ENOTHTA 2η
Κείμενο: 320d – 321b5
|
Μετάφραση
|
῏Ην γάρ ποτε χρόνος ὅτε θεοὶ μὲν ἦσαν, θνητὰ δὲ γένη οὐκ ἦν.
ἐπειδὴ δὲ καὶ τούτοις χρόνος ἦλθεν εἱμαρμένος
γενέσεως,
τυποῦσιν αὐτὰ θεοὶ γῆς
ἔνδον ἐκ γῆς
καὶ πυρὸς μείξαντες καὶ
τῶν ὅσα πυρὶ καὶ γῇ κεράννυται.
ἐπειδὴ δ” ἄγειν αὐτὰ πρὸς
φῶς ἔμελλον,
προσέταξαν Προμηθεῖ
καὶ᾿Επιμηθεῖ κοσμῆσαί τε καὶ νεῖμαι δυνάμεις ἑκάστοις ὡς πρέπει.
Προμηθέα δὲ παραιτεῖται ᾿Επιμηθεὺς αὐτὸς νεῖμαι,
“Νείμαντος δέ μου,” ἔφη, “ἐπίσκεψαι·” καὶ
οὕτω πείσας νέμει.
νέμων δὲ τοῖς μὲν ἰσχὺν ἄνευ τάχους προσῆπτεν,
τοὺς δ” ἀσθενεστέρους τάχει ἐκόσμει·
τοὺς δὲ ὥπλιζε,
τοῖς δ” ἄοπλον διδοὺς φύσιν ἄλλην τιν” αὐτοῖς
ἐμηχανᾶτο δύναμιν εἰς σωτηρίαν.
ἃ μὲν γὰρ
αὐτῶν σμικρότητι ἤμπισχεν,
πτηνὸν φυγὴν ἢ κατάγειον οἴκησιν ἔνεμεν·
ἃ δὲ ηὖξε
μεγέθει, τῷδε αὐτῷ αὐτὰ ἔσῳζεν·
καὶ τἆλλα οὕτως ἐπανισῶν ἔνεμεν.
ταῦτα δὲ ἐμηχανᾶτο εὐλάβειαν ἔχων μή τι γένος
ἀϊστωθείη·
ἐπειδὴ δὲ αὐτοῖς ἀλληλοφθοριῶν διαφυγὰς ἐπήρκεσε,
πρὸς τὰς ἐκ Διὸς ὥρας εὐμάρειαν ἐμηχανᾶτο
ἀμφιεννὺς
αὐτὰ πυκναῖςτε θριξὶν καὶ στερεοῖς δέρμασιν,
ἱκανοῖς μὲν ἀμῦναι χειμῶνα,
δυνατοῖς δὲ καὶ καύματα,
καὶ εἰς
εὐνὰς ἰοῦσιν
ὅπως ὑπάρχοι τὰ αὐτὰ ταῦτα στρωμνὴ οἰκεία τε καὶ
αὐτοφυὴς ἑκάστῳ·
καὶ ὑποδῶν
τὰ μὲν ὁπλαῖς, τὰ δὲ [θριξὶν καὶ] δέρμασιν στερεοῖςκαὶ ἀναίμοις.
τοὐντεῦθεν
τροφὰς ἄλλοις ἄλλας ἐξεπόριζεν,
τοῖς μὲν ἐκ γῆς βοτάνην,
ἄλλοις δὲ δένδρων καρπούς,
τοῖς δὲ ῥίζας·
ἔστι δ” οἷς ἔδωκεν εἶναι τροφὴν ζῴων ἄλλων βοράν·
καὶ τοῖς
μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε,
τοῖς δ” ἀναλισκομένοις ὑπὸ τούτων πολυγονίαν,
σωτηρίαν
τῷ γένει πορίζων.
|
Υπήρχε κάποτε μια εποχή,
όταν υπήρχαν θεοί, δεν υπήρχαν όμως θνητά όμως όντα.
Όταν ήρθε και γι’ αυτά ο καθορισμένος από τη
μοίρα χρόνος για να γεννηθούν,
τα πλάθουν αυτά οι θεοί
μέσα στη γη
αφού τα ανέμειξαν με χώμα
και νερό και με όσα ανακατεύονται με γη και φωτιά.
Όταν επρόκειτο να τα οδηγήσουν αυτά στο φως,
έδωσαν
εντολή στον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τα στολίσουν και να μοιράσουν
στο καθένα ικανότητες όπως πρέπει.
Ο Επιμηθέας ζητά ως χάρη από τον Προμηθέα ο ίδιος
να κάνει τη μοιρασιά,
«όταν εγώ
μοιράσω», είπε, «εξέτασε».
Και έτσι
αφού τον έπεισε, κάνει τη μοιρασιά.
Καθώς μοίραζε, σε άλλα έδινε δύναμη χωρίς
ταχύτητα,
τα πιο
αδύναμα με ταχύτητα εφοδίαζε·
σε άλλα
έδινε όπλα,
ενώ σε άλλα επειδή έδινε άοπλη φύση, κάποια άλλη
δυνατότητα σωτηρίας επινοούσε.
Όσα δηλαδή από αυτά περιέβαλλε με μικρό σώμα,
μοίραζε φυγή πουλιού ή υπόγεια κατοικία·
σε όσα έδινε μεγάλο σώμα με αυτό το ίδιο τα έσωζε
· έτσι μοίραζε και τις άλλες ιδιότητες
ισορροπώντας τις μ” αυτό τον τρόπο.
Αυτά τα επινοούσε, επειδή πρόσεχε μήπως
κάποιο είδος αφανιστεί.
Επειδή τους παρείχε αρκετά μέσα αποφυγής της
αλληλοεξόντωσης,
μηχανευόταν μέσα προσαρμογής απέναντι στις
αλλαγές του καιρού που προκαλούνται από τον Δία,
ντύνοντας
τα με πυκνές τρίχες και στερεά δέρματα,
ικανά από τη μια να αντιμετωπίσουν τον χειμώνα,
ενώ από τη άλλη κατάλληλα και στις ζέστες,
κι ακόμη, όταν πάνε στη φωλιά τους,
τα ίδια
αυτά να τους είναι στρώμα δικό τους και φυσικό του στο καθένα,
και
δένοντας τα πόδια τους άλλα με οπλές, κι άλλα [με τρίχωμα και] με δέρματα
στερεά και χωρίς αίμα.
Ύστερα απ”
αυτό τους προμήθευε τροφές σε άλλα άλλες,
σε άλλα χορτάρι από τη γη,
σε άλλα καρπούς δέντρων,
και σε άλλα ρίζες·
σε μερικά έδωσε τροφή τους να είναι η βορά
άλλων ζώων
σ” αυτά
όμως τα ζώα έδωσε την ιδιότητα να γεννούν λίγους απογόνους,
ενώ σε
κείνα που τρώγονταν απ” αυτά, έδωσε την μεγάλη γονιμότητα,
επινοώντας έτσι σωτηρία για το γένος τους.
|
ΠΗΓΗ: blogs.sch.gr/dstefanou/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου