ΠΛΑΤΩΝΟΣ «ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ»--ΕΝΟΤΗΤΑ 5η
η πολιτική αρετή ως κοινή και
φυσική ιδιότητα όλων των ανθρώπων
1.Η αποδεικτέα θέση: «Ἵνα δὲ μὴ οἴῃ ἀπατᾶσθαι ὡς τῷ ὄντι ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι
πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς, τόδε αὖ λαβὲ
τεκμήριον.»
Προκειμένου ο Πρωταγόρας να στηρίξει την άποψή του ότι
όλοι έχουν μερίδιο στην πολιτική αρετή χρησιμοποίησε ένα μύθο (εν 2-3), μια
λογική διερεύνηση των δεδομένων του (εν 4) και τώρα ένα «τεκμήριο» , ένα λογικό
δηλαδή επιχείρημα που στηρίζεται σε εμπειρικά δεδομένα.
«ἐν γὰρ ταῖς ἄλλαις
ἀρεταῖς,… ἢ μαίνεσθαι τὸν μὴ προσποιούμενον [δικαιοσύνην]»
Αποδεικτέα θέση: όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν πως καθένας συμμετέχει στην πολιτική αρετή.
Παραδείγματα:
Αποδεικτέα θέση: όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν πως καθένας συμμετέχει στην πολιτική αρετή.
Παραδείγματα:
α) Στις
τέχνες: έστω ότι κάποιος δεν είναι καλός αυλητής.
Θεωρείται μυαλωμένος, αν πει την αλήθεια, αλλιώς θεωρείται τρελός.
Θεωρείται μυαλωμένος, αν πει την αλήθεια, αλλιώς θεωρείται τρελός.
Δηλαδή:
Οι Αθηναίοι χλευάζουν και αντιμετωπίζουν με οργή όποιον ισχυρίζεται ότι είναι
κάτοχος κάποιας τέχνης, ενώ δεν είναι.
β) Στην αρετή-δικαιοσύνη: έστω ότι κάποιος δεν είναι δίκαιος.
Θεωρείται μυαλωμένος, αν προσποιηθεί ότι είναι δίκαιος, ακόμα κι αν δεν είναι, αλλιώς θεωρείται τρελός.
β) Στην αρετή-δικαιοσύνη: έστω ότι κάποιος δεν είναι δίκαιος.
Θεωρείται μυαλωμένος, αν προσποιηθεί ότι είναι δίκαιος, ακόμα κι αν δεν είναι, αλλιώς θεωρείται τρελός.
Δηλαδή:
Η πεποίθηση ότι ο καθένας έχει μέσα του ένα μερίδιο των ηθικών αρετών απαιτεί
την (ειλικρινή ή μη) ομολογία του ως κοινωνού αυτής της αρετής.
-
ακόμα
κι ένας άδικος είναι σε θέση να διακρίνει τη δίκαιη από την άδικη πράξη. Αυτό
σημαίνει ότι έχει μέσα του κάποια στοιχεία δικαιοσύνης, που όμως δεν έχουν
καλλιεργηθεί επαρκώς, ώστε να τον αποτρέψουν από τη διάπραξη της αδικίας. Άρα,
δεν θα πει αλήθεια, αν ισχυριστεί ότι είναι άδικος.
-
το
να ομολογεί κάποιος δημόσια την αλήθεια, ότι δηλαδή είναι άδικος, θεωρείται παραφροσύνη, διότι θα υποστεί ποινές και θα
αποβληθεί από το σώμα της κοινωνίας. Ο Πρωταγόρας φαίνεται να διεισδύει στη
νοοτροπία των ανθρώπων και να παρατηρεί ότι δεν τους ενδιαφέρει το τι πρέπει ή
είναι σωστό να κάνουν αλλά το τι τους συμφέρει να κάνουν. Επίσης, δεν τους
ενδιαφέρει η πραγματική τους εικόνα (το εἶναι), όσο η εικόνα που θα δείξουν στους άλλους για τον εαυτό τους (το φαίνεσθαι).
Η ερμηνεία της απόκρυψης της αδικίας και της προσποίησης δικαιοσύνης, ως
προσπάθειας να μην απομακρύνονται οι άνθρωποι από αυτή, θεωρείται μάλλον
εξιδανικευμένη.
«καὶ φασιν πάντας δεῖν φάναι εἶναι δικαίους»
«ὡς ἀναγκαῖον οὐδένα ὅντιν’ οὐχί ἁμῶς γέ πως μετέχειν αὐτῆς»
Συμπέρασμα: όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν πως καθένας συμμετέχει στην πολιτική αρετή.
Η ποινή που προτείνεται για όποιο ειλικρινά ή προσποιητά
δε συμμετέχει στη δικαιοσύνη είναι να μη συγκαταλέγεται μεταξύ των ανθρώπων,
δηλαδή να εξορίζεται και να του στερούνται τα πολιτικά του δικαιώματα
2. Η κατακλείδα:«Ὅτι
μὲν οὖν πάντ’ ἄνδρα εἰκότως ἀποδέχονται περὶ ταύτης τῆς ἀρετῆς σύμβουλον διὰ τὸ
ἡγεῖσθαι παντὶ μετεῖναι αὐτῆς, ταῦτα λέγω˙»
Ο Πρωταγόρας από τη
μια επιβεβαίωσε την άποψη του Σωκράτη ότι οι Αθηναίοι δικαιολογημένα δέχονται
οποιονδήποτε για σύμβουλο σε θέματα πολιτικής αρετής και από την άλλη
αιτιολόγησε την άποψη αυτή λέγοντας ότι αυτό γίνεται, επειδή πιστεύουν ότι όλοι
έχουν μερίδιο στην πολιτική αρετή.
Το επιχείρημα του
Πρωταγόρα παρουσιάζει ορισμένα τρωτά σημεία:
α) η αποδεικτέα θέση έχει αποφαντική διατύπωση («ἡγοῦνται … μετέχειν»), ενώ στις δύο
αιτιολογήσεις υπάρχει δεοντολογική διατύπωση («δεῖν φάναι - ἀναγκαῖον μετέχειν»), η οποία όμως δεν έχει αποδεικτική ισχύ. Δεν ευσταθεί ο
συλλογισμός ότι «όλοι έχουν την πολιτική αρετή, επειδή όλοι πρέπει να
λένε ότι είναι δίκαιοι και επειδή είναι αναγκαίο να έχουν όλοι μερίδιο
σ’ αυτή». Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι τι πραγματικά συμβαίνει και όχι τι πρέπει
να συμβαίνει. β) «ἐάντε ὦσιν ἐάντε μή»: η φράση έρχεται σε αντίφαση με
την καθολικότητα της αρετής, που υποστηρίχτηκε στην αποδεικτέα θέση, καθώς εδώ
δηλώνεται ότι υπάρχουν και άδικοι άνθρωποι.
Β. Η πολιτική αρετή διδάσκεται (επιχείρημα 1ο)
Η αποδεικτέα θέση: «ὅτι δὲ αὐτὴν οὐ φύσει ἡγοῦνται
εἶναι οὐδ’ ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου, ἀλλὰ διδακτόν τε καὶ ἐξ ἐπιμελείας παραγίγνεσθαι ᾧ
ἂν παραγίγνηται»
Η αρετή δεν προέρχεται από τη φύση ή την τύχη, χωρίς την προσπάθεια του ανθρώπου, αλλά ότι είναι αποτέλεσμα διδασκαλίας, φροντίδας και άσκησης.
Η αρετή δεν προέρχεται από τη φύση ή την τύχη, χωρίς την προσπάθεια του ανθρώπου, αλλά ότι είναι αποτέλεσμα διδασκαλίας, φροντίδας και άσκησης.
Στον
άνθρωπο υπάρχουν δυο ειδών χαρακτηριστικά:
1.τα φυσικά 2. τα επίκτητα
-για
τα φυσικά ελαττώματα ή αναπηρίες δεν υπάρχουν τιμωρίες γιατί δεν ευθύνονται οι ίδιοι οι
άνθρωποι που τα έχουν και δεν είναι σε
θέση να τα βελτιώσουν (οὐδεὶς θυμοῦται οὐδὲ νουθετεῖ οὐδὲ διδάσκει οὐδὲ κολάζει τοὺς ταῦτα ἔχοντας). Έτσι ο
κοινωνικός περίγυρος τους αντιμετωπίζει με συμπάθεια, κατανόηση και
ανεκτικότητα (ἀλλ’ ἐλεοῦσιν).
Επιπλέον, μέσα από την ανάπτυξη των παραπάνω θέσεων
αποκαλύπτεται η ανθρωπιστική στάση του Πρωταγόρα, η οποία κρίνεται ιδιαίτερα
πρωτοποριακή για την εποχή της. Άνθρωποι που έχουν αδικηθεί από τη φύση αξίζουν
την κατανόηση, τη συμπαράσταση και τη συμπάθεια των άλλων ανθρώπων.
-για τα επίκτητα όμως χαρακτηριστικά, που σχετίζονται με το χαρακτήρα του ανθρώπου, αυτά επιδέχονται βελτίωση που επιτυγχάνεται «ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς». Όποιος πάλι δεν προσπαθεί να διορθώσει τέτοιες αδυναμίες «ἐπὶ τούτοις που οἵ τε θυμοὶ γίγνονται καὶ αἱ κολάσεις καὶ αἱ νουθετήσεις».
Οι παράγοντες που θα συντελέσουν στην κατάκτηση της
πολιτικής αρετής είναι η φροντίδα, η άσκηση και η διδασκαλία, που αποτελούν τις
τρεις μορφές αγωγής. Ως βοηθητικά στοιχεία αναφέρονται επιπλέον η νουθεσία και
η τιμωρία. Πιο συγκεκριμένα:
α) η φροντίδα (ἐπιμέλεια) είναι η επιλογή των
γνώσεων που θα προσφερθούν
β) η άσκηση (ἄσκησις) είναι η εξασφάλιση πραγματικών συνθηκών αγωγής μέσα στα πλαίσια της κοινωνίας
γ) η
διδασκαλία (διδαχή) είναι η θεωρητική κατάρτιση. β) η άσκηση (ἄσκησις) είναι η εξασφάλιση πραγματικών συνθηκών αγωγής μέσα στα πλαίσια της κοινωνίας
Η κατακλείδα: «Ὧν ἐστιν ἓν καὶ ἡ ἀδικία καὶ ἡ ἀσέβεια καὶ συλλήβδην πᾶν τὸ ἐναντίον τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς»
Η πολιτική αρετή παρουσιάζεται
ως έννοια πολύπτυχη και πολυδιάστατη, αφού η αδικία και η ασέβεια δεν είναι το
αντίθετο της πολιτικής αρετής αλλά ένα μέρος της.Αφού λοιπόν η αδικία και η
ασέβεια δεν είναι φυσικά ελαττώματα αλλά επίκτητα χαρακτηριστικά, επισύρουν
οργή και νουθεσία, γιατί ο άνθρωπος αδιαφόρησε να απαλλαγεί από αυτά και να
κατακτήσει σταδιακά με τη διδαχή τη δικαιοσύνη και την ευσέβεια, που είναι μέρη
της πολιτικής αρετής. Άρα η πολιτική αρετή διδάσκεται.
Το
συμπέρασμα προκύπτει έμμεσα κι αφορά ένα
μέρος της πολιτικής αρετής.
Η απόδειξη του Πρωταγόρα δε θεωρείται ιδιαίτερα πειστική, διότι:
α) η βασική φράση που χρησιμοποιεί για την απόδειξη της αρετής («ὅσα δὲ ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς οἴονται γίγνεσθαι ἀγαθὰ ἀνθρώποις») αποτελεί την ίδια την αποδεικτέα θέση. Πρόκειται για ένα είδος σοφίσματος που ονομάζεται «λῆψις τοῦ ζητουμένου».
β) «ᾧ ἂν παραγίγνηται» / «ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ»: οι δύο φράσεις έρχονται σε αντίφαση
-με τη
θεωρία ότι η αρετή διδάσκεται, αφού αφήνεται να εννοηθεί ότι κάποιοι δεν
μπορούν να την αποκτήσουν με τη διδασκαλία
-με τη θεωρία για
την καθολικότητα της αρετής, αφού δέχεται ότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν
την κατέχουν.
Για να διαφυλάξουμε, όμως, το κύρος του Πρωταγόρα, οφείλουμε να πούμε τα εξής:
η έλλειψη πειστικότητας των επιχειρημάτων του Πρωταγόρα οφείλεται κυρίως στην
ασάφεια της διατύπωσής του. Πιο συγκεκριμένα, όταν ο Πρωταγόρας ισχυρίζεται ότι
όλοι οι άνθρωποι κατέχουν την πολιτική αρετή («ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς») εννοεί ότι όλοι έχουν μέσα τους στοιχεία πολιτικής αρετής ως
προδιάθεση και καταβολές. Πρέπει, όμως, να μεσολαβήσει η διδασκαλία για να
φτάσουν στην πλήρη κατάκτησή της. Όταν, πάλι, ισχυρίζεται ότι υπάρχουν και
κάποιοι που δεν την έχουν, εννοεί αυτούς που δεν την έχουν αναπτύξει πλήρως,
που έχουν αδιαφορήσει να την κατακτήσουν μέσω της διδασκαλίας κι επομένως,
έχουν μείνει στο στάδιο της προδιάθεσης, των καταβολών («ἐάντε ὦσιν ἐάντε μή / ᾧ ἂν παραγίγνηται» / «ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ»).
Η αιδώς και η δίκη είναι δυο
βασικές πολιτικές αρετές, που όμως δεν ισοδυναμούν με την πολιτική τέχνη. Πρόκειται
για ένα είδος «σπερματικής» πολιτικής τέχνης, για μια πολιτική τέχνη σε
«δυνάμει» κατάσταση, που για να ξεδιπλωθεί και να εμφανιστεί σε κατάσταση
«ενεργεία» προϋποθέτει μακρόχρονη καλλιέργεια συνοδευόμενη από μόχθο, φροντίδα
και μάθηση.
Η πολιτική είναι μια ανοιχτή
δυνατότητα για τον άνθρωπο, η οποία μπορεί να γίνει πραγματικότητα μόνο εφόσον
ο τελευταίος αξιοποιήσει τη νοητική ικανότητα, καθώς και τη σωφροσύνη και τη
δικαιοσύνη που τον κοσμούν. Ούτε είναι,
λοιπόν, ούτε δεν είναι ο άνθρωπος κάτοχος της πολιτικής. Γίνεται κάτοχός της,
όταν επωφεληθεί από τις προϋποθέσεις που του έχουν δοθεί.(Κατσιμάνης)
Για τα
ερμηνευτικά σχόλια πολύτιμα ήταν τα βοηθήματα:
1.ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΣ «ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ»
εκδόσεις Gutenberg2.Κ.Ν.ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ «ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ» εκδόσεις Πατάκη
3.ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΑΤΣΙΜΑΝΗΣ «ΠΛΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ» εκδόσεις Gutenberg
4.ΤΟ ΨΗΦΙΑΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΒΟΗΘΗΜΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