Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

Αντιγόνη- Α΄επεισόδιο

Α’ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
Στιχ. 162-279
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ


Στ. 162-210: Ο Κρέοντας παρουσιάζεται στους θεατές με μια μεγαλόπρεπη και εντυπωσιακή είσοδο. Η παρουσίαση αυτή είναι εσκεμμένη, ώστε να αρχίσει να διαφαίνεται η υπέρβαση του μέτρου, η ύβρη, και να προετοιμαστεί έτσι η πτώση και η τιμωρία. Ο Κρέοντας αρχίζει μια σειρά από απόλυτες και μεγαλόσχημες εξαγγελίες, που φανερώνουν την επιπολαιότητα και τον εγωισμό του.

Η πρώτη του ρήση αφορά τις προγραμματικές πολιτικές του δηλώσεις που έχουν την εξής διάταξη:

α) δικαιολόγηση της σύγκλησης της γερουσίας: ο σεβασμός προς τον εκάστοτε άρχοντα.

β) πολιτική θέση Κρέοντα: νέος βασιλιάς.

γ) απόψείς για σωστή διακυβέρνηση.

i.ο άρχοντας πρέπει να παίρνει σωστές αποφάσεις για την πόλη και να έχει παρρησία.

ii δεν πρέπει να θεωρεί κανένα φίλο ανώτερο από την πατρίδα.

δ) θεωρητική εφαρμογή των απόψεων αυτών:

i.δε φοβάται να μιλήσει όταν πρόκειται για τη σωτηρία της πατρίδας

ii. δε θα θεωρούσε φίλο κάποιον εχθρό της πατρίδας.

iii.οι γνήσιοι φίλοι αποκτώνται, όταν η πατρίδα ευδαιμονεί.

ε) πρακτική εφαρμογή των απόψεων αυτών:

i.ο Ετεοκλής, ως υπερασπιστής της πόλης, θα ταφεί με τιμές.

ii.ο Πολυνείκης, ως εχθρός της πατρίδας, δε θα ταφεί.

στ) τελική αιτιολόγηση της απόφασής του

i.οι άδικοι δε μπορεί να απολαμβάνουν τις ίδιες τιμές με τους δίκαιους.

ii.οι φίλοι της πόλης θα τιμώνται ζωντανοί και νεκροί.

Στ. 166-174: Στο σημείο αυτό ο νέος βασιλιάς υπογραμμίζει: α) την αφοσίωση των μελών του Χορού στον οίκο του Λάιου και β) τη νομιμότητα της εξουσίας του. Φαίνεται ότι ο Κρέων δεν εμπιστεύεται το Χορό και προσπαθεί να πετύχει την αναγνώρισή του και την εξασφάλιση ενός σεβασμού και μιας αφοσίωσης όμοιας μ’ αυτήν που περιέγραψε παραπάνω.

Στ. 177: Κοινός τόπος στην αρχαία Ελληνική πολιτική σκέψη είναι η αντίληψη ότι οι ικανότητες, ο χαρακτήρας και οι διαθέσεις του ηγεμόνα δοκιμάζονται και αποκαλύπτονται στον τρόπο που ασκεί την εξουσία. Επειδή ο Κρέοντας δεν έχει δοκιμαστεί ακόμα στην εξουσία, η φράση υποκρύπτει για τους θεατές κάποια ειρωνεία.

Στ. 184-191: Ο Κρέων δείχνει συνέπεια χαρακτήρα. Παρουσιάζεται θεοσεβής, καθώς επικαλείται ως μάρτυρα της αλήθειας των λόγων του Δία. Ενδιαφέρεται κυρίως για την πατρίδα και τη σωτηρία της. Εκφράζει το κοινωνικό και πολιτικό ιδεώδες που επικρατούσε στην Αθήνα την εποχή που παρουσιάστηκε η τραγωδία. Φαίνεται συνετός και ιεραρχεί σωστά τις διάφορες αξίες. Θεωρεί την πατρίδα ως το πολυτιμότερο αγαθό. Η συλλογιστική και η φιλοσοφία του είναι απόλυτα ορθές. Όμως η πρώτη πολιτική του πράξη και απόφαση δεν είναι σωστή, καθώς επιβάλλει ένα νόμο-διάταγμα που έρχεται σε αντίθεση με τον ανθρωπισμό και το άγραφο θεϊκό δίκαιο. Αυτό κλονίζει τη διακηρυγμένη θεοσεβεία του. Σ’ αυτό το σημείο ανατρέπεται η συλλογική του και η αξιοπιστία των προγραμματικών του δηλώσεων.

Στ. 196-206: Στο σημείο αυτό επαναλαμβάνεται το διάταγμα παρ’ όλο που είναι ήδη γνωστό στους θεατές. Αυτό συμβαίνει: α) για να τηρηθεί η συνέπεια στον κανόνα της προοικονομίας των σκηνών, καθώς η Αντιγόνη είχε προετοιμάσει αυτή τη σκηνή και β) για να πληροφορηθεί και ο Χορός το περιεχόμενό του. Σαν νέο στοιχείο προστίθεται εδώ το σκεπτικό πάνω στο οποίο ο Κρέων στηρίζει τις διαμετρικά αντίθετες αποφάσεις που πήρε για τα δύο αδέλφια. Επίσης ο Κρέων παραλείπει ένα ουσιαστικό στοιχείο: την προβλεπόμενη ποινή.

Ο Κρέων στηρίζει την απόφασή του στο συλλογισμό ότι ο Πολυνείκης είναι προδότης. Διαπράττει όμως σφάλμα, γιατί αποδίδει προθέσεις σ’ αυτόν που δεν είχε και πιστεύει πως έχει το δικαίωμα να στερήσει την ταφή από έναν άνθρωπο, έστω κι αν αυτός είναι προδότης.

Για να δικαιολογήσει την απόφασή του ο Κρέοντας χρησιμοποιεί ένα τέχνασμα. Υποστηρίζει ότι δεν πρέπει ο προδότης να τιμηθεί όπως ο υπερασπιστής της πατρίδας, γιατί η εξίσωση συνιστά αδικία σε βάρος του αγαθού. Κανείς όμως δεν είχε την απαίτηση να προσφερθούν οι ίδιες τιμές και στους δύο αδελφούς. Μπορούσε απλώς να γίνει μια τυπική ταφή έξω από τα σύνορα της Θήβας. Αυτό επέβαλλαν οι άγραφοι νόμοι. Ο Κρέων δεν καταλαβαίνει ότι η δικαιοδοσία του έχει κάποια όρια και ότι οι νεκροί δεν ανήκαν στη δικαιοδοσία της πολιτείας.

Η διαταγή του Κρέοντα θα αποτελέσει κριτήριο πολιτικής αφοσίωσης. Όσοι από τους Θηβαίους τολμήσουν να την παραβούν θα είναι εχθροί της πόλης, άρα πολιτικοί αντίπαλοι και υπονομευτές της εξουσίας του Κρέοντα.

Στ. 211-214: Ο Χορός δίνει απόλυτο χαρακτήρα στην εξουσία του μονάρχη. Αυτό μας κάνει να σκεφτόμαστε ότι ο Χορός δεν πιστεύει όσα λέει, γιατί κανένας συνετός άνθρωπος δε θα αναγνώριζε την εξουσία ενός επίγειου μονάρχη πέραν αυτού του κόσμου, δηλαδή στους νεκρούς. Διαφαίνεται στα λόγια, λοιπόν, του Χορού μια ειρωνεία. Φαίνεται ότι ο Χορός έχει τις επιφυλάξεις του για την ορθότητα της διαταγής του Κρέοντα, καθώς υποδηλώνει ότι άλλοι ενδέχεται να έχουν διαφορετική άποψη για το θέμα αυτό. Τα λόγια του Χορού αποτελούν μια διπλωματική απάντηση, η οποία ενέχει έμμεση αποδοκιμασία. Η υποταγή του Χορού στον Κρέοντα προβάλλει έμμεσα το φόβο που νιώθει ο πρώτος απέναντι στο δεύτερο και τον αυταρχικό κι εξουσιαστικό χαρακτήρα του δεύτερου.

Στ. 216: Ο ποιητής σκόπιμα παρουσιάζει το Χορό να παρανοεί την προτροπή του Κρέοντα και να νομίζει ότι του αναθέτει τη φύλαξη του νεκρού. Αυτή η παρανόηση του Χορού και η διευκρίνιση του Κρέοντα αποτελούν στοιχεία δραματουργικής τεχνικής που προοικονομούν και δικαιολογούν την είσοδο του φύλακα και ταυτόχρονα δίνουν την αφορμή για να παρουσιάσει ο Κρέων τις υποψίες του για τους δράστες της ταφής και τα ιδιοτελής τους κίνητρα αυξάνοντας έτσι το ενδιαφέρον των θεατών. Από την άλλη η υπεκφυγή του Χορού υποδηλώνει ότι δεν είναι απόλυτα σύμφωνος με τις σχετικές διαταγές του Κρέοντα.

Στ. 220: Ο Χορός στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε ή να δεχτεί την πρόταση του Κρέοντα και να τον στηρίξει ή να την απορρίψει και να εκδηλώσει ξεκάθαρα την αντίθεση του ή να τη συζητήσει. Ο ποιητής όμως δεν τον βάζει να κάνει τίποτε απ’ αυτά. Στην πρώτη περίπτωση ο Χορός δεν θα μπορούσε να συμφωνήσει με έναν τύραννο και υποστηρίξει μια λανθασμένη απόφαση. Στην δεύτερη περίπτωση ο Κρέων θα οργιζόταν και θα ακολουθούσε μια σύγκρουση με το Χορό, ο οποίος θα έπρεπε να δικαιολογηθεί παραβιάζοντας το λειτουργικό του ρόλο μέσα στην τραγωδία. Παράλληλα θα μείωνε το ρόλο της Αντιγόνης και θα την εμπόδιζε να φτάσει στο ύψος στο οποίο τελικά φτάνει όταν συγκρίνεται με τον Κρέοντα. Ο Χορός λοιπόν παρουσιάζεται να απαντά με αινιγματικό τρόπο, λέγοντας πως δεν είναι κανένας τόσο ανόητος που να θέλει να πεθάνει.

Όπως συμπεραίνουμε από το εύθυμο τραγούδι της Παρόδου και από την απορία που εξέφρασε ο Χορός για το λόγο της ειδικής πρόσκλησής του, δε γνωρίζει το διάταγμα ούτε την ποινή που προβλέπεται. Η υπόθεση που κάνει εδώ ο Χορός για την ποινή εξυπηρετεί το έργο με τρεις τρόπους: α) αποκαλύπτει πως κίνητρο της συμπεριφοράς του Χορού είναι ο φόβος της εξουσίας του Κρέοντα, β) φωτίζει τον τυραννικό και αυταρχικό χαρακτήρα του Κρέοντα και γ) προοικονομεί τη στάση παθητικότητας και αδράνειας που θα τηρήσει ο Χορός στη συνέχεια.

Γενικότερα, ο Χορός από την αρχή βρίσκεται σε ένα δίλημμα που προδίδει σ’ αυτόν κάποια τραγικότητα και τον κάνει να αποκαλύπτεται ως χαρακτήρας. Ταλαντεύεται, λοιπόν, ανάμεσα στην αφοσίωση του προς τον Πολυνείκη, κάτι όμως που θα τον οδηγήσει στην τιμωρία, και στην υποστήριξή του προς τον Κρέοντα, κάτι που θα αποτελέσει προδοσία των δεσμών του με την οικογένεια του Οιδίποδα.

Ο Χορός, πάντως, διαφωνεί με την απόφαση του Κρέοντα και αυτό φαίνεται από τα εξής:

α) δεν υποστηρίζει ανοιχτά και ξεκάθαρα τον νέο άρχοντα

β) απορρίπτει με διπλωματικό τρόπο τις προτάσεις συνεργασίας

γ) μιλά με ύφος τυπικό και ψυχρό

δ) αφήνει να φανεί ότι κίνητρο της παθητικότητάς του είναι ο φόβος.

Στ. 223-236: Ο φύλακας τονίζει το δίλημμα που τον ταλαιπώρησε με τους εξής τρόπους:

i.χρησιμοποιεί ένα ζωντανό εσωτερικό διάλογο με τη ψυχή του

ii.παρεμβάλλει έναν ευθύ λόγο γεμάτο με χαρακτηριστικές ερωτήσεις

iii.χρησιμοποιεί απλό και κοφτό λόγο που στηρίζεται πάνω σε μια βασική αντίθεση: «χωριεις» – «μένεις»

Στ.239: Με μια συσσώρευση αρνήσεων ο φύλακας προσπαθεί να απαλλάξει τον εαυτό του από κάθε ευθύνη. Δηλώνει κατηγορηματικά ότι δε γνωρίζει το δράστη και ότι ο ίδιος δεν είναι ο δράστης. Συμπεραίνει λοιπόν μόνος του ότι θα ήταν άδικο να τιμωρηθεί.

Στ. 249-278: Στους στίχους αυτούς έχουμε τη δεύτερη ρήση του φύλακα, όπου γίνεται η περιγραφή των γεγονότων. Έτσι δίνονται:

α) τα εξωτερικά στοιχεία του τόπου: κανένα ίχνος ούτε από εκσκαφή χώματος ούτε από δράστη.

β) τα χρονικά δεδομένα παρανομίας: η ανακάλυψη του εγκλήματος έγινε νωρίς το πρωί, επομένως η πράξη έγινε πριν χαράξει.

γ) οι λεπτομέρειες της ταφής: όχι τύμβος, αλλά κάλυψη με σκόνη.

δ) ο αποκλεισμός πιθανών υπαίτιων της ταφής: i. δεν υπάρχου ίχνη ζώων και ii. οι φύλακες αρνούνται ότι είναