Μια αξιοπρεπής δουλειά από Λύκειο της Ζακύνθου στο πλαίσιο ερευνητικής εργασίας Ρίξτε το μια ματιά το τμήμα της θεατρολογίας για να δούμε πιο υποψιασμένοι τη σχετική ταινία
Στην περίπτωση του Εμπόρου της Βενετίας μπορούμε με σιγουριά να απαντήσουμε ότι οι χαρακτήρες και η
πλοκή εντάσσονται πλήρως στον αφηγηματικό χώρο της Βενετίας. Η υπόθεση έχει ως εξής. Ο βενετός έμπορος
Αντόνιο θέλει να βοηθήσει τον αγαπημένο του φίλο Μπασάνιο ο οποίος του ζητάει δανεικά προκειμένου να
διεκδικήσει το χέρι μιας πλούσιας κληρονόμου, της Πόρσια. Ο Αντόνιο θα δανειστεί αυτό το ποσό από τον
εβραίο Σάυλοκ, τον οποίο όμως περιφρονεί για τις τοκογλυφικές του υπηρεσίες. Ο Σάυλοκ δέχεται να δανείσει
τον Αντόνιο χωρίς να υπολογίσει τον τόκο από την ημέρα λήψης του δανείου –αφού αυτό προσκρούει στις
χριστιανικές αρχές του τελευταίου– βάζοντας όμως στοίχημα ότι αν δεν επιστρέψει το ποσό σε τρεις μήνες,
θα πληρωθεί με μια λίβρα από τη σάρκα του Αντόνιο. Στη συνέχεια, ο Σάυλοκ θα χάσει την κόρη του Τζέσικα,
την οποία ένας φίλος του Μπασάνιο θα απαγάγει για να την παντρευτεί, ενώ ταυτόχρονα ο Αντόνιο θα χάσει
όλα του καράβια και την περιουσία του και δεν θα είναι σε θέση να αποπληρώσει το δάνειο. Ο Σάυλοκ θα
ζητήσει από το βενετικό δικαστήριο να ξεπληρωθεί το δάνειό του με βάση το αιμοσταγές στοίχημα, και οι
αρχές δεν μπορούν παρά να δεχτούν το αίτημά του. Στο δικαστήριο θα εμφανιστεί η Πόρσια μεταμφιεσμένη
σε δικηγόρο ώστε να υπερασπιστεί κρυφά τον Αντόνιο και θα ζητήσει το έλεος του Σάυλοκ, προτείνοντας να
πληρώσει ο Αντόνιο το διπλάσιο από το ποσό του δανείου. Ο Σάυλοκ δεν θα δεχτεί καμία αποπληρωμή του
χρέους και θα επιμείνει να πληρωθεί με μια λίβρα από τη σάρκα του Αντόνιο. Τότε η Πόρσια θα επικαλεστεί
έναν νόμο που απαγορεύει σε οποιονδήποτε ξένο να χύσει έστω και μια σταγόνα αίματος βενετού πολίτη. Το
δικαστήριο θα αποφανθεί υπέρ του Αντόνιο και θα απαιτήσει τον εκχριστιανισμό του Σάυλοκ και τη δήμευση
της περιουσίας του.
Πρότυπο για την τραγωδία υπήρξε το έργο του Christopher Marlow Ο Εβραίος της Μάλτας, γραμμένο
λίγα χρόνια νωρίτερα (1590), το οποίο αναπαράγει το μεσαιωνικό αντισημιτικό στερεότυπο του μοχθηρού,
κερδοσκόπου, αιμοδιψούς εβραίου που εμφανιζόταν συχνά ως δραματικός χαρακτήρας στη σύγχρονη του
Σαίξπηρ θεατρική σκηνή. Ο χαρακτήρας του Σαίξπηρ απομακρύνεται από αυτόν τον στερεοτυπικό αρνητικό
χαρακτήρα, καθώς ο συγγραφέας προσδίδει τραγικό βάθος και πολλαπλότητα νοημάτων στον ήρωα. Αν και τα
αρνητικά στερεότυπα επιβιώνουν και στον χαρακτήρα του Σάυλοκ, ο οποίος εμφανίζεται σκληρός, μοχθηρός,
αντικοινωνικός και υποκριτής, την ίδια στιγμή ο Σαίξπηρ αιτιολογεί την εκδικητική του συμπεριφορά και αναδεικνύει τους λόγους που θρέφουν το μίσος του ήρωα, περιγράφοντας μια κατάσταση κοινωνικού αποκλεισμού
και θρησκευτικού διαχωρισμού, επιθέσεων, κατηγοριών και διώξεων, αναδεικνύοντας την εύθραυστη ισορροπία των πολυπολιτισμικών σχέσεων στη Βενετία και την καθημερινή συμβίωση στον ίδιο αστικό χώρο και τις
οικονομικές, θρησκευτικές και κοινωνικές συναλλαγές μεταξύ των κατοίκων. Αν και για αιώνες η παρουσία
του Σάυλοκ στη θεατρική σκηνή αναπαρήγαγε ένα αντισημιτικό στερεότυπο, κυρίως μέσω της υποκριτικής,
της χειρονομίας και της ενδυματολογίας, σύγχρονες θεατρικές και κινηματογραφικές προσεγγίσεις επιμένουν
περισσότερο στα σημεία του κειμένου που αιτιολογούν τη συμπεριφορά του και τον παρουσιάζουν σαν έναν
αντιφατικό και τραγικό ήρωα.
Χαρακτηριστικό των σύγχρονων προσεγγίσεων είναι ότι μετατοπίζεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος
η εχθρική αλλά αναγκαία σχέση των κεντρικών χαρακτήρων, του Σάυλοκ και του Αντόνιο, και η ανάδειξη των
κοινών τους χαρακτηριστικών: είναι και οι δύο αφοσιωμένοι στο επάγγελμά τους, μελαγχολικοί, μοναχικοί,
αντικοινωνικοί, περιφρονούν την πολυτέλεια και τις σπατάλες, ενώ και οι δύο βιώνουν το συναίσθημα της
απώλειας, ταυτόχρονα οικονομικής και προσωπικής – ο Σάυλοκ χάνει την κόρη του και την περιουσία του,
ο Αντόνιο χάνει τον Μπασάνιο και τα εμπορικά του πλοία. Η ταύτιση του οικονομικού στοιχείου με το
συναισθηματικό εμφανίζεται ως μοτίβο από την πρώτη σκηνή του έργου, που περιστρέφεται γύρω από την
έννοια του εμπορικού ρίσκου, της απώλειας και του κινδύνου, και έχει ως αποτέλεσμα τα συναισθήματα της
αλλοτρίωσης, του ατομικισμού, της μελαγχολίας και του άγχους που εκφράζουν οι κεντρικοί ήρωες. Ο David
McPherson θεωρεί ότι ο Σαίξπηρ μέσα από αυτό το πλαίσιο αναφέρεται στην παρακμή της βενετικής οικονομίας
και ταυτόχρονα δηλώνει τον σκεπτικισμό του απέναντι στον μύθο της Βενετικής Δημοκρατίας ως αρμονικής
και δίκαιης πολιτείας από την οποία απουσιάζουν οι κοινωνικές εντάσεις (McPherson, 1990: 53 & Holderness,
2010: 59).
Ο Έμπορος της Βενετίας δεν χαρακτηρίζεται ως τραγωδία αλλά ως κωμωδία και η πλοκή του έργου δεν
224
περιορίζεται στην υπόθεση του δανείου: αντιθέτως, μεγάλο μέρος του έργου ασχολείται με την ερωτική σχέση
του Μπασάνιο και της Πόρσια. Η δράση του έργου επίσης μοιράζεται ανάμεσα στη Βενετία και στο Belmont,
τον φανταστικό τόπο όπου ζει η Πόρσια, η πλούσια κληρονόμος την οποία διεκδικούν μνηστήρες από όλο
τον κόσμο και η οποία οφείλει σύμφωνα με τη διαθήκη του πατέρα της να παντρευτεί όποιον κάνει τη σωστή
επιλογή σε ένα αίνιγμα. Παρά τον πλούτο και τη δύναμή της, το μέλλον της Πόρσια επίσης βασίζεται στην
τύχη, και όπως όλοι οι χαρακτήρες του έργου, δεν μπορεί να αποφύγει το ρίσκο και τον κίνδυνο. Ο Σαίξπηρ
παρομοιάζει τους μνηστήρες με προσκυνητές που έρχονται από παντού για να θαυμάσουν τόσο την ομορφιά
της όσο και τον πλούτο της, αναπαριστώντας την σαν μια προσωποποίηση της ίδιας της Βενετίας. Στο τέλος
του έργου, η Πόρσια ως δικηγόρος είναι αυτή που απονέμει τη σκληρή δικαιοσύνη και εξομαλύνει τις εντάσεις,
ενώ με αυτόν τον τρόπο παραπέμπει στην αλληγορική φιγούρα της Βενετίας ως Δικαιοσύνης (Justitia).
Σε ό,τι αφορά την αναπαραγωγή του ιστορικού πλαισίου από τον Σαίξπηρ, ο Benjamin Ravid παρατηρεί ότι,
αν και το έργο σωστά αναφέρεται στον ουσιαστικό και αναγκαίο ρόλο των εβραίων ως δανειστών, οι νόμοι της
Βενετίας τούς απαγόρευαν να προβούν σε δάνεια υψηλών ποσών σαν αυτά που περιγράφονται στο κείμενο.
Άλλη σημαντική παρατήρηση είναι ότι στο έργο δεν υπάρχει καμία αναφορά στο Γκέτο ή σε άλλες μορφές
αστικού διαχωρισμού, παρά το γεγονός ότι η ύπαρξη αυτού του θεσμού ήταν γνωστή και πολυσυζητημένη σε
περιηγητικές αναφορές και ιστορικά εγχειρίδια. Σε αυτή την απουσία αναφοράς πολλοί μελετητές βασίζουν
την υπόθεση ότι ο συγγραφέας δεν είχε επισκεφτεί ποτέ του την πόλη (Mahood 2012: 12 & Holderness 2010:
3). Ωστόσο, στο κείμενο ο Σάυλοκ αναφέρει ότι η κατοικία του είναι προστατευμένη από τους χριστιανούς
που τριγυρίζουν με μάσκες και μπορούν να γίνουν απειλητικοί (Πράξη ΙΙ σκηνή 5). Επίσης δεν γίνεται καμία
αναφορά στην ενδυματολογική διαφοροποίηση και στο ότι σύμφωνα με τον νόμο οι εβραίοι υποχρεούνταν να
έχουν ένα διακριτικό σήμα στην ενδυμασία τους, χρώματος κίτρινου ή κόκκινου: όταν η Πόρσια μπαίνει στο
δικαστήριο ρωτάει: «Ποιος είναι ο εβραίος και ποιος ο έμπορος;» (Πράξη IV σκηνή 1), αφήνοντας να εννοηθεί
ότι δεν υπάρχει κάποιο διακριτικό ενδυματολογικό χαρακτηριστικό. Τέλος, συνεχίζει ο Ravid, σχετικά με το
είδος του στοιχήματος που θέτει ο Σάυλοκ με τον Αντόνιο είναι σαφές ότι πρόκειται για καθαρή μυθοπλασία,
καθώς κανένα δικαστήριο της Βενετίας δεν θα είχε δεχτεί ως λογικό ένα παρόμοιο αίτημα και θα είχε τιμωρήσει
εξίσου τον δανειστή και τον δανειζόμενο (Ravid, 2001: 26).
Από το "Αναπαραστάσεις του Βενετικού παρελθόντος στον κινηματογράφο" της Αννας Πούπου
Από το "Αναπαραστάσεις του Βενετικού παρελθόντος στον κινηματογράφο" της Αννας Πούπου