Αν και γραμμένοι έναν αιώνα πριν, αποδεικνύουν πως η ιδιοσυγκρασία του Έλληνα δύσκολα αλλάζει. Απολαύστε τους!
Ποιος είδε κράτος λιγοστό
σ’ όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά ’χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
Νά ’χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Όλα σ’ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες1 εγινήκαν
δεν ξέρομε τι λέγεται ντροπή.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος2 και αλεπού.
Θέλει ακόμα –κι αυτό είναι ωραίο–
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυο φορώντας τα πόδια πού ’χει
στό ’να λουστρίνι, στ’ άλλο τσαρούχι.
Σουλούπι, μπόι, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης3, λίγο μουρντάρης4.
Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.5
Δυστυχία σου, Ελλάς,
με τα τέκνα που γεννάς!
Ω Ελλάς, ηρώων χώρα,
τι γαϊδάρους βγάζεις τώρα;
1μουτσούνες: μάσκες· 2μπούφος: εδώ
μεταφ. αδαής, ανόητος· 3μαγκούφης:
μοναχός και κακομοίρης· 4μουρντάρης:
αυτός που βάζει τα χέρια του σε ξένα
πράγματα, (συνήθως) ο γυναικάς·
5δερβέναγάς: ενν. τύραννος, καταπιεστικός