Στις 27 Απριλίου 2017, στο πλαίσιο της λειτουργίας του ομίλου δημιουργικής γραφής, επισκέφτηκε το σχολείο μας ο βραβευμένος με το κρατικό βραβείο διηγήματος συγγραφέας, Χρήστος Οικονόμου. Όπως συνηθίζω, έγραψα κάποιες σκέψεις για το έργο του και τις κατέθεσα ως μικρό καλωσόρισμα. Ο ίδιος ήταν ιδιαίτερα φιλικός με τους μαθητές, επικοινωνιακός και ευχάριστος και μας μετέφερε εμπειρίες συγγραφής, ιδέες και σκέψεις του για τη λογοτεχνία και τη γραφή, προτρέποντας τους μαθητές να διαβάζουν λογοτεχνία.
Αγνοούσα
τη συγγραφική του υπόσταση –το ομολογώ ανερυθρίαστα- μέχρι το 2015, όταν για
πρώτη φορά άκουσα μια εισήγηση στο 2ο ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ
ΓΡΑΦΗΣ στην Κέρκυρα, όπου ο συνάδελφος Δ. Χριστόπουλος ασχολήθηκε με τα
διηγήματά του στο εργαστήρι δημιουργικής γραφής που λειτουργούσε στο σχολείο
του. Το βράδυ πληκτρολόγησα το όνομά του στη google και διαπίστωσα πως μετρούσε ήδη πάνω
από δέκα χρόνια παρουσίας στην ελληνική λογοτεχνική σκηνή με μια συλλογή
διηγημάτων με τον τίτλο "Η γυναίκα
στα κάγκελα", που διαπίστωσα πως δεν έτυχε και της πιο λαμπρής
αποδοχής και μετά από 7 χρόνια ξαναχτύπησε -δυναμικά αυτή τη φορά- με τη
δεύτερη συλλογή διηγημάτων του, "Κάτι
θα γίνει θα δεις" (εκδ. Πόλις, 2010) που τιμήθηκε με το Κρατικό
Βραβείο Διηγήματος και μεταφράστηκε στα ιταλικά (Editori Riuniti, 2012) και στα γερμανικά (C.H. Beck, 2013). Το 2014
ακολούθησε η συλλογή διηγημάτων "Το
καλό θα 'ρθει από τη θάλασσα" και αναμένουμε με αγωνία την επόμενη.
Μιλώ βέβαια για το συγγραφέα ΧΡΗΣΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, που θεωρώ ιδιαίτερη τιμή που
ταξίδεψε από την Αθήνα αποκλειστικά για μας και τον φιλοξενούμε σήμερα στο
σχολείο μας αλλά και γιατί πιστεύω πως η εμμονή μου να τον πείσω να έρθει και
να μας μιλήσει για τη λογοτεχνία και τη
συγγραφή θα με δικαιώσει για αυτή την επιλογή.
Χωρίς
να διεκδικώ τον τίτλο ούτε του βιβλιοκριτικού, ούτε του δημοσιογράφου, θέλω να
κάνω μερικές προσωπικές καταγραφές-διαπιστώσεις μετά από την ανάγνωση των
βιβλίων του αλλά και των συνεντεύξεων που έχει δώσει σε έντυπα και ηλεκτρονικά
μέσα.
Σε μια
εποχή που το μυθιστόρημα αποθεώνεται ακόμα και μέσα από τα προγράμματα σπουδών
λογοτεχνίας αλλά κυρίως από τη μαζική παραγωγή τους από σχετικούς και αδαείς,
από ανθρώπους που κάτι έχουν να πουν αλλά και από κάποιους που απλά λένε τόσα
πολλά και ρηχά, για να επιπλεύσουν, όπως οι φελλοί, στο λογοτεχνικό στερέωμα, ο
Χρήστος Οικονόμου επιλέγει το διήγημα, πιστός οπαδός και λάτρης της μικρής
συγγραφικής φόρμας.
Ο ίδιος
δηλώνει πως δε γράφει τη λογοτεχνία της ήττας και της υποταγής αλλά του
ανοιχτού τραύματος. Και μάλιστα της πληγής που σκαλίζεις και ματώνεις συνεχώς με τον προβληματισμό και την ενδοσκόπηση και
σχεδόν δεν της επιτρέπεις να κλείσει. Οι ήρωες του Οικονόμου είναι οι άνθρωποι
της διπλανής πόρτας με τα βάσανα και τις αδυναμίες τους, με τα προβλήματα και
τις δυσκολίες της καθημερινότητας, άνθρωποι που γονάτισαν , λύγισαν, έπεσαν
αλλά παλεύουν να σηκωθούν και να σταθούν στα πόδια τους με ερείσματα την αξιοπρέπεια,
τις ηθικές αξίες και την εσωτερική τους ανωτερότητα. Διαθέτουν μεγαλείο ψυχής.
Καταφέρνει να μπει στο πετσί τους, να τους νιώσει, να τους πιστέψει, να
συνδεθεί με αυτούς- κι όσο κι αν κάποιοι διατείνονται πως ολοκληρωμένους
χαρακτήρες πλάθει κανείς στο μυθιστόρημα- ο Οικονόμου τους διαψεύδει και δε
δημιουργεί χαρακτήρες καρικατούρες αλλά ανθρώπους που σε ορισμένη συγκυρία θα
μπορούσαν να είναι προεκτάσεις του εαυτού μας. Ο ίδιος πιστεύει πως « δεν θα έχεις γίνει διαφορετικός
άνθρωπος, η λογοτεχνία καλώς ή κακώς, ούτε τον κόσμο μπορεί να αλλάξει, κατά
πάσα πιθανότητα δεν μπορεί να αλλάξει και εμάς, αλλά μπορεί να μας κάνει περισσότερο
ανθρώπους, να μας κάνει πιο ανοιχτούς στην εμπειρία των άλλων ανθρώπων».
Τα θέματά των διηγημάτων του, παρόλο που γράφτηκαν πριν την
κρίση, αποδείχτηκαν προφητικά. Αναφέρονται σε προβλήματα και προβληματισμούς
που ενδημούσαν από καιρό στην ελληνική κοινωνία αλλά τώρα ήρθαν στο προσκήνιο
πιο ενοχλητικά, πιο αγκαθωμένα. Η πολιτική διαφθορά, οι βολεμένοι, οι
συνταξιούχοι, τα εργατικά ατυχήματα, οι χρηματισμοί των γιατρών, η πείνα και η
ανέχεια στις φτωχογειτονιές των μεγαλουπόλεων και «αυτά που φοβόμαστε και
μισούμε, γιατί τελικά είναι αυτά που μας ενώνουν».
Η λεπτομερής παρατήρηση της πραγματικότητας οδηγεί κάποιες
στιγμές στη συνειρμική γραφή που προκύπτει αβίαστα και ενσωματώνεται οργανικά
στην πλοκή, όπως και οι αναδρομές στο παρελθόν και οι προβολές στο μέλλον.
Ωστόσο, ο Οικονόμου διαχειρίζεται εξίσου
καλά τόσο την παρατακτική σύνδεση και το λιτό και στιβαρό τρόπος γραφής, όσο
και τον πιο μακροπερίοδο λόγο. Παράξενες παρομοιώσεις (μοιάζουν οι σταγόνες
σα τρίχες από γένια γέρου ποτισμένα
νικοτίνη),περίεργες συζεύξεις λέξεων (έκανε οικονομίες και όνειρα) μπλέκουν το
λυρισμό με το ρεαλισμό.
Όποιος διαβάσει τα
διηγήματα του Χρήστου Οικονόμου, θα διαπιστώσει πως έχουν μέσα τους το μικρόβιο
της αμφισβήτησης και της αμφιβολίας, αφού η λογοτεχνία δε γράφεται για να επιβεβαιώνει τα δεδομένα. Πως
καταδικάζουν το βιαστικό και το φευγαλέο, αφού καλό είναι να περιμένουμε να
δούμε το αποτέλεσμα πριν καταλήξουμε σε τελεσίδικες και αφοριστικές αποφάσεις.
Πως μας προτρέπουν να αλλάξουμε πλευρό
στο μακάριο ύπνο που κάποιοι κοιμόμαστε, για να μπορέσουμε να δούμε και το άλλο
μισό του κόσμου.