Ξαναγυρίζω στο νεκρό αδελφό γιατί βρήκα αυτό. Ακούστε το, είναι απίθανος ο συνδυασμός ήχων και φωνών από γνώριμα δημοτικά τραγούδια -και όχι μόνο-και αφήγησης.
Mια αφορμή για αναζητήσεις στα μονοπάτια της φιλολογίας για "ανήσυχους" συναδέλφους και κυρίως για προβληματισμένους μαθητές. Και αληθινοί μαθητές είναι εκείνοι που θα κατορθώσουν να φτάσουν και να ξεπεράσουν τους δασκάλους τους...
Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015
Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015
Η λυγερή στον Άδη (βασικές επισημάνσεις)
Τα πρόσωπα και οι σχέσεις μεταξύ τους.
Οι σχέσεις μεταξύ των αντρειωμένων και της λυγερής δείχνουν
ότι και στον Κάτω Κόσμο αντανακλάται τον μοντέλο κοινωνικών σχέσεων του Επάνω.
Πρόκειται για μια κοινωνία ανδροκρατούμενη και πατριαρχική. Οι
άνδρες είναι εκείνοι οι οποίοι παίρνουν τις αποφάσεις και οι γυναίκες
υποτάσσονται, ανεξάρτητα από τις επιθυμίες τους. Σχολιάζοντας τα πρόσωπα του
τραγουδιού, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την λυγερή ως ένα υποτονικό και
εξαρτημένο άτομο, αφού αδυνατεί να πάρει η ίδια την πρωτοβουλία και να
ικανοποιήσει την επιθυμία της να ξεφύγει. Σε αντίθεση με αυτήν, οι
τρεις άντρες παρουσιάζονται δυνατοί και δραστήριοι και έχουν τον έλεγχο των
πράξεων και των αποφάσεων τους. Δεν αποφασίζουν μόνο και για τον εαυτό τους αλλά
και για ανθρώπους, όπως η λυγερή, που είναι αδύναμοι.
Οι απόψεις της κοινωνίας για τα φύλα όπως
απεικονίζονται στο κείμενο και η δομή της οικογένειας
Στο μοιρολόι παρουσιάζονται και τα δυο φύλα και οι ιδιότητες τους που
απορρέουν από το φύλο τους γίνονται ταυτότητα τους. Οι άντρες είναι
αντρειωμένοι και η γυναίκα λυγερή, νέα και όμορφη δηλαδή. Οι αντρειωμένοι
παρουσιάζονται γενναίοι, δυνατοί και ως πιο τολμηροί επιχειρούν το ακατόρθωτο,
να αποδράσουν από τον Άδη. Το κορίτσι παρουσιάζεται αδύναμο. Έχει
την ίδια επιθυμία (στον θάνατο πάντα υπήρχε ισότητα) αλλά δεν τολμάει να την
πραγματοποιήσει και παρακαλεί τους άντρες να την πάρουν μαζί τους στον Επάνω
Κόσμο. Το αρσενικό στο δημοτικό τραγούδι παίρνει τις αποφάσεις και,
χάρη στην μυϊκή του δύναμη και την τόλμη του, μπορεί να καταφέρει να είναι
ανεξάρτητο. Το θηλυκό αντίθετα, είναι άμεσα εξαρτημένο από το αρσενικό ή την
οικογένεια και παρουσιάζεται ως άβουλο ον, καθώς άλλοι αποφασίζουν για την
μοίρα του. Η γυναίκα στο δημοτικό τραγούδι δεν έχει γνώμη κι είναι
υπάκουη στην οικογένεια της. Μόνο η ομορφιά της είναι αυτό που εξιδανικεύεται
συνήθως, καθώς θεωρείται ως κάτι πολύτιμο, άρα κάνει και την γυναίκα πολύτιμη
και την κάνει να ξεχωρίζει ανάμεσα στους άντρες.
Όσον αφορά το θεσμό της οικογένειας και τις σχέσεις που τον διέπουν,
αναμφίβολα μπορούμε να αναγνωρίσουμε από το κείμενο την σημασία που αυτός έχει,
καθώς αξίες όπως η στοργή και η αγάπη είναι εκείνες που προξενούν την επιθυμία
για την οικογενειακή συνάντηση, η οποία αποτελεί και το κυρίαρχο θέμα στην
ανάπτυξη του τραγουδιού. Η Λυγερή για να συναντηθεί με τα οικογενειακά της
πρόσωπα αναγκάζεται να παρακαλέσει τους άντρες να την πάρουν μαζί τους. Στο
τέλος όμως. η λυγερή δεν διστάζει να αφήσει ελεύθερο τον καημό της που την
ξέχασαν και να καταστρέψει ό,τι τους κάνει χαρούμενους, το οποίο ωστόσο συμβολικά
ίσως να σημαίνει ότι στην πραγματικότητα φαινομενικά μόνο η οικογένειας της
είχε ξεχάσει την λυγερή και γευόταν τις χαρές της ζωής.
Από τον ιστότοπο http://afterschoolbar.blogspot.gr/
Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015
Η αρπαγή της γυναίκας του Διγενή
Ακούστε κι αυτή την παραλλαγή από το τραγούδι που μελετήσαμε. Το βρήκα ψάχνοντας κάτι άλλο στο youtube. Εντυπωσιακή η από στήθους απαγγελία της κυρίας. Ακολουθούν οι στίχοι.
Ως έτρωγα κι' ως έπινα σε μαρμαρένια τάβλα,
ο μαύρος μου χλιμίντρισε και το σπαθί μου ερράη,
κ' εμένα ο νους μου τό βαλε, παντρεύουν την καλή μου,
με κάποιον άλλον τη βλογούν κ' εκείνη δεν τον θέλει,
παντρευαρραβωνιάζουν την κ' εμένα μ' αστοχούνε.
Περνώ και πάω 'ς τους μαύρους μου, τους εβδομηνταπέντε.
"Μαύροι μου ακριβοτάγιστοι και μοσκαναθρεμμένοι,
ποιος ειν' αψύς και γλήγορος, να τον καβαλλικέψω,
ν' αστράψη 'ς την ανατολή και να βρεθή 'ς τη δύση;"
Οι μαύροι μου όσοι τάκουσαν ούλοι βουβοί απομείναν,
κι' όσαις φοράδες τάκουσαν έρρηξαν τα πουλάρια,
κ' ένας γρίβας παλιόγριβας, σαρανταπληγιασμένος,
κείνος απολογήθηκε, γυρίζει και μου λέει.
"Εγώ είμαι αψύς και γλήγορος να πάγω όθε κι' αν είναι.
Οπού είναι γάμος και χαρά πάνε τα νια πουλάρια,
οπού είναι πόλεμος φρικτός παίρνουν εμέ το γέρο.
Εγώ είμαι γέρος κι' άχαρος, ταξίδια δε μου πρέπουν,
μα για χατίρι της κυράς να μακροταξιδέψω,
οπού μ' ακριβοτάγιζε 'ς το γύρο της ποδιάς της,
κι' οπού μ' ακριβοπότιζε 'ς τη χούφτα του χεριού της.
Μόν' δέσε το κεφάλι σου με δυο με τρία μαντήλια,
και σφίξε τη μεσούλα σου με δυο με τρία ζουνάρια,
να μη σε φάη η βουή και ντραλιστής και πέσης.
Και μη σε πάρη κουρτεσιά και βάλης φτερνιστήρι,
και θυμηθώ τη νιότη μου και κάμω σαν πουλάρι,
και σπείρω τα μυαλούδια σου 'ς εννιά μοδιώ χωράφι."
Στρώνει γοργά το μαύρο του, γοργά καβαλλικεύει.
Δίνει βιτσιά του μαύρου του και πάει σαράντα μίλλια,
και μεταδευτερώνει του και πάει σαρανταπέντε.
'Σ τη στράτα νοπού πήγαινε το θιον επαρακάλει.
"Θέ μου να βρω τον κύρη μου 'ς ταμπέλι να κλαδεύη."
Σα χριστιανός που τόλεγε, σαν άγιος εξακούστη,
κι' απάντησε τον κύρη του, που κλάδευε 'ς ταμπέλι.
"Καλώς τα κάνεις, γέροντα, το τίνος είν' ταμπέλι;
-Της ερημιάς, της σκοτεινιάς, του γιου μου του φευγάτου.
Σήμερα της καλίτσας του της δίνουν άλλον άντρα,
εψές επήραν τα προικιά και σήμερα τη νύφη.
-Παρακαλώ σε, γέροντα, αλήθεια να με δώσης,
τάχα θα φτάσω 'ς τη χαρά, θα φτάσω και 'ς το γάμο;
-Αν έχης μαύρο γλήγορο 'ς σπίτι τους προφτάνεις,
κι' αν είν' οκνός ο μαύρος σου 'ς την εκκλησιά τους βρίσκεις."
Δίνει βιτσιά του μαύρου του και πάει σαράντα μίλια,
και μεταδευτερώνει του και πάει σαρανταπέντε.
'Σ τη στράτα νοπού πήγαινε το θιον επαρακάλει.
"Θε μου να βρω τη μάννα μου 'ς τον κήπο να ποτίζη!"
Σα χριστιανός που τόλεγε, σαν άγιος εξακούστη,
κ'ευρήκε τη μαννούλα του που πότιζε τον κήπο.
"Ώρα καλή, γερόντισσα, το τίνος ειν' ό κήπος;
-Της ερημιάς, της σκοτεινιάς, του γιου μου του φευγάτου
που σήμερα η γυναίκα του θα πάρη νάλλον άντρα,
εψές επήραν τα προικιά και σήμερα τη νύφη.
-Πες μου να ζης, γερόντισσα, φτάνω κ' εγώ 'ς το γάμο;
-Αν εχης μαύρο γλήγορο, 'ς το σπίτι τους προφτάνεις,
κι' αν ειν' οκνός ο μαύρος σου, 'ς την εκκλησιά τους βρίσκεις."
Δίνει του μαύρου του βιτσιά 'ς τη χώρα κατεβαίνει.
Εκεί σιμά, εκεί κοντά 'ς το σπίτι του να φτάση,
ο μαύρος του χλιμίντρισε κ' η κόρη αναστενάζει.
"Τι έχεις, κόρη μ', και θλίβεσαι και βαριαναστενάζεις,
τα ρούχα σου δεν είν' καλά, ή τα φλωριά σου λίγα;
-Φωτιά να κάψ' τα ρούχα σου και λάβρα τα φλωριά σου,
τι ο μαύρος που χλιμίντρισε σαν του καλού μου μοιάζει.
-Αν ειν' ο πρώτος άντρας σου να βγω να τον σκοτώσω.
-Δεν ειν' ο πρώτος άντρας μου να βγής να τον σκότωσης,
μόν' είν' ο πρώτος μου αδερφός, μου φέρνει τα προικιά μου.
-Αν είν' ο πρώτος σου αδερφός, έβγα να τον κέρασης."
Χρυσό ποτήρι νάρπαξε να βγή να τον κεράση.
"Δεξιά μου στέκα, λυγερή, ζερβά μου πέρνα, κόρη."
Το μαύρο του χαμήλωσε κ' η κόρη απάνω ευρέθη.
Βγάλλει και το χρυσό σπαθί και ταργυρό μαχαίρι,
δίνει του μαύρου του βιτσιά κ' επήρε χίλια μίλλια,
μηδέ το μαύρον είδανε, μήτε τον κορνιαχτό του.
Οπού είχε μαύρο γλήγορο νείδε τον κορνιαχτό του,
ο μαύρος μου χλιμίντρισε και το σπαθί μου ερράη,
κ' εμένα ο νους μου τό βαλε, παντρεύουν την καλή μου,
με κάποιον άλλον τη βλογούν κ' εκείνη δεν τον θέλει,
παντρευαρραβωνιάζουν την κ' εμένα μ' αστοχούνε.
Περνώ και πάω 'ς τους μαύρους μου, τους εβδομηνταπέντε.
"Μαύροι μου ακριβοτάγιστοι και μοσκαναθρεμμένοι,
ποιος ειν' αψύς και γλήγορος, να τον καβαλλικέψω,
ν' αστράψη 'ς την ανατολή και να βρεθή 'ς τη δύση;"
Οι μαύροι μου όσοι τάκουσαν ούλοι βουβοί απομείναν,
κι' όσαις φοράδες τάκουσαν έρρηξαν τα πουλάρια,
κ' ένας γρίβας παλιόγριβας, σαρανταπληγιασμένος,
κείνος απολογήθηκε, γυρίζει και μου λέει.
"Εγώ είμαι αψύς και γλήγορος να πάγω όθε κι' αν είναι.
Οπού είναι γάμος και χαρά πάνε τα νια πουλάρια,
οπού είναι πόλεμος φρικτός παίρνουν εμέ το γέρο.
Εγώ είμαι γέρος κι' άχαρος, ταξίδια δε μου πρέπουν,
μα για χατίρι της κυράς να μακροταξιδέψω,
οπού μ' ακριβοτάγιζε 'ς το γύρο της ποδιάς της,
κι' οπού μ' ακριβοπότιζε 'ς τη χούφτα του χεριού της.
Μόν' δέσε το κεφάλι σου με δυο με τρία μαντήλια,
και σφίξε τη μεσούλα σου με δυο με τρία ζουνάρια,
να μη σε φάη η βουή και ντραλιστής και πέσης.
Και μη σε πάρη κουρτεσιά και βάλης φτερνιστήρι,
και θυμηθώ τη νιότη μου και κάμω σαν πουλάρι,
και σπείρω τα μυαλούδια σου 'ς εννιά μοδιώ χωράφι."
Στρώνει γοργά το μαύρο του, γοργά καβαλλικεύει.
Δίνει βιτσιά του μαύρου του και πάει σαράντα μίλλια,
και μεταδευτερώνει του και πάει σαρανταπέντε.
'Σ τη στράτα νοπού πήγαινε το θιον επαρακάλει.
"Θέ μου να βρω τον κύρη μου 'ς ταμπέλι να κλαδεύη."
Σα χριστιανός που τόλεγε, σαν άγιος εξακούστη,
κι' απάντησε τον κύρη του, που κλάδευε 'ς ταμπέλι.
"Καλώς τα κάνεις, γέροντα, το τίνος είν' ταμπέλι;
-Της ερημιάς, της σκοτεινιάς, του γιου μου του φευγάτου.
Σήμερα της καλίτσας του της δίνουν άλλον άντρα,
εψές επήραν τα προικιά και σήμερα τη νύφη.
-Παρακαλώ σε, γέροντα, αλήθεια να με δώσης,
τάχα θα φτάσω 'ς τη χαρά, θα φτάσω και 'ς το γάμο;
-Αν έχης μαύρο γλήγορο 'ς σπίτι τους προφτάνεις,
κι' αν είν' οκνός ο μαύρος σου 'ς την εκκλησιά τους βρίσκεις."
Δίνει βιτσιά του μαύρου του και πάει σαράντα μίλια,
και μεταδευτερώνει του και πάει σαρανταπέντε.
'Σ τη στράτα νοπού πήγαινε το θιον επαρακάλει.
"Θε μου να βρω τη μάννα μου 'ς τον κήπο να ποτίζη!"
Σα χριστιανός που τόλεγε, σαν άγιος εξακούστη,
κ'ευρήκε τη μαννούλα του που πότιζε τον κήπο.
"Ώρα καλή, γερόντισσα, το τίνος ειν' ό κήπος;
-Της ερημιάς, της σκοτεινιάς, του γιου μου του φευγάτου
που σήμερα η γυναίκα του θα πάρη νάλλον άντρα,
εψές επήραν τα προικιά και σήμερα τη νύφη.
-Πες μου να ζης, γερόντισσα, φτάνω κ' εγώ 'ς το γάμο;
-Αν εχης μαύρο γλήγορο, 'ς το σπίτι τους προφτάνεις,
κι' αν ειν' οκνός ο μαύρος σου, 'ς την εκκλησιά τους βρίσκεις."
Δίνει του μαύρου του βιτσιά 'ς τη χώρα κατεβαίνει.
Εκεί σιμά, εκεί κοντά 'ς το σπίτι του να φτάση,
ο μαύρος του χλιμίντρισε κ' η κόρη αναστενάζει.
"Τι έχεις, κόρη μ', και θλίβεσαι και βαριαναστενάζεις,
τα ρούχα σου δεν είν' καλά, ή τα φλωριά σου λίγα;
-Φωτιά να κάψ' τα ρούχα σου και λάβρα τα φλωριά σου,
τι ο μαύρος που χλιμίντρισε σαν του καλού μου μοιάζει.
-Αν ειν' ο πρώτος άντρας σου να βγω να τον σκοτώσω.
-Δεν ειν' ο πρώτος άντρας μου να βγής να τον σκότωσης,
μόν' είν' ο πρώτος μου αδερφός, μου φέρνει τα προικιά μου.
-Αν είν' ο πρώτος σου αδερφός, έβγα να τον κέρασης."
Χρυσό ποτήρι νάρπαξε να βγή να τον κεράση.
"Δεξιά μου στέκα, λυγερή, ζερβά μου πέρνα, κόρη."
Το μαύρο του χαμήλωσε κ' η κόρη απάνω ευρέθη.
Βγάλλει και το χρυσό σπαθί και ταργυρό μαχαίρι,
δίνει του μαύρου του βιτσιά κ' επήρε χίλια μίλλια,
μηδέ το μαύρον είδανε, μήτε τον κορνιαχτό του.
Οπού είχε μαύρο γλήγορο νείδε τον κορνιαχτό του,
κι' οπού είχε μαύρο κ' είν' οκνός, μηδέ τον
κορνιαχτό του.
Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015
To νόημα της ποινής και η απονομή της δικαιοσύνης
Είναι αρκετά
ασφαλές να ειπωθεί ότι πριν από τον περίφημο ιταλό ποινικολόγο ο νόμος είχε
περισσότερο τιμωρητική χροιά παρά έψαχνε να σωφρονίσει τον παραβάτη και να τον
επαναφέρει έτσι εντός κοινωνίας. Και ήταν ακριβώς ο σπουδαίος Διαφωτιστής με το
έργο του «Περί Εγκλημάτων και Ποινών» (1764) που θα άλλαζε τον τρόπο που
λειτουργεί το σύγχρονο δικαστικό σύστημα, θέτοντας τις βάσεις του.
Αφού καταδίκασε τα
βασανιστήρια και τη θανατική ποινή, ο Μπεκαρία
έθεσε με σαφήνεια το πρόβλημα του άδικου δικονομικού συστήματος καλώντας σε
εξορθολογισμό των νόμων. Τι κήρυξε; Ότι η τιμωρία πρέπει να έχει προληπτική και
όχι ατιμωτική λειτουργία, ότι η ποινή πρέπει να είναι ανάλογη του διαπραχθέντος
αδικήματος, ότι η βεβαιότητα της τιμωρίας (και όχι η αυστηρότητά της) είναι που
οδηγεί στην πρόληψη και τέλος ότι για να είναι αποτελεσματική, η τιμωρία
οφείλει να είναι άμεση, για να υπάρχει συνειρμός μεταξύ αδικήματος και ποινής
στη σκέψη και τη βούληση του δράστη αλλά και των υπολοίπων. Η τιμωρία, έστω και
μικρή, πρέπει να είναι βέβαιο ότι θα επιβληθεί.Και βέβαια οι δικαστικές
διαδικασίες θα πρέπει να είναι δημόσιες.
