Νύχτωσε.
Άρχισε πάλι ψύχρα. Το χαρτόκουτο μούλιασε από τις βροχές. Πρέπει να το αλλάξω.
Ίσως ν’ αλλάξω και στέκι. Εδώ κάτω απ’ τη γέφυρα κάνει ρεύμα. Mαζεύτηκαν κι όλα τα λασπόνερα. Βρωμάει μούχλα και σαπίλα.
Στο
σλίπιγκ-μπάγκ που μάζεψα τις προάλλες από τα σκουπίδια – τεφαρίκι πράμα - ήρθαν
και κατούρησαν κάτι κοπρόσκυλα. Μια χαρά θα έβγαζα το χειμώνα αλλά… τι τα θες.
Δυο λεπτά να μπεις εκεί μέσα κάνεις εμετό από τη μυρωδιά.
Έχω
να φάω πέντε μέρες. Όχι πως αν έκανα μια γύρα δε θα ‘βρισκα. Αυτός ο κωλόβηχας
όμως δε λέει να μ΄ αφήσει. Ένα μήνα γκούχου-γκούχου σα το χτικιό. Τελευταία δε
μπορώ να πάρω τα πόδια μου. Πρέπει να έχω και πυρετό.
Να
πας στα συσσίτια της εκκλησίας. Εκεί τρώνε καλά. Έτσι μου ‘λεγε ο γείτονας
απέναντι. Τον μάζεψαν πριν καμιά δεκαριά μέρες. Ξύπνησα ένα πρωί κεφάτος. Πάμε
εδώ στη μπουγάτσα να σε κεράσω καφέ του είπα. Βρήκα χθες στο δρόμο ένα
πεντάευρω. Δεν απάντησε. Πλησίασα. Παγωμένος και κίτρινος. Δεν τον έψαξε
κανείς.
Θέλω
να κάνω ένα ζεστό μπάνιο. Μ΄ εκείνο το αφρόλουτρο που μυρίζει άνθη κερασιάς. Να
γεμίσω τη μπανιέρα ως επάνω και να ρίξω μέσα το μισό μπουκάλι. Να μουλιάζω για
καμιά ώρα. Να παπουδιάσουν τα χέρια μου. Κι ο καθρέφτης του μπάνιου να γεμίσει
υδρατμούς.
Όταν
ήμουν μικρός έγραφα πάνω στον καθρέφτη το όνομα της Ελένης και ζωγράφιζα
καρδούλες. Η μάνα θύμωνε, γιατί έκανα δαχτυλιές. Έπαιζα και με τον αφρό που
ξεχείλιζε από το σιφόνι. Τον πατούσα με τα χέρια μου και πεταγόταν μικρές
άσπρες μπαλίτσες τριγύρω. Η μάνα πάλι γκρίνιαζε. Όλες τις βρωμιές.
Πριν
φύγω από το σπίτι μάζεψα κάτι βιβλία. Σοβαρή προίκα μουρμούριζαν οι γείτονες.
Τα έχει χάσει μάλλον ο καημένος, άκουσα την κυρία από το περίπτερο. Έπραξα όμως
σοφά. Τα βράδια, άμα δεν έχω παρέα να πω μια κουβέντα, βγάζω έναν παλιό φακό
και διαβάζω.
«Ο τελευταίος χορός» της Victoria Hislop, το αγαπημένο της. Αυτή ήταν και η τελευταία της επιθυμία. Στο
νοσοκομείο. Λίγο πριν πεθάνει. Να χορέψουμε. Δεν ξέρω καθόλου να χορεύω. Της
έκανα τη χάρη.
Τη
λάτρευα τη γυναίκα μου. Μαζί από το Πανεπιστήμιο. Παιδιά δυστυχώς δεν είχαμε.
Όταν μάθαμε για τον καρκίνο, εκείνη αντέδρασε ψύχραιμα. Θα το παλέψουμε.
Πούλησα
κάτι χωράφια της μάνας μου. «Σκότωσα» το εξοχικό στη Χαλκιδική. Έδωσα το καλό
μου αμάξι για ψίχουλα και κράτησα το μικρό. Όλες οι οικονομίες πήγαν στις
χημειοθεραπείες και στα φακελάκια των γιατρών. Ήμουν αποφασισμένος να την
κρατήσω κοντά μου. Να τα βάλω με το Χάρο. Υποθήκευσα και το σπίτι για ένα
δάνειο από την τράπεζα. Θα την πήγαινα Αγγλία.
Για
τη δουλειά; Ούτε λόγος. Είχα να πατήσω έξι μήνες. Με απέλυσαν. Δε μ΄ ένοιαξε
καθόλου. Δε μ’ ένοιαζε τίποτε άλλο. Μόνο εκείνη. Να μείνει κοντά μου. Όμως δεν
τα κατάφερα. Ανίκητος αυτός ο θάνατος. Όποιος και να παλέψει μαζί του χάνει.
Άνοιξε
το βιβλίο της Hislop στον τελευταίο χορό. Διάβασε καμιά
δυο σελίδες. Τον πήρε ο ύπνος με το βιβλίο αγκαλιά. Δεν πάλεψε καθόλου με το
Χάρο. Του παραδόθηκε αμαχητί. Πήγε να τη βρει.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΤΑΝΙΔΟΥ