Η ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ:
Η ΣΧΕΣΗ ΗΘΙΚΗΣ ΑΡΕΤΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ
(Ηθικά Νικομάχεια, Βιβλίο Β')
Ηλιας
ΒΑβουρας
Υπ. Διδάκτωρ Φιλοσοφίας του
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Δημητρης
Κυριτςης
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας
του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
«Καί μεγίστη γέ,
ἦν δ’ ἐγώ, πεῖρα διαλεκτικῆς φύσεως καί μή· ὁ μέν γάρ συνοπτικός διαλεκτικός, ὁ
δέ μή οὔ»
(Πλάτωνος Πολιτεία.
537c-d).
«Και ασφαλώς, είπα εγώ. αυτή η μάθηση αποτελεί και το πιο
σημαντικό κριτήριο για το ποια φύση είναι διαλεκτική και ποια δεν είναι· αυτός
δηλαδή που είναι σε θέση να τα διακρίνει όλα με μιας είναι και γνώστης της
διαλεκτικής τέχνης, όποιος δεν είναι όχι».
Εισαγωγή
Ο Πλάτων τοποθετεί τη διαλεκτική τέχνη στην ύψιστη βαθμίδα της
γνώσης και την αξιολογεί ως κορωνίδα των επιστημών, το πολυτιμότερο δώρο της
«Μούσας» στη φιλοσοφική ανθρώπινη φύση. χαρακτηρίζοντας τον κάτοχο της
διαλεκτικής τέχνης ως εκλεκτό φίλο και συγγενή της αλήθειας, ικανότατη διάνοια
προικισμένη με μεγαλοπρέπεια και με τη δυνατότητα να εποπτεύει όλο το φάσμα του
χρόνου και της ουσίας των νοητών (όντως) όντων. Έτσι, η διαλεκτική αποτελεί το
μέγιστο μάθημα για την ανέλιξη στην ηγεμονεύουσα τάξη των φιλοσοφούντων νοών και
η γνώση της προϋποθέτει μια μακρά και επίπονη εκπαιδευτική διαδικασία-αξιολόγηση
σε αυστηρά επιλεγμένα μαθήματα, υπό τις επιταγές που διαβιβάζουν οι νόμοι της
ανθρώπινης φύσης (τάξις και κόσμος): Το πλατωνικό εκπαιδευτικό σύστημα
συνίσταται σε ένα εγχείρημα εξέλιξης της ανθρώπινης φύσης μέσω επιστημονικά
θεμελιωμένης αγωγής που θέτει ως τελεολογικό της στόχο την τελείωση του λόγου,
της διάνοιας. Η εξέλιξη των δυνατοτήτων του ανθρώπινου λόγου κορυφώνεται με τη
διαλεκτική, κύριο γνώρισμα της οποίας, στην πλατωνική της διάσταση, είναι η
συνοπτικότητα: αυτός δηλαδή που είναι σε θέση να τα διακρίνει όλα με μιας είναι
και γνώστης της διαλεκτικής τέχνης (συνοπτικός = διαλεκτικός) (Πλάτωνος,
Πολιτεία. 537cd).
Ο Αριστοτέλης, από τη φοίτησή του κιόλας στην πλατωνική
Ακαδημία, διακρινόταν για την οξύνοια αλλά και την ικανότητά του να διατρέχει
στοχαστικά τα παλαιότερα φιλοσοφικά δόγματα και να τα τακτοποιεί συστηματικά
ανάλογα με την ποιότητα και τις θέσεις τους, λειτουργία που παραπέμπει στον
γνωστό από την ιστορία της φιλοσοφίας αναξαγόρειο Νου («πάντα χρήματα ἦν ὁμοῦ εἶτα νοῦς ἐλθών
αὐτά διεκόσμησεν»). Αν και νεανίας ακόμη, κατείχε τη θαυμαστή
ιδιότητα της ενόρασης των φιλοσοφικών γραφών και εξαγωγής συμπερασματικών περί
αυτών θέσεων με θεωρητική ενάργεια. Διακρινόταν από «συνοπτική» δεινότητα και
επιφύλασσε για τον εαυτό του τον, κατά τον πλατωνικό ορισμό, τίτλο του κατόχου
της διαλεκτικής τέχνης. Παράλληλα εγκαινίασε έναν νέο τύπο διαλεκτικής μεθόδου,
που έχει σφραγίσει την ερευνητική διαδικασία μέχρι σήμερα, τη διαλεκτική με τα
κείμενα του παρελθόντος και τις θεωρίες που αυτά εμπερικλείουν. Διαλογίζεται
δηλαδή διαλεκτικά, έχοντας ως αφετηρία όχι τις αρχές εκείνες που είναι
αποδεδειγμένα αληθείς, αλλά τις απόψεις είτε των «πολλών» είτε των «σοφών» και.
ειδικότερα, τις απόψεις της πλατωνικής σχολής.
Το δεύτερο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων του Αριστοτέλη είναι
αφιερωμένο στην ηθική αρετή. Έχει προηγηθεί η συμπερασματική κατάληξη του
πρώτου βιβλίου που συνοψίζεται στην πρόταση «ο άνθρωπος μόνο με την αρετή μπορεί
να κερδίσει την ευδαιμονία του». Έπεται ο ορισμός της αρετής στο δεύτερο βιβλίο
(Β6, 14-16, 1107a) που εμφιλοχωρεί και διαθλάται σε κάθε
ηθικοπολιτική πρόταση του αριστοτελικού φιλοσοφείν: «ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετή ἕξις προαιρετική, ἐν
μεσότητι οὖσα τῇ πρός ἡμᾶς, ὡρισμένη λόγῳ καί ᾦ ἄν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν. μεσότης
δέ δύο κακιῶν, τῆς μέν καθ ὑπερβολήν της δέ κατ’ ἔλλειψιν»· [«η
αρετή είναι (έξη) μόνιμη ιδιότητα της ψυχής που το άτομο επιλέγει με τη δική του
θέληση, βρίσκεται στο σε «σε σχέση με εμάς» μέσο, το οποίο μέσο καθορίζεται από
τον ορθό λόγο και, μάλιστα, για να το θέσω ακριβέστερα, από τον ορθό λόγο
φορέας του οποίου είναι ο φρόνιμος άνθρωπος. Είναι μεσότητα μεταξύ δύο κακών
ακροτήτων, από τις οποίες η μία είναι υπερβολή και η άλλη έλλειψη»].
Οι τέσσερις παράμετροι της ορθής διαπαιδαγώγησης του
ατόμου-πολίτη
Διαμέσου αυτών τον δύο παραπάνω φιλοσοφικών ετυμηγοριών
αναπτύσσεται με συνοπτική ενδελέχεια ο κεντρικός άξονας του αριστοτελικού
εκπαιδευτικού προγράμματος δομημένος από τέσσερις κατευθυντήριες
διατυπώσεις.
Έθος
«οὔτ’ ἄρα
φύσει οὔτε παρά φύσιν ἐγγίγνονται αἱ άρεταί. ἀλλά πεφυκόσι μέν ἡμῖν δέξασθαι
αὐτάς. τελειουμένοις δέ διά τού έθους» ( Β 1. 1103a 25).
«Οι αρετές επομένως δεν υπάρχουν μέσα μας από τη φύση,ούτε όμως
είναι αντίθετο με τη φύση μας να γεννηθούν μέσα μας. αλλά αν και η φυση μας
εκανε επιδεκτικούς στις αρετές, τελειοποιούμαστε ως ανθρώπινα όντα με τη
διαδικασία του εθισμού σ' αυτές».
Η ηθική αρετή είναι απόρροια του έθους, της συνήθειας. Κατά
παρεμφερή τρόπο με την ετυμολογική προέλευση της λέξης ήθος από τη λέξη έθος. Η
πορεία προς ηθικοποίηση του ανθρώπου πραγματοποιείται διαμέσου του έθους, το
οποίο εμπεριέχει την επιβολή, από τον άνθρωπο στον εαυτό του ή από κάποιον
εξωτερικό ρυθμιστή, της συνήθειας να εκτελεί συνεχώς και ομοιότροπα ορισμένου
τύπου πράξεις. Διαπιστώνεται ότι η αριστοτελική ηθική πρόταση εξαρχής δεν
αναλώνεται σε θεωρητικού μόνο τύπου υποδείξεις αλλά αποκτά εμπειρική υπόσταση
διαμέσου της εμπράγματης εφαρμογής της.
Απόρροια της ηθικής διαδικασίας που στοχεύει στην ενάρετη έξη
είναι η συμπερασματική θέση ότι ηθική αρετή δεν αποτελεί φυσικό γνώρισμα του
ανθρώπου, η ανθρώπινη φύση δεν εμπεριέχει την ηθική πραγμάτωση. Η ηθική δεν
αποτελεί έμφυτη ιδιότητα για τα ανθρώπινα όντα με τον ίδιο τρόπο που η
σκληρότητα και η βαρύτητα (η έλξη της από τη γη) είναι φυσικό και αναλλοίωτο
γνώρισμα της πέτρας: η ηθική αρετή αποτελεί επίκτητο διά τού έθους αποκτώμενο
χαρακτηριστικό του ανθρώπου και ως επίκτητη ιδιότητα είναι εντελώς ξένη με τα
φύσει γνωρίσματα των όντων. Αν και η ηθική αρετή δεν εγγράφεται ως φυσική
ιδιότητα του ανθρώπου. η ανθρώπινη φύση επιδέχεται την ηθική διαμόρφωση. Η φύση
δεν αντιτίθεται στη συνήθεια, αλλά αποτελεί την υποδοχή για την ανάπτυξη της
ηθικής δραστηριότητας. Η ορθή κατά φύσιν ηθική δραστηριότητα τελειοποιεί τις
φυσικές δυνατότητες του ανθρώπου, η τελείωση του ανθρώπου ως όντος προϋποθέτει
την ηθική εξάσκησή του. Κάθε έμφυτη (δυνάμει) ικανότητα του ανθρώπου είναι
απαραίτητο να αναπτύσσεται έμπρακτα μέσω της συνήθειας ώστε να αποτελέσει αρετή
(ενεργεία).
2 Χρονική διάρκεια
«διό δεῖ
ἦχθαί πως εὐθύς ἐκ νέων, ὡς ὁ Πλάτων φησίν»
(Β3. 1104b. 10-15. Πρβλ.
Πλάτίονος. Νόμοι. 653).
«αυτός είναι και ο λόγος που πρέπει, όπως σημειώνει και ο
Πλάτων, να λαμβάνει κανείς από τη νεαρή ηλικία αυτού του είδους την αγωγή».
Σε άμεση διαλεκτική συνάφεια με τις εκπαιδευτικές νόρμες του
διδασκάλου του, ο Αριστοτέλης καθορίζει με νοητική διαύγεια και
διεισδυτικότητα μια σημαντική παράμετρο της ηθικής διαπαιδαγώγησης, τη χρονική
διάρκεια του εθισμού σε ηθικές πράξεις. Η ομοιότροπη επανάληψη ενεργειών που
αποβλέπουν στην ηθικοποίηση του ατόμου εξαρτάται άμεσα από τη συχνότητά της. Η
συχνότητα όμως ως φυσικός όρος είναι εγγενώς συνυφασμένη με τον χρόνο. Η
συχνότερη επανάληψη μιας ενέργειας απαιτεί μεγαλύτερη διάρκεια χρόνου. Όσο
περισσότερες ομοιότροπες ενέργειες διαπράξει κάποιος εν είδει εξάσκησης στην
ηθική αρετή τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει να αποβεί ενάρετος σε σχέση με
άλλους που επανέλαβαν τις ίδιες ενέργειες λιγότερες φορές. Απόληξη του εν λόγω
συλλογισμού είναι ότι, όσο νωρίτερα κατά τον ρου του βίου του εκκινήσει κάποιος
τον εθισμό του στην ηθική αρετή, μέσω της έκθεσής του σε κατάλληλα διαμορφωμένα
εμπειρικά δεδομένα, τόσο μεγαλύτερες πρέπει να είναι οι προσδοκίες του σε έναν
ορίζοντα ηθικο-πολιτικής επίτευξης.
Η ευαίσθητη και πλήρως επιδεκτική σε κανονιστικές νόρμες
παιδική- νεανική ηλικία προσφέρει το πεδίο μιας εκ προοιμίου ηθικής
διαμόρφωσης, η οποία μάλιστα πραγματοποιείται στη στέρεη βάση της εμπέδωσης των
διδακτικών-αρεταϊκών κανόνων που χαρακτηρίζει την εναρκτική περίοδο της
ανθρώπινης ζωής.
Ο Αριστοτέλης ρητά εδώ προτείνει με επιστημονική προγνωστικότητα ένα σχέδιο αγωγής του ανθρώπου-πολίτη. Το σχέδιο αυτό εστιάζει την
επιτευξιμότητά του στην όσο το δυνατόν πιο πρώιμη εκ μέρους της κανονιστικής
αρχής ανάληψη της καθοδήγησης-εκπαίδευσης των ανθρώπων που απαρτίζουν τη φύσει
άριστη συλλογική κοινότητα, την πόλη. Επιπλέον, με τη διαπίστωση αυτή
καταδικάζονται οποιεσδήποτε μοιρολατρικές εξηγήσεις στο πεδίο του πολιτικού. Η
πολιτεία οδηγείται στη διαφθορά, οι θεσμοί παραπαίουν και δεν έχουν καμία
προοπτική βελτιωτικής πολιτικής, ακριβώς επειδή ο σχεδιασμός των θεσμών ως
διαπαιδαγωγικών εργαλείων λανθάνει εξαρχής ή εφαρμόζεται καθυστερημένα στην
πορεία ανάπτυξης της πολιτικής κοινότητας. Αν η καιρικότητα της κατάλληλης
στιγμής (όσο το δυνατόν νωρίτερα στην πορεία της ανθρώπινης ανάπτυξης) όσον
αφορά στη μετάδοση από την κανονιστική αρχή (πολιτεία ή διδάσκαλος) και εμπέδωση
των κανόνων αγωγής που οδηγούν στην ενάρετη έξη (σταθερή διάθεση της ψυχής)
παρέλθει, τότε το παιχνίδι ή ορθότερα ο αγώνας με την αρχαιοελληνική έννοια του
όρου της αρετής- χάνεται οριστικά και η ευδαιμονία ως ατομική ή συλλογική στόχευση απολλύει κάθε δυνητική προοπτική επίτευξης.
2
Η επιστήμη του «ορθού μέτρου»: η διαλεκτική σχέση με τον
Πλάτωνα
«ὥστε χαίρειν
τέ καί λυπεῖσθαι οἶς δεῖ»
(Β3, 1104b, 10-15.Πρβλ.
Πλάτωνος, Νόμοι. 653).
«που θα τον κάνει να ευχαριστείται και να δυσαρεστείται με αυτά
που πρέπει».
Εισερχόμαστε πλέον σε πρακτικότερες και μεθοδικότερες εκφάνσεις της αριστοτελικής εκπαιδευτικής πρότασης, στην επισκόπηση της ουσίας της αγωγής.
Με αφόρμηση τους Νόμους (653a-e). το ύστατο πλατωνικό έργο, ο Αριστοτέλης διατυπώνει τον
θεμελιακό κανόνα της αγωγής που διασφαλίζει τη νομοτελειακή πρόοδο προς την
ευδαιμονία. Η ευδαιμονία είναι από τη φύση της κάτι ευχάριστο και μάλιστα
ταυτίζεται με τη μεγίστη δυνατή ευχαρίστηση συνάδοντας εγγενώς με την ορθότητα,
συμπερασματική θέση που επικυρώνεται και από το πρώτο συνθετικό ης λέξης
ευδαιμονία (το «εύ» στην ελληνική γλώσσα δηλώνει το ευχάριστο και κατ’ επέκταση
το ορθό. Διαχωρίζεται όμως από το «ήδύ» που ταυτίζεται κατεξοχήν με την ηδονή,
την ευχαρίστηση όχι όμως και με την ορθότητα). Αν λάβουμε υπόψη μας την
καταληκτική απόφανση του πρώτου βιβλίου «ο άνθρωπος μόνο με την αρετή μπορεί να
κερδίσει, την ευδαιμονία του», τεκμαίρουμε ότι το κατ' άρετην ζην ταυτίζεται με
το εύδαιμόνως ζην και συνεκδοχικά με το εύ ζην (πρβλ. Ηβικά Νικομάχεια L8. 1098b. 21). Η ευδαιμονία
ταυτίζεται εγγενώς με την κατοχή της αρετής και σαφώς με την καλή, την ευχάριστη
ζωή, την ευζωία. Η αρετή επίσης ως εθισμός σε επανάληψη ομοιότροπων ορθά
καθορισμένων ενεργειών αποτελεί εΰπραξία (εύ πράττειν). Το τρίπτυχο κατ’ άρετην
ζην - εύδαιμόνως ζην - εύ ζην αποτελεί κατά επιστημονικά θεμελιωμένο και φύσει
αναπόδραστο τρόπο τον τελικό σκοπό του ανθρώπου και των κοινωνιών που επίσης
κατά φυσική αναγκαιότητα, αυτός συγκροτεί.
Η τελείωση όμως του ανθρώπου ή της πόλεως δεν αποτελεί αμελητέας δυσκολίας εγχείρημα. Είναι μια εξαιρετικά επίπονη διεργασία που μόνο
ελάχιστοι άνθρωποι ή πόλεις μπορούν να επιτύχουν. Η ηδονή, η ευαρέστηση που
συνοδεύει τη μόνιμη έξη της αρετής και ισοδυναμει με ευδαιμονία και ευζωία, δεν
κατακτάται εν μέσω μιας εξασκητικής οδού ευκολίας και ηδυπάθειας. Η κατάκτηση
της αρετής προϋποθέτει τη μέγιστη δυνατή δυσκολία για τον δοκιμαζόμενο βιολογικό
ή πολιτικό οργανισμό, που πρέπει να βιώσει την οδύνη πολλές φορές προκειμένου
να εθιστεί στον ορθό αρεταϊκό τρόπο. Όπως ο αθλητής στερείται των ηδύληπτων
τροφών και επιδίδεται καθημερινά σε επίπονη σωματική άσκημη με στόχευση τη
σκληραγώγησή του, η οποία θα του προσφέρει την περίλαμπρη νίκη στους αγώνες, έτσι
και οι ασκούμενοι στους αγώνες της αρετής βιώνουν κατ’επανάληψη το οδυνηρό
συναίσθημα της ένδειας της καθημερινής ηδονής για να επιτύχουν τη μόνη
επικείμενη ευχαρίστηση. Έλλογη συνέπεια των παραπάνω συλλογισμών είναι ότι το
ασκούμενο εις αρετήν άτομο ή κοινωνικό σύνολο αρμόζει να ευχαριστείται και να
δυσαρεστείται με αυτά που πρέπει για να εθιστεί στις ορθά καθορισμένες
αρεταΐκές επιταγές.
Ο Πλάτων στους Νόμους (653a-e) είχε συναγάγει με γλαφυρότητα ότι τα πρώτα ερεθίσματα για
τον άνθρωπο είναι η ηδονή και η λύπη της παιδικής ηλικίας, και ότι αυστηρά
εξαρτώμενη εξ αυτών εμφανίζεται στην ψυχή τους είτε η αρετή είτε η κακία,
προοιωνίζοντας τις αριστοτελικές εκπαιδευτικές προτάσεις. Η εξάσκηση μάλιστα
στη σωστή εκλογή της ηδονής ή της λύπης που αρμόζει να υφίσταται κανείς με
απότερο στόχο-τέλος την αρετή συνιστά την ύψιστη φρόνηση που δύναται να κατέχει
κάποιος όχι μόνο στη νεανική του ηλικία αλλά και στην ύστατη στιγμή του βίου
του, στα βαθιά γηρατειά του. Προτού «ξυπνήσει» ο ορθολογισμός στη νοητική
σφαίρα του ατόμου, προτού η λογική εγείρει αξιώσεις αρχής επί του θυμοειδούς
και του επιθυμητικού μέρους της ψυχής, ο νέος άνθρωπος πρέπει να εθιστεί (και
μάλιστα ο πλατωνικός εθισμός στις ορθές κανονιστικές νόρμες της αρετής συμπίπτει
απόλυτα με την αριστοτελική έννοια του έθους) στον σωστό τρόπο επιλογής ανάμεσα
στην ηδονή και την οδύνη. Αυτές οι ορθά διαμορφωμένες ηδονές και λύπες στις
οποίες κανείς από τη νεανική ηλικία επιβάλλεται να εθίζεται, αποτελούν το υλικό
της παιδείας. Και όταν σημάνει το εγερτήριο του ορθού λόγου στη νόηση του
ανθρώπου και τα αισθήματα περί της ηδονής και της οδύνης συνάδουν με τις
επιταγές του ορθολογισμού, τότε μπορούμε να μιλάμε για ορθή-τέλεια διαμόρφωση
ενός ανθρώπου- και ένας ορθά διαμορφωμένος άνθρωπος είναι ενας
ενάρετος άνθρωπος. Η πλατωνική παιδεία αποτελεί συμφωνία, αρμονική συσχέτιση
ανάμεσα στον ορθό λόγο και την ορθή πράξη, όπου η έννοια ορθή πράξη ισοδυναμεί
με εθισμό στην ορθή εκλογή ανάμεσα στην ηδονή και τη λύπη και πρέπει να λαμβάνει
χώρα από την πρώιμη ακόμη ηλικία του ανθρώπου. Η σοφία της επιλογής ανάμεσα στο
ορθό και στο εσφαλμένο, η σοφία του ορθού μέτρου αποτελεί επιστήμη και μάλιστα
επιστήμη που εμπερικλείει την ηθική τελείωση και την πολιτική πράξη.
Ο άνθρωπος ως βιολογικά υφιστάμενο ον χαρακτηρίζεται από
βιοτικές αναπόδραστες ανάγκες, δηλαδή ένδεια κάποιου βασικού συντελεστή του
βίου (π.χ. νερό). Η ικανοποίηση των ελλείψεων-ᾱναγκών αυτών γεννά το αίσθημα της
ευχαρίστησης, δηλαδή την ηδονή ενώ η στέρηση της πλήρωσης-ικανοποίησης της
ανάγκης προξενεί τον πόνο. Η μετρητική τέχνη είναι η μόνη αληθής τέχνη που
μπορεί να ρυθμίσει και να κατευθύνει σωστά τις ανθρώπινες υποθέσεις και να
οδηγήσει στη σωτηρία του βίου, καθώς αποτρέπει μέσω της επιλογής των κατάλληλων
ηδονών και πόνων την υπέρβαση του ορθού μέτρου και τη διατάραξη της ψυχικής
αρμονίας, που επιφέρει αναρχία και ακολασία στην ψυχή. Αποτελεί την ύψιστη
επιστήμη (Πλάτωνος, Πρωταγόρας. 377b: «Ἐπεί δέ μετρητική, ἀνάγκη δήπου τέχνη καί
ἐπιστήμη»), που προβαίνει σε διεξοδική αιτιολόγηση των αρχών της,
εκμηδενίζει την κίβδηλη δόξα που επιφέρει η φαινομενικότητα και η ρευστότητα του
γίγνεσθαι («ή του φαινομένου δύναμις»), διαβιβάζει την ορθή τάξη και αρμονία
στην ψυχή που στηρίζεται στη γνώση της αληθούς φύσης των όντων και παρέχει τις
σωτήριες κατευθυντήριες γραμμές για την ενάρετη τελείωση του βίου (Πλάτωνος,
Πρωταγόρας, 356d) οριοθετώντας τον τρόπο που πρέπει να
ζει κανείς (Γοργίας, 500c: «όντινα χρή τρόπον ζην»). Η
«μετρητική τέχνη» ταυτίζεται με την ίδια τη φιλοσοφία. Είναι μια άκρως
εξειδικευμένη διαδικασία, η οποία προϋποθέτει ακριβή ηθική γνώση και ασφαλώς
δε δύναται κάθε χαμηλής στάθμης πνεύμα να προβεί στην ορθή εκλογή της
επωφελούς ηδονής ή οδύνης: είναι αναγκαία η συνδρομή ειδικού σε κάθε περίπτωση
(Πλάτωνος. Γοργίας. 500a). Και ο εξειδικευμένος αυτός
γνώστης δεν είναι άλλος από τον φιλόσοφο.