Σκοπός της ποινής,
γράφει ο Μπεκαρία, δεν είναι η εκδίκηση, αλλά ο σωφρονισμός αυτού που διέπραξε
το αδίκημα και ο παραδειγματισμός των άλλων. Άρα ο σκοπός της ποινής είναι η
πρόληψη υπό δύο έννοιες: γενική πρόληψη
του κακού, δηλαδή να αποτρέψει πολλούς άλλους από το να θελήσουν να αδικήσουν,
και ειδική πρόληψη, να αποτρέψει
δηλαδή το συγκεκριμένο άτομο από το να διαπράξει ξανά έγκλημα (σωφρονισμός). Το
πόνημα του Διαφωτισμού γνώρισε από την πρώτη στιγμή αμέτρητες εκδόσεις και
μεταφράσεις, ενώ όταν κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ, τόσο ο Τζον Άνταμς όσο και ο
πρόεδρος τότε Τόμας Τζέφερσον το αποκάλεσαν «Δεύτερη Βίβλο»…
Ο Πλάτωνας βέβαια δια στόματος Πρωταγόρα, πολλούς αιώνες νωρίτερα,
πιστεύει ότι κανείς δεν επιβάλλει τιμωρίες με σκοπό την τυφλή εκδίκηση
απορρίπτοντας τα κίνητρα της ανταπόδοσης και της αντεκδίκησης. Η τιμωρία, για
τον Πρωταγόρα, έχει παιδευτικό χαρακτήρα και όχι εκδικητικό και κατασταλτικό.
Στόχος της δεν είναι η θεραπεία ενός αδικήματος που έχει ήδη διαπραχθεί, γιατί
αυτό αποτελεί μια συντελεσμένη πια πραγματικότητα, η οποία δεν μπορεί να
αλλάξει («οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη»). Αντίθετα,
αφορά την αποτροπή διάπραξης μιας άδικης πράξης στο μέλλον («τοῦ μέλλοντος
χάριν»). Πιο συγκεκριμένα, ο στόχος της είναι διττός:
·
ο
σωφρονισμός του παραβάτη («ἵνα
μὴ αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος»), ώστε να μη διαπράξει ποτέ
ξανά στο μέλλον αδίκημα
·
ο
παραδειγματισμός των άλλων («μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν
κολασθέντα»)
·
Η άποψη
του Πρωταγόρα κρίνεται ιδιαίτερα ρηξικέλευθη και πρωτοποριακή για
την εποχή της, καθώς παρόμοιες αντιλήψεις άρχισαν να ακούγονται και να
εφαρμόζονται για πρώτη φορά την εποχή του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού από
τον Cesare Beccaria στο έργο του «Περί Εγκλημάτων και Ποινών».
·
Ωστόσο
για την εποχή της ήταν μάλλον ανεφάρμοστη, γιατί οι Αθηναίοι συνέδεαν
την τιμωρία με την εκδίκηση και με την ικανοποίηση του ίδιου του
παθόντος ή των συγγενών ενός θύματος. Όπως πίστευαν ότι η αλαζονεία (ὕβρις)
προκαλεί την οργή (τίσις) και την τιμωρία (νέμεσις) των θεών με
στόχο την αποκατάσταση της ηθικής τάξης, κάτι ανάλογο ακολουθούσαν και στην καθημερινότητά
τους στη συναναστροφή τους με τους άλλους ανθρώπους.
Ποιος είναι κατά συνέπεια ο σκοπός της ποινής; Η
αποτροπή του ίδιου του ενόχου και όσων θα τον δουν να τιμωρείται από το να
επαναλάβουν τις ίδιες παραβάσεις. Ο σκοπός της ποινής είναι αποτρεπτικός και
σωφρονιστικός, άρα η ποινή αποτελεί ένα σπουδαίο παιδαγωγικό μέσο στα χέρια
των αρχόντων και των νομοθετών. Το μέσο αυτό ασκείται στον ίδιο τον ένοχο και
στους συμπολίτες του, προκειμένου να συνειδητοποιήσουν τι ακριβώς απαγορεύεται
από τους νόμους της δημοκρατικής πολιτείας, ώστε αυτό να μην επαναληφθεί. Η
έγνοια για το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου, η απουσία του πάθους και της
στενής αντίληψης για την ανταπόδοση του κακού και τα ήμερα ήθη που
υπολανθάνουν στον παιδευτικό χαρακτήρα της ποινής κάνουν τις αναλύσεις τον
Πρωταγόρα να φαίνονται σύγχρονες, αν όχι και πρωτοποριακές. (Κατσιμάνης)
Οι ποινές στο σχολείο
Μια ενδιαφέρουσα μελέτη για τις ποινές στο σχολικό χώρο. Αφόρμηση για το θέμα των ποινών στην έκθεση- έκφραση Α΄Λυκείου.
Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015
ΜΟΔΑ (σχεδιάγραμμα)
Πρόκειται για τις παροδικές προτιμήσεις, γενικά, μιας εποχής στον τρόπο ζωής και κυρίως του ντυσίματος, της κόμμωσης και της υπόδησης, οι οποίες επικρατούν μέσα σε μια κοινωνία για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα.
Χαρακτηριστικά γνωρίσματα της
μόδας
1.Η
αστάθεια στα αισθητικά κριτήρια και η απουσία καλαισθητικού κριτηρίου.
2.Ο
παροδικός χαρακτήρας της.
3.Η
προβολή προτύπων αμφιβόλου ποιότητας.
4.Η
τυφλή μίμηση των προτύπων μόδας.
5.Η
ομοιομορφία και η μαζοποίηση.
6.Η
κερδοσκοπία προς όφελος των επιχειρήσεων και εις βάρος των καταναλωτών.
Αίτια επικράτησης της μόδας
Οικονομικά
1.Οι
επιχειρήσεις δημιουργούν εφήμερα και παροδικά πρότυπα μόδας, για να οδηγούν
διαρκώς τον καταναλωτή στην αγορά νέων προϊόντων και να αντεπεξέρχονται έτσι οι
ίδιες στον ανταγωνισμό αυξάνοντας τα κέρδη τους.
2.Η
διαφήμιση δημιουργεί πλασματικές ανάγκες και ωθεί το σημερινό άνθρωπο να
αγοράζει συνεχώς τα είδη που θεωρούνται της μόδας.
3.Το
υψηλό βιοτικό επίπεδο και η τάση νεοπλουτισμού οδηγούν τους καταναλωτές στην
απόκτηση προϊόντων που ακολουθούν τη μόδα.
Κοινωνικά
1.Επικρατεί
η τάση της υιοθέτησης κοινών αισθητικών κριτηρίων από όλα τα μέλη της κοινωνίας
και της μίμησης προτύπων που θεωρούνται αποδεκτά από όλους.
2.Η
σύγχρονη κοινωνία, που ευνοεί τις διακρίσεις, οδηγεί τους ανθρώπους στο να
ακολουθούν τη μόδα, προκειμένου να πετύχουν την κοινωνική ανέλιξη τους, την
αναγνώριση και τη συμπάθεια των άλλων.
3.Η
ξενομανία.
Ιδεολογικά
1.Η
σύγχρονη εποχή ταυτίζει την ανθρώπινη προσωπικότητα με την καταναλωτική
ικανότητα. Μεγαλύτερη σημασία δίνεται στο «έχειν» και όχι στο «είναι».
2.Ο
άνθρωπος έχει την τάση για νεωτερισμό και προοδευτικότητα. Ταυτίζει το μοντέρνο
με το προοδευτικό ενώ το παραδοσιακό με το συντηρητικό.
Ψυχολογικά
1.Το
άτομο επιθυμεί την αλλαγή, ώστε να αποφεύγει τη μονοτονία και να μην πλήττει.
2. Η
αυταπάτη ότι η κάλυψη των υλικών αναγκών σημαίνει ταυτόχρονα και κάλυψη των
ψυχικών αναγκών. Το αίσθημα της χαράς και της ικανοποίησης που η εργασία
στερεί στον άνθρωπο, το αναπληρώνει η μόδα.
3. Καλύπτεται
η ανάγκη για αυτοεπιβεβαίωση και ικανοποιείται το αίσθημα της φιλαρέσκειας.
4. Οι
επιλογές που ακολουθούν τις επιταγές της μόδας εξασφαλίζουν το κύρος και την
αναγνώριση από τους άλλους.
5. Τα
άτομα που έχουν συμπλέγματα κατωτερότητας πιστεύουν ότι ακολουθώντας τη μόδα
του κοινωνικού τους περιβάλλοντος αποκτούν αναγνώριση από αυτό.
Θετικές συνέπειες της μόδας
1.Προσφέρει
εργασία σε πολλές κατηγορίες επαγγελμάτων, αφού γίνονται νέες βιομηχανίες και
βιοτεχνίες έτοιμων ενδυμάτων, οίκοι μόδας κλπ.
2.Ενισχύει
την εθνική οικονομία με την εξαγωγή ειδών μόδας (έτοιμων ενδυμάτων,
υποδημάτων, καλλυντικών), αλλά και με τη διεύρυνση των εμπορικών επιχειρήσεων.
3.Ικανοποιεί
τις υλικές, ψυχολογικές και κοινωνικές ανάγκες των ανθρώπων. Καλύπτει την
ανάγκη της αυτοεπιβεβαίωσης αλλά και της αναγνώρισης από τον κοινωνικό
περίγυρο.
4.Ευνοεί
την ανάπτυξη καλαισθητικών κριτηρίων.
5.Ικανοποιεί
την ανθρώπινη επιθυμία για αλλαγή, καταπολεμώντας την ανία και τη μονοτονία.
Αρνητικές συνέπειες της μόδας
1.Στερεί
την ελευθερία και την πρωτοβουλία του ανθρώπου, αφού στην πραγματικότητα
υποτάσσεται στη μίμηση. Γίνεται μέλος της μάζας και παθητικός δέκτης των
επιλογών που άλλοι κάνουν γι' αυτόν.
2.Εκμηδενίζει
την προσωπικότητα του ατόμου αλλοτριώνοντας τη συνείδηση του.
3.Τρέφει
το αίσθημα της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας και βοηθά στην ανάπτυξη του
ανταγωνισμού, καθώς, για να είναι κάποιος κοινωνικά αναγνωρίσιμος, πρέπει να
συμμορφώνεται στους κανόνες της μόδας.
4.Δημιουργεί
άγχος και ψυχοσωματικά προβλήματα καθώς το άτομο, προσπαθώντας να ακολουθεί
διαρκώς τη μόδα, εργάζεται περισσότερες ώρες προκειμένου να εξασφαλίσει
χρήματα, για να αγοράζει νέα προϊόντα.
5.Καθιερώνει
υλιστικά πρότυπα ζωής δίνοντας μεγαλύτερη σημασία στην εξωτερική εικόνα του
ατόμου και στην κατοχή πλούτου και αδιαφορώντας για την πνευματική του
καλλιέργεια.
6.Οδηγεί
τον άνθρωπο στην άμετρη ικανοποίηση δευτερευουσών κι επίπλαστων αναγκών,
αποπροσανατολίζοντας τον από σημαντικά προβλήματα.
7.Αλλοτριώνεται
η πολιτιστική ταυτότητα των λαών εξαιτίας: α) της μίμησης και της ξενομανίας,
β) της απόρριψης στοιχείων της παράδοσης, γιατί θεωρούνται ξεπερασμένα.
Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015
Του Νεκρού αδελφού - Παραλογή
Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο του Κωνσταντίνου Μάντη, με εξόχως εύστοχες παρατηρήσεις για τα φύλα στη λογοτεχνία πάνω στην παραλογή ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ. Να τα μελετήσει το Α3 κι Α4, για να πάρει μια ιδέα για το πως πρέπει να δουλέψουν στην εργασία που αφορά στο δημοτικό τραγούδι.
Τα φύλα στη Λογοτεχνία: Πώς παρουσιάζεται η γυναίκα στο τραγούδι «Του νεκρού αδελφού»
Στο τραγούδι «Του νεκρού αδελφού» υπάρχουν δύο γυναικείες παρουσίες,
μέσα από τη στάση των οποίων μπορούμε να λάβουμε πληροφορίες για τη θέση της
γυναίκας, την εποχή που συντέθηκε το τραγούδι (9ος αιώνας μ.Χ.), η μητέρα και η δωδεκάχρονη κόρη της, η Αρετή.
Η Αρετή:
Η νεαρή κοπέλα εμφανίζεται να παραμένει διαρκώς στο σπίτι,
δεχόμενη τις φροντίδες της μητέρας της, χωρίς να μας δίνεται κάποια πληροφορία
για το αν η ίδια αναλάμβανε κάποιες από τις ευθύνες του σπιτιού ή αν υπήρχε
μέριμνα για την εκπαίδευσή της.
Η πληροφορία στην οποία δίνεται έμφαση είναι ότι η κοπέλα είχε φτάσει στα 12 χρόνια της, χωρίς ποτέ να τη δει ο ήλιος.
Στοιχείο που έμμεσα υποδηλώνει την καλή κοινωνική της θέση, καθώς μόνο οι
κοπέλες που ανήκαν σε ευκατάστατες οικογένειας είχαν τη δυνατότητα να
αποφεύγουν πλήρως τη συμμετοχή τους στις εργασίες της οικογένειας (είτε
επρόκειτο για κάποια αγροτική ενασχόληση, είτε για τις καθημερινές δουλειές του
σπιτιού).
Η προφύλαξη της αρετής από τον ήλιο μας παραπέμπει σε δύο σημαντικά στοιχεία εκείνης της εποχής, αφενός την ιδιαίτερη εκτίμηση που είχαν στη λευκότητα του δέρματος των γυναικών, καθώς αυτό υποδήλωνε καλή οικονομική κατάσταση, μιας και η γυναίκα δεν χρειαζόταν να ασχολείται με εργασίες εκτός του σπιτιού, κι αφετέρου τη φροντίδα που υπήρχε να μην βλέπουν οι ξένοι άντρες την κοπέλα. Η Αρετή μένει προφυλαγμένη μέσα στο σπίτι, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα, ώστε η τιμή της να παραμείνει άθικτη και να μην υπάρξει ούτε η υπόνοια ότι είχε κάποια συναναστροφή με κάποιον άντρα.
Η προφύλαξη της αρετής από τον ήλιο μας παραπέμπει σε δύο σημαντικά στοιχεία εκείνης της εποχής, αφενός την ιδιαίτερη εκτίμηση που είχαν στη λευκότητα του δέρματος των γυναικών, καθώς αυτό υποδήλωνε καλή οικονομική κατάσταση, μιας και η γυναίκα δεν χρειαζόταν να ασχολείται με εργασίες εκτός του σπιτιού, κι αφετέρου τη φροντίδα που υπήρχε να μην βλέπουν οι ξένοι άντρες την κοπέλα. Η Αρετή μένει προφυλαγμένη μέσα στο σπίτι, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα, ώστε η τιμή της να παραμείνει άθικτη και να μην υπάρξει ούτε η υπόνοια ότι είχε κάποια συναναστροφή με κάποιον άντρα.
Παρατηρούμε, επομένως, ότι η καλή
φήμη που αποκτά η Αρετή και επικυρώνεται με τον ερχομό των προξενητάδων από τη
Βαβυλώνα, δεν βασίζεται ούτε στην εργατικότητά της, ούτε στην πνευματική της
καλλιέργεια, αλλά στο γεγονός ότι έχει δοθεί τόση φροντίδα από τη μητέρα της,
ώστε η κοπέλα να παραμείνει ανέγγιχτη τόσο από τον ήλιο όσο κι από τα αδιάκριτα
βλέμματα. Ενώ, παράλληλα, το ενδιαφέρον από μια τόσο μακρινή περιοχή, καθιστά
προφανές ότι η κοπέλα θα πρέπει να ήταν ξεχωριστά όμορφη.
Για τις γυναίκες εκείνης της εποχής, το βασικό
τους πλεονέκτημα δεν ήταν η δυναμική τους προσωπικότητα, ούτε η μόρφωσή τους,
αλλά η αγνότητα και η
τιμή τους. Σε αντίθεση με τις σύγχρονες γυναίκες που οφείλουν να διασφαλίσουν
για τον εαυτό τους καλή μόρφωση, ώστε να μπορέσουν να αποκαταστηθούν
επαγγελματικά, οι γυναίκες εκείνης της εποχής δεν είχαν καμία τέτοια ευθύνη,
εφόσον δεν εργάζονταν ούτε αναμενόταν από εκείνες να έχουν μορφωθεί.
Σε πολύ μικρή ηλικία η Αρετή, μόλις στα 12 χρόνια της, οφείλει να
αποδεχτεί τις ευθύνες του οικογενειακού βίου, γεγονός που αναδεικνύει την
τελείως διαφορετική νοοτροπία που επικρατούσε εκείνη την εποχή. Σε αντίθεση με
τη σύγχρονη εποχή, που στις ανεπτυγμένες κοινωνίες αυτή η ηλικία είναι
απαγορευτική για την τέλεση γάμου, βλέπουμε ότι η οικογένεια της Αρετής δεν
εξετάζει καν το θέμα της ηλικίας της, θεωρώντας προφανώς πως είναι απόλυτα
λογικό να τη ζητούν σε γάμο.
Ενδεικτικό για τη θέση της γυναίκας είναι το γεγονός ότι στη συζήτηση που
γίνεται για να αποφασιστεί αν θα γίνει δεκτό το προξενιό, η Αρετή δεν έχει το
δικαίωμα να συμμετέχει. Η απόφαση
του γάμου αφορούσε, κανονικά, τον πατέρα της οικογένειας, ο οποίος ήταν ο μόνος
υπεύθυνος να αποφασίσει για το
ποιος θα γίνει σύζυγος της κόρης του. Η κοπέλα περίμενε απλώς την απόφαση του
πατέρα της και όφειλε να υπακούσει, χωρίς να μπορεί η ίδια να εκφράσει τη δική
της θέληση. Με αυτό τον τρόπο η γυναίκα περνούσε από τον έλεγχο του πατέρα της,
στον έλεγχο του συζύγου της. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πάντως, επειδή στην
οικογένεια δεν υπάρχει πατέρας, η απόφαση θα ληφθεί από τη μητέρα και τους
γιους της.
Μετά την απόφαση για το γάμο της κοπέλας, τη συναντάμε ξανά όταν ο
Κωσταντής, έχοντας επιστρέψει από τον κάτω κόσμο, πηγαίνει για να τη φέρει πίσω
στη μητέρα τους. Η Αρετή εμφανίζεται να χτενίζει τα μαλλιά της στο φως του
φεγγαριού, γεγονός που υποδηλώνει ότι η νεαρή κοπέλα συνεχίζει να ζει, όπως
της έμαθε η μητέρα της, προφυλάσσοντας τον εαυτό της από το φως του ήλιου. Ενώ,
σ’ ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης θα μπορούσε η στάση της αυτής να σημαίνει ότι
κρατά σκοπίμως τις συνήθειες που της έμαθε η μητέρα της, ως μοναδικό μέσο
επαφής μαζί της, μιας και δεν είχε πια τη δυνατότητα να τη βλέπει. Μπορούμε,
δηλαδή, να διαπιστώσουμε μια διάθεση νοσταλγίας στο γεγονός ότι η κοπέλα
συνεχίζει ακόμη την ίδια ρουτίνα που είχε όσο ζούσε με τη μητέρα της. Παρ’ όλο
που παντρεύτηκε η κοπέλα δεν έχει πάψει να θυμάται και να νοσταλγεί τους δικούς
της.
Ο έντονος συναισθηματισμός των γυναικών είναι μια θεματική συχνά επαναλαμβανόμενη στη λογοτεχνία, όπου οι
γυναίκες παρουσιάζονται να βιώνουν σε μεγάλο βαθμό την αγάπη για την οικογένειά
τους και φυσικά τον πόνο του αποχωρισμού.
Ενδιαφέρον, επίσης, παρουσιάζει η αντίδραση της κοπέλας, όταν ο αδερφός
της, της ζητά να τον ακολουθήσει. Η Αρετή
ρωτά αν πρόκειται για χαρά ή για πίκρα, ώστε να ντυθεί ανάλογα. Η μέριμνα αυτή της κοπέλας για το τι θα πρέπει να φορέσει, εκφράζει την
ιδιαίτερη προσήλωση των γυναικών, που έχουν λάβει καλή αγωγή, στο τι είναι
αρμόζον σε κάθε περίσταση. Η ερώτηση αυτή, που θα ακουγόταν παράλογη αν
προερχόταν από έναν άντρα, παρουσιάζεται συνεπής με το ήθος και τους τρόπους
των γυναικών, οι οποίες εμφανίζονται να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στην εμφάνισή
τους και κυρίως στο να είναι κατάλληλα ντυμένες για κάθε ξεχωριστή περίσταση.
Παρά το γεγονός ότι ο αδερφός της έρχεται νύχτα και εντελώς απροσδόκητα,
η κοπέλα υπακούει στο κάλεσμά του και στην πορεία της διαδρομής παρά τα
ανησυχητικά σχόλια που ακούει από τα πουλιά, μιλά με σεβασμό και διστακτικότητα
στον αδερφό της. Η στάση της Αρετής είναι συνεπής, άλλωστε, με τη γενικότερη
απαίτηση που υπήρχε για τις γυναίκες να
σέβονται, όχι μόνο τον πατέρα και το σύζυγό τους, αλλά και τα υπόλοιπα αρσενικά
μέλη της οικογένειάς τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μάλιστα, που η κοπέλα
δεν είχε πατέρα, ο αδερφός της είναι φορέας ιδιαίτερου κύρους και η Αρετή δε θα
τολμούσε να δείξει απέναντί του ανυπακοή ή ασέβεια.
Στο κλείσιμο του τραγουδιού η κοπέλα βλέπει με πόνο την εγκατάλειψη του
σπιτιού της κι όταν αντικρίζει τη «γλυκιά» της μάνα, την αγκαλιάζει και
πεθαίνει μαζί της. Η σκηνή
αυτή που οδηγεί στη λύτρωση τις δύο γυναίκες της ιστορίας, εκφράζει με
ιδιαίτερη ένταση τον πόνο που είχε κυριεύσει τις ψυχές τους και τη δύναμη της αγάπης τους. Η ένταση της συγκίνησης μοιάζει να
τερματίζει τις ζωές τους, αν και είναι εύλογο πως τόσο η μητέρα, όσο και η
Αρετή δεν επιθυμούν να ζουν σ’ ένα κόσμο όπου η οικογένειά τους έχει
ξεκληριστεί.
Η μητέρα:
Η μητέρα αναλαμβάνει τη φροντίδα της Αρετής, που είναι η μοναχοκόρη της,
και μεριμνά ιδιαίτερα για την προστασία της. Η μητέρα, ως μεγαλύτερη, οφείλει
να μεταδώσει στην κόρη της, τις κατάλληλες αρχές και να τη βοηθήσει να μάθει
ποια θα πρέπει να είναι συμπεριφορά της και τι αναμένεται από εκείνη. Η μητέρα λειτουργεί, δηλαδή, ως πρότυπο αλλά και ως φορέας αγωγής για
την Αρετή, καθώς μέσα από τις φροντίδες της, η νεαρή κοπέλα θα γνωρίσει ποια
είναι η κοινωνική της θέση και ποια θα πρέπει να είναι η στάση της σε κάθε
περίσταση.
Η μητέρα στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει έναν ξεχωριστό ρόλο, καθώς η
απουσία του πατέρα, την αναγκάζει να τον αναπληρώσει. Εντούτοις, όπως γίνεται
σαφές μέσα από τη συζήτηση για το γάμο της Αρετής, η μητέρα δεν αποκτά όλες τις δικαιοδοσίες του άντρα της, γι’ αυτό και
δεν αποφασίζει μόνη της. Ενώ, ο πατέρας θα λάμβανε μόνος του την απόφαση, η
μητέρα οφείλει να ακούσει τη γνώμη των γιων της, μιας και είναι οι άντρες της
οικογένειας. Το γεγονός, άλλωστε, ότι υποχωρεί μπροστά στην αποφασιστικότητα
του Κωσταντή, δείχνει πως δεν είναι σε θέση να αγνοήσει τις επιθυμίες των γιων
της και να επιβάλει τη δική της άποψη.
Η μητέρα απέναντι στις σκέψεις του Κωσταντή για τα οφέλη που θα φέρει
στην οικογένεια ο γάμος της Αρετής, απαντά με μια πιο συναισθηματική
προσέγγιση. Για τη
μητέρα δεν έχει σημασία αν θα αποκτήσει η οικογένειά της δεσμούς με μια ξένη
περιοχή, για τη μητέρα σημασία έχει ότι αν η κόρη της φύγει μακριά, δε θα
μπορεί πλέον να τη βλέπει. Η μητέρα σκέφτεται πως είτε η οικογένειά της έχει
ένα χαρούμενο γεγονός (π.χ. ο γάμος ενός από τους γιους) είτε έχει κάποια πίκρα
(π.χ. μια ασθένεια ή έναν θάνατο), η Αρετή δε θα είναι κοντά τους. Μπροστά
δηλαδή στην πρακτική λογική του γιου της, η μητέρα απαντά με το συναίσθημα και
φυσικά με την προνοητικότητα που έχει πάντοτε ένας μεγαλύτερος άνθρωπος, που
έχει ήδη ζήσει πολλά.
Ο θάνατος των γιων της αφήνει τη μητέρα ολομόναχη, χωρίς κανέναν δικό
της άνθρωπο, μιας κι η κόρη της βρίσκεται στην ξενιτιά. Η μητέρα μπροστά στους
τάφους των γιων της θρηνεί για το χαμό τους, όπως θα έκανε βέβαια κάθε γονιός,
αλλά στον τάφο του Κωσταντή ξεσπά
την οργή της και τον αναθεματίζει, αφού εκείνος επέμενε να
δώσουν τη μοναχοκόρη της στην ξενιτιά. Η οργή της μητέρας, βέβαια, δεν
υποδηλώνει μίσος για τον γιο της, εκφράζει όμως την έντονη πίκρα της για το
γεγονός ότι τον εμπιστεύτηκε και τώρα έχει απομείνει εντελώς μόνη της.
Η σκηνή αυτή στο νεκροταφείο πέρα από την ιδιαίτερη αξία της για τη
συνέχιση της ιστορίας, μας αποκαλύπτει μια χαρακτηριστική εικόνα για το πώς οι
γυναίκες εξέφραζαν τον πόνο ή την οργή τους. Οι
κατάρες και το τράβηγμα των μαλλιών τους, ήταν ο σταθερός τρόπος παρουσίασης
του γυναικείου πόνου. Σε αντίθεση με τους άντρες που εμφανίζονται να επιτίθενται σ’ εκείνον
που τους εξοργίζει, οι
γυναίκες στρέφουν την οργή τους στον εαυτό τους,
ξεριζώνοντας τα μαλλιά τους και παράλληλα καταφεύγουν στους αναθεματισμούς και
τις κατάρες, που ήταν ιδιαίτερα επίφοβες για τους ανθρώπους της εποχής.
Η δύναμη, άλλωστε, της μητρικής κατάρας γίνεται εξαιρετικά αισθητή σ’ αυτό το τραγούδι, μιας και είναι η βασική αιτία που αναταράζει τη
φυσική σειρά των πραγμάτων και σηκώνει το νεκρό Κωσταντή από τον τάφο του.
