Να
επισημανθεί ότι η εγκληματική δράση της Φόνισσας αποτελεί μια ακραία μορφή ανθρωποκτονίας
εκ προθέσεως. Μολονότι τα θύματά της είναι ανήλικα κοριτσάκια, η
Φόνισσα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί παιδοκτόνος, αφού, όπως πολλές φορές έχουμε
τονίσει και στην αρθρογραφία, βάσει του Π.Κ. η παιδοκτονία είναι ένα
έγκλημα που διαπράττεται μόνο από τις μητέρες και πιο συγκεκριμένα αφορά τη
μητέρα που με πρόθεση σκότωσε το παιδί της κατά τον τοκετό ή μετά τον τοκετό,
αλλά ενώ εξακολουθούσε ακόμη διατάραξη του οργανισμού της από τον τοκετό.
Επίσης,
κατά τη σκιαγράφηση του ψυχο-εγκληματικού προφίλ της Φόνισσας στη διπλωματική μου
εργασία, καταλήξαμε στον χαρακτηρισμό της ως “ιδεοληπτική εγκληματίας”,
διότι η Φόνισσα σκοτώνει για ιδεοληπτικούς λόγους. Διέπεται από
θρησκευτικές εμμονές, φτάνοντας στο πιο ακραίο σημείο να πιστέψει ότι λειτουργεί
ως το χέρι του Θεού και σκοτώνει τα μικρά κορίτσια για να τα απαλλάξει από τα
βάσανα του φίλου της. Βάσανα που στην κλειστή τοπική κοινότητα και στο πλαίσιο
της παραδοσιακής κοινωνίας έπαιρναν τρομακτικές διαστάσεις. Υπό αυτή την
έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η δολοφονία των ανήλικων κοριτσιών
λειτουργεί σε ένα συμβολικό επίπεδο για την Φόνισσα, ασκώντας ισχυρές
επιδράσεις στη δική της ψυχοσύνθεση, καθώς την “λυτρώνουν” από τα δεινά που
τελικά και η ίδια πέρασε ως γυναίκα -ως κόρη και αργότερα ως σύζυγος και
μητέρα- σε μια συντηρητική και κλειστή κοινωνία.
Απαντά,
συνεπώς, ακραία και βίαια σε μία μεγάλη κοινωνική αδικία και διαπράττει
το πιο ειδεχθές έγκλημα, σε βάρος του εαυτού της πρωτίστως και στη
συνέχεια σε βάρος όλου του γυναικείου φύλου, το οποίο θέλει να “αφανίσει”
για να αναγεννηθεί ίσως από τις στάχτες του. Όπως συμπεραίνουμε, η ανάλυση της
Φόνισσας είναι διεπιστημονική και γεννά φλέγοντα ερωτήματα, σε πολλαπλά
επίπεδα, όπως: εγκληματολογικό, ψυχολογικό, ψυχιατρικό και κοινωνιολογικό.
Σκιαγραφώντας
το προφίλ της Φόνισσας, η κ. Καρβουνιέρη υπογραμμίζει τα εξής: Η Χαδούλα ζει σε
μια εποχή κατά την οποία ισχύει σαφώς ο θεσμός της προίκας (η «Φόνισσα»
δημοσιεύτηκε το 1902). Η προίκα, πέρα από το κοινωνικό βάρος που ‘κουβαλούσε’
ως θεσμός, συνιστούσε και πραγματικό δυσβάσταχτο φορτίο για τις οικογένειες που
είχαν κορίτσια και επιθυμούσαν να τα παντρέψουν. Ειδικά οι οικογένειες που
είχαν πολλά κορίτσια ή μόνο κορίτσια, πλήττονταν σοβαρά τόσο από τις
προϋποθέσεις που όφειλαν να πληρούν αν ήθελαν να παντρέψουν τις κόρες τους, όσο
και από τις συνέπειες του να μην καταφέρουν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις
και να καταντήσουν οι κόρες τους ‘γεροντοκόρες’.
Ζώντας,
λοιπόν, σε αυτήν την εποχή της ‘αγοραπωλησίας’, όπου το να γεννιούνται κορίτσια
σε μια οικογένεια θεωρούταν μεγάλο δυστύχημα και οι οικογένειες αυτών
επωμίζονταν δυσβάσταχτο βάρος, συνθήκη στην οποία πολύ συχνά δεν μπορούσαν να
ανταποκριθούν, η Χαδούλα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα κοριτσιού που έπεσε
θύμα αυτού του θεσμού, τόσο από το δικό της οικογενειακό περιβάλλον όσο και από
την οικογένεια που εκείνη δημιούργησε αργότερα.