Πλατωνική και αριστοτελική θεώρηση τελούν υπό μέγιστη ενδοσυνάφεια και εποικοδομητική διαλεκτική σχέση. Ο διδάσκαλος αποφαίνεται προεικάζοντας
την αριστοτελική αρεταϊκή προοπτική και ο μαθητής επικυρώνει τις πλατωνικές
οδηγητικές σημάνσεις περί της κτήσεως της αρετής, άλλοτε συμπληρώνοντάς τις και
άλλοτε υποτασσόμενος πλήρως σε αυτές χωρίς ουδεμία παρέκκλιση. Αν ο
αριστοτελικός ορισμός της αρετής (Β6. 4-16, 1107a)
διατυπωνόταν από τον Πλάτωνα αμέσως μετά το χωρίο που παρουσιάστηκε άνωθεν δεν
θα προκαλούσε καμία δυσαρμονική εντύπωση στον αναγνώστη και ασφαλώς θα τον είχε
εκ προοιμίου ενημερώσει για την ταυτότητα του φρονίμου ανδρός, φορέα του
ορθολογισμού και κατόχου της «μετρητικής τέχνης». Ο φρόνιμος άνθρωπος που κατά
τον Αριστοτέλη, δύναται γνωσιολογικά και αρμόζει να ορίζει τους κανόνες της
αγωγής με ορίζοντα την αρετή και την ευδαιμονία, δηλώνεται εκ στόματος Πλάτωνα
ότι είναι ο φιλόσοφος (πρβλ. Πλάτωνος, Πολιτικός. 283b-311c).
2.4 Η σχέση ηθικής αρετής και πολιτικής πράξης: ο θεσπίζων
τους αρεταΐκούς κανόνες
«Μαρτυρεῖ δέ
καί τό γινόμενον ἐν ταῖς πόλεσιν: οἱ γάρ νο μοθέται τούς πολίτας ἐθίζοντες
ποιοῦσιν ἀγαθούς, καί τό μέν βουλημα παντός νομοθέτου τοῦτ’ ἐστίν, ὅσοι δέ μή
εὖ αὐτό ποιοῦσιν ἁμαρτάνουσιν. καί διαφέρει τούτῳ πολιτεία πολιτείας ἀγαθή
φαύλης» (Β1. 1103b 1-5).
«Τις διαπιστώσεις μας (για τη διαδικασία απόκτησης της ηθικής
αρετής) επικυρώνει και αυτό που συμβαίνει στις πόλεις- πραγματικά, οι νομοθέτες
κάνουν τους πολίτες ενάρετους με τη διαδικασία του εθισμού σε συγκεκριμένο τρόπο
συμπεριφοράς, και σε αυτό το σημείο έγκειται η βούληση κάθε νομοθέτη, και
όσοι δεν το κατορθώνουν αυτό με συνέπεια, αποτυγχάνουν σε αυτό που επιδιώκουν,
και σε αυτή την παράμετρο διαφέρει το ορθά δομημένο πολιτικό σύστημα από το μη
ορθό».
Απομένει το εύλογο πέρασμα του φιλοσόφου από τη σφαίρα της
ηθικής διαμόρφωσης στο πεδίο της πολιτικής πράξης, και τονίζουμε τη λέξη εύλογο
διότι, στην αρχαιοελληνική σκέψη και, ιδιαίτερα, στην προαριστοτελική σκέψη,
ηθική και πολιτική είναι δυο έννοιες χωρίς διακριτό περιεχόμενο, καθώς η μία
εμπλέκεται και αποτελεί προέκταση της άλλης και το αντίστροφο. Πράγματι το
πέρασμα αυτό πραγματοποιείται με την αφοπλιστική ρήση του Αριστοτέλη πως η
κατεξοχήν πολιτική θέσπιση, η νομοθετική διεργασία και εφαρμογή επικυρώνει το
αρεταϊκό εγχείρημα και αποτελεί τον αλάθητο κριτή για την ορθότητα του. Η
νομοθεσία αποτελεί αρεταϊκό εγχείρημα, οι νομοθέτες θεσπίζοντας νόμους
προσπαθούν να εναρμονίσουν τις πνευματικές περί της πόλεως συλλήψεις τους με το
ήθος και τον χαρακτήρα και κατ' επέκταση τη δράση των πολιτών. Οι νόμοι δεν
είναι τίποτε άλλο παρά επιστημονικά επί της εμπειρίας διατυπωμένοι κανόνες που
άγουν στην ευδαιμονία των πολιτών. Η νομοθεσία, όπως και η διαδικασία απόκτησης
της αρετής, αποβλέπει στο τρίπτυχο κατ’ άρετην ζην - εύδαιμόνως ζην - εύ ζην.
που αποτελεί, όπως έδειξε και η αριστοτελική «ανατομία» της ανθρώπινης φύσης,
τον τελικό σκοπό του ανθρώπου. Ο εθισμός στο νομοθετικό πρόγραμμα πραγματώνεται
με την καθημερινή εφαρμογή των νόμων από τους πολίτες οι οποίοι, όταν εθίζονται
σε ομοιότροπες πράξεις που απορρέουν από τη νομική επιταγή και κάνουν έξη τους
(σταθερή διάθεση της ψυχής) το πνεύμα του νόμου, τότε αποβαίνουν πραγματικά
λειτουργικοί για την πόλη και περιβάλλονται με το στοιχείο της αρετής. Έπεται
ότι όσο πιο πρώιμα εκκινήσει η εφαρμογή νομοθετικού προγράμματος τόσο πιο
σύντομα και αποτελεσματικά οι πολίτες θα το εμπεδώσουν και θα το πραγματώσουν
στον μέγιστο βαθμό.
Ειρήσθω εν παρόδω, η νομοθεσία πρέπει με τον εθισμό των πολιτών
σε ομοιότροπου τύπου ενέργειες να τους διαμορφώνει έτσι ώστε να χαίρονται και να
λυπούνται με αυτά που πρέπει. Η νομοθεσία επιβάλλεται να προβαίνει σε εκλογή
της αρμόζουσας ηδονής ή οδύνης που προσφέρεται στους πολίτες. Η παροχή κατά το
δοκούν του επαίνου ή του ψόγου, της επιβράβευσης ή της τιμωρίας δεν αποτελεί
αξιόλογο νομοθετικό έργο αλλά τυφλό ερασιτεχνισμό, ίδιον φαύλου και όχι
ενάρετου νομοθέτη. Πώς όμως η νομοθετική τέχνη δύναται να εκλέξει τις ηδονές ή
τις οδύνες που πρέπει να υποστεί το πολιτικό σώμα στην οδό για την κατάκτηση της
ευδαιμονίας; Οι νομοθέτες επιβάλλεται να είναι γνώστες της αληθούς φύσης των
όντων, να συνδιαλέγονται με την ορθότητα και όχι με τη φαυλότητα, να γνωρίζουν
τους νόμους που διέπουν τον ανθρώπινο οργανισμό αλλά και το πολιτικό σύνολο.
Πρέπει ακόμα να έχουν επισταμένη γνώση του ατομικού και του γενικού τελικού
σκοπού, του ανθρώπινου και του πολιτικού, και να εφαρμόζουν τις κατευθυντήριες
νομικές επιταγές τους ανάλογα με την καταλληλότητα του καιρού, την κατάλληλη
στιγμή. Κατά την πλατωνική και αριστοτελική ετυμηγορία, η ιδιότητα του νομοθέτη
προϋποθέτει την κατοχή της «μετρητικής τέχνης», της σοφίας του ορθού μέτρου, και
η χρήση του επιρρήματος εύ από τον Αριστοτέλη δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης
ότι το κατ' αρετήν νομοθετείν ισοδυναμεί με το ορθώς νομοθετείν. Ο νομοθέτης
που νομοθετεί όσο το δυνατόν πλησιέστερα στη φύση και τον τελικό σκοπό του
ανθρώπου και της πολιτείας δημιουργεί ένα ορθά δομημένο πολιτικό σύστημα, που
δύναται να εξασφαλίσει την ευζωία και την ευδαιμονία της πολιτικής κοινότητας. Ο
νομοθέτης που κινείται στην οδό της επιστήμης είναι εκλεκτός φίλος τε και
συγγενής άληθείας (Πλάτωνος. Πολιτεία. 487a). έχει το
κατεξοχήν ήθος του πλατωνικού φιλοσόφου-επιστήμονα. Ο επιστήμων της «μετρητικής
τέχνης» νομοθέτης και ο φιλόσοφος δεν έχουν καμία ουσιαστική διαφορά και
πραγματικά η «προκλητική» τοποθέτηση της λέξης βούλημα από τον Αριστοτέλη θα
δημιουργούσε μεγάλη ερμηνευτική σύγχυση, αν αγνοούσαμε κάποιες άλλες δομικές
θέσεις του αριστοτελικού φιλοσοφείν. Ο σφάλλων νομοθέτης είναι αυτός που αγνοεί
τόσο τη φύση όσο και τον τελικό σκοπό του ανθρώπου και της πολιτείας και ασφαλώς
αυτή η γνωστική παράμετρος είναι που διαχωρίζει το ορθό από το φαύλο
πολίτευμα.
3 Επίλογος
Πληθώρα κειμενικών αναφορών έχει ως θεματική της την
αριστοτελική ηθική στην παιδαγωγική και πολιτική της διάσταση. Αναμφίλεκτα ο
Αριστοτέλης, με την επιστημονικά θεμελιωμένη ηθική του, εξάλειψε κάθε χροιά
εικασίας από το πεδίο της ανθρώπινης αγωγής και της πολιτικής προέκτασης που
αυτή αναπόδραστα έχει. Η ενδοσκόπηση όμως του αριστοτελικού κειμένου εν είδει
«ανατομικής πράξης» (βλ. Πλάτωνος, Φαίδρος. ‘264c.
256e-266c) και η διάγνωση των
κατευθυντήριων γραμμών που αυτό ενέχει και σχεδόν νομοτελειακά αναπτύσσει, μας
αναγκάζει να αποσαφηνίσουμε την απόρρητη αλλά και απολύτως σημαντική δομή του. Ο
αριστοτελικός στοχασμός περί της αρετής κινείται διαμέσου τεσσάρων προτάσεων από
τον ορισμό της ατομικής αρετής στη θέσμιση ενός νομοθετικού κώδικα που θα
κατευθύνει το πολιτικό σώμα στο εύ ζην, στην ευδαιμονία, και είναι αυστηρά
δομημένος υπό τις βιολογικές δυνατότητες των όντων στα οποία απευθύνεται,
δηλαδή των ανθρώπων. Ποιος καθορίζει όμως ή είναι σε θέση να καθορίζει αυτές
τις αρεταϊκές-νομοθετικές επιταγές; Οι οδηγητικές νόρμες του κειμένου αλλά και η
ηθελημένη αναφορά του Αριστοτέλη στον διδάσκαλό του μας άγουν στη
συμπερασματική κατάληξη ότι ο φρόνιμος άνθρωπος-νομοθέτης στον οποίο ρητά
παραπέμπει ο ορισμός του (Β6. 14-16, 1107a) δεν είναι άλλος από τον φιλόσοφο,
τον εξειδικευμένο γνώστη του τελικού σκοπού των όντων και των φυσικών
δυνατοτήτων τους (πλατωνικά θεωρούμενος ένας τέτοιος εξειδικευμένος γνώστης
ορίζεται ως φιλόσοφος-κυβερνήτης).
Ο Αριστοτέλης λοιπόν δεν είναι μόνο κατ' επίφαση αλλά κατ'
ουσίαν διαλεκτικός (και όχι εριστικός) απέναντι στον θεμελιωτή της διαλεκτικής
Πλάτωνα. Είναι επίσης συνοπτικότατος, καθώς με λακωνική ευστοχία επικαθορίζει
μέσω τεσσάρων θέσεων μια επιστημονικά θεμελιωμένη αγωγή του ατόμου-πολίτη. Η
τελική δήλωσή του, «ή γάρ όρθή παιδεία αύτη έστίν», ομοιάζοντας με σωκρατική
διαλεκτική ενόραση, δεν αφήνει περιθώριο αμφισβήτησης για το πόσο πεπεισμένος
ήταν ο φιλόσοφος αναφορικά με την επιστημονική εγκυρότητα των θέσεών του.
Βιβλιογραφία
Βαβούρας. Η.
(2008): Πλάτων Γοργίας, εισαγ.-φιλολ. ανάλυση-μτφρ.- σχόλια-υπομν. Θεσσαλονίκη:
Ζήτρος.
Δεληβογιατζής, Σ.
(2000): Ζητήματα διαλεκτικής, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.
Adkins, A.W.H.
(1960): Merit and Responsibility: A Study in Greek Values, Oxford: Clarendon
Press.
Anton. J.P. & A. Preus, (επιμ.)
(1991): Aristotle's Ethics: Essays in Ancient Greek Philosophy, vol. 5. Albany:
The State University of New York Press.
Bodeiis, R. (1993). The Political Dimensions
of Aristotle’s Ethics, Albany: The State University of New York
Press.
Carnes. L. & D. O’Connor, (επιμ.)
(1991): Essays on the Foundations of Aristotelian Political Science. Berkeley:
University of California Press.
Gosling. J.C.B. & C.C.W. Taylor (1982):
The Greeks on Pleasure, Oxford: Oxford University Press.
Gottlieb. P. (1993): «Aristotle’s Measure
Doctrine and Pleasure», Archiv fiir Geschichte der Philosophic, 75.
31-46.
Heinamannn, R. (επιμ.)
(1995): Aristotle and Moral Realism. Boulder: Westview.
Mulgan. R.G. (1977): Aristotle's Political
Theory. Oxford: Clarendon Press.
Nichols. M. (1992): Citizens & Statesmen:
A Study of Aristotle's Politics. Lanham. MA: Rowman & Littlefield
Publishers.
Owen. G.E.L. (1986): «Aristotelian
Pleasures», στο. του ιδίου,
Logic. Science and Dialectic. Collected Papers in Greek Philosophy, επιμ. M.
Nussbaum, New York: Cornell University Press.
Rorty. A. (1974): «The Place of Pleasure in
Aristotle's Ethics». Mind 83. 481-493.
Ross. W.D. (1923): Aristotle, London:
Methuen.
Salkever, S.G. (1990): Finding the Mean:
Theory and Practice in Aristotelian Political Philosophy, Princeton: Princeton
University Press.
Sherman, N. (επιμ.)
(1999): Aristotle's Ethics: Critical Essays. Lanham. MA: Rowman &
Littlefield.
Sim, Μ.
(επιμ.) (1995): The Crossroads of Norm and Nature. Lanham, MA: Rowman
& Littlefield.
Swanson, J.A. (1991): The Public and the
Private in Aristotle's Political Philosophy, Ithaca: Cornell University
Press.
Urmson, J.O. (1967): «Aristotle on Pleasure»,
στο Aristotle. A Collection of Critical Essays, επιμ.
J.M.E. Moravcsik, Garden City, NY: Anchor Books, 323-333.
Yack, B. (1993): 77le Problems of a Political
Animal: Community. Justice and Conflict in Aristotelian Political Thought,
Berkeley: University of California Press.
πηγή:www.ekivolos.gr