Ενδιαφέρον, παράλληλα, παρουσιάζει το γεγονός ότι η μητέρα μπροστά στο
θάνατο των παιδιών της, λυγίζει κι αφήνει τα πάντα στο έλεος του χρόνου.
Κλεισμένη στο σπίτι απέχει από κάθε προσπάθεια και φροντίδα, κι αδιαφορεί για
την εικόνα εγκατάλειψης που δείχνει το σπίτι και ο κήπος της. Το μόνο που περιμένει είναι η λύτρωση που θα της φέρει ο θάνατος, μιας κι
έχει χάσει πια κάθε ελπίδα να δει ξανά την αγαπημένη της κόρη.
Το γεγονός ότι η μητέρα θεωρεί βέβαιο πως δεν θα δει ποτέ πια την κόρη
της γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό, όταν η Αρετή την αποκαλεί «μανούλα», «γλυκιά
μου μάνα» κι εκείνη ρωτά ποιος είναι αυτός που με φωνάζει μάνα. Η μητέρα
αδυνατεί να πιστέψει πως μέσα σ’ όλον αυτόν τον πόνο, η ζωή της επέτρεψε να αγκαλιάσει
για μιαν ακόμη φορά την κόρη της, και είναι τέτοια η συγκίνησή της, που
πεθαίνει στην αγκαλιά του παιδιού της.
Τα φύλα στη Λογοτεχνία: Πώς παρουσιάζεται ο άντρας στο τραγούδι «Του
νεκρού αδελφού»
Στο τραγούδι αυτό παρά το γεγονός ότι η οικογένεια έχει εννιά αγόρια,
μόνο ένα από αυτά προβάλλεται, ο Κωσταντής.
Η εστίαση στον Κωσταντή μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την αντίληψη
εκείνης της εποχής πως κάθε φορά μόνο ένας
από τους άντρες μπορεί να έχει τον πρώτο λόγο σε μια οικογένεια ή κοινωνία, γι’
αυτό και μεταξύ των εννιά αδερφών ο Κωσταντής, έχοντας ισχυρότερη θέληση,
ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους. Αν στην οικογένεια του τραγουδιού υπήρχε ο
πατέρας, κανένας από τους γιους δε θα ξεχώριζε, υπό την έννοια πως αρχηγός της
οικογένειας είναι ο πατέρας και όλοι υπακούν στις επιθυμίες του. Η απουσία,
όμως, του πατέρα αφήνει ανοιχτό το πεδίο για την ανάδειξη ενός άλλου ηγετικού
προσώπου, το οποίο τελικά είναι ο Κωσταντής.
Ο ήρωας του τραγουδιού, στη συζήτηση που γίνεται για το γάμο της Αρετής, παρουσιάζεται παρορμητικός, χωρίς ιδιαίτερη διορατικότητα, αλλά με
μεγάλη εμπιστοσύνη στις ικανότητές του. Ο Κωσταντής αναλογιζόμενος
το συμφέρον της οικογένειάς του, δε δίνει
προσοχή στο συναισθηματισμό που
εκφράζουν οι αδερφοί και η μητέρα του. Θεωρεί ως δεδομένο ότι πάντοτε θα είναι
υγιής και δυνατός, γι’ αυτό και δε διστάζει να δώσει βαρύ όρκο στη μητέρα του,
πως ότι κι αν συμβεί εκείνος θα πάει να της φέρει την Αρετή.
Η σκέψη του Κωσταντή περιορίζεται σ’ αυτό που φαίνεται εκείνη τη στιγμή
περισσότερο συμφέρον και δεν
αναλογίζεται τους πιθανούς κινδύνους και τις αλλαγές της τύχης. Με δυναμισμό
και αποφασιστικότητα, δείχνει σε όλους ότι είναι απόλυτα πρόθυμος να φανεί
συνεπής σε ό,τι υπόσχεται κι έτσι ξεπερνάει τις αντιρρήσεις των δικών του για
το γάμο της αδερφής του.
Ο Κωσταντής γνωρίζει ότι οφείλει να δείχνει σεβασμό στη μητέρα του, αλλά
δεν αποδέχεται να ληφθεί μια απόφαση με βάση τους συναισθηματισμούς και τις
ανησυχίες. Κρίνει πως ο γάμος της Αρετής μπορεί να φανεί χρήσιμος στην
οικογένειά του και δεν έχει
κανένα δισταγμό στο να υποστηρίξει σθεναρά την άποψή του.
Πέρα, πάντως, από την εμφανέστατη αποφασιστικότητα του νεαρού Κωσταντή,
μπορούμε να διακρίνουμε κι άλλες αρετές στην προσωπικότητά του, οι οποίες
γίνονται αισθητές όταν παίρνει μαζί του την Αρετή, για να την επιστρέψει στη
μητέρα του. Αντιλαμβανόμενος τους δισταγμούς της αδερφής του και το φόβο που
εύλογα θα αισθανόταν με όσα άκουγε από τα πουλάκια, φροντίζει να την
καθησυχάζει και να διασκεδάζει τις υποψίες της. Ο
Κωσταντής δε θέλει να τρομάξει την Αρετή και κατανοεί πλήρως τον αντίκτυπο που
θα είχαν στην ευαίσθητη ψυχή της οι υποψίες που της
δημιουργούσαν τα πουλιά, αλλά και η ίδια η εμφάνισή του. Γι’ αυτό με κάθε τρόπο
διαψεύδει όσα λένε τα πουλιά και διαβεβαιώνει την αδερφή του πως τίποτε το
περίεργο δε συμβαίνει.
Ξεχωριστή αναφορά, επίσης, θα πρέπει να γίνει για τη σκηνή όπου ο
Κωσταντής εγείρεται από τον τάφο του. Ο νέος εμφανίζεται με τον ίδιο δυναμισμό
που είχε κι όταν ήταν ζωντανός να κάνει το σύννεφο άλογο, το άστρο χαλινάρι και
το φεγγάρι συντροφιά, και χωρίς δεύτερες σκέψεις να πηγαίνει για την Αρετή. Η αποφασιστικότητα που χαρακτήριζε τον ήρωα, όσο ήταν ζωντανός, γίνεται
κι εδώ αντιληπτή, με τον Κωσταντή να βγαίνει από τον τάφο, σαν να ήταν πανέτοιμος για το
ταξίδι αυτό.
Ενώ, λοιπόν, για τις γυναίκες, ο συναισθηματισμός, η νοσταλγία και η
τρυφερότητα αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά, για τους άντρες έχουμε το
δυναμισμό, το θάρρος, την αποφασιστικότητα και, όπως φαίνεται στο συγκεκριμένο
τραγούδι, την αξία που δίνεται στο να τηρεί ένας άντρας το λόγο του.