Σάββατο 29 Απριλίου 2023

Η ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΩΣ ΕΤΕΡΟΠΤΩΤΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ

 

Η Α Ι Τ Ι Α Τ Ι Κ Η

Ως ετερόπτωτος και ως επιρρηματικός προσδιορισμός

Η αιτιατική λειτουργεί κυρίως ως συμπλήρωμα ή προσδιορισμός του ρήματος, και ελάχιστες χρήσεις έχει ως προσδιορισμός ονομάτων. Είναι η κατεξοχήν πτώση που συμπληρώνει τη σημασία του ρήματος και δηλώνει το αντικείμενο στο οποίο μεταβαίνει άμεσα η ρηματική ενέργεια. Η στενή σχέση της αιτιατικής με το ρήμα φαίνεται από το γεγονός ότι είναι η πτώση στην οποία εκφέρεται το εσωτερικό ή σύστοιχο αντικείμενο.

Η αιτιατική με ονόματα. Η αιτιατική ως ετερόπτωτος προσδιορισμός ονομάτων μπορεί να δηλώνει:

(α) αναφορά (αιτιατική της αναφοράς). Συχνές αιτιατικές της αναφοράς είναι οι: τ ψος, τ ερος, τ μκος, τ μέγεθος, τν ριθμόν, τ πλθος, τ νομα, τν ψιν, κλπ.

(β) ποσό (αιτιατική του ποσού). Συνήθως προσδιορίζει συγκριτικούς βαθμούς επιθέτων επιτείνοντας τη σημασία τους.

 

 Η αιτιατική με επιρρήματα. Η αιτιατική ως προσδιορισμός επιρρημάτων μπορεί να δηλώνει:

(α) αναφορά. Προσδιορίζει συνήθως τροπικά επιρρήματα.

(β) ποσό. Συνήθως επιτείνει τη σημασία επιρρημάτων συγκριτικού βαθμού.

(γ) Με αιτιατική συντάσσονται και τα ορκωτικά μόρια ν και μά. Σε καταφατικές προτάσεις χρησιμοποιούνται τα ν και να μά, ενώ στις αρνήσεις τα μ και ο μά.

 Η αιτιατική ως επιρρηματικός προσδιορισμός μπορεί να δηλώνει:

(α) τόπο. Ειδικότερα, η αιτιατική δηλώνει τοπική έκταση και χρησιμοποιείται κυρίως για να μετρηθεί η απόσταση μεταξύ δύο σημείων ή η απόσταση που έχει διανυθεί σε μια πορεία.

 (β) χρόνο. Η αιτιατική του χρόνου δηλώνει χρονική έκταση και ειδικότερα: (i) το χρονικό διάστημα που διαρκεί ένα γεγονός, (ii) το χρονικό διάστημα που έχει περάσει από τότε που συνέβη ή συμβαίνει κάτι.

Χρόνο δηλώνουν και κάποιες αιτιατικές ουσιαστικών ή επιθέτων που έχουν καταντήσει επιρρήματα: ρχήν, τ πρτον, τ πρότερον, τ ρχαον, τ πάλαι, τ λοιπόν, κμήν, καιρόν, κλπ.

 (γ) αιτία ή σκοπό. Ως αιτιατικές ης αιτίας ή του σκοπού λειτουργούν μόνο κάποιες αιτιατικές αντωνυμιών, όπως: τοτο, τατα, τί; ,τι, κλπ.

(δ) τρόπο. Αιτιατικές του τρόπου είναι συνήθως οι: τίνα τρόπον, τόνδε/τοτον τν τρόπον, πάντα τρόπον, δίκην, πρόφασιν, χάριν, τν ταχίστην, τν εθεαν, δωρεάν, προκα, κλπ.

(ε) αναφορά. Πολύ συχνά ως αιτιατικές της αναφοράς λειτουργούν αιτιατικές των μελών του σώματος δίπλα σε ρήματα που σημαίνουν σωματικό πόνο ή βλάβη.

(στ) ποσό. Η επιρρηματική αιτιατική του ποσού είναι μια αιτιατική επιθέτου ή αντωνυμίας και η λειτουργία της πλησιάζει αρκετά το σύστοιχο αντικείμενο.

 

Πέμπτη 27 Απριλίου 2023

Η ΔΟΤΙΚΗ ΩΣ ΕΤΕΡΟΠΤΩΤΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ

 Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΔΟΤΙΚΗΣ

(Ως ονοματικού ετερόπτωτου και ως επιρρηματικού προσδιορισμού)

 

Η δοτική με ονόματα

Δοτική αντικειμενική. Φανερώνει το αντικείμενο μιας ενέργειας που εκφράζεται από το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό ή επίθετο, αν μετατραπεί σε ρήμα ενεργητικής φωνής. Εξαρτάται από επίθετα ή ουσιαστικά που δηλώνουν:
α) φιλική ή εχθρική διάθεση:
χθρός, νάντιος, πολέμιος, κ.ά.
β) ευπείθεια ή υποταγή: πιστός,
πήκοος κ.ά.
γ) ακολουθία ή διαδοχή:
πόμενος, διάδοχος κ.ά.
δ) ταυτότητα ή ομοιότητα: παραπλήσιος ,
νόμοιος , μοιος κ.ά.
ε) το αρμόζον, το πρέπον:
ρμόδιος, νάρμοστος, πρεπς κ.ά.

Δοτική της αναφοράς. Φανερώνει αναφορικά με τι ισχύει αυτό που εκφράζει το επίθετο. Εξαρτάται από επίθετα, όπως:
σθενής, δεινός, καλός, κανός, σχυρός, φοβερός, ταχς κ.ά.

H δοτική με επιρρήματα

Δοτική αντικειμενική. Συνήθως εξαρτάται από επιρρήματα των οποίων το επίθετο συντάσσεται με δοτική αντικειμενική. Τέτοια επιρρήματα είναι: εμενς, δυσμενς, δυσκόλως, χαλεπς, πομένως, φεξς, κολούθως, μολογουμένως, μοίως, συμφώνως , μα, μο, διαφόρως , ναντίως, χρησίμως, πλησίον, πρεπόντως κ.α.

Δοτική της Αναφοράς. Συνήθως εξαρτάται από τροπικά επιρρήματα (ε
, καλς, μετρίως, ς, πς, κανς, οτως,κ.α.) συνοδευόμενα από το ρήμα χω.

Δοτική του ποσού (μέτρου ή της διαφοράς). Δηλώνει ποσοτική διαφορά και προσδιορίζει επιρρήματα συγκριτικού (σπάνια υπερθετικού) βαθμού, καθώς και επιρρήματα θετικού βαθμού με συγκριτική σημασία (λίγ, πολλ, σ, τόσ κ.α.)

Η δοτική ως επιρρηματικός προσδιορισμός

  • Δοτική της αιτίας
    Δηλώνει την αιτία και προσδιορίζει ρήματα ψυχικού πάθους.
    π.χ. Xαλεπ
    ς φέρω τος παροσι πράγμασι.
  • Δοτική του τόπου
  • Δοτική του χρόνου
  • Δοτική της συνοδείας
  • Δοτική της αναφοράς
    Συντάσσεται με ρήματα που δηλώνουν σύγκριση, διαφορά, υπεροχή και μεταφράζεται με τα «ως προς», «σε».
  • Δοτική του οργάνου ή του μέσου
  • Δοτική του τρόπου
Δοτική του ποσού (του μέτρου ή της διαφοράς)
Συντάσσεται με επιρρήματα ή άλλες λέξεις που έχουν συγκριτική σημασία, όπως: πολλ, λίγ, τοσούτ κ.α.

Τρίτη 25 Απριλίου 2023

Η ΓΕΝΙΚΗ ΩΣ ΕΤΕΡΟΠΤΩΤΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ

 

Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ
(ως ονοματικού ετερόπτωτου  και ως επιρρηματικού προσδιορισμού)

Η γενική με ονόματα.

Η γενική, όταν προσδιορίζει ουσιαστικά ή επίθετα ως ετερόπτωτος προσδιορισμός, δηλώνει ποικίλες σχέσεις:

(α) το σύνολο του οποίου μέρος είναι το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό (γενική διαιρετική).

  • Διαιρετική είναι και η γενική γεωγραφικών όρων.
  • Με γενική διαιρετική συντάσσεται αρκετά συχνά το ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο επιθέτων ή αντωνυμιών, καθώς και ο υπερθετικός βαθμός των επιθέτων:

 (β) τον κάτοχο ενός αντικειμένου ή τον δημιουργό (γενική κτητική ή του δημιουργού). Στη γενική κτητική εντάσσεται και η γενική που δηλώνει συγγενικές σχέσεις. Με γενική κτητική συντάσσονται συνήθως τα επίθετα: οκεος, διος, κοινός, συγγενής, ταρος, φίλος, χθρός, ξένος.

 (γ) την ύλη από την οποία είναι κατασκευασμένο ένα αντικείμενο (γενική της ύλης).

(δ) το περιεχόμενο ενός αντικειμένου ή μιας έννοιας που δηλώνει πλήθος ή ποσότητα (γενική του περιεχομένου).

(ε) κάποια ιδιότητα του προσδιοριζόμενου ουσιαστικού, συνήθως μέγεθος, ηλικία, ποσότητα οπότε συνοδεύεται και από αριθμητικό (γενική της ιδιότητας).

 (στ) την αξία ή το τίμημα και εξαρτάται συνήθως από τα επίθετα: ξιος, νάξιος, ντάξιος, πάξιος, ξιόχρεως, νητός, τίμιος, κ.ά. (γενική της αξίας).

(ζ) την αιτία και εξαρτάται συνήθως από επίθετα όπως ατιος, παίτιος, ναίτιος, πεύθυνος, πόλογος, νοχος, θος, εδαίμων κ.ά. ή από ουσιαστικά που δηλώνουν ψυχικό πάθος (γενική της αιτίας).

(η) το υποκείμενο της ενέργειας που δηλώνει το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό, το οποίο συνήθως είναι ρηματικό παράγωγο ή έχει ρηματική σημασία (γενική υποκειμενική).

(θ) το αντικείμενο της ενέργειας που δηλώνει το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό (γενική αντικειμενική). Τα ουσιαστικά και τα επίθετα που συντάσσονται με γενική αντικειμενική είναι ως προς τη σημασία τους συνήθως αντίστοιχα των ρημάτων που συντάσσονται με αντικείμενο σε γενική, δηλώνουν δηλαδή μνήμη ή λήθη (μνήμων, μνήμων, πιλήσμων), φροντίδα, επιμέλεια, φειδώ και τα αντίθετά τους (πιμελής, μελής, φειδωλός, λίγωρος), συμμετοχή, πλησμονή ή στέρηση (μέτοχος, κοινωνός, πλήρης, μεστός, νδεής, γυμνός, ψιλός, κενός, ρφανός), χωρισμό, απομάκρυνση ή απαλλαγή (ρημος, λεύθερος, μικτος, γευστος), εμπειρία ή απειρία, επιτυχία ή αποτυχία (μπειρος, πειρος, πιτυχής), εξουσία ή υποταγή (κύριος, γεμών, πήκοος), διαφορά ή σύγκριση (διάφορος, τερος, λλότριος).

(ι) τον δεύτερο όρο της σύγκρισης μετά από επίθετα συγκριτικού βαθμού ή επίθετα που δηλώνουν σύγκριση, όπως πρότερος, στερος, πολλαπλάσιος, κλπ. (γενική συγκριτική).

Εκφορά του δέυτερου όρου σύγκρισης. Ο δεύτερος όρος της σύγκρισης, όταν είναι ουσιαστικό ή όρος ισοδύναμος με ουσιαστικό μπορεί να εκφέρεται με δύο τρόπους: (α) συνηθέστερα με γενική συγκριτική, (β) με το διαζευκτικό και το ουσιαστικό στην ίδια πτώση με τον πρώτο όρο της σύγκρισης.

 

Η γενική με επιρρήματα.

Η γενική, όταν συνοδεύει επιρρήματα, έχει συνήθως τις λειτουργίες και τις σημασίες που διαθέτει όταν συνοδεύει επίθετα, καθώς πολλά επιρρήματα παράγονται από επίθετα ή ως προς τη σημασία τους αντιστοιχούν σε κάποια επίθετα. Έτσι η γενική μετά από επιρρήματα μπορεί να είναι:

(α) Γενική διαιρετική μετά από επιρρήματα τοπικά, χρονικά, ποσοτικά και τον υπερθετικό βαθμό των επιρρημάτων.

(β) Γενική της αξίας μετά από τα επιρρήματα ξίως, παξίως, ναξίως κλπ.

(γ) Γενική της αιτίας μετά από επιφωνήματα που δηλώνουν λύπη, πόνο, έκπληξη.

(δ) Γενική αντικειμενική μετά από τροπικά επιρρήματα παραγόμενα από επίθετα που συντάσσονται με γενική αντικειμενική ή μετά από τα προθετικά τοπικά επιρρήματα (τοπικά επιρρήματα που παράγονται από προθέσεις, όπως νω, κάτω, ντός, κτός, γγύς, ναντίον, πλησίον κλπ.).

(ε) Γενική συγκριτική μετά από συγκριτικό βαθμό επιρρημάτων.

(στ) Γενική της αναφοράς με τα τροπικά επιρρήματα πς, πως, ς, καλς, κακς, ε, όταν σχηματίζουν περιφράσεις με τα ρήματα χω και κεμαι (στον Ηρόδοτο και κω). Η συγκεκριμένη γενική δηλώνει σε σχέση με τι το υποκείμενο της πρότασης βρίσκεται σε καλή/κακή κατάσταση ή θέση.

Η γενική ως επιρρηματικός προσδιορισμός μπορεί να δηλώνει:

(α) τόπο. Πρόκειται για χρήση κυρίως ποιητική· στην πεζογραφία έχουν διατηρηθεί μόνο οι γενικές κάποιων αντωνυμιών που έχουν καταλήξει τοπικά επιρρήματα.

(β) χρόνο. Ειδικότερα δηλώνει χρονικό διάστημα εντός του οποίου συμβαίνει ή ισχύει κάτι.

(γ) αιτία, όταν προσδιορίζει ρήματα ψυχικού πάθους ή δικανικά ρήματα.

(δ) αξία ή τίμημα (και την ποινή, όταν προσδιορίζει δικαστικά ρήματα).