδιστα ό,τι αντιπροσωπεύεται από τις προγονικές μνήμες. Και πάλι συνειρμικά φέρνει στο νου του την Κυριακή της Πεντηκοστής, τη μέρα της Γονατιστής, τη μέρα που οι απελευθερωμένες ψυχές επιστρέφουν, σύμφωνα με την λαϊκή δοξασία, στον κάτω κόσμο και θρηνούν. (βλέπε και σημειώσεις βιβλίου 5,6,7, σελ. 249 – 250, το ενδιαφέρον του συγγραφέα για το λαϊκό πολιτισμό). Ο αφηγητής θέλει να σκύψει βαθιά στη γη για να μην τραυματίσει τις ψυχές, ενώ επίσης οι κινήσεις του για τον ίδιο λόγο είναι ήρεμες και προσεκτικές. Με τον παραλληλισμό αυτό τονίζει πιο έντονα την αντίθεση ανάμεσα στο λαϊκό πολιτισμό του παρελθόντος και το σύγχρονο που συνθλίβει κάθε αίσθηση ομορφιάς και μοναδικότητας. Οι σκηνές της παραγράφου μοιάζουν με κινηματογραφικά πλάνα καθώς εναλλάσσονται με σχεδόν ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Ο κινηματογράφος άλλωστε είναι μια μορφή τέχνης που επηρέασε το έργο του Γιώργου Ιωάννου. Επιπλέον την επίδραση του κινηματογράφου στο έργο του καταδεικνύει η εστίαση του και στην παραμικρή λεπτομέρεια.
«Εγώ όμως από τώρα…να διευκολύνονται οι αταξίες». Στην παράγραφο αυτή δίδεται η αίσθηση της μοναξιάς στη μεγαλούπολη, η αδιαφορία των ανθρώπων, η απομόνωση, η συμβατικότητα, η μαζοποίηση, η τυπικότητα των σχέσεων. Ο αφηγητής καταλήγει ειρωνικά με τη φράση: «Το ιδανικό, η τελευταία λέξη του πολιτισμού…να μη ξέρεις ούτε τη φάτσα του γείτονά σου» και το σχόλιο: «Πονηρά πράγματα βέβαια προφάσεις πολιτισμού για να διευκολύνονται οι αταξίες». Ο πολιτισμός των πόλεων είναι επιδερμικός, χωρίς ουσία, ενώ οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτές βιώνουν την αλλοτρίωση.
Στις τρεις τελευταίες παραγράφους του πεζογραφήματος υπάρχει έντονο το αντιθετικό στοιχείο ανάμεσα στους προσφυγικούς συνοικισμούς όπου ο αφηγητής νιώθει ολοκληρωμένος και τη μεγάλη πόλη όπου νιώθει απομονωμένος. Τελικά υπάρχουν στο αφήγημα δύο επίπεδα μοναξιάς: 1) η μοναξιά του πρόσφυγα στο συνοικισμό του, στο νέο τόπο εγκατάστασης μακριά από τις ρίζες του και 2) η μοναξιά του ανθρώπου στη μεγαλούπολη.
Στον επίλογο του: «Για αυτό ζηλεύω…της ράτσας μου τριγύρω», δηλώνει το έντονο παράπονό του και την καλώς νοούμενη ζήλεια του, τη νοσταλγία του για το συναισθηματικό δέσιμο των προσφύγων των προσφυγικών συνοικισμών που ο ίδιος στερείται.
Ο συγγραφέας επιλέγει την κυκλική δομή (σχήμα κύκλου) κλείνοντας με μια ευχή που συνδέεται άμεσα και αδιάσπαστα με την αρχή του πεζογραφήματος αλλά και με τον τίτλο του. Η επιστροφή στο χώρο ζωής των ανθρώπων της φυλής του είναι μια πορεία για να βρει τον εαυτό του και την ταυτότητά του, πράγμα που έχει ισοπεδωθεί στην πόλη. Με το κυκλικό σχήμα εξασφαλίζεται η σύνδεση της αφήγησης με τον τίτλο, εξισορροπείται η χαλαρή σύνδεση των επιμέρους στοιχείων καθώς ο συγγραφέας ακολουθεί μια σειρά από συνειρμούς που δεν έχουν άμεση σχέση με το βασικό του θέμα.
η ανάλυση του πεζογραφήματος είναι αναρτημένη στην ιστοσελίδα του Λυκείου των Μουδανιών
(από τη συλλογή διηγημάτων Για ένα Φιλότιμο, 1964)
Δομή του πεζογραφήματος: Η αφήγηση διαρθρώνεται γύρω από δύο βασικούς άξονες, α) η σύνδεση του συγγραφέα – αφηγητή με τους πρόσφυγες και η ιδιαίτερη οικειότητα που νιώθει για αυτούς λόγω της δικής του προσφυγικής καταγωγής, β) η βίωση της μοναξιάς του αφηγητή από τη ζωή του στη μεγαλούπολη, η αποκοπή από τους γύρω του, η απομάκρυνσή του από τον τόπο καταγωγής του και το περιβάλλον του.
Ο Ιωάννου στρέφεται στην περιγραφή του κοινωνικού περιβάλλοντος ψυχογραφώντας τους ήρωές του, οι οποίοι κινούνται στη μικροαστική κοινωνία της δεκαετίας του 1960. Τα κείμενα του τα ονομάζει πεζογραφήματα, μικρές δηλαδή συνθέσεις που βρίσκονται μεταξύ δοκιμίου, αφηγήματος και προσωπικού ημερολογίου. Ο αφηγητής δίδει την εντύπωση ενός ενοχικού ανθρώπου που απολογείται, χωρίς να του έχει απαγγελθεί κατηγορία. Τέλος υπερασπίζεται την εργατική τάξη και την ταπεινή καταγωγή του, ενώ θεωρεί πλάνη την αστική τάξη.
«Στέκομαι και κοιτάζω (σ.247)… είναι διαπίστωση (σ.248)»
Θεματική αφόρμηση του πεζογραφήματος είναι τα παιδιά που παίζουν μπάλα σε μια προσφυγική γειτονιά μπροστά σε ένα καφενείο στο οποίο ο αφηγητής κάθεται.
Ο συγγραφέας - αφηγητής αποτελεί το μοναδικό δρών πρόσωπο του πεζογραφήματος ο οποίος παρατηρεί τους ανθρώπους.
Η αφήγηση ξεκινά με έναν απροσδόκητο τρόπο, μια εικόνα καθημερινή παιδιών που παίζουν μπάλα, γεγονός που εντάσσει ομαλά τον αναγνώστη στο χώρο και το χρόνο της αφήγησης.
Ο χρόνος: αργά το μεσημέρι, την ώρα που οι άνθρωποι του μόχθου επιστρέφουν από τη δουλειά (ο χρόνος δίδεται με υπαινικτικό τρόπο). Η πορεία της αφήγησης είναι ευθύγραμμη, με αφορμή το παρόν παρουσιάζονται οι σκέψεις και τα συναισθήματά του. Ο Ενεστώτας βοηθά στο να επιδειχθεί ο βιωματικός χαρακτήρας της αφήγησης με μεγαλύτερη πληρότητα.
Ο χώρος: ένα συγκεκριμένο καφενείο («ορισμένο»), ένας οικείος χώρος του αφηγητή σε ένα προσφυγικό συνοικισμό της Θεσσαλονίκης (χωρίς να αναφέρεται ρητά η πόλη). Η πόλη δεν κατονομάζεται δημιουργώντας μια αοριστία που επενδύει την αφήγηση, λειτουργεί επομένως ως σύμβολο κάθε πόλης που δέχθηκε πληθυσμούς προσφύγων. Αποτελεί και γενέθλια πόλη του συγγραφέα, η οποία άσκησε καταλυτική επίδραση επάνω του, καταλήγοντας να γίνει το μόνιμο σημείο αναφοράς των έργων του και το διαρκές σκηνικό – αφετηρία της μυθοπλασίας του.
Σα φωτογράφος στήνει το σκηνικό του (επίδραση από την τέχνη του κινηματογράφου) και τα πλάνα του, εστιάζει και στην παραμικρή λεπτομέρεια. Με την τεχνική του συνειρμού από τα παιδιά ανακαλεί συνειρμικά στη μνήμη του τους πρόσφυγες γονείς τους. Η πλοκή είναι χαλαρή και με αφορμή τη σκηνή του καφενείου ο συγγραφέας παρακολουθεί όσα γίνονται γύρω του κάνοντας διάφορες σκέψεις ή παρατηρήσεις για όσα βλέπει.
Η αναφορά στους ενήλικες πρόσφυγες γίνεται με την τεχνική των συγκρίσεων (αντιθετική παρουσίαση). Από τις τρεις συγκρίσεις οι δύο είναι απόλυτες, απουσιάζει δηλαδή ο β΄ όρος σύγκρισης («είναι πιο αληθινοί», «μου φαίνονται πιο γνήσιοι»), ενώ στην τρίτη σύγκριση ο β΄ όρος υπάρχει («διατηρούν πιο καθαρά τα χαρακτηριστικά της ράτσας τους και την ψυχή τους, από τους διεσπαρμένους»). Οι πρόσφυγες, εργάτες οι περισσότεροι, είναι δεύτερης γενιάς με γενέτειρα τη Θεσσαλονίκη. Η βασική διάφορα είναι ότι μεγάλωσαν σε αμιγώς προσφυγικούς συνοικισμούς σε αντίθεση με τους «διεσπαρμένους». Διατήρησαν έτσι ακέραιο το δεσμό τους με την παράδοση χωρίς να διαρρήξουν τη σύνδεση τους με το παρελθόν, είναι περισσότερο αυθεντικοί στον οικείο τους χώρο, τον συνοικισμό. Η άποψη βέβαια αυτή του αφηγητή είναι απόλυτα υποκειμενική και δηλώνεται με τα ρήματα «φαίνονται», «δίνουν την εντύπωση» και τη χρήση της προσωπικής αντωνυμίας α΄ προσώπου «μου».
Ο αφηγητής – συγγραφέας εντοπίζει τη διαφορά των προσφύγων που διατήρησαν τα στοιχεία της ιδιαιτερότητας τους από τους υπολοίπους που διασκορπίστηκαν και έχασαν τη γνησιότητά τους σε δύο βασικές ιδιότητες: τη ράτσα και την ψυχή. Η λέξη «ράτσα» υποδηλώνει τη φυλή, τη γενιά και τα ιδιαίτερα γνωρίσματα ανθρώπων που έχουν κοινή καταγωγή: το χρώμα του δέρματος, τη γλώσσα (ιδιόλεκτο), εξωτερική εμφάνιση, θρησκεία, παραδοσιακές συνήθειες («γραμμή κορμιού, ομιλία, μελαχρινάδα, φωνές»). Στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ρατσιστικές αντιλήψεις (ανωτερότητα ομάδων) αλλά μόνο σε μια περιγραφική διάκριση των ανθρώπων. Η λέξη «ψυχή» παραπέμπει στα εσωτερικά γνωρίσματα των ανθρώπων: στον εσωτερικό κόσμο, στο πολιτισμό τους (κουλτούρα), την ξεχωριστή ψυχοσύνθεση τους, στο φρόνιμα και την ιδιαίτερη συμπεριφορά τους.
Ο συγγραφέας αναμειγνύει το αόριστο και το συγκεκριμένο. Ενώ χρησιμοποιεί εκφράσεις συγκεκριμένες όπως: «ορισμένο καφενείο», «εδώ σ’ αυτή την πόλη», «όταν τους βλέπω εδώ», «από μας τους διεσπαρμένους», δεν κατονομάζει τα πράγματα, αντίθετα χρησιμοποιεί την τεχνική της γενίκευσης δίνοντας την εντύπωση ότι όλα αυτά για τα οποία κάνει λόγο θα μπορούσαν να συμβούν σε οποιοδήποτε χώρο και με οποιουσδήποτε ανθρώπους.
Ο συγγραφέας επίσης χρησιμοποιεί την τεχνική της αυτοαναφορικότητας, αφηγείται δηλαδή σε πρώτο γραμματικό πρόσωπο και χρησιμοποιεί αυτοβιογραφικά στοιχεία για να δώσει την εντύπωση στον αναγνώστη ότι αφηγητής και συγγραφέας ταυτίζονται. Τα στοιχεία αυτά είναι: α) η συνήθεια να συχνάζει στο ίδιο καφενείο με τους πρόσφυγες του συνοικισμού, β) η γέννηση του στην ίδια πόλη, τη Θεσσαλονίκη, γ) είναι ένας από τους «διασπαρμένους» πρόσφυγες, έξω από τους προσφυγικούς συνοικισμούς, δ) η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και η χρήση προσωπικών αντωνυμιών, ε) ο εξομολογητικός τόνος της αφήγησης και η έκφραση έντονων προσωπικών σκέψεων και συναισθημάτων.
Στην δεύτερη και τρίτη παράγραφο («Η αλήθεια πάντως …διαπίστωση») επινοεί ένα έξυπνο λογοτεχνικό εύρημα – τέχνασμα παρουσιάζοντας τον εαυτό του να διαθέτει μια ξεχωριστή ικανότητα στο να παρατηρεί σε βάθος και να διακρίνει τη διαφορετικότητα κάθε προσφυγικής ομάδας ( τεχνική της διάκρισης ανάμεσα στις διαφορετικές προσφυγικές ομάδες). Έτσι η αναφορά στις ομάδες αυτές γίνεται με ιδιαίτερη μαεστρία, χωρίς να κουράζει τον αναγνώστη μπροστά από τα μάτια του οποίου παρελαύνουν όλες οι προσφυγικές φυλές. Ξεκινά την αναφορά του με τους Πόντιους, την πιο μεγάλη σε πληθυσμό μερίδα προσφύγων από αυτές που εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη και την πιο εύκολα αντιληπτή. Στη αναφορά του στους πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη (μέσα και γύρω) παρατηρούμε μια λεπτή ειρωνεία στον ισχυρισμό τους ότι όλοι κατάγονται μέσα από το κέντρο της Κων/πόλης. Στο «μπέρδεμα» Θρακιωτών και προσφύγων από την Ανατολική Ρωμυλία διαπιστώνουμε έναν υπαινιγμό («ίσως εγώ να την έχω συνηθίσει») για τον ίδιο και την οικογένειά του, που καταγόταν από την Ανατολική Θράκη. Με την απαρίθμηση όλων αυτών των προσφυγικών ομάδων ο συγγραφέας – αφηγητής αγκαλιάζει όλους τους ξεριζωμένους Έλληνες και νιώθει αλληλέγγυος με αυτούς, συμμετέχει έτσι συναισθηματικά σε όσα αφηγείται. Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι το έργο του Ιωάννου χαρακτηρίζεται από έντονη παρατηρητικότητα και έμμονη στη λεπτομέρεια. Μάλιστα ο Άρης Δρακόπουλος αναφέρει: «Η παρατήρηση είναι ένα άλλο μέσον του αφηγητή. Με την παρατήρηση το πεζογράφημα παίρνει τη μορφή της αφήγησης του συγκεκριμένου».
Τέλος χρησιμοποιεί τρεις φορές το ρήμα «μπερδεύω» («ευκολότερα μπερδεύονται», «μπερδεύονται», «όταν τους μπερδεύουν»). Το συγκεκριμένο ρήμα παραπέμπει στην ανάμειξη πολλών και διαφορετικών στοιχείων ανάμεσα σε προσφυγικές ομάδες που μοιράστηκαν έναν κοινό χώρο στην πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη. Το ανακάτεμα αυτό οδηγεί τελικά στην αφομοίωση τους γεγονός που προκαλεί δυσκολία στον αφηγητή παρ΄ όλη την εξάσκησή του στο διαχωρισμό των ομάδων. Το «μπέρδεμα» αυτό δεν τον οδηγεί σε σφάλμα τελικά αλλά σε διαπιστώσεις κάθε είδους (που αφορούν προφανώς την αφομοίωση των προσφύγων και την ανάμειξη των χαρακτηριστικών τους).
Αφηγηματικές τεχνικές: πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ο αφηγητής παρακολουθεί από κοντά όσα εξιστορεί (« Στέκομαι και κοιτάζω»). Αφηγητής - πρωταγωνιστής και δραματοποιημένος, ομοδιηγητική αφήγηση. Η αφήγηση επίσης είναι μονοεστιακή – μονομερής διότι τα πάντα δίδονται από την οπτική γωνία του αφηγητή. Εκτός από την αφήγηση υπάρχει περιγραφή και σχόλια.
Γλώσσα – Ύφος – Εκφραστικά μέσα: Η γλώσσα είναι απλή, καθημερινή, χωρίς επιτήδευση. Επιδιώκει να αποδώσει με ακρίβεια και αντικειμενικότητα λέξεις με πολύ λεπτές μεταξύ τους εννοιολογικές διαφορές, όπως η «φυλή», η «ράτσα», η «ψυχή». Χρησιμοποιεί μικροπερίοδο λόγο, με λίγες δευτερεύουσες προτάσεις και πολλές κύριες. Υπάρχει σε αρκετά σημεία αντιθετική διατύπωση («κι όμως»). Το ύφος είναι ανεπιτήδευτο και εξομολογητικό. Παρά ταύτα ελέγχει τα συναισθήματά του, δε γίνεται μελοδραματικός ούτε χρησιμοποιεί κορόνες πατριωτισμού. Ως εκφραστικά μέσα χρησιμοποιεί τη μεταφορά, επιθετικούς προσδιορισμούς, επιρρήματα και εικόνες (οπτικές, κίνησης και ακουστικές).
«Κι όμως πόση συγκίνηση… να ήταν έτσι η αλήθεια» (σελ. 248)
Ο Ιωάννου σε μια κατάθεση ψυχής, με τη χρήση εσωτερικού μονολόγου, τονίζει τα συναισθήματα που βιώνει όταν βρίσκεται στον ίδιο χώρο με τους πρόσφυγες, γεγονός που του δημιουργεί συγκίνηση και ενθουσιασμό. Νιώθει κοινωνός μια ξεχωριστής τύχης: να έλκει την καταγωγή του μαζί με τους άλλους πρόσφυγες από λαούς αρχαίους. Νιώθει το κοινό αίμα τόσων λαών, που στο πέρασμα των αιώνων αφομοιώθηκαν με τους Έλληνες της Μικράς Ασίας, να κυλά και στις δικές του φλέβες. Ο συγγραφέας – αφηγητής νιώθει ότι, αν και έχει ριζώσει στο χώρο που γεννήθηκε, έλκεται από την ακατανίκητη γοητεία για την πατρίδα των προγόνων του και διακατέχεται από έντονη νοσταλγία να επιστρέψει (νόστος) στο παρελθόν του, στις απαρχές της γενιάς του.
Η έννοια της πατρίδας αντιπροσωπεύει σήμερα: α) τον τόπο στον οποίο ο καθένας γεννήθηκε και μεγάλωσε και β) τη χώρα στην οποία ζούμε με άτομα με τα οποία βιώνουμε κοινούς δεσμούς, βιολογικούς, κοινωνικούς, πολιτισμικούς και ιστορικούς. Όμως για το παιδί ενός πρόσφυγα η συνείδηση της προέλευσης και της ιστορικής καταγωγής των προγόνων του έχει ιδιαίτερη σημασία, νιώθει μια ακατανίκητη έλξη και έναν διαρκή πόθο για την προγονική γη. Οι απόγονοι των προσφύγων χωρίς να έχουν γνωρίσει ποτέ τον τόπο προέλευσης των γονιών τους, τον νοσταλγούν και τον αντιλαμβάνονται ως γενέθλιο χώρο, μια μακρινή πατρίδα που τους τραβά σα μαγνήτης.
Με τη μεταφορική και ιδιωματική (λαϊκή) φράση «Το αίμα μου από κει μονάχα τραβάει» δηλώνονται οι άρρηκτοι δεσμοί αίματος, σχεδόν βιολογικοί, που αποτελούν την εσωτερική φωνή του νόστου στον αρχικό χώρο ζωής των προγόνων. Με τη φράση αυτή τονίζεται η συναισθηματική φόρτιση (συγκίνηση) του συγγραφέα – αφηγητή από τον συγχρωτισμό του με τους ανθρώπους της ίδιας με εκείνον καταγωγής με τους οποίους καλείται να στεριώσει στο νέο τόπο.
Πίσω από τις ονομασίες των αρχαίων λαών (Θράκες, Χετταίοι, Φρύγες, Λυδοί) κρύβονται πολιτιστικές ρίζες αιώνων, μνήμες ζωντανές που μεταφέρουν τους μυημένους στις απαρχές της ιστορίας και του πολιτισμού της ανθρωπότητας. Λαοί που στο βάθος της ιστορίας αναπτύχθηκαν στον ίδιο ζωτικό χώρο της Μικράς Ασίας και Θράκης και «ζυμώθηκαν» με τους Έλληνες. Ο Ιωάννου είχε έντονα ανθρωπολογικά και φιλολογικά ενδιαφέροντα, κατείχε σε βάθος τη γνώση της ιστορίας αυτών των λαών, της πορείας του στο χρόνο και του ρόλου τους στη διαμόρφωση του ιστορικού γίγνεσθαι.
Τέλος διατυπώνει μια υπόθεση που ισοδυναμεί με επιθυμία – ευχή μέσα από αποφατική διατύπωση («Κι αν ακόμη δεν είναι, πολύ θα ήθελα να ήταν έτσι η αλήθεια») δηλώνοντας την υποκειμενικότητα της σκέψης του. Ακόμη κι αν έχει κάνει λάθος και η ιστορική πραγματικότητα είναι διαφορετική, δεν διστάζει να δηλώσει την επιθυμία του πως θέλει την αλήθεια να συνδέει όλους αυτούς τους λαούς με τους πρόσφυγες.
«Κι όμως…Πολύ αργά, νομίζω» (σελ. 248)
Ο συγγραφέας – αφηγητής χρησιμοποιεί την τεχνική του απροσδόκητου, ξεκινά δηλαδή την αφήγηση απροσδόκητα, χωρίς προηγούμενο σχόλιο ή επεξήγηση σχετικά με το τι πρόκειται να εκθέσει, δίδεται ένα νέο στοιχείο για το οποίο ο αναγνώστης δεν έχει ακούσει κάτι. Η μετάβαση στο νέο στοιχείο γίνεται με φυσικό τρόπο, σαν να γνωρίζει ο αναγνώστης περί τίνος πρόκειται, στην πραγματικότητα όμως αιφνιδιάζεται από την απότομη μεταστροφή.
Ξεκινά με μια αντιθετική διατύπωση («Κι όμως»), προετοιμάζει έτσι τη διαφοροποίηση από τα προηγούμενα. Στην συνέχεια περνά στην έκφραση του αποτροπιασμού του και της οργής της για την εξουσία («εγκληματίες γραφείων») που έσπειρε διχόνοια στους πρόσφυγες. Πρόκειται για μια μικρή παρέκβαση φορτισμένη με έντονο συναισθηματικό λόγο. Το ύφος του είναι καυστικό και δηκτικό, υπάρχει έντονη ειρωνεία και σαρκασμός. Δεν κατονομάζει τους «εγκληματίες», αντίθετα βάλλει κατά εκείνων που «έχουν κάνει το παν» με έντονη απροσδιοριστία. Χρησιμοποιεί λέξεις σκληρές και αντιποιητικές για να δείξει την οργή του προς τους εκμεταλλευτές των προσφύγων, την απομάκρυνσή των προσφύγων από το γηγενή πληθυσμό, τον διχασμό και την αλλοτρίωση. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η αντίδραση των προσφύγων και η προσπάθεια των κυβερνόντων για εκδίωξη τους με τη λύση της μετανάστευσης.
Οι «εγκληματίες» πιθανόν να ήταν οι γραφειοκρατικές υπηρεσίες που με τη συμπεριφορά τους δημιουργούσαν κωλύματα στην ενσωμάτωση των προσφύγων με το γηγενή πληθυσμό. Άλλωστε υπήρχε έντονη διάσταση μεταξύ προσφύγων και γηγενών στο χώρο της εργασίας γιατί τα άφθονα εργατικά χέρια των προσφύγων συμπίεζαν προς τα κάτω τα ημερομίσθια. Επίσης υπήρχε και πολιτική διάσπαση διότι οι περισσότεροι πρόσφυγες ανήκαν στο Κόμμα των Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου. Επιπλέον η γραφειοκρατική πολιτική του Δημοσίου καθυστερούσε την αποζημίωση των περιουσιών των προσφύγων. Τέλος ο εργασιακός αποκλεισμός των προσφύγων λόγω πολιτικών πεποιθήσεων με χρήση υποτιμητικών χαρακτηρισμών (π.χ. Τουρκόσποροι) οδήγησε πολλούς στη λύση της εθελούσιας μετανάστευσης στις Δυτική Ευρώπη, Αμερική και Αυστραλία. (Παράλληλο κείμενο: Θεσσαλονίκη , μέρες του 1969 μ. Χ. του Μανόλη Αναγνωστάκη)
Η παράγραφος κλείνει με ένα σχόλιο του αφηγητή: «Πολύ αργά, νομίζω», που αποτελεί τη δική του ερμηνεία για την όλη κατάσταση, η οποία έχει ξεφύγει από τα όρια του επιτρεπτού και δεν φαίνεται να υπάρχει επιστροφή.
«Κάθε φορά που φεύγω…της ράτσας μου τριγύρω» (σελ. 248- 250)
Στο μέρος αυτό του πεζογραφήματος υπάρχει έντονος ο βιωματικός χαρακτήρας. Ο συγγραφέας – αφηγητής καταθέτει τις εμπειρίες της ζωής του και τα όσα νιώθει μέσα του κάθε φορά που εγκαταλείπει τους προσφυγικούς συνοικισμούς για να επιστρέψει στην πολύβουη πόλη (Θεσσαλονίκη).
Επίσης εύκολα εντοπίζονται και πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία που ενσωματώνονται στο κύριο σώμα της αφήγησης και είναι τα εξής: α) η μοναχική ζωή του συγγραφέα στη Θεσσαλονίκη, β) η αίσθηση συναισθηματικής ασφάλειας στους προσφυγικούς συνοικισμούς και η προσφυγική του καταγωγή από την Ανατολική Θράκη, γ) η παρουσίαση μιας σειράς λαϊκών δοξασιών και εθίμων που πηγάσει από την προσωπική του ενασχόληση με την επιστήμη της Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, δ) η επιλογή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, η χρήση προσωπικών αντωνυμιών του α΄ προσώπου και ο εξομολογητικός τόνος του πεζογραφήματος.
Οι φράσεις που σχετίζονται με το «αίμα» («το δικό μου αίμα», «τους πληροφορεί το αίμα τους για μένα») δηλώνουν τον στενό και άρρηκτο δεσμό του με τους πρόσφυγες.
Η φράση «πάντως ποτέ τους δεν επιμένουν να με κρατήσουν στις παρέες τους» δημιουργεί εύλογη αμηχανία που εξηγείται όμως από τη λογική απόσταση που χωρίζει τους πρόσφυγες των προσφυγικών συνοικισμών από τον αφηγητή πρόσφυγα που επέλεξε την αστική του αποκατάσταση και την κοινωνική του αναβάθμιση.
Στη συνέχεια ο αφηγητής αναφέρεται στο αίσθημα μοναξιάς και απομόνωσης που βιώνει με την επιστροφή του στην πόλη. Η φράση μάλιστα «Ολομόναχος, ξένος, παντάξενος» (επιγραμματική διατύπωση) με την παράθεση τριών όμοιων επιθέτων δηλώνει με επιτατική διατύπωση την αίσθηση αφόρητης εγκατάλειψης από κάθε δεσμό με τους συνανθρώπους του (παράλληλο κείμενο το Διπλό Βιβλίο του Δημήτρη Χατζή).
Ο τρόπος ζωής της πόλης με τους γρήγορους ρυθμούς της οδηγεί τον αφηγητή στη βίωση μιας σχεδόν παραισθησιακής κατάστασης. Οι μεγάλοι δρόμοι της πόλης με τους φωτεινούς σηματοδότες και τα πολλά αυτοκίνητα τον οδηγούν στη συνειρμική ανάκληση των αρτηριών του ανθρωπίνου σώματος στις οποίες κυκλοφορούν ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια. Η κίνηση είναι συνεχής, ο αφηγητής σταματά για λίγο στη μέση του πεζοδρομίου για να αφουγκραστεί το ρυθμό της εσωτερικής του φωνής. Ταυτόχρονα ο κόκκινος σηματοδότης σταματά τα αυτοκίνητα, τη στιγμή εκείνη νιώθει το αίμα να κυλά στις φλέβες του, το προσφυγικό του αίμα, το αίμα των προγόνων του, γεγονός που δίδεται με ναι παρομοίωση («όπως στο κούτσουρο»). Ο αφηγητής εκφράζει την ανάγκη να βιώσει ανεμπόδιστα ό,τι αντιπροσωπεύεται από τις προγονικές μνήμες. Και πάλι συνειρμικά φέρνει στο νου του την Κυριακή της Πεντηκοστής, τη μέρα της Γονατιστής, τη μέρα που οι απελευθερωμένες ψυχές επιστρέφουν, σύμφωνα με την λαϊκή δοξασία, στον κάτω κόσμο και θρηνούν. (βλέπε και σημειώσεις βιβλίου 5,6,7, σελ. 249 – 250, το ενδιαφέρον του συγγραφέα για το λαϊκό πολιτισμό). Ο αφηγητής θέλει να σκύψει βαθιά στη γη για να μην τραυματίσει τις ψυχές, ενώ επίσης οι κινήσεις του για τον ίδιο λόγο είναι ήρεμες και προσεκτικές. Με τον παραλληλισμό αυτό τονίζει πιο έντονα την αντίθεση ανάμεσα στο λαϊκό πολιτισμό του παρελθόντος και το σύγχρονο που συνθλίβει κάθε αίσθηση ομορφιάς και μοναδικότητας. Οι σκηνές της παραγράφου μοιάζουν με κινηματογραφικά πλάνα καθώς εναλλάσσονται με σχεδόν ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Ο κινηματογράφος άλλωστε είναι μια μορφή τέχνης που επηρέασε το έργο του Γιώργου Ιωάννου. Επιπλέον την επίδραση του κινηματογράφου στο έργο του καταδεικνύει η εστίαση του και στην παραμικρή λεπτομέρεια.
«Εγώ όμως από τώρα…να διευκολύνονται οι αταξίες». Στην παράγραφο αυτή δίδεται η αίσθηση της μοναξιάς στη μεγαλούπολη, η αδιαφορία των ανθρώπων, η απομόνωση, η συμβατικότητα, η μαζοποίηση, η τυπικότητα των σχέσεων. Ο αφηγητής καταλήγει ειρωνικά με τη φράση: «Το ιδανικό, η τελευταία λέξη του πολιτισμού…να μη ξέρεις ούτε τη φάτσα του γείτονά σου» και το σχόλιο: «Πονηρά πράγματα βέβαια προφάσεις πολιτισμού για να διευκολύνονται οι αταξίες». Ο πολιτισμός των πόλεων είναι επιδερμικός, χωρίς ουσία, ενώ οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτές βιώνουν την αλλοτρίωση.
Στις τρεις τελευταίες παραγράφους του πεζογραφήματος υπάρχει έντονο το αντιθετικό στοιχείο ανάμεσα στους προσφυγικούς συνοικισμούς όπου ο αφηγητής νιώθει ολοκληρωμένος και τη μεγάλη πόλη όπου νιώθει απομονωμένος. Τελικά υπάρχουν στο αφήγημα δύο επίπεδα μοναξιάς: 1) η μοναξιά του πρόσφυγα στο συνοικισμό του, στο νέο τόπο εγκατάστασης μακριά από τις ρίζες του και 2) η μοναξιά του ανθρώπου στη μεγαλούπολη.
Στον επίλογο του: «Για αυτό ζηλεύω…της ράτσας μου τριγύρω», δηλώνει το έντονο παράπονό του και την καλώς νοούμενη ζήλεια του, τη νοσταλγία του για το συναισθηματικό δέσιμο των προσφύγων των προσφυγικών συνοικισμών που ο ίδιος στερείται.
Ο συγγραφέας επιλέγει την κυκλική δομή (σχήμα κύκλου) κλείνοντας με μια ευχή που συνδέεται άμεσα και αδιάσπαστα με την αρχή του πεζογραφήματος αλλά και με τον τίτλο του. Η επιστροφή στο χώρο ζωής των ανθρώπων της φυλής του είναι μια πορεία για να βρει τον εαυτό του και την ταυτότητά του, πράγμα που έχει ισοπεδωθεί στην πόλη. Με το κυκλικό σχήμα εξασφαλίζεται η σύνδεση της αφήγησης με τον τίτλο, εξισορροπείται η χαλαρή σύνδεση των επιμέρους στοιχείων καθώς ο συγγραφέας ακολουθεί μια σειρά από συνειρμούς που δεν έχουν άμεση σχέση με το βασικό του θέμα.
η ανάλυση του πεζογραφήματος είναι αναρτημένη στην ιστοσελίδα του Λυκείου των Μουδανιών
Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012
ΣΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΤΟ ΣΠΙΤΙ
Μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση του κειμένου με τη μορφή ερωτήσεων και απαντήσεων υπάρχει στο ιστολόγιο "μαθήματα ελληνικών" και είναι η ακόλουθη:
Γ. Ιωάννου, Στου Κεμάλ το σπίτι
1) Προσδιορίστε το είδος της αφήγησης στο πεζογράφημα. Πώς ερμηνεύετε αυτή την επιλογή του συγγραφέα;
Όπως συμβαίνει πάντα στα πεζογραφήματα του Ιωάννου, η αφήγηση είναι κατά κύριο λόγο πρωτοπρόσωπη (εγώ, εμείς) αυτοδιηγητική, μονομερής και μονοεστιακή (η εξιστόρηση γίνεται από την πλευρά του αφηγητή, ο οποίος βρίσκεται στην ιστορία και αποτελεί πρόσωπο του έργου). Παρόλο που ο αφηγητής δίνει το λόγο σε άλλα πρόσωπα πέντε φορές μέσα στο κείμενο με παρεμβολή ευθέος λόγου (η ευχαρίστηση της Τουρκάλας, τα λόγια της γιαγιάς, του σπιτονοικοκύρη, της γριας γειτόνισσας και εκείνου που αναφωνεί “η τουρκάλα”), δεν πρόκειται παρά για περιστασιακές αναφορές που δε διεκδικούν το ρόλο του αφηγητή, αλλά επιδιώκουν καθαρά αισθητικό αποτέλεσμα : ενάργεια, ζωντάνια, παραστατικότητα.
Η συγκεκριμένη επιλογή υπαγορεύεται από το βιωματικό χαρακτήρα του πεζογραφήματος, που εκθέτει εμπειρίες, μνήμες, σκέψεις, συναισθήματα και πράξεις του αφηγητή. Η επανειλημμένη εμφάνιση ενός προσώπου (της Τουρκάλας), του οποίου όμως ο χαρακτήρας δεν παρουσιάζεται ολοκληρωμένος, δεν είναι παρά η αφορμή για την εξιστόρηση του παρελθόντος και το σχολιασμό του παρόντος από τον αφηγητή, και δε μετατοπίζει το κέντρο βάρους της αφήγησης από τον (ομοδιηγητικό) αφηγητή σε κάποιο άλλο πρόσωπο. Λειτουργεί δηλαδή ως σημείο αναφοράς για τα χρονολογικά άλματα (πίσω – μπρος) του συγγραφέα από τη μικρασιατική καταστροφή μέχρι τις μέρες μας.
2) Ποιος είναι ο τόπος των γεγονότων του αφηγήματος;
Πρόκειται και πάλι για τη Θεσσαλονίκη - που παίζει πρωταρχικό ρόλο στην πεζογραφία του Ιωάννου ως την πόλη που δέχτηκε μεγάλο κύμα προσφύγων - και συγκεκριμένα για τη γειτονιά γύρω από το σπίτι του Κεμάλ. Το όνομα της πόλης δεν αναφέρεται ρητά, το υποψιαζόμαστε όμως από την αναφορά στο σπίτι του Κεμάλ (4 φορές - κειμενικό στοιχείο) που ως γνωστό, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη (εξωκειμενικό στοιχείο). Η ιστορία εκτυλίσσεται στο σπίτι του αφηγητή, μια μονοκατοικία με κήπο και μια φημισμένη μουριά, η οποία γκρεμίστηκε και έγινε μια άσχημη πολυκατοικία, που και αυτή με τη σειρά της κατεδαφίστηκε. Η αφήγηση τελειώνει πριν ολοκληρωθούν οι εργασίες και δε μαθαίνουμε τι χτίστηκε στη θέση της. Ο αφηγητής όμως φοβάται και είναι προετοιμασμένος για το χειρότερο.
3) Προσδιορίζεται με σαφήνεια ο χρόνος των γεγονότων στο διήγημα;
Μπορείτε να εντοπίσετε ιστορικά στοιχεία σε αυτό;
Οι χρονικοί προσδιορισμοί στο πεζογράφημα είναι σαφείς, παρά την προσφιλή τακτική του συγγραφέα για τη διαπλοκή παρελθόντος – παρόντος (ακόμη και του μέλλοντος: “θα παραφυλάγω...ίσως μπορέσω να εμποδίσω...εξαμβλώματος”).
Το περιστατικό γύρω από το οποίο στήνεται το διήγημα, η εμφάνιση δηλαδή της Τουρκάλας, συμβαίνει την εποχή που γίνονται τα μούρα (άνοιξη) και για πρώτη φορά το 1936. Η δεύτερη φορά είναι το 1938 (“δύο χρόνια μετά την πρώτη”) και η τρίτη λίγο πριν τον πόλεμο (1939-1940). Για τελευταία φορά η γυναίκα εμφανίζεται λίγο μετά τον πόλεμο (1944).
Οι επισκέψεις της Τουρκάλας μας μεταφέρουν σε έναν προγενέστερο χρόνο (ανάληψη, flashback), καθώς ανακαλούν στη μνήμη του αφηγητή την προσφυγιά του 1922 (“Δεν μας έφτανε που είχαμε δίπλα μας του Κεμάλ το σπίτι σαν μια διαρκή υπενθύμιση της καταστροφής, θα είχαμε τώρα και τους Τούρκους να μπερδουκλώνονται πάλι στα πόδια μας;”).
Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στα χρόνια της αντιπαροχής και της μετά μανίας ανοικοδόμησης στην Ελλάδα, γύρω στη δεκαετία του '70 ('το σπίτι είχε παραδοθεί.... φρικαλέες'). Τέλος, το αφηγηματικό παρόν μας φέρνει στις δεκαετίες του '80 και '90, όταν στο πλαίσιο του εξωραισμού των πόλεων, αρχίζουν να γκρεμίζονται οι άσχημες πολυκατοικίες και να ανεγείρονται νέα μοντέρνα κτίρια (“Τώρα ετοιμάζονται να τη γκρεμίσουν οι γελοίοι”).
Τα ιστορικά στοιχεία του διηγήματος είναι ευδιάκριτα. Πρώτα πρώτα έχουμε τη μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών. Αναφέρεται, ακόμη, ο τρόπος με τον οποίο έγινε η ανταλλαγή - με κριτήριο τη θρησκεία και όχι τη γλώσσα-, κι ο πόνος που προκάλεσε σε όλους τους ξεριζωμένους κι από τις δυο πλευρές. Οι ιταλικοί βομβαρδισμοί παραπέμπουν στον πόλεμο του '40 , ενώ την ίδια δεκαετία έχουμε τη σύνδεση των περισσότερων νοικοκυριών με το σύστημα ύδρευσης των πόλεων και την εγκατάλειψη των αρτεσιανών πηγαδιών (“Τώρα που σας έφερα το νερό στις κουζίνες σας, δε σας χρειάζεται το πηγάδι”). Οι “συμμορίες εργολάβων” μας μεταφέρουν στην περίοδο της αντιπαροχής τη δεκαετία του '70 που μεταμόρφωνε αισθητικά την Ελλάδα καταπατώντας ακόμη και αρχαιολογικά ευρήματα. Υπαινιγμός γίνεται, όπως είπαμε, και στη σύγχρονη τάση καλλωπισμού των πόλεων που ο αφηγητής αντιμετωπίζει με πολύ σκεπτικισμό και απαισιοδοξία (“να καθυστερήσω το χτίσιμο του νέου εξαμβλώματος”).
4) Ποια είναι η γλώσσα του διηγήματος;
Η γλώσσα του πεζογραφήματος είναι καθημερινή, λιτή, φυσική, εκφραστική και ανεπιτήδευτη με πεζολογικά στοιχεία. Η παρεμβολή ευθέος λόγου σε κάποια σημεία προσδίδει ζωντάνια, ακρίβεια, ενάργεια και αμεσότητα, ενώ οι ρητορικές ερωτήσεις (“δεν μας έφτανε που είχαμε δίπλα μας του Κεμάλ το σπίτι....” , “ποιος ξέρει τι μεγαλεπίβολο σχέδιο...”) και τα επίθετα (κουρασμένη, κατατσακισμένη, αρχοντική ομορφιά, επίμονη νοσταλγία, σιχαμένος σπιτινοικοκύρης, φρικαλέες πολυκατοικίες κ.λ.π.) αποδίδουν με ευστοχία τη συγκινησιακή ατμόσφαιρα του κειμένου και τα συναισθήματα του αφηγητή.
5)Πώς παρουσιάζεται η Τουρκάλα στο κείμενο και πώς την αντιμετωπίζει η οικογένεια του συγγραφέα ;
Γενικά, η εικόνα της Τουρκάλας είναι θολή με μια αχλύ μυστηρίου που διατηρείται μέχρι το τέλος (“Δεν την ξανάδαμε από τότε. Ήρθε – δεν ήρθε, άγνωστο”). Η οικογένεια του αφηγητή της φέρεται με ευγένεια και κάνει υποθέσεις για να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά της, τις αραιές αλλά περιοδικές εμφανίσεις της, την καταγωγή και προέλευσή της, τους σκοπούς και τα συναισθήματά της, δεν έχει όμως βέβαιες απαντήσεις. Η γυναίκα μοιάζει κουρασμένη και αποπνέει μια αρχοντιά. Στέκεται ώρες θλιμμένη και βουβή μπροστά στο σπίτι του αφηγητή, λοξοκοιτώντας το σπίτι του Κεμάλ ή μισοκλείνοντας τα μάτια χαμένη στις σκέψεις της. Τα μούρα φαίνεται να έχουν ιδιαίτερη σημασία γι' αυτή. Από τη συνέχεια του διηγήματος καταλαβαίνουμε πως της θυμίζουν κάτι, όπως άλλωστε και το σπίτι του Κεμάλ και το νερό από το πηγάδι. Γι' αυτό και αρνείται το νερό της βρύσης και βουρκώνει όταν μαθαίνει ότι το πηγάδι μαγαρίστηκε. Η καχυποψία, η ψυχρότητα και η αγανάκτηση που ένιωσε η οικογένεια κάποια στιγμή, όταν την πήρε για τουρκομερίτισσα, διασκεδάζονται σιγά σιγά για να δώσουν τη θέση τους σε συναισθήματα συμπάθειας, συμπόνοιας και κατανόησης, που γεννιούνται από τα κοινά βιώματα του εκπατρισμού και της προσφυγιάς. Στη συνέχεια από τη συντροφιά της με άλλους Τούρκους δίπλα, στο σπίτι του Κεμάλ η οικογένεια συμπεραίνει ότι έρχεται να κάνει προσκύνημα στο σπίτι του τούρκου πολιτικού άντρα. Μόνο στο τέλος, από τα λόγια μιας γριας την ώρα που κοιτάζει τα θεμέλια του κατεδαφισμένου σπιτιού καταλαβαίνουμε τι ήταν εκείνο που έκανε την Τουρκάλα να έρχεται στο κατώφλι του αφηγητή και να κάθεται με νοσταλγικό και πικραμένο ύφος: το σπίτι ήταν κάποτε της αρχοντικής οικογένειάς της και η ίδια ήταν προφανώς η κόρη του μπέη που σπάραζε όταν έφευγε. Οι πληγές απο το βίαιο ξεριζωμό φαίνεται να μην επουλώθηκαν ποτέ.
6) Σε ποια σημεία ο ποιητής είναι κριτικός και στιγματίζει τη σύγχρονή του εποχή;
Σε όλο το πεζογράφημα ο αφηγητής “βουτά” στη μνήμη του και ανασύρει εικόνες και σκηνές από το παρελθόν. Δε χάνει όμως το παρόν από μπροστά του. Συγκρίνει τους συγχρόνους του με τις προηγούμενες γενιές και τους βρίσκει ηθικά κατώτερους. Η κοινωνία και οι άνθρωποι άλλαξαν, δεν ενδιαφέρονται για το συνάνθρωπο. Ήδη οι άνθρωποι της Θεσσαλονίκης του '40 είναι πιο σκληροί κι αδιάφοροι από τους Έλληνες στα χρόνια της προσφυγιάς (“Ο σιχαμένος σπιτοκοικοκύρης μας είχε διοχετεύσει το βόθρο του σπιτιού στο βαθύ πηγάδι”). Προχωρώντας στο χρόνο, το κέρδος και τα χρήματα ανάγονται σε αξίες, το προσωπικό συμφέρον κυριαρχεί, “συμμορίες πονηρών εργολάβων” γκρεμίζουν σπίτια που είναι φορτωμένα με μνήμες και ιστορία, για να σηκώσουν πανάσχημες, φτηνές πολυκατοικίες. Ο ατομικισμός και ο ηθικός εκφυλισμός οδηγεί μέχρι τη βεβήλωση αρχαιολογικών μνημείων: “Δασκαλεμένοι εργάτες” μπαζώνουν τα ψηφιδωτά ή άλλα ευρήματα στα θεμέλια των σπιτιών, για να μην εμποδιστεί ή καθυστερήσει η ανέγερση της πολυκατοικίας και ζημιώσουν οικονομικά οι εμπλεκόμενοι της αντιπαροχής.
Η αποδοκιμασία και η οργή του αφηγητή δηλώνοναι ρητά και αποτυπώνονται φραστικά με τα κατάλληλα επίθετα ή άλλες λέξεις με αρνητική σημασία: σιχαμένος σπιτονοικοκύρης, πονηρό μυαλό, συμμορίες εργολάβων, γελοίοι, δασκαλεμένοι εργάτες, νέο εξάμβλωμα.
Η αγανάκτηση του αφηγητή δηλώνεται και με την απόφασή του να περάσει στην πράξη την επόμενη φορά : “Αν γίνει αυτό, θα παραφυλάγω νύχτα μέρα...”.
7) Στο πεζογράφημα αυτό ο πόνος του ξεριζωμού και η νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες παρουσιάζονται ως βιώματα και από τις δύο πλευρές, Τούρκους και Έλληνες. Τι χαρακτήρα δίνει στο κείμενο αυτή η προσέγγιση και ποιο είναι το μήνυμα που μεταδίδει το διήγημα;
Τα βάσανα της προσφυγιάς, το δράμα του βίαιου ξεριζωμού και της ανταλλαγής πληθυσμών δεν τα έζησαν μόνο οι Έλληνες. Με ανάλογο τρόπο, Τούρκοι της Θράκης μεταφέρθηκαν στην Τουρκία, αλλά και κάποιοι τούρκοι χριστιανοί εκδιώχτηκαν από την πατρίδα τους, αφού η ανταλλαγή έγινε με κριτήριο τη θρησκεία (και όχι τη γλώσσα, όπως αναφέρεται και στο διιήγημα). Ο καημός για τη χαμένη γη, η νοσταλγία και η λαχτάρα για ό,τι θυμίζει την πατρίδα, τους ομόφυλους και τη ράτσα του καθενός είναι συναισθήματα κοινά, πανανθρώπινα, ανεξάρτητα από εθνικότητα, και σεβαστά από όλους. Ο αφηγητής και η οικογένειά του συμπάσχουν με την Τουρκάλα και τη συμπονούν, όταν υποψιάζονται πως και η ίδια είναι θύμα ξεριζωμού και θρηνεί όσα έχασε. Η κοινή μοίρα συναδελφώνει τους παθόντες. Το μήνυμα που μεταφέρει το διήγημα είναι η ανάγκη της συντροφικότητας και της ανθρωπιάς, της γλύκας και της αλληλοστήριξης μπροστά στον ανθρώπινο πόνο. Ο κοσμοπολιτισμός επεκτείνεται στον κόσμο των συναισθημάτων. Το κείμενο δείχνει την ανάγκη για υπέρβαση εθνικιστικών προσεγγίσεων, όταν αναφερόμαστε στα πάθη των λαών και προτείνει τη μεγαθυμία και τη σύνεση ως στάση ζωής.
Γ. Ιωάννου, Στου Κεμάλ το σπίτι
1) Προσδιορίστε το είδος της αφήγησης στο πεζογράφημα. Πώς ερμηνεύετε αυτή την επιλογή του συγγραφέα;
Όπως συμβαίνει πάντα στα πεζογραφήματα του Ιωάννου, η αφήγηση είναι κατά κύριο λόγο πρωτοπρόσωπη (εγώ, εμείς) αυτοδιηγητική, μονομερής και μονοεστιακή (η εξιστόρηση γίνεται από την πλευρά του αφηγητή, ο οποίος βρίσκεται στην ιστορία και αποτελεί πρόσωπο του έργου). Παρόλο που ο αφηγητής δίνει το λόγο σε άλλα πρόσωπα πέντε φορές μέσα στο κείμενο με παρεμβολή ευθέος λόγου (η ευχαρίστηση της Τουρκάλας, τα λόγια της γιαγιάς, του σπιτονοικοκύρη, της γριας γειτόνισσας και εκείνου που αναφωνεί “η τουρκάλα”), δεν πρόκειται παρά για περιστασιακές αναφορές που δε διεκδικούν το ρόλο του αφηγητή, αλλά επιδιώκουν καθαρά αισθητικό αποτέλεσμα : ενάργεια, ζωντάνια, παραστατικότητα.
Η συγκεκριμένη επιλογή υπαγορεύεται από το βιωματικό χαρακτήρα του πεζογραφήματος, που εκθέτει εμπειρίες, μνήμες, σκέψεις, συναισθήματα και πράξεις του αφηγητή. Η επανειλημμένη εμφάνιση ενός προσώπου (της Τουρκάλας), του οποίου όμως ο χαρακτήρας δεν παρουσιάζεται ολοκληρωμένος, δεν είναι παρά η αφορμή για την εξιστόρηση του παρελθόντος και το σχολιασμό του παρόντος από τον αφηγητή, και δε μετατοπίζει το κέντρο βάρους της αφήγησης από τον (ομοδιηγητικό) αφηγητή σε κάποιο άλλο πρόσωπο. Λειτουργεί δηλαδή ως σημείο αναφοράς για τα χρονολογικά άλματα (πίσω – μπρος) του συγγραφέα από τη μικρασιατική καταστροφή μέχρι τις μέρες μας.
2) Ποιος είναι ο τόπος των γεγονότων του αφηγήματος;
Πρόκειται και πάλι για τη Θεσσαλονίκη - που παίζει πρωταρχικό ρόλο στην πεζογραφία του Ιωάννου ως την πόλη που δέχτηκε μεγάλο κύμα προσφύγων - και συγκεκριμένα για τη γειτονιά γύρω από το σπίτι του Κεμάλ. Το όνομα της πόλης δεν αναφέρεται ρητά, το υποψιαζόμαστε όμως από την αναφορά στο σπίτι του Κεμάλ (4 φορές - κειμενικό στοιχείο) που ως γνωστό, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη (εξωκειμενικό στοιχείο). Η ιστορία εκτυλίσσεται στο σπίτι του αφηγητή, μια μονοκατοικία με κήπο και μια φημισμένη μουριά, η οποία γκρεμίστηκε και έγινε μια άσχημη πολυκατοικία, που και αυτή με τη σειρά της κατεδαφίστηκε. Η αφήγηση τελειώνει πριν ολοκληρωθούν οι εργασίες και δε μαθαίνουμε τι χτίστηκε στη θέση της. Ο αφηγητής όμως φοβάται και είναι προετοιμασμένος για το χειρότερο.
3) Προσδιορίζεται με σαφήνεια ο χρόνος των γεγονότων στο διήγημα;
Μπορείτε να εντοπίσετε ιστορικά στοιχεία σε αυτό;
Οι χρονικοί προσδιορισμοί στο πεζογράφημα είναι σαφείς, παρά την προσφιλή τακτική του συγγραφέα για τη διαπλοκή παρελθόντος – παρόντος (ακόμη και του μέλλοντος: “θα παραφυλάγω...ίσως μπορέσω να εμποδίσω...εξαμβλώματος”).
Το περιστατικό γύρω από το οποίο στήνεται το διήγημα, η εμφάνιση δηλαδή της Τουρκάλας, συμβαίνει την εποχή που γίνονται τα μούρα (άνοιξη) και για πρώτη φορά το 1936. Η δεύτερη φορά είναι το 1938 (“δύο χρόνια μετά την πρώτη”) και η τρίτη λίγο πριν τον πόλεμο (1939-1940). Για τελευταία φορά η γυναίκα εμφανίζεται λίγο μετά τον πόλεμο (1944).
Οι επισκέψεις της Τουρκάλας μας μεταφέρουν σε έναν προγενέστερο χρόνο (ανάληψη, flashback), καθώς ανακαλούν στη μνήμη του αφηγητή την προσφυγιά του 1922 (“Δεν μας έφτανε που είχαμε δίπλα μας του Κεμάλ το σπίτι σαν μια διαρκή υπενθύμιση της καταστροφής, θα είχαμε τώρα και τους Τούρκους να μπερδουκλώνονται πάλι στα πόδια μας;”).
Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στα χρόνια της αντιπαροχής και της μετά μανίας ανοικοδόμησης στην Ελλάδα, γύρω στη δεκαετία του '70 ('το σπίτι είχε παραδοθεί.... φρικαλέες'). Τέλος, το αφηγηματικό παρόν μας φέρνει στις δεκαετίες του '80 και '90, όταν στο πλαίσιο του εξωραισμού των πόλεων, αρχίζουν να γκρεμίζονται οι άσχημες πολυκατοικίες και να ανεγείρονται νέα μοντέρνα κτίρια (“Τώρα ετοιμάζονται να τη γκρεμίσουν οι γελοίοι”).
Τα ιστορικά στοιχεία του διηγήματος είναι ευδιάκριτα. Πρώτα πρώτα έχουμε τη μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών. Αναφέρεται, ακόμη, ο τρόπος με τον οποίο έγινε η ανταλλαγή - με κριτήριο τη θρησκεία και όχι τη γλώσσα-, κι ο πόνος που προκάλεσε σε όλους τους ξεριζωμένους κι από τις δυο πλευρές. Οι ιταλικοί βομβαρδισμοί παραπέμπουν στον πόλεμο του '40 , ενώ την ίδια δεκαετία έχουμε τη σύνδεση των περισσότερων νοικοκυριών με το σύστημα ύδρευσης των πόλεων και την εγκατάλειψη των αρτεσιανών πηγαδιών (“Τώρα που σας έφερα το νερό στις κουζίνες σας, δε σας χρειάζεται το πηγάδι”). Οι “συμμορίες εργολάβων” μας μεταφέρουν στην περίοδο της αντιπαροχής τη δεκαετία του '70 που μεταμόρφωνε αισθητικά την Ελλάδα καταπατώντας ακόμη και αρχαιολογικά ευρήματα. Υπαινιγμός γίνεται, όπως είπαμε, και στη σύγχρονη τάση καλλωπισμού των πόλεων που ο αφηγητής αντιμετωπίζει με πολύ σκεπτικισμό και απαισιοδοξία (“να καθυστερήσω το χτίσιμο του νέου εξαμβλώματος”).
4) Ποια είναι η γλώσσα του διηγήματος;
Η γλώσσα του πεζογραφήματος είναι καθημερινή, λιτή, φυσική, εκφραστική και ανεπιτήδευτη με πεζολογικά στοιχεία. Η παρεμβολή ευθέος λόγου σε κάποια σημεία προσδίδει ζωντάνια, ακρίβεια, ενάργεια και αμεσότητα, ενώ οι ρητορικές ερωτήσεις (“δεν μας έφτανε που είχαμε δίπλα μας του Κεμάλ το σπίτι....” , “ποιος ξέρει τι μεγαλεπίβολο σχέδιο...”) και τα επίθετα (κουρασμένη, κατατσακισμένη, αρχοντική ομορφιά, επίμονη νοσταλγία, σιχαμένος σπιτινοικοκύρης, φρικαλέες πολυκατοικίες κ.λ.π.) αποδίδουν με ευστοχία τη συγκινησιακή ατμόσφαιρα του κειμένου και τα συναισθήματα του αφηγητή.
5)Πώς παρουσιάζεται η Τουρκάλα στο κείμενο και πώς την αντιμετωπίζει η οικογένεια του συγγραφέα ;
Γενικά, η εικόνα της Τουρκάλας είναι θολή με μια αχλύ μυστηρίου που διατηρείται μέχρι το τέλος (“Δεν την ξανάδαμε από τότε. Ήρθε – δεν ήρθε, άγνωστο”). Η οικογένεια του αφηγητή της φέρεται με ευγένεια και κάνει υποθέσεις για να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά της, τις αραιές αλλά περιοδικές εμφανίσεις της, την καταγωγή και προέλευσή της, τους σκοπούς και τα συναισθήματά της, δεν έχει όμως βέβαιες απαντήσεις. Η γυναίκα μοιάζει κουρασμένη και αποπνέει μια αρχοντιά. Στέκεται ώρες θλιμμένη και βουβή μπροστά στο σπίτι του αφηγητή, λοξοκοιτώντας το σπίτι του Κεμάλ ή μισοκλείνοντας τα μάτια χαμένη στις σκέψεις της. Τα μούρα φαίνεται να έχουν ιδιαίτερη σημασία γι' αυτή. Από τη συνέχεια του διηγήματος καταλαβαίνουμε πως της θυμίζουν κάτι, όπως άλλωστε και το σπίτι του Κεμάλ και το νερό από το πηγάδι. Γι' αυτό και αρνείται το νερό της βρύσης και βουρκώνει όταν μαθαίνει ότι το πηγάδι μαγαρίστηκε. Η καχυποψία, η ψυχρότητα και η αγανάκτηση που ένιωσε η οικογένεια κάποια στιγμή, όταν την πήρε για τουρκομερίτισσα, διασκεδάζονται σιγά σιγά για να δώσουν τη θέση τους σε συναισθήματα συμπάθειας, συμπόνοιας και κατανόησης, που γεννιούνται από τα κοινά βιώματα του εκπατρισμού και της προσφυγιάς. Στη συνέχεια από τη συντροφιά της με άλλους Τούρκους δίπλα, στο σπίτι του Κεμάλ η οικογένεια συμπεραίνει ότι έρχεται να κάνει προσκύνημα στο σπίτι του τούρκου πολιτικού άντρα. Μόνο στο τέλος, από τα λόγια μιας γριας την ώρα που κοιτάζει τα θεμέλια του κατεδαφισμένου σπιτιού καταλαβαίνουμε τι ήταν εκείνο που έκανε την Τουρκάλα να έρχεται στο κατώφλι του αφηγητή και να κάθεται με νοσταλγικό και πικραμένο ύφος: το σπίτι ήταν κάποτε της αρχοντικής οικογένειάς της και η ίδια ήταν προφανώς η κόρη του μπέη που σπάραζε όταν έφευγε. Οι πληγές απο το βίαιο ξεριζωμό φαίνεται να μην επουλώθηκαν ποτέ.
6) Σε ποια σημεία ο ποιητής είναι κριτικός και στιγματίζει τη σύγχρονή του εποχή;
Σε όλο το πεζογράφημα ο αφηγητής “βουτά” στη μνήμη του και ανασύρει εικόνες και σκηνές από το παρελθόν. Δε χάνει όμως το παρόν από μπροστά του. Συγκρίνει τους συγχρόνους του με τις προηγούμενες γενιές και τους βρίσκει ηθικά κατώτερους. Η κοινωνία και οι άνθρωποι άλλαξαν, δεν ενδιαφέρονται για το συνάνθρωπο. Ήδη οι άνθρωποι της Θεσσαλονίκης του '40 είναι πιο σκληροί κι αδιάφοροι από τους Έλληνες στα χρόνια της προσφυγιάς (“Ο σιχαμένος σπιτοκοικοκύρης μας είχε διοχετεύσει το βόθρο του σπιτιού στο βαθύ πηγάδι”). Προχωρώντας στο χρόνο, το κέρδος και τα χρήματα ανάγονται σε αξίες, το προσωπικό συμφέρον κυριαρχεί, “συμμορίες πονηρών εργολάβων” γκρεμίζουν σπίτια που είναι φορτωμένα με μνήμες και ιστορία, για να σηκώσουν πανάσχημες, φτηνές πολυκατοικίες. Ο ατομικισμός και ο ηθικός εκφυλισμός οδηγεί μέχρι τη βεβήλωση αρχαιολογικών μνημείων: “Δασκαλεμένοι εργάτες” μπαζώνουν τα ψηφιδωτά ή άλλα ευρήματα στα θεμέλια των σπιτιών, για να μην εμποδιστεί ή καθυστερήσει η ανέγερση της πολυκατοικίας και ζημιώσουν οικονομικά οι εμπλεκόμενοι της αντιπαροχής.
Η αποδοκιμασία και η οργή του αφηγητή δηλώνοναι ρητά και αποτυπώνονται φραστικά με τα κατάλληλα επίθετα ή άλλες λέξεις με αρνητική σημασία: σιχαμένος σπιτονοικοκύρης, πονηρό μυαλό, συμμορίες εργολάβων, γελοίοι, δασκαλεμένοι εργάτες, νέο εξάμβλωμα.
Η αγανάκτηση του αφηγητή δηλώνεται και με την απόφασή του να περάσει στην πράξη την επόμενη φορά : “Αν γίνει αυτό, θα παραφυλάγω νύχτα μέρα...”.
7) Στο πεζογράφημα αυτό ο πόνος του ξεριζωμού και η νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες παρουσιάζονται ως βιώματα και από τις δύο πλευρές, Τούρκους και Έλληνες. Τι χαρακτήρα δίνει στο κείμενο αυτή η προσέγγιση και ποιο είναι το μήνυμα που μεταδίδει το διήγημα;
Τα βάσανα της προσφυγιάς, το δράμα του βίαιου ξεριζωμού και της ανταλλαγής πληθυσμών δεν τα έζησαν μόνο οι Έλληνες. Με ανάλογο τρόπο, Τούρκοι της Θράκης μεταφέρθηκαν στην Τουρκία, αλλά και κάποιοι τούρκοι χριστιανοί εκδιώχτηκαν από την πατρίδα τους, αφού η ανταλλαγή έγινε με κριτήριο τη θρησκεία (και όχι τη γλώσσα, όπως αναφέρεται και στο διιήγημα). Ο καημός για τη χαμένη γη, η νοσταλγία και η λαχτάρα για ό,τι θυμίζει την πατρίδα, τους ομόφυλους και τη ράτσα του καθενός είναι συναισθήματα κοινά, πανανθρώπινα, ανεξάρτητα από εθνικότητα, και σεβαστά από όλους. Ο αφηγητής και η οικογένειά του συμπάσχουν με την Τουρκάλα και τη συμπονούν, όταν υποψιάζονται πως και η ίδια είναι θύμα ξεριζωμού και θρηνεί όσα έχασε. Η κοινή μοίρα συναδελφώνει τους παθόντες. Το μήνυμα που μεταφέρει το διήγημα είναι η ανάγκη της συντροφικότητας και της ανθρωπιάς, της γλύκας και της αλληλοστήριξης μπροστά στον ανθρώπινο πόνο. Ο κοσμοπολιτισμός επεκτείνεται στον κόσμο των συναισθημάτων. Το κείμενο δείχνει την ανάγκη για υπέρβαση εθνικιστικών προσεγγίσεων, όταν αναφερόμαστε στα πάθη των λαών και προτείνει τη μεγαθυμία και τη σύνεση ως στάση ζωής.
Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012
ΕΝΟΤΗΤΑ 47- ΑΣΚΗΣΕΙΣ
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
1.Να γράψετε τους τύπους που ζητούνται:
filia δοτική πληθυντικού
canos γενική πληθυντικού
Hac re γενική ενικού και πληθυντικού
Eo consilio αιτιατική πληθυντικού
ornatrīces ονομαστική ενικού
vestem κλητική ενικού
aliis sermonibus γενική ενικού
tempus ονομαστική πληθυντικού
mendacium κλητική ενικού
pater γενική πληθυντικού
mentionem ονομαστική ενικού
aetatis κλητική ενικού
2.Να γράψετε τους τύπους που ζητούνται
habēre γ πληθυντικό οριστ. συντελ. μέλλοντα
coeperat απαρέμφατο παρακειμένου
solēbat β πληθυντικό υποτακτικής υπερσυντελίκου
voluit α πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα
deterrēre β πληθυντικό υποτακτικής παρακειμένου
faceret. προστακτική ενεστώτα
oppresit β ενικό υποτακτικής μέλλοντα
deprehendit απαρέμφατο παρακειμένου
extraxit α πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα
induxit αφαιρετική σουπίνο
mallet γ πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα
respondisset γερουνδιακό στα 3 γένη
obiēcit: β ενικό οριστικής παθητικού ενεστώτα
nolis β πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα και παρατατικού
times β ενικό προστακτικής ενεστώτα
faciant αρχικοί χρόνοι στο παθητικό του
3.Να γράψετε τα παραθετικά:matūre
4.Να αναγνωρίσετε τις προτάσεις
quominus id faceret/
quin calva esse nolis.
Quid ergo non times nē istae te calvam faciant?”/
donec induxit mentionem aetatis/
utrum post aliquot annos cana esse mallet an calva. /
Cum illa respondisset/
Etsi super vestem eārum deprehendit canos,
5.Να χαρακτηριστούν συντακτικά: habēre, filiam, deterrēre ,id, eārum, eos, vidisse , tempus, aetatis, cana , esse ,mendacium, illi , istae, te
6.Hac re audīta Να αναλυθεί σε πρόταση.
7.στην άλλη φωνή :
Eo consilio aliquando repente intervēnit oppresitque ornatrīces. /
Etsi super vestem eārum deprehendit canos, /
aliis sermonibus tempus extraxit, /
Tum interrogāvit filiam /
mendacium illi pater obiēcit
8.Να γίνει μετοχική η πρώτη:
Etsi deprehendit canos, Augustus dissimulavit eos vidisse
9α . Σε πλάγιο με εξάρτηση: Tarquinius dixit :
Hac re audīta Augustus voluit filiam deterrēre quominus id faceret. /
Eo consilio aliquando repente intervēnit oppresitque ornatrīces/
Iulia, Augusti filia, matūre habēre coeperat canos. /
9β. Σε πλάγιο :illa respondisset: “ego, pater, cana esse malo”
10α. Από πλάγιο σε ευθύ:
Tum interrogāvit filiam, utrum post aliquot annos cana esse mallet an calva.
10β. Σε πλάγιο με εξάρτηση Augustus interogavit :
Quid ergo non times nē istae te calvam faciant?”
11. Σε πλάγιο με εξάρτηση pater dicit/ dixit :
Non dubito quin calva esse nolis.
πηγή:Nεάρχου παράπλους
1.Να γράψετε τους τύπους που ζητούνται:
filia δοτική πληθυντικού
canos γενική πληθυντικού
Hac re γενική ενικού και πληθυντικού
Eo consilio αιτιατική πληθυντικού
ornatrīces ονομαστική ενικού
vestem κλητική ενικού
aliis sermonibus γενική ενικού
tempus ονομαστική πληθυντικού
mendacium κλητική ενικού
pater γενική πληθυντικού
mentionem ονομαστική ενικού
aetatis κλητική ενικού
2.Να γράψετε τους τύπους που ζητούνται
habēre γ πληθυντικό οριστ. συντελ. μέλλοντα
coeperat απαρέμφατο παρακειμένου
solēbat β πληθυντικό υποτακτικής υπερσυντελίκου
voluit α πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα
deterrēre β πληθυντικό υποτακτικής παρακειμένου
faceret. προστακτική ενεστώτα
oppresit β ενικό υποτακτικής μέλλοντα
deprehendit απαρέμφατο παρακειμένου
extraxit α πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα
induxit αφαιρετική σουπίνο
mallet γ πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα
respondisset γερουνδιακό στα 3 γένη
obiēcit: β ενικό οριστικής παθητικού ενεστώτα
nolis β πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα και παρατατικού
times β ενικό προστακτικής ενεστώτα
faciant αρχικοί χρόνοι στο παθητικό του
3.Να γράψετε τα παραθετικά:matūre
4.Να αναγνωρίσετε τις προτάσεις
quominus id faceret/
quin calva esse nolis.
Quid ergo non times nē istae te calvam faciant?”/
donec induxit mentionem aetatis/
utrum post aliquot annos cana esse mallet an calva. /
Cum illa respondisset/
Etsi super vestem eārum deprehendit canos,
5.Να χαρακτηριστούν συντακτικά: habēre, filiam, deterrēre ,id, eārum, eos, vidisse , tempus, aetatis, cana , esse ,mendacium, illi , istae, te
6.Hac re audīta Να αναλυθεί σε πρόταση.
7.στην άλλη φωνή :
Eo consilio aliquando repente intervēnit oppresitque ornatrīces. /
Etsi super vestem eārum deprehendit canos, /
aliis sermonibus tempus extraxit, /
Tum interrogāvit filiam /
mendacium illi pater obiēcit
8.Να γίνει μετοχική η πρώτη:
Etsi deprehendit canos, Augustus dissimulavit eos vidisse
9α . Σε πλάγιο με εξάρτηση: Tarquinius dixit :
Hac re audīta Augustus voluit filiam deterrēre quominus id faceret. /
Eo consilio aliquando repente intervēnit oppresitque ornatrīces/
Iulia, Augusti filia, matūre habēre coeperat canos. /
9β. Σε πλάγιο :illa respondisset: “ego, pater, cana esse malo”
10α. Από πλάγιο σε ευθύ:
Tum interrogāvit filiam, utrum post aliquot annos cana esse mallet an calva.
10β. Σε πλάγιο με εξάρτηση Augustus interogavit :
Quid ergo non times nē istae te calvam faciant?”
11. Σε πλάγιο με εξάρτηση pater dicit/ dixit :
Non dubito quin calva esse nolis.
πηγή:Nεάρχου παράπλους
Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ
Mε εκδηλώσεις, "ιδιότυπες" πορείες, αναγνώσεις γιορτάστηκε σήμερα η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης.Κρατώντας πλακάτ με στίχους από τον Όμηρο μέχρι την Κική Δημουλά διανοούμενοι, ποιητές, άνθρωποι του πνεύματος ύψωσαν τη δική τους φωνή διαμαρτυρίας ενάντια στην δύσκολή πραγματικότητα που ζούμε και απέδειξαν -για να παραφράσω λίγο τους ποιητές- πως "τούτη η εποχή...είναι εποχή για ποίηση,αν και είθισται να δολοφονούν τους ποιητές,αφού τελικά η ποίηση δεν είναι το καταφύγιο που φθονούμε αλλά μια πόρτα ανοιχτή, ένα ποτήρι που το γεμίζουμε με το αίμα μας...
Και για τους μαθητές μου που είναι ευαίσθητοι και συναισθηματικοί ένα ποιήμα του Pablo Neruda που βρήκα στο διαδίκτυο
Δε σ' αγαπώ
Δε σ' αγαπώ σαν να 'σουν ρόδο αλατιού, τοπάζι,
σαΐτα από γαρούφαλα που τη φωτιά πληθαίνουν:
σ' αγαπώ ως αγαπιούνται κάποια πράγματα σκούρα,
μυστικά, μέσ' από την ψυχή και τον ίσκιο.
Σ' αγαπώ καθώς κάποιο φυτό που δεν ανθίζει,
μα που μέσα του κρύβει το λουλουδόφως όλο,
και ζει απ' τον έρωτά σου σκοτεινό στο κορμί μου
τ' άρωμα που σφιγμένο μ' ανέβηκε απ' το χώμα.
Σ' αγαπώ μη γνωρίζοντας πώς, από πού και πότε,
σ' αγαπώ στα ίσια δίχως πρόβλημα ή περηφάνια:
σ' αγαπώ έτσι γιατί δεν ξέρω μ' άλλον τρόπο,
παρά μ' ετούτον όπου δεν είμαι μήτε είσαι,
που το χέρι σου πάνω μου το νιώθω σαν δικό μου,
που όταν κοιμάμαι κλείνουν και τα δικά σου μάτια.
Επίσης το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου έχει φτιάξει μια καταπληκτική αφίσα με αποσπάσματα από ποιήματα του Νικηφόρου Βρεττάκου, αφού η φετινή χρονιά ορίστηκε ως έτος Βρεττάκου (100 χρόνια από τη γέννησή του) που μπορείτα να δείτε εδώ
Και για τους μαθητές μου που είναι ευαίσθητοι και συναισθηματικοί ένα ποιήμα του Pablo Neruda που βρήκα στο διαδίκτυο
Δε σ' αγαπώ
Δε σ' αγαπώ σαν να 'σουν ρόδο αλατιού, τοπάζι,
σαΐτα από γαρούφαλα που τη φωτιά πληθαίνουν:
σ' αγαπώ ως αγαπιούνται κάποια πράγματα σκούρα,
μυστικά, μέσ' από την ψυχή και τον ίσκιο.
Σ' αγαπώ καθώς κάποιο φυτό που δεν ανθίζει,
μα που μέσα του κρύβει το λουλουδόφως όλο,
και ζει απ' τον έρωτά σου σκοτεινό στο κορμί μου
τ' άρωμα που σφιγμένο μ' ανέβηκε απ' το χώμα.
Σ' αγαπώ μη γνωρίζοντας πώς, από πού και πότε,
σ' αγαπώ στα ίσια δίχως πρόβλημα ή περηφάνια:
σ' αγαπώ έτσι γιατί δεν ξέρω μ' άλλον τρόπο,
παρά μ' ετούτον όπου δεν είμαι μήτε είσαι,
που το χέρι σου πάνω μου το νιώθω σαν δικό μου,
που όταν κοιμάμαι κλείνουν και τα δικά σου μάτια.
Επίσης το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου έχει φτιάξει μια καταπληκτική αφίσα με αποσπάσματα από ποιήματα του Νικηφόρου Βρεττάκου, αφού η φετινή χρονιά ορίστηκε ως έτος Βρεττάκου (100 χρόνια από τη γέννησή του) που μπορείτα να δείτε εδώ
Τρίτη 13 Μαρτίου 2012
ΑΣΚΗΣΕΙΣ- ΕΝΟΤΗΤΑ 46
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
1.numine:αιτιατική ενικού
deorum:κλητική ενικού
unumquemque: τον ίδιο τύπο στο θηλυκό
urbem:γενική πληθυντικού
nostrum:τον ίδιο τύπο στον άλλο αριθμό
partem:γενική πληθυντικού
illud:δοτική πληθυντικού
nostrae:τον ίδιο τύπο στον άλλο αριθμό
leges:ονομαστική ενικού
salutis:ονομαστική ενικού
vir:γενική πληθυντικού
parens:αιτιατική πληθυντικού ουδετέρου
suae:τον ίδιο τύπο στον άλλο αριθμό στο β΄πρόσωπο για πολλούς κτήτορες
magis: στον υπερθετικό
desertor:αφαιρετική ενικού
nobis:δοτκή ενικού
singulorum:αιτιατική πληθυντικού θηλυκού
2.regi:γ'ενικό υποτακτικής υπερσυντέλικου
putant:δοτική γερουνδίου
consequitur:β'ενικό οριστικής ενεστώτα και υποτακτικής παρατατικού
anteponamus;τον ίδιο τύπο στην υποτακτική παρακειμένου
consulit:αφαιρετική απ' το σουπίνο
vituperandus est:τον ίδιο τύπο στην οριστική Σ.Μ
fit:προστακτική ενεστώτα ενεργητικής φωνής
cadat:β'πληθυντικό οριστικής παρακειμένου
decet:απαρέμφατο παρακειμένου
3.Να κάνετα πλήρη συντακτικό σχολιασμό σε όλες τις δευτερεύουσες προτάσεις του κειμένου
4.Philosophi mundum censent regi numine deorum:να μετατραπεί στην ενεργητική σύνταξη και στον ευθύ λόγο
eum esse putant...eius mundi esse partem:να μεταφερθεί στον ευθύ λόγο
plusquam unius alicuius aut suae:να δοθεί η σύγκριση με τον άλλο τρόπο
Νec magis..et salutem:να αναλυθεί με το debeo
quam proditor...et salutem:να δοθεί η σύγκριση με τον άλλο τρόπο
ut laudandus is sit:να μεταφερθεί στην ενεργητική σύνταξη
qui pro republica cadat:να συμπτυχθεί σε μετοχή
Εx quo fit...nosmet ipsos:να μεταφερθεί στον πλάγιο λόγο με εξάρτηση το Cicero dixit
quam nosmet ipsos:να δοθεί η σύγκριση με τον άλλο τρόπο
1.numine:αιτιατική ενικού
deorum:κλητική ενικού
unumquemque: τον ίδιο τύπο στο θηλυκό
urbem:γενική πληθυντικού
nostrum:τον ίδιο τύπο στον άλλο αριθμό
partem:γενική πληθυντικού
illud:δοτική πληθυντικού
nostrae:τον ίδιο τύπο στον άλλο αριθμό
leges:ονομαστική ενικού
salutis:ονομαστική ενικού
vir:γενική πληθυντικού
parens:αιτιατική πληθυντικού ουδετέρου
suae:τον ίδιο τύπο στον άλλο αριθμό στο β΄πρόσωπο για πολλούς κτήτορες
magis: στον υπερθετικό
desertor:αφαιρετική ενικού
nobis:δοτκή ενικού
singulorum:αιτιατική πληθυντικού θηλυκού
2.regi:γ'ενικό υποτακτικής υπερσυντέλικου
putant:δοτική γερουνδίου
consequitur:β'ενικό οριστικής ενεστώτα και υποτακτικής παρατατικού
anteponamus;τον ίδιο τύπο στην υποτακτική παρακειμένου
consulit:αφαιρετική απ' το σουπίνο
vituperandus est:τον ίδιο τύπο στην οριστική Σ.Μ
fit:προστακτική ενεστώτα ενεργητικής φωνής
cadat:β'πληθυντικό οριστικής παρακειμένου
decet:απαρέμφατο παρακειμένου
3.Να κάνετα πλήρη συντακτικό σχολιασμό σε όλες τις δευτερεύουσες προτάσεις του κειμένου
4.Philosophi mundum censent regi numine deorum:να μετατραπεί στην ενεργητική σύνταξη και στον ευθύ λόγο
eum esse putant...eius mundi esse partem:να μεταφερθεί στον ευθύ λόγο
plusquam unius alicuius aut suae:να δοθεί η σύγκριση με τον άλλο τρόπο
Νec magis..et salutem:να αναλυθεί με το debeo
quam proditor...et salutem:να δοθεί η σύγκριση με τον άλλο τρόπο
ut laudandus is sit:να μεταφερθεί στην ενεργητική σύνταξη
qui pro republica cadat:να συμπτυχθεί σε μετοχή
Εx quo fit...nosmet ipsos:να μεταφερθεί στον πλάγιο λόγο με εξάρτηση το Cicero dixit
quam nosmet ipsos:να δοθεί η σύγκριση με τον άλλο τρόπο
Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012
ΕΝΟΤΗΤΑ 45- ΑΣΚΗΣΕΙΣ
Β. Παρατηρήσεις
1. α) Να γράψετε τους τύπους που ζητούνται για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις :
captīvis κλητική ενικού
res αφαιρετική ενικού
periculo αιτιατική πληθυντικού
equitibus: ονομαστική ενικού
nostra consilia: γενική πληθυντικού
amentum ονομαστική ενικού
hostibus γενική πληθυντικού
Graecis litteris ονομαστική ενικού
Legātum ονομαστική πληθυντικού
legionibus κλητική ενικού
die γενική πληθυντικού
milite δοτική πληθυντικού
turrim αφαιρετική ενικού
salutem ονομαστική ενικού
1β.celeriter : τον αντίστοιχο τύπο στο συγκριτικό και στον υπερθετικό βαθμό
1γ) Να κλιθούν οι αντωνυμίες:
quae ίδιο γένος, ενικό
quantō ίδιο γένος, πληθυντικό
cuidam ίδιο γένος, πληθυντικό
nostra ίδιο γένος, ενικό
Ille ίδιο γένος, πληθυντικό
2. α) Να γράψετε τους τύπους που ζητούνται για καθέναν από τους παρακάτω τύπους :
cognoscit β πληθυντικό υποτακτικής υπερσυντελίκου
gerantur α πληθυντικό υποτακτικής παρακειμένου
persuadet β πληθυντικό υποτακτικής παρακειμένου
providet β πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα
interceptā β πληθυντικό υποτακτικής παρατατικού παθητ. φωνής
conscriptam δοτική γερουνδίου
mittit β ενικό προστακτικής ενεστώτα
scribit απαρέμφατο παρακειμένου
adīre α και β πληθυντικό οριστ. παρακειμένου
possit β πληθυντικό οριστικής ενεστώτα και υποτακτ. παρατατικού
adhaesit β πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα
conspicitur β ενικό υποτακτικής ενεστώτα
defertur β ενικό υποτακτικής παρακειμένου
sperent γ ενικό οριστικής μέλλοντα
3.interceptā , veritus: Να αναλυθούν σε δευτερεύουσεςπροτάσεις
4.Να αναγνωριστούν συντακτικά οι προτάσεις, (εισαγωγή, εκφορά, αιτιολόγηση, λειτουργία) :
quae apud Cicerōnem gerantur quantōque in periculo res sit. /
ut ad Cicerōnem epistulam deferat/
ut salutem sperent./
ut epistulam ad amentum tragulae adliget et intra castra abiciat. /
nē, interceptā epistulā, nostra consilia ab hostibus cognoscantur
4β. si adīre non poteris, epistulam ad amentum tragulae adliga et intra castra abice:
Να μετατρέψετε τον υποθετικό λόγο 1ου είδους στα άλλα είδη .
5.Στην άλλη φωνή:
Tum cuidam ex equitibus Gallis persuadet ut ad Cicerōnem epistulam deferat/
nē nostra consilia ab hostibus cognoscantur. /
Quam ob rem epistulam conscriptam Graecis litteris mittit. /
ut, epistulam ad amentum tragulae adliget et intra castra abiciat./
tertio post die a quodam milite conspicitur et ad Cicerōnem defertur./
Ille epistulam perlegit
6.Από πλάγιο σε ευθύ:
Caesar ex captīvis cognoscit quae apud Cicerōnem gerantur quantōque in periculo res sit. / ut ad Cicerōnem epistulam deferat. /
Curat et providet ne, intercepta epistula, nostra consilia ab hostibus cognoscantur
ut epistulam ad amentum tragulae adliget et intra castra abiciat. /
Gallus, periculum veritus, constituit ut tragulam mitteret /
In litteris scribit se cum legionibus celeriter adfore/
ut salutem sperent.
7. Από ευθύ σε πλάγιο με εξάρτηση “ Miles narravit” :
Caesar ex captīvis cognoscit quae apud Cicerōnem gerantur quantōque in periculo res sit / Quam ob rem epistulam conscriptam Graecis litteris mittit. /
In litteris scribit se cum legionibus celeriter adfore/
Gallus, periculum veritus, costituit /
Haec casu ad turrim adhaesit et tertio post die a quodam milite conspicitur et ad Cicerōnem defertur./
Ille epistulam perlegit
πηγή:Νεάρχου παράπλους
1. α) Να γράψετε τους τύπους που ζητούνται για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις :
captīvis κλητική ενικού
res αφαιρετική ενικού
periculo αιτιατική πληθυντικού
equitibus: ονομαστική ενικού
nostra consilia: γενική πληθυντικού
amentum ονομαστική ενικού
hostibus γενική πληθυντικού
Graecis litteris ονομαστική ενικού
Legātum ονομαστική πληθυντικού
legionibus κλητική ενικού
die γενική πληθυντικού
milite δοτική πληθυντικού
turrim αφαιρετική ενικού
salutem ονομαστική ενικού
1β.celeriter : τον αντίστοιχο τύπο στο συγκριτικό και στον υπερθετικό βαθμό
1γ) Να κλιθούν οι αντωνυμίες:
quae ίδιο γένος, ενικό
quantō ίδιο γένος, πληθυντικό
cuidam ίδιο γένος, πληθυντικό
nostra ίδιο γένος, ενικό
Ille ίδιο γένος, πληθυντικό
2. α) Να γράψετε τους τύπους που ζητούνται για καθέναν από τους παρακάτω τύπους :
cognoscit β πληθυντικό υποτακτικής υπερσυντελίκου
gerantur α πληθυντικό υποτακτικής παρακειμένου
persuadet β πληθυντικό υποτακτικής παρακειμένου
providet β πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα
interceptā β πληθυντικό υποτακτικής παρατατικού παθητ. φωνής
conscriptam δοτική γερουνδίου
mittit β ενικό προστακτικής ενεστώτα
scribit απαρέμφατο παρακειμένου
adīre α και β πληθυντικό οριστ. παρακειμένου
possit β πληθυντικό οριστικής ενεστώτα και υποτακτ. παρατατικού
adhaesit β πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα
conspicitur β ενικό υποτακτικής ενεστώτα
defertur β ενικό υποτακτικής παρακειμένου
sperent γ ενικό οριστικής μέλλοντα
3.interceptā , veritus: Να αναλυθούν σε δευτερεύουσεςπροτάσεις
4.Να αναγνωριστούν συντακτικά οι προτάσεις, (εισαγωγή, εκφορά, αιτιολόγηση, λειτουργία) :
quae apud Cicerōnem gerantur quantōque in periculo res sit. /
ut ad Cicerōnem epistulam deferat/
ut salutem sperent./
ut epistulam ad amentum tragulae adliget et intra castra abiciat. /
nē, interceptā epistulā, nostra consilia ab hostibus cognoscantur
4β. si adīre non poteris, epistulam ad amentum tragulae adliga et intra castra abice:
Να μετατρέψετε τον υποθετικό λόγο 1ου είδους στα άλλα είδη .
5.Στην άλλη φωνή:
Tum cuidam ex equitibus Gallis persuadet ut ad Cicerōnem epistulam deferat/
nē nostra consilia ab hostibus cognoscantur. /
Quam ob rem epistulam conscriptam Graecis litteris mittit. /
ut, epistulam ad amentum tragulae adliget et intra castra abiciat./
tertio post die a quodam milite conspicitur et ad Cicerōnem defertur./
Ille epistulam perlegit
6.Από πλάγιο σε ευθύ:
Caesar ex captīvis cognoscit quae apud Cicerōnem gerantur quantōque in periculo res sit. / ut ad Cicerōnem epistulam deferat. /
Curat et providet ne, intercepta epistula, nostra consilia ab hostibus cognoscantur
ut epistulam ad amentum tragulae adliget et intra castra abiciat. /
Gallus, periculum veritus, constituit ut tragulam mitteret /
In litteris scribit se cum legionibus celeriter adfore/
ut salutem sperent.
7. Από ευθύ σε πλάγιο με εξάρτηση “ Miles narravit” :
Caesar ex captīvis cognoscit quae apud Cicerōnem gerantur quantōque in periculo res sit / Quam ob rem epistulam conscriptam Graecis litteris mittit. /
In litteris scribit se cum legionibus celeriter adfore/
Gallus, periculum veritus, costituit /
Haec casu ad turrim adhaesit et tertio post die a quodam milite conspicitur et ad Cicerōnem defertur./
Ille epistulam perlegit
πηγή:Νεάρχου παράπλους
Κυριακή 11 Μαρτίου 2012
ρατσισμος
ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΚΑΡΤΑ
Παραδείγματα ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ σήμερα στην Ελλάδα: αίτια και συνέπειες (ΑΡΘΡΟ)
Ρατσισμός: υποτίμηση του διαφορετικού
Εισαγωγή: μήπως είμαστε ρατσιστές και ξενοφοβικοί;
Η χώρα μας λόγω του τελευταίου μεταναστευτικού κινήματος των τελευταίων 15 χρόνων τείνει να εξελιχθεί σε μία χώρα με έντονο πολυπολιτισμικό χαρακτήρα. Άνθρωποι διαφορετικών φυλών, θρησκειών, γλώσσας, συνηθειών, εθίμων και συμπεριφοράς αναζητούν στην χώρα μας καταφύγιο. Είμαστε όμως, εμείς οι Έλληνες, έτοιμοι να δεχτούμε αυτή την νέα κατάσταση ή μήπως είμαστε ρατσιστές και ξενοφοβικοί;
Τι είναι ρατσισμός:
Καταρχήν θα πρέπει να ορίσουμε την έννοια του ρατσισμού. Τι είναι λοιπόν ρατσισμός; Πολύ απλά, να υποτιμάς τον άλλον με σκέψεις ή πράξεις επειδή είναι άλλης φυλής, κατάγεται από άλλη χώρα, πιστεύει σε άλλη θρησκεία ή δεν πιστεύει καθόλου σε θρησκεία, μιλάει άλλη γλώσσα ή διάλεκτο, ερωτεύεται άτομα του ιδίου φύλου, έχει διαφορετικές συνήθειες, έθιμα και συμπεριφορές ή έχει μια μειωμένη ικανότητα ή δυνατότητα.
Τα αίτια του ρατσισμού:
Τα αίτια του ρατσισμού αν και μπορεί να διαφέρουν από κοινωνία σε κοινωνία είναι συνήθως κοινά. Καταρχήν, η έμφυτη τάση του ανθρώπου να αντιμετωπίζει με καχυποψία και από απόσταση καθετί ξένο προς αυτόν. Ας πάρουμε για παράδειγμα από τον εαυτό μας. Πόσο εύκολα άραγε θα μπορούσαμε να κάνουμε παρέα με κάποιον μουσουλμάνο ή κάποιον ομοφυλόφιλο; Θα μπορούσαμε να του μιλάμε φυσιολογικά, να του συμπεριφερόμαστε φυσιολογικά και να αναγνωρίζουμε την διαφορετικότητά του; Σε αυτή την έμφυτη τάση των ανθρώπων αν προσθέσουμε και την σύνδεση ορισμένων κοινωνικών ομάδων (όπως π.χ. οι τσιγγάνοι και Αλβανοί) με παραβατική συμπεριφορά, όπως ναρκωτικά, κλοπές κ.τ.λ. ο ρατσισμός δεν αργεί να φουντώσει μέσα μας.
Μορφές ρατσισμού (παραδείγματα)
Ο ρατσισμός μπορεί να πάρει διάφορες μορφές και εμφανίζεται σε διάφορες περιπτώσεις. Ρατσισμός για παράδειγμα είναι να εκμεταλλεύεσαι έναν Αλβανό στη δουλειά σου και να τον πληρώνεις χαμηλότερο μεροκάματο τόσο από αυτό που προβλέπει ο νόμος όσο και από αυτό που πληρώνεις στους άλλους – Έλληνες όμως – που εκτελούν την ίδια εργασία. Η οικονομική εξαθλίωση αυτών των ανθρώπων που τους ώθησε στη μετανάστευση αποτελεί δυστυχώς για εμάς κριτήριο εκμετάλλευσης. Ένα άλλο παράδειγμα ρατσισμού είναι να μην θεωρείς ισότιμους Έλληνες πολίτες τους Έλληνες πόντιους από την πρώην ΕΣΣΔ αν και αποτελούν γνήσιο κομμάτι του ελληνικού έθνους. Η κακή οικονομική τους κατάσταση δεν τους καθιστά υποδεέστερους, όπως υποδεέστεροι δεν ήταν οι πρόσφυγες του 1922 της Μικράς Ασίας, της Κωνσταντινούπολης και της Θράκης. Ρατσισμός είναι επίσης ο κοινωνικός αποκλεισμός και η ποινικοποίηση των αλλοδαπών, όπως π.χ. των Αλβανών, Πολωνών, Ιρακινών κ.τ.λ.
Τα παραπάνω αποτελούν μερικά μόνο από τα παραδείγματα ρατσισμού ενώ μια πλήρης λίστα θα ήταν αδύνατον να συνταχθεί. Αναρωτηθήκατε όμως αν, εμείς, οι Έλληνες εκδηλώνουμε ρατσιστικές συμπεριφορές; Στην χώρα μας υπάρχουν έντονα ρατσιστικά φαινόμενα όπως περιγράφονται αναλυτικά στην έκθεση της διεθνούς αμνηστίας για την Ελλάδα. Τίτλος της έκθεσης, «Ελλάδα, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, τα δικαιώματα των αλλοδαπών και των μειονοτήτων παραμένουν στο ημίφως». Στην έκθεση αναφέρονται συγκεκριμένα περιστατικά ρατσισμού, κάκιστων συνθηκών κράτησης σε αστυνομικά τμήματα, ομαδικών απελάσεων στον Έβρο όπου αφήνουν τους μετανάστες να περάσουν στην αντίπερα όχθη κολυμπώντας και πλήθος καταγγελιών για ξυλοδαρμούς στο κέντρο κράτησης Αμυγδαλέζας στην Αθήνα, στοιβαγμένων ανθρώπων, κακών συνθηκών υγιεινής αλλά και περίπτωση βιασμού από αστυνομικούς. Ο ρατσισμός, όπως βλέπουμε δεν είναι μακριά μας όπως θέλουμε να πιστεύουμε. Αντίθετα είναι δίπλα μας σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής μας ζωής. Για την καταπολέμησή του πρέπει πρωτίστως να αναζητήσουμε μέσα μας βαθειά τις ρίζες του και να τις ξεριζώσουμε.
Κατακλείδα/ συμπέρασμα
Χρειάζεται συνειδητός και συνεχής αγώνας αλλά και έντιμη αυτοανάλυση και παραδοχή αμαρτημάτων για να πολεμήσουμε αποτελεσματικά αυτή την φοβερή κοινωνική μάστιγα που δηλητηριάζει όχι μόνο την κοινωνική ζωή μας αλλά και την ψυχής μας.
[ΠΗΓΗ: http://fititakos.wordpress.com/
Παραδείγματα ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ σήμερα στην Ελλάδα: αίτια και συνέπειες (ΑΡΘΡΟ)
Ρατσισμός: υποτίμηση του διαφορετικού
Εισαγωγή: μήπως είμαστε ρατσιστές και ξενοφοβικοί;
Η χώρα μας λόγω του τελευταίου μεταναστευτικού κινήματος των τελευταίων 15 χρόνων τείνει να εξελιχθεί σε μία χώρα με έντονο πολυπολιτισμικό χαρακτήρα. Άνθρωποι διαφορετικών φυλών, θρησκειών, γλώσσας, συνηθειών, εθίμων και συμπεριφοράς αναζητούν στην χώρα μας καταφύγιο. Είμαστε όμως, εμείς οι Έλληνες, έτοιμοι να δεχτούμε αυτή την νέα κατάσταση ή μήπως είμαστε ρατσιστές και ξενοφοβικοί;
Τι είναι ρατσισμός:
Καταρχήν θα πρέπει να ορίσουμε την έννοια του ρατσισμού. Τι είναι λοιπόν ρατσισμός; Πολύ απλά, να υποτιμάς τον άλλον με σκέψεις ή πράξεις επειδή είναι άλλης φυλής, κατάγεται από άλλη χώρα, πιστεύει σε άλλη θρησκεία ή δεν πιστεύει καθόλου σε θρησκεία, μιλάει άλλη γλώσσα ή διάλεκτο, ερωτεύεται άτομα του ιδίου φύλου, έχει διαφορετικές συνήθειες, έθιμα και συμπεριφορές ή έχει μια μειωμένη ικανότητα ή δυνατότητα.
Τα αίτια του ρατσισμού:
Τα αίτια του ρατσισμού αν και μπορεί να διαφέρουν από κοινωνία σε κοινωνία είναι συνήθως κοινά. Καταρχήν, η έμφυτη τάση του ανθρώπου να αντιμετωπίζει με καχυποψία και από απόσταση καθετί ξένο προς αυτόν. Ας πάρουμε για παράδειγμα από τον εαυτό μας. Πόσο εύκολα άραγε θα μπορούσαμε να κάνουμε παρέα με κάποιον μουσουλμάνο ή κάποιον ομοφυλόφιλο; Θα μπορούσαμε να του μιλάμε φυσιολογικά, να του συμπεριφερόμαστε φυσιολογικά και να αναγνωρίζουμε την διαφορετικότητά του; Σε αυτή την έμφυτη τάση των ανθρώπων αν προσθέσουμε και την σύνδεση ορισμένων κοινωνικών ομάδων (όπως π.χ. οι τσιγγάνοι και Αλβανοί) με παραβατική συμπεριφορά, όπως ναρκωτικά, κλοπές κ.τ.λ. ο ρατσισμός δεν αργεί να φουντώσει μέσα μας.
Μορφές ρατσισμού (παραδείγματα)
Ο ρατσισμός μπορεί να πάρει διάφορες μορφές και εμφανίζεται σε διάφορες περιπτώσεις. Ρατσισμός για παράδειγμα είναι να εκμεταλλεύεσαι έναν Αλβανό στη δουλειά σου και να τον πληρώνεις χαμηλότερο μεροκάματο τόσο από αυτό που προβλέπει ο νόμος όσο και από αυτό που πληρώνεις στους άλλους – Έλληνες όμως – που εκτελούν την ίδια εργασία. Η οικονομική εξαθλίωση αυτών των ανθρώπων που τους ώθησε στη μετανάστευση αποτελεί δυστυχώς για εμάς κριτήριο εκμετάλλευσης. Ένα άλλο παράδειγμα ρατσισμού είναι να μην θεωρείς ισότιμους Έλληνες πολίτες τους Έλληνες πόντιους από την πρώην ΕΣΣΔ αν και αποτελούν γνήσιο κομμάτι του ελληνικού έθνους. Η κακή οικονομική τους κατάσταση δεν τους καθιστά υποδεέστερους, όπως υποδεέστεροι δεν ήταν οι πρόσφυγες του 1922 της Μικράς Ασίας, της Κωνσταντινούπολης και της Θράκης. Ρατσισμός είναι επίσης ο κοινωνικός αποκλεισμός και η ποινικοποίηση των αλλοδαπών, όπως π.χ. των Αλβανών, Πολωνών, Ιρακινών κ.τ.λ.
Τα παραπάνω αποτελούν μερικά μόνο από τα παραδείγματα ρατσισμού ενώ μια πλήρης λίστα θα ήταν αδύνατον να συνταχθεί. Αναρωτηθήκατε όμως αν, εμείς, οι Έλληνες εκδηλώνουμε ρατσιστικές συμπεριφορές; Στην χώρα μας υπάρχουν έντονα ρατσιστικά φαινόμενα όπως περιγράφονται αναλυτικά στην έκθεση της διεθνούς αμνηστίας για την Ελλάδα. Τίτλος της έκθεσης, «Ελλάδα, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, τα δικαιώματα των αλλοδαπών και των μειονοτήτων παραμένουν στο ημίφως». Στην έκθεση αναφέρονται συγκεκριμένα περιστατικά ρατσισμού, κάκιστων συνθηκών κράτησης σε αστυνομικά τμήματα, ομαδικών απελάσεων στον Έβρο όπου αφήνουν τους μετανάστες να περάσουν στην αντίπερα όχθη κολυμπώντας και πλήθος καταγγελιών για ξυλοδαρμούς στο κέντρο κράτησης Αμυγδαλέζας στην Αθήνα, στοιβαγμένων ανθρώπων, κακών συνθηκών υγιεινής αλλά και περίπτωση βιασμού από αστυνομικούς. Ο ρατσισμός, όπως βλέπουμε δεν είναι μακριά μας όπως θέλουμε να πιστεύουμε. Αντίθετα είναι δίπλα μας σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής μας ζωής. Για την καταπολέμησή του πρέπει πρωτίστως να αναζητήσουμε μέσα μας βαθειά τις ρίζες του και να τις ξεριζώσουμε.
Κατακλείδα/ συμπέρασμα
Χρειάζεται συνειδητός και συνεχής αγώνας αλλά και έντιμη αυτοανάλυση και παραδοχή αμαρτημάτων για να πολεμήσουμε αποτελεσματικά αυτή την φοβερή κοινωνική μάστιγα που δηλητηριάζει όχι μόνο την κοινωνική ζωή μας αλλά και την ψυχής μας.
[ΠΗΓΗ: http://fititakos.wordpress.com/
Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012
ΕΝΟΤΗΤΑ 44- ΑΣΚΗΣΕΙΣ
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
1. Να γράψετε τους τύπους που ζητούνται:
fides τις πλάγιες πτώσεις στον ενικό
caritas αφαιρετική ενικού
stabilis ονομαστική και γενική πληθυντικού στο ουδέτερο
nullus locus αιτιατική πληθυντικού
simulatiōne ονομαστική ενικού
tempus ονομαστική πληθυντικού
inopes γενική πληθυντικού
quis να κλιθεί στο θηλυκό στον ενικό
tyrannis κλητική ενικού
neutris γενική ενικού
2.Να γράψετε τους τύπους που ζητούνται
potest α πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα
suspecta β ενικό οριστικής παθ. ενεστώτα
metuat απαρέμφατο μέλλοντα
putet β πληθυντικό υποτακτικής υπερσυντελίκου
Coluntur β ενικό προστακτικής ενεστώτα
fit απαρέμφατο ενεστώτα στο ενεργητικό του
cecidērunt β ενικό υποτακτικής μέλλοντα
intellegitur ίδιο τύπο στον παρακείμενο
fuerint γ πληθυντικό προστακτικής μέλλοντα
ferunt β ενικό οριστικής παθητικού ενεστώτα
dixisse γ πληθυντικό οριστ. συντελ. μέλλοντα
intellexi γ πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα
habuissem β πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα
referre β πληθυντικό οριστικής ενεστώτα
3.Να γράψετε τον ίδιο τύπο στους άλλους βαθμούς: stabilis , inopes, fīdos,
4.Να αναγνωρίσετε τις προτάσεις :
quis possit diligere eum, quem metuat, aut eum, a quo se metui putet/
quam fuerint inopes amicōrum/
quos fīdos amicos habuissem, quos infīdos, cum iam neutris gratiam referre poteram". / Quodsi forte, ut fit plerumque, cecidērunt, cum iam neutris gratiam referre poteram
5.Να χαρακτηριστούν συντακτικά:
benevolentiae, tyrannis, amicitiae, eis, diligere, se, a quo , inopes, amicōrum, fīdos, neutris,referre
6. Tum intellexi, quos fīdos amicos habuissem, quos infīdos, cum iam neutris gratiam referre poteram":
Σε πλάγιο με εξάρτηση: Tarquinius dicit/ dixit
7. Από πλάγιο σε ευθύ:
Nescio enim quis possit diligere eum, quem metuat, aut eum, a quo se metui putet. /
tum intellegitur, quam fuerint inopes amicōrum. /
"Tum intellexi, quos fīdos amicos habuissem, quos infīdos, cum iam neutris gratiam referre poteram". /
Hoc est quod Tarquinium dixisse ferunt exulantem
8. Quodsi forte ceciderunt, tum intellegitur:
Να αναγνωρίσετε το είδος του υποθετικού λόγου και να τον διατυπώσετε στα άλλα είδη.
πηγή: Νεάρχου παράπλους
1. Να γράψετε τους τύπους που ζητούνται:
fides τις πλάγιες πτώσεις στον ενικό
caritas αφαιρετική ενικού
stabilis ονομαστική και γενική πληθυντικού στο ουδέτερο
nullus locus αιτιατική πληθυντικού
simulatiōne ονομαστική ενικού
tempus ονομαστική πληθυντικού
inopes γενική πληθυντικού
quis να κλιθεί στο θηλυκό στον ενικό
tyrannis κλητική ενικού
neutris γενική ενικού
2.Να γράψετε τους τύπους που ζητούνται
potest α πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα
suspecta β ενικό οριστικής παθ. ενεστώτα
metuat απαρέμφατο μέλλοντα
putet β πληθυντικό υποτακτικής υπερσυντελίκου
Coluntur β ενικό προστακτικής ενεστώτα
fit απαρέμφατο ενεστώτα στο ενεργητικό του
cecidērunt β ενικό υποτακτικής μέλλοντα
intellegitur ίδιο τύπο στον παρακείμενο
fuerint γ πληθυντικό προστακτικής μέλλοντα
ferunt β ενικό οριστικής παθητικού ενεστώτα
dixisse γ πληθυντικό οριστ. συντελ. μέλλοντα
intellexi γ πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα
habuissem β πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα
referre β πληθυντικό οριστικής ενεστώτα
3.Να γράψετε τον ίδιο τύπο στους άλλους βαθμούς: stabilis , inopes, fīdos,
4.Να αναγνωρίσετε τις προτάσεις :
quis possit diligere eum, quem metuat, aut eum, a quo se metui putet/
quam fuerint inopes amicōrum/
quos fīdos amicos habuissem, quos infīdos, cum iam neutris gratiam referre poteram". / Quodsi forte, ut fit plerumque, cecidērunt, cum iam neutris gratiam referre poteram
5.Να χαρακτηριστούν συντακτικά:
benevolentiae, tyrannis, amicitiae, eis, diligere, se, a quo , inopes, amicōrum, fīdos, neutris,referre
6. Tum intellexi, quos fīdos amicos habuissem, quos infīdos, cum iam neutris gratiam referre poteram":
Σε πλάγιο με εξάρτηση: Tarquinius dicit/ dixit
7. Από πλάγιο σε ευθύ:
Nescio enim quis possit diligere eum, quem metuat, aut eum, a quo se metui putet. /
tum intellegitur, quam fuerint inopes amicōrum. /
"Tum intellexi, quos fīdos amicos habuissem, quos infīdos, cum iam neutris gratiam referre poteram". /
Hoc est quod Tarquinium dixisse ferunt exulantem
8. Quodsi forte ceciderunt, tum intellegitur:
Να αναγνωρίσετε το είδος του υποθετικού λόγου και να τον διατυπώσετε στα άλλα είδη.
πηγή: Νεάρχου παράπλους
Τρίτη 6 Μαρτίου 2012
ΟΤΑΝ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΑΞΙΟΠΟΙΟΥΝ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ - ΓΘ2
Διαβάστε και τις ποιητικές απόπειρες του ΓΘ2
Η Ηλιάνα-Δάφνη Σ. έγραψε:
Η Ποίηση είναι η χαμένη μας παιδικότητα
Η νοσταλγία
Όλοι έχουμε την ανάγκη της
Αλλά δεν το δείχνουμε
Η ειλικρίνεια
Που έχει χαθεί
Και εναγωνίως ψάχνουμε να τη βρούμε
Η παιδική ηλικία της ανεμελιάς
Και της αθωότητας
Το καταφύγιο της ψυχής
Στα εύκολα και στα ευχάριστα
Μα και στα δύσκολα και τα δυσάρεστα
Το παιδί που κρύβουμε μέσα μας
Με όλο το θάρρος
Και, ενίοτε, το θράσος
Να πει ό,τι αισθανόμαστε
Και ο Θανάσης Τ.έγραψε:
Ώστε θες να μάθεις από μένα
τι είναι η ποίηση;
Ποίηση είναι η ερωμένη του λόγου
η πνοή του Ποιητή
τo άσμα της Έκφρασης
λυτρωτική κραυγή ψυχής
Αντικειμενική Έλλειψη
Μεσότητα Υποκειμενική
ολιγόλεπτη ισχυρή καταιγίδα
μέσα στην έρημο τη βουβή
Ώστε θες να μάθεις από μένα
τι είναι η ποίηση...
Είναι ό,τι θες
Εσύ να είναι
Η Ηλιάνα-Δάφνη Σ. έγραψε:
Η Ποίηση είναι η χαμένη μας παιδικότητα
Η νοσταλγία
Όλοι έχουμε την ανάγκη της
Αλλά δεν το δείχνουμε
Η ειλικρίνεια
Που έχει χαθεί
Και εναγωνίως ψάχνουμε να τη βρούμε
Η παιδική ηλικία της ανεμελιάς
Και της αθωότητας
Το καταφύγιο της ψυχής
Στα εύκολα και στα ευχάριστα
Μα και στα δύσκολα και τα δυσάρεστα
Το παιδί που κρύβουμε μέσα μας
Με όλο το θάρρος
Και, ενίοτε, το θράσος
Να πει ό,τι αισθανόμαστε
Και ο Θανάσης Τ.έγραψε:
Ώστε θες να μάθεις από μένα
τι είναι η ποίηση;
Ποίηση είναι η ερωμένη του λόγου
η πνοή του Ποιητή
τo άσμα της Έκφρασης
λυτρωτική κραυγή ψυχής
Αντικειμενική Έλλειψη
Μεσότητα Υποκειμενική
ολιγόλεπτη ισχυρή καταιγίδα
μέσα στην έρημο τη βουβή
Ώστε θες να μάθεις από μένα
τι είναι η ποίηση...
Είναι ό,τι θες
Εσύ να είναι
Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012
ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ
για την Κωνσταντίνα που της αρέσει ο Σαχτούρης
Πλούσιο υλικό με ποιήματα του Σαχτούρη μπορείς να βρεις στο "Μικρό απόπλου"
ενώ συγκεκριμένα για τα "δώρα" μπορείς να δεις ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις στο ιστολόγιο "Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας" του Κων/νου Μάντη και εδώ
Παραθέτω ό,τι μου κέντρισε το ενδιαφέρον και θα μπορούσε να συνεξεταστεί στα πλαίσια των ποιημάτων για την ποίηση
Το κεφάλι του ποιητή
Έκοψα το κεφάλι μου
τό 'βαλα σ' ένα πιάτο
και το πήγα στο γιατρό μου
—Δεν έχει τίποτε, μου είπε,
είναι απλώς πυρακτωμένο
ρίξε το μέσα στο ποτάμι και θα ιδούμε
τό ριξα στο ποτάμι μαζί με τους βατράχους
τότε είναι που χάλασε τον κόσμο
άρχισε κάτι παράξενα τραγούδια
να τρίζει φοβερά και να ουρλιάζει
το πήρα και το φόρεσα πάλι στο λαιμό μου
γύριζα έξαλλος τους δρόμους
με πράσινο εξαγωνομετρικό κεφάλι ποιητή
ΟΙ ΑΠΟΜΕΙΝΑΝΤΕΣ
Όμως υπάρχουν ακόμα
λίγοι άνθρωποι
που δεν είναι κόλαση
η ζωή τους
υπάρχει το μικρό πουλί ο κιτρινολαίμης
η Fraülein Ramser
και πάντοτε του ήλιου οι απομείναντες
οι ερωτευμένοι με ήλιο ή με φεγγάρι
ψάξε καλά
βρες τους, Ποιητή!
κατάγραψέ τους προσεχτικά
γιατί όσο παν και λιγοστεύουν
λιγοστεύουν
Πλούσιο υλικό με ποιήματα του Σαχτούρη μπορείς να βρεις στο "Μικρό απόπλου"
ενώ συγκεκριμένα για τα "δώρα" μπορείς να δεις ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις στο ιστολόγιο "Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας" του Κων/νου Μάντη και εδώ
Παραθέτω ό,τι μου κέντρισε το ενδιαφέρον και θα μπορούσε να συνεξεταστεί στα πλαίσια των ποιημάτων για την ποίηση
Το κεφάλι του ποιητή
Έκοψα το κεφάλι μου
τό 'βαλα σ' ένα πιάτο
και το πήγα στο γιατρό μου
—Δεν έχει τίποτε, μου είπε,
είναι απλώς πυρακτωμένο
ρίξε το μέσα στο ποτάμι και θα ιδούμε
τό ριξα στο ποτάμι μαζί με τους βατράχους
τότε είναι που χάλασε τον κόσμο
άρχισε κάτι παράξενα τραγούδια
να τρίζει φοβερά και να ουρλιάζει
το πήρα και το φόρεσα πάλι στο λαιμό μου
γύριζα έξαλλος τους δρόμους
με πράσινο εξαγωνομετρικό κεφάλι ποιητή
ΟΙ ΑΠΟΜΕΙΝΑΝΤΕΣ
Όμως υπάρχουν ακόμα
λίγοι άνθρωποι
που δεν είναι κόλαση
η ζωή τους
υπάρχει το μικρό πουλί ο κιτρινολαίμης
η Fraülein Ramser
και πάντοτε του ήλιου οι απομείναντες
οι ερωτευμένοι με ήλιο ή με φεγγάρι
ψάξε καλά
βρες τους, Ποιητή!
κατάγραψέ τους προσεχτικά
γιατί όσο παν και λιγοστεύουν
λιγοστεύουν
Κυριακή 4 Μαρτίου 2012
ΕΝΟΤΗΤΑ 43-ΑΣΚΗΣΕΙΣ
Από το ιστολόγιο του Γιάννη Ρουμπάκη που μας έχει γλυτώσει από πολύ κόπο με τις ασκήσεις του
Num ad hostem veni et captiva in castris tuis sum? In hoc me longa vita et infelix senecta traxit, ut primum exsulem deinde hostem te viderem? Qui potuisti populari hanc terram, quae te genuit atque aluit? Non tibi ingredienti fines patriae ira cecidit? Quamvis infesto et minaci animo perveneras, cur, cum in conspectu Roma fuit, tibi non succurrit: "intra illa moenia domus ac penates mei sunt, mater coniux liberique"? Ergo ego nisi peperissem, Roma non oppugnaretur; nisi filium haberem, libera in libera patria mortua essem. Ego nihil iam pati possum nec diu miserrima futura sum: at contra hos, si pergis, aut immatura mors aut longa servitus manet.
Β. Παρατηρήσεις
1. α) Να γράψετε τους τύπους που ζητούνται για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις :
hostem γενική πληθυντικού
castris tuis γενική πληθυντικού
infelix senecta αφαιρετική ενικού
hanc terram γενική ενικού
tibi ingredienti γενική ενικού
fines γενική πληθυντικού
minaci animo ονομαστική ενικού
conspectu γενική ενικού
illa moenia γενική πληθυντικού
domus αιτιατική πληθυντικού
penates mei γενική πληθυντικού
coniux αιτιατική ενικού
filium κλητική ενικού
immatura mors αφαιρετική ενικού
longa servitus δοτική ενικού
1β) Να κλιθούν : tuis, Ego, nihil, hos
2α) Να γράψετε τους άλλους βαθμούς : captiva, infelix, infesto, minaci, in libera , miserrima, longa, immatura
2.β) Να γράψετε τους τύπους που ζητούνται για καθέναν από τους παρακάτω τύπους :
sum β πληθυντικό υποτακτικής υπερσυντελίκου
traxit α πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα
viderem β πληθυντικό προστακτικής ενεστώτα
potuisti γ πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα και παρατατικού
populari γ ενικό υποτακτικής μέλλοντα
genuit σουπίνο αφαιρετική
aluit απαρέμφατο ενεστώτα
ingredienti β ενικό οριστικής ενεστώτα
cecidit γ ενικό οριστικής μέλλοντα
perveneras β πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα
peperissem μετοχή μέλλοντα
oppugnaretur α πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα
haberem απαρέμφατο παρακειμένου
mortua μετοχή μέλλοντα και γ πληθ οριστικής ενεστώτα
pati β ενικό προστακτικής ενεστώτα
pergis β πληθυντικό υποτακτικής παρακειμένου
manet γ πληθυντικό υποτακτικής παρακειμένου
3. Να αναγνωριίσετε συντακτικά τις προτάσεις, τον τρόπο εισαγωγής τους και να αιτιολογήσετε την έγκλιση και το χρόνο εκφοράς τους:
ut primum exsulem deinde hostem te viderem?
Quamvis infesto et minaci animo perveneras, cur, cum in conspectu Roma fuit, tibi non succurrit:
4.α)Να γραφούν όλα τα άλλα είδη των υποθετικών λόγων:
Ergo ego nisi peperissem, Roma non oppugnaretur;
nisi filium haberem, libera in libera patria mortua essem.
at contra hos, si pergis, aut immatura mors aut longa servitus manet.
4β.Να μετατραπεί η ενεργητική φωνή στην παθητική:
In hoc me longa vita et infelix senecta traxit
γ. Να γίνουν μετοχικές:
si pergis/
ego nisi (te) peperissem
hanc terram, quae genuit atque aluit /
nisi haberem
5α. Από ευθύ σε πλάγιο: με εξάρτηση: mater interrogat filium/ interrogavit/
«Num ad hostem veni / et captiva in castris tuis sum?»
In hoc me longa vita et infelix senecta traxit, ut primum exsulem deinde hostem te viderem?
Qui potuisti populari hanc terram, quae te genuit atque aluit?
Non tibi ingredienti fines patriae ira cecidit?
Quamvis infesto et minaci animo perveneras, cur, cum in conspectu Roma fuit, tibi non succurrit:
με εξάρτηση: Coriolanus dicit / dixit :
"intra illa moenia domus ac penates mei sunt, mater coniux liberique"?
με εξάρτηση: Mater dixit Coriolano:
Ego nihil iam pati possum nec diu miserrima futura sum
Num ad hostem veni et captiva in castris tuis sum? In hoc me longa vita et infelix senecta traxit, ut primum exsulem deinde hostem te viderem? Qui potuisti populari hanc terram, quae te genuit atque aluit? Non tibi ingredienti fines patriae ira cecidit? Quamvis infesto et minaci animo perveneras, cur, cum in conspectu Roma fuit, tibi non succurrit: "intra illa moenia domus ac penates mei sunt, mater coniux liberique"? Ergo ego nisi peperissem, Roma non oppugnaretur; nisi filium haberem, libera in libera patria mortua essem. Ego nihil iam pati possum nec diu miserrima futura sum: at contra hos, si pergis, aut immatura mors aut longa servitus manet.
Β. Παρατηρήσεις
1. α) Να γράψετε τους τύπους που ζητούνται για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις :
hostem γενική πληθυντικού
castris tuis γενική πληθυντικού
infelix senecta αφαιρετική ενικού
hanc terram γενική ενικού
tibi ingredienti γενική ενικού
fines γενική πληθυντικού
minaci animo ονομαστική ενικού
conspectu γενική ενικού
illa moenia γενική πληθυντικού
domus αιτιατική πληθυντικού
penates mei γενική πληθυντικού
coniux αιτιατική ενικού
filium κλητική ενικού
immatura mors αφαιρετική ενικού
longa servitus δοτική ενικού
1β) Να κλιθούν : tuis, Ego, nihil, hos
2α) Να γράψετε τους άλλους βαθμούς : captiva, infelix, infesto, minaci, in libera , miserrima, longa, immatura
2.β) Να γράψετε τους τύπους που ζητούνται για καθέναν από τους παρακάτω τύπους :
sum β πληθυντικό υποτακτικής υπερσυντελίκου
traxit α πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα
viderem β πληθυντικό προστακτικής ενεστώτα
potuisti γ πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα και παρατατικού
populari γ ενικό υποτακτικής μέλλοντα
genuit σουπίνο αφαιρετική
aluit απαρέμφατο ενεστώτα
ingredienti β ενικό οριστικής ενεστώτα
cecidit γ ενικό οριστικής μέλλοντα
perveneras β πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα
peperissem μετοχή μέλλοντα
oppugnaretur α πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα
haberem απαρέμφατο παρακειμένου
mortua μετοχή μέλλοντα και γ πληθ οριστικής ενεστώτα
pati β ενικό προστακτικής ενεστώτα
pergis β πληθυντικό υποτακτικής παρακειμένου
manet γ πληθυντικό υποτακτικής παρακειμένου
3. Να αναγνωριίσετε συντακτικά τις προτάσεις, τον τρόπο εισαγωγής τους και να αιτιολογήσετε την έγκλιση και το χρόνο εκφοράς τους:
ut primum exsulem deinde hostem te viderem?
Quamvis infesto et minaci animo perveneras, cur, cum in conspectu Roma fuit, tibi non succurrit:
4.α)Να γραφούν όλα τα άλλα είδη των υποθετικών λόγων:
Ergo ego nisi peperissem, Roma non oppugnaretur;
nisi filium haberem, libera in libera patria mortua essem.
at contra hos, si pergis, aut immatura mors aut longa servitus manet.
4β.Να μετατραπεί η ενεργητική φωνή στην παθητική:
In hoc me longa vita et infelix senecta traxit
γ. Να γίνουν μετοχικές:
si pergis/
ego nisi (te) peperissem
hanc terram, quae genuit atque aluit /
nisi haberem
5α. Από ευθύ σε πλάγιο: με εξάρτηση: mater interrogat filium/ interrogavit/
«Num ad hostem veni / et captiva in castris tuis sum?»
In hoc me longa vita et infelix senecta traxit, ut primum exsulem deinde hostem te viderem?
Qui potuisti populari hanc terram, quae te genuit atque aluit?
Non tibi ingredienti fines patriae ira cecidit?
Quamvis infesto et minaci animo perveneras, cur, cum in conspectu Roma fuit, tibi non succurrit:
με εξάρτηση: Coriolanus dicit / dixit :
"intra illa moenia domus ac penates mei sunt, mater coniux liberique"?
με εξάρτηση: Mater dixit Coriolano:
Ego nihil iam pati possum nec diu miserrima futura sum
Σάββατο 3 Μαρτίου 2012
ΟΤΑΝ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΑΞΙΟΠΟΙΟΥΝ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ- ΓΘ1
Με αφορμή την τελευταία ερώτηση του Κ.Ε.Ε στα "Αντικλείδια" του Παυλόπουλου για το πως θα όριζαν οι μαθητές την ποίηση, τους προέτρεψα να γράψουν ποιήματα, πεζά, δοκίμια... Ιδού τα αποτελέσματα!!!
Η Καλλιόπη Α.έγραψε:
Ποίηση είναι ένα ταξίδι σ' άγνωστα μέρη
Εκεί που οι φωνές των ανθρώπων λιγοστεύουν το χάραμα...
Εκεί που ο ήλιος επιβλητικά και με μια αίσθηση αυτοκυριαρχίας χαϊδεύει σαν αφέντης τάχα, τη θάλασσα...
Εκεί που τα πουλιά πετούν ελεύθερα κάτω από το μεσημβρινό ήλιο για τις κορυφές απόκρημνων βράχων...
Εκεί που ο θάνατος ο μαυροφορεμένος και η ζωή η μυρωδάτη φτιάχνουν παρέα χωμάτινα κάστρα...
Εκεί που θέλεις να φωνάξεις αλλά γνωρίζεις πως ποτέ δεν ήταν, δεν είναι,ούτε θα είναι κανείς για να σ΄ακούσει...
Σ' έναν άλλο κόσμο μαγικό, άϋλο...
Είναι στη φαντασία σου, στο άγγιγμα της μάνας σου, στο κλάμα του παιδιού σου, στον ήχο της φωνής σου...
Εκεί που φοβάσαι και λυγάς...
Εκεί που θέλεις να ζήσεις και δε σ΄αφήνουν...
Σαν καμβάς γεμάτος κάθε λογής χρώμα
αυτό είναι η ποίηση!
Ο Γιώργος Β. πάλι μας έδωσε μια "σατυρική" εκδοχή των "Αντικλειδιών", βασισμένη όμως σε φόρμες της παραδοσιακής ποίησης
“ ΟΤΑΝ ΜΙΑ ΜΠΑΝΑΝΑ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΕΙ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ “
Ποίηση είναι . . .
μια μπανάνα ολόγυμνη,
χάμω, στο δρόμο πεταμένη
όπου περνουν περαστικοί,
άλλοι που μοιάζουν νηστικοί κι άλλοι φαγωμένοι . . .
Οι νηστικοί κοντεύουνε, για να την δοκιμάσουν,
κι αν είναι εύγεστη , στα σίγουρα
θα την εφάνε να χορτάσουν . . .
Μα όταν κοντεύουνε σ’ αυτή,
την βλέπουνε ντυμένη,
με μία φλούδα κίντρινη, σαν να’ ναι στολισμένη . . .
Οι νηστικοί πασχίζουνε, αυτή να ξεφλουδίσουν
για να την δούν ολόγυμνη
να την καταβροχθίσουν.
Μάταια όμως δεν μπορούν, και κάνουν βήμα πίσω
κι αυτή ξάφνου ξεντύνεται,
ενώ γυρίζουν πίσω . . .
Την αντικρίζουν ξαφνικά να είναι ξεντυμένη,
κι οι νηστικοί μπερδεύονται,
κι είν’ απορημένοι . . .
Και ξανακάνουν έφοδο, με ανοιχτό το στόμα,
μα πάλι εκείνη ντύνεται,
κι έχει κίτρινο χρώμα . . .
Ξοδεύουν χρόνια και καιρούς,
για να την ξεφλουδίσουν,
μα μόνο καταφέρνουνε, να την εγρατζουνίσουν . . .
Υ.Γ : Όσο κι αν φαίνεται ακατόρθωτο κι όσο η σκέψη ερεθίζεται,
να ξέρεις φίλε ποιητή, πως η ΜΠΑΝΑΝΑ ξεφλουδίζεται . . .
ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΣΥΝΤΟΜΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΤΟΥ ΓΘ2
Η Καλλιόπη Α.έγραψε:
Ποίηση είναι ένα ταξίδι σ' άγνωστα μέρη
Εκεί που οι φωνές των ανθρώπων λιγοστεύουν το χάραμα...
Εκεί που ο ήλιος επιβλητικά και με μια αίσθηση αυτοκυριαρχίας χαϊδεύει σαν αφέντης τάχα, τη θάλασσα...
Εκεί που τα πουλιά πετούν ελεύθερα κάτω από το μεσημβρινό ήλιο για τις κορυφές απόκρημνων βράχων...
Εκεί που ο θάνατος ο μαυροφορεμένος και η ζωή η μυρωδάτη φτιάχνουν παρέα χωμάτινα κάστρα...
Εκεί που θέλεις να φωνάξεις αλλά γνωρίζεις πως ποτέ δεν ήταν, δεν είναι,ούτε θα είναι κανείς για να σ΄ακούσει...
Σ' έναν άλλο κόσμο μαγικό, άϋλο...
Είναι στη φαντασία σου, στο άγγιγμα της μάνας σου, στο κλάμα του παιδιού σου, στον ήχο της φωνής σου...
Εκεί που φοβάσαι και λυγάς...
Εκεί που θέλεις να ζήσεις και δε σ΄αφήνουν...
Σαν καμβάς γεμάτος κάθε λογής χρώμα
αυτό είναι η ποίηση!
Ο Γιώργος Β. πάλι μας έδωσε μια "σατυρική" εκδοχή των "Αντικλειδιών", βασισμένη όμως σε φόρμες της παραδοσιακής ποίησης
“ ΟΤΑΝ ΜΙΑ ΜΠΑΝΑΝΑ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΕΙ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ “
Ποίηση είναι . . .
μια μπανάνα ολόγυμνη,
χάμω, στο δρόμο πεταμένη
όπου περνουν περαστικοί,
άλλοι που μοιάζουν νηστικοί κι άλλοι φαγωμένοι . . .
Οι νηστικοί κοντεύουνε, για να την δοκιμάσουν,
κι αν είναι εύγεστη , στα σίγουρα
θα την εφάνε να χορτάσουν . . .
Μα όταν κοντεύουνε σ’ αυτή,
την βλέπουνε ντυμένη,
με μία φλούδα κίντρινη, σαν να’ ναι στολισμένη . . .
Οι νηστικοί πασχίζουνε, αυτή να ξεφλουδίσουν
για να την δούν ολόγυμνη
να την καταβροχθίσουν.
Μάταια όμως δεν μπορούν, και κάνουν βήμα πίσω
κι αυτή ξάφνου ξεντύνεται,
ενώ γυρίζουν πίσω . . .
Την αντικρίζουν ξαφνικά να είναι ξεντυμένη,
κι οι νηστικοί μπερδεύονται,
κι είν’ απορημένοι . . .
Και ξανακάνουν έφοδο, με ανοιχτό το στόμα,
μα πάλι εκείνη ντύνεται,
κι έχει κίτρινο χρώμα . . .
Ξοδεύουν χρόνια και καιρούς,
για να την ξεφλουδίσουν,
μα μόνο καταφέρνουνε, να την εγρατζουνίσουν . . .
Υ.Γ : Όσο κι αν φαίνεται ακατόρθωτο κι όσο η σκέψη ερεθίζεται,
να ξέρεις φίλε ποιητή, πως η ΜΠΑΝΑΝΑ ξεφλουδίζεται . . .
ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΣΥΝΤΟΜΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΤΟΥ ΓΘ2