Το
οικογενειακό της περιβάλλον έδρασε σύμφωνα με τις επιταγές της εποχής, σύμφωνα
με τις οποίες έπρεπε να την προικίσουν προκειμένου να παντρευθεί. Από τις
αναμνήσεις της ίδιας μαθαίνουμε πως ο πατέρας της ήταν καλός, συνετός και
εργατικός άνθρωπος. Αντίθετα, η μητέρα της ήταν κακιά και φθονερή. Μάλιστα,
ήξερε μάγια τα οποία εφάρμοζε συχνά και ήταν εκείνη που μύησε την Χαδούλα στον
κόσμο των βοτάνων και των ψευτοφαρμάκων με τα οποία η Χαδούλα ενίσχυε το πολύ
μικρό εισόδημα της».
Ειδικότερα,
για τη σχέση της Φόνισσας με τη μητέρα της και το πώς η
νοσηρότητα στη μεταξύ τους σχέση επέδρασε στη διαμόρφωση της προσωπικότητας
αλλά και της ψυχοσύνθεσής της, η κ. Καρβουνιέρη αναφέρει ότι η σχέση τους «ήταν
ιδιαίτερα τοξική και αποκαλύπτει πολλά για τον χαρακτήρα και των δυο. Η μητέρα της
έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση της κοσμοθεωρίας της Φραγκογιαννούς για
τα κορίτσια και το βάρος που επωμίζονται οι γονείς τους, αφού και η ίδια
λάμβανε την ίδια μεταχείριση από τη μητέρα της. Μάλιστα, κατά τη διαδικασία της
συμφωνίας της προίκας αλλά και γενικά η Χαδούλα όχι μόνο δεν έλαβε βοήθεια και
υποστήριξη από τους γονείς της αλλά αντίθετα περιγράφει την όλη διαδικασία ως
‘κουκούλωμα’. Ο τρόπος με τον οποίον την
προίκισαν και την πάντρεψαν είναι δηλωτικός της ανακούφισής τους και της
βιασύνης τους (κυρίως της μητέρας) να την ‘ξεφορτωθούν’. Το πιο θλιβερό
γεγονός ήταν ίσως ότι την προίκισαν με ένα σπίτι ετοιμόρροπο, ένα χωράφι στέρφο
σε βορεινό σημείο και ένα μποστάνι ‘διαφιλονικούμενον’ με το γείτονά της. Αυτό,
σε συνδυασμό με τη σκληρή στάση της μητέρας της να αποτρέπει οποιαδήποτε
προσπάθεια της Χαδούλας να παρακαλέσει για ευνοϊκότερες συνθήκες στο ξεκίνημα
του έγγαμου βίου της αλλά και το κρυφό κομπόδεμα που επί σειρά ετών η μητέρα
της συγκέντρωνε και δε διέθεσε ποτέ ούτε ένα γρόσι (νόμισμα της εποχής) υπέρ
της κόρης της, από κοινού συνομολογούν στο πόσο μόνη, ανυπεράσπιστη και
παραγκωνισμένη ένιωθε η «Φόνισσα» από την ίδια της την οικογένεια».
Όσον αφορά
τη μετέπειτα ζωή της Φόνισσας, ως παντρεμένης γυναίκας, η κ. Καρβουνιέρη αναλύει
τις νέες αντίξοες συνθήκες, με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπη, που καταδεικνύουν
τον διαρκή και σκληρό αγώνα που οφείλει να δίνει κάθε γυναίκα, μέσα από τους
πολλαπλούς της ρόλους, ως κόρη, ως σύζυγος και ως μητέρα: «Ως
έγγαμη νέα η Φραγκογιαννού ανέλαβε ευθύνες και υποχρεώσεις εξολοκλήρου μόνη
της. Η δράση της αυτή προέκυψε από την αδυναμία του συζύγου της να αναλάβει τα
καθήκοντά του στον τομέα αυτόν αφενός και αφετέρου από το θάνατό του, που
επήλθε σχετικά νωρίς. Η Γιαννού λοιπόν αναγκάστηκε να δράσει τόσο ως πατέρας
όσο και ως μητέρα που επιθυμεί να παντρολογήσει τα τέκνα της. Ως άντρας έπρεπε
να δώσει σπίτι, αμπέλι, αγρό, ελαιώνα, να δανεισθεί μετρητά, να απευθυνθεί στον
συμβολαιογράφο και να βάλει υποθήκη. Σαν γυναίκα όφειλε να κατασκευάσει ή να
προμηθευθεί προίκα, όπως σεντόνια, κεντητά χιτώνια και μεταξωτά. Τέλος, ως
προξενήτρα έπρεπε να βρει γαμπρό, «να τον ‘κυνηγήσει’, να τον ‘αλιεύσει’ να τον
‘ζωγρήση’», ευελπιστώντας ότι η επιλογή που θα γίνει θα είναι τουλάχιστον
ανεκτή.
Στην
προκειμένη περίπτωση η Χαδούλα με πολύ μεγάλη επιμονή, υπομονή και
διαπραγμάτευση κατάφερε να εξασφαλίσει γαμπρό για την Δελχαρώ, ο οποίος
απεδείχθη και πολύ ιδιότροπος σε ό,τι ζητούσε, αλλάζοντας και πολύ συχνά τον
λόγο του. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της ενθύμησής της η Φραγκογιαννού βίωσε
όλα τα άσχημα συναισθήματα της ματαίωσης και της πικρίας που χαρακτήριζαν το
παρελθόν της και της επιφύλασσε το μέλλον της, με τη γέννηση και της δεύτερης
εγγονής της. Μάλιστα, η σκέψη των βασάνων που προβλέπεται να περάσει η Δελχαρώ
προκειμένου να παντρέψει τα δικά της κορίτσια και τη δική της ανημποριά να μπει
ξανά σε αυτήν την διαδικασία για να παντρέψει και το Κρινιώ, την οδηγούν στην
ταχύτερη μορφοποίηση του σχεδίου της να γλυτώσει τις οικογένειες από το βάρος
των κοριτσιών τους».
Σχετικά με
το πέρασμα στην πράξη, η κ. Καρβουνιέρη τονίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Το πέρασμα
στην πράξη για την πρωταγωνίστρια του διηγήματος δεν ήταν εύκολο αλλά ούτε και
ξαφνικό. Η χρόνια συσσώρευση συναισθημάτων θλίψης, θυμού, δυστυχίας από τη μια
και η συναισθηματική, πνευματική και σωματική κούραση από μια ζωή που
ουσιαστικά δε ζει για την ίδια αλλά για να υπηρετεί τους άλλους,
επικεντρώνονται στη ρίζα του κακού που για εκείνη είναι το να γεννιέσαι κορίτσι
σε φτωχή οικογένεια. Η εμμονή της αυτή με τις δυσκολίες που πράγματι
αντιμετωπίζουν οι φτωχές οικογένειες στην προσπάθεια τους να αποκαταστήσουν τα
κορίτσια τους σε συνδυασμό με τις δικές της αναμνήσεις την οδηγούν στην απόφαση
πως πράττει καλό με το να σώσει τις οικογένειες αυτές από το βάρος και την
ευθύνη των κοριτσιών τους. Πράγματι, ενώ στην αρχή παραδεχόταν και η ίδια πως
αυτά είναι μόνο σκέψεις και πως δε θα μπορούσε να πράξει κάτι τέτοιο, όσο
περισσότερο στο μυαλό της «στροβιλίζονταν» αυτές οι σκέψεις, τόσο περισσότερο
«ψήλωνε ο νους της».
Στο
σκεπτικό της αυτό συνέβαλαν βέβαια και οι τεχνικές εξουδετέρωσης που
χρησιμοποιούσε για να προβεί ευκολότερα στο έγκλημα και να δικαιολογήσει τις
πράξεις της στον εαυτό της. Πιο συγκεκριμένα, αρχίζει να εμπλέκει πολύ το
θρησκευτικό στοιχείο στις αποφάσεις της, κάτι που έκανε και προτού προβεί στη
δολοφονία της εγγονής της. Με αφορμή την εξιστόρηση του γεγονότος της κηδείας
του κοριτσιού που προαναφέραμε, η Γιαννού οδηγείται σε μια σειρά από
κλιμακούμενες εξηγήσεις του γιατί αυτό που σκέφτεται είναι το μόνο λογικό
επακόλουθο και λόγω χριστιανικής πίστης. Δηλαδή, αναλογιζόμενη πως υπάρχει
λόγος που οι Άγγελοι επιλέγουν να πάρουν μαζί τους από πολύ μικρή ηλικία κάποια
κορίτσια, οδηγείται στο συμπέρασμα πως είναι θείο έργο ο θάνατος των κοριτσιών,
προκειμένου να γλυτώσουν οι γονείς τους από τα βάσανα του μεγαλώματος τους και
όσων προκύπτουν από αυτό. Έτσι, σαν «καλή χριστιανή» από τη μια οφείλει να
υπακούσει στο θείο έργο που συντελείται και από την άλλη να βοηθήσει τους
συνανθρώπους της που υποφέρουν μεγαλώνοντας τόσα κορίτσια. Με τον τρόπο αυτό,
ησυχάζει προσωρινά τη συνείδησή της, δικαιολογώντας στον εαυτό της τις σκέψεις
αλλά και τις επικείμενες πράξεις της, προκειμένου και να μπορέσει να τις φέρει
εις πέρας».
Όσον αφορά
την πορεία προς το τέλος, η κ. Καρβουνιέρη επισημαίνει ότι παρατηρούμε μια
κλιμάκωση στην εγκληματική δραστηριότητα της Φραγκογιαννούς, τόσο από πλευράς
θυμάτων (δύο κορίτσια), γεγονός που αυξάνει από μόνο του το ρίσκο να
αποκαλυφθεί, αλλά και από πλευράς της ψυχικής της μεταστροφής. Με το θεόσταλτο
σημάδι που θεωρεί πως ήταν η παρουσία αυτών των δυο κοριτσιών στη στέρνα,
συνεχίζει με περισσότερο σθένος να εκτελεί, όπως η ίδια νομίζει, το θεϊκό
σχέδιο.
Ιδιαίτερη
αναφορά γίνεται από την κ. Καρβουνιέρη και στο έθιμο
της αποφυγής του κακού, τονίζοντας ότι πρόκειται για άλλη μια «παράδοση» της εποχής,
άκρως στερεοτυπική και κατ’ επέκταση δηλωτική του πλαισίου μέσα στο οποίο
μεγάλωναν και ανατρέφονταν τα κορίτσια.
Κατά τη
διάρκεια της παραμονής της Φραγκογιαννούς στο σπίτι της Μαρούσας, μαθαίνουμε
την ιστορία της Μαρούσας για την ανεπιθύμητη, εκτός γάμου εγκυμοσύνη της, καθώς
και το πώς η Φραγκογιαννού ήταν η μόνη που τη βοήθησε, ενώ είχαν προσφερθεί
νωρίτερα και άλλες κακεντρεχείς και φθονερές γειτόνισσες της, που τελικά την
εξαπάτησαν. Σαν αφορμή για τη «παρέκκλιση» αυτή από την κανονική πορεία της
ανάλυσης στέκεται το όνομα μιας εκ των γειτονισσών της Μαρούσας, η Σταμάτω.
Γνωρίζοντας ήδη πως ο επαχθής θεσμός της προίκας έπληττε πάρα πολλές
οικογένειες την εποχή εκείνη, και ειδικά τις φτωχές οικογένειες, πολλοί γονείς
έβλεπαν τις κόρες τους σαν δυσβάσταχτο φορτίο, το οποίο εύχονταν με
ανυπομονησία να ξεφορτωθούν. Εκτός αυτού, συχνά οι γονείς επιθυμούσαν αρσενικό
απόγονο, προκειμένου να κρατηθεί ζωντανό το επώνυμο.
Στο
πλαίσιο αυτό, υπήρχε έθιμο, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, προκειμένου να
αποφύγουν τη συνεχή γέννηση κοριτσιών, να χρησιμοποιούν συγκεκριμένα ευχετικά
ονόματα, τα οποία πίστευαν ότι έχουν τη δύναμη της αποφυγής του κακού. (« Η
Κοινωνική θέσις της Ελληνίδος κατά τινά έθιμα του λαού»/ «Επετηρίς του Κέντρου
Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας», Ακαδημία Αθηνών, τόμος ΚΒ’, έτη 1969-1973,
Αθήνα 1973). Για παράδειγμα, στην Ήπειρο, για να σταματήσει η γέννηση κι άλλων
κοριτσιών χρησιμοποιούνταν πολύ συχνά το όνομα Σταμάτω, Σταμάτα, Στασινή.
Αντίστοιχα, στην Ήπειρο πάλι χρησιμοποιούνταν πολύ συχνά το όνομα Διώχνω, που
προέρχεται ετυμολογικά από το ρήμα «διώχνω», ευχόμενοι με αυτόν τον τρόπο οι
γονείς να ακολουθήσει η γέννηση αγοριού. Επιπρόσθετα, στη Φθιώτιδα, δινόταν
συχνά το όνομα Αγόρω ή Αγορίτσα στο κορίτσι, για να γεννηθεί το μετέπειτα παιδί
αγόρι. Τέλος, στην Κυνουρία συνηθίζονταν τα ονόματα Σταμάτα, Σταματίνα,
Σταματού και στον Πόντο τα κορίτσια ονομάζονταν Κανή, όνομα προερχόμενο από το
κανεί (φτάνει, αρκεί), ώστε να σταματήσει επιτέλους η γέννηση θηλέων. Όλα αυτά
τα έθιμα αποδεικνύουν για ακόμα μια φορά πόσο δύσκολη και άδικη ζωή
αναγκάζονταν να υποστούν τα κορίτσια, ήδη από τη γέννησή τους.
Ως προς
το τέλος της Φόνισσας, η κ. Καρβουνιέρη γράφει μεταξύ άλλων ότι η «Φόνισσα» βρίσκει
τραγικό τέλος, «ενδεχομένως ένα τέλος ‘ιδανικό’ με βάση τα εγκλήματα που
διέπραξε, ένα τέλος ποιητικό. Άλλωστε, ο Παπαδιαμάντης, βαθιά θρησκευόμενος, με
τη λατρεία προς τον Θεό να διαπνέει πέρα από τον ίδιο το βίο του και τα
συγγράμματά του, δεν θα μπορούσε να μην παραθέσει τη σύνδεση μεταξύ της θείας
με την ανθρώπινη δικαιοσύνη.
Η
Φραγκογιαννού πνίγεται, καταλήγοντας έτσι να λάβει την τιμωρία που πραγματικά
της αναλογούσε. Από τη μια την κυνηγούσαν να τη συλλάβουν και προσπαθούσε να
ξεφύγει, από την άλλη προσπαθούσε να φτάσει στο ναΐσκο για να εξομολογηθεί τις
αμαρτίες της και να προσπαθήσει να εξιλεωθεί. Εκεί, ανάμεσα στα ελάχιστα βήματα
που της απέμεναν για να περάσει στην ακτή η παλίρροια την κατάπιε, με τρόπο
άγριο και αχόρταγο, σαν η ίδια η φύση να την τιμωρούσε για τα εγκλήματά της. Αν
τη συλλάμβαναν, ούτε η ίδια θα ένιωθε ότι η τιμωρία που της επέβαλαν είναι η
«σωστή» για όσα διέπραξε. Παρόλο που η θρησκευτική της πίστη δοκιμάστηκε
αρκετές φορές με εκείνη να τη διαπλάθει και να την ερμηνεύει με τρόπο που
δικαιολογούσε τα εγκλήματά της και εξουδετέρωνε τις τύψεις της, παρέμενε βαθιά
θρησκευόμενη και αυτό σήμαινε πως βαθιά μέσα της γνώριζε πως δε θα μπορούσε
ποτέ να εξιλεωθεί στα «μάτια του Θεού». Από την άλλη δεν θα μπορούσε μόνη της
να βάλει τέλος στη ζωή της, συμπέρασμα που εξάγεται από τη μέχρι τέλους
προσπάθεια της να ξεφύγει τη σύλληψη. Το γεγονός ότι προσπαθούσε μέχρι το τέλος
να ξεφύγει από τις αρχές μας δείχνει πως αν δεν είχε ανακαλυφθεί η εγκληματική
της δράση είναι πολύ πιθανό να συνέχιζε τις δολοφονίες, στοιχείο που μας οδηγεί
ξανά στο να πιστέψουμε πως το τέλος της ήταν ολότελα μοιραίο».
Εκπονήθηκε από την κ. Καρβουνιέρη – Γαλιάτσου Μυρσίνη – Ραφαέλα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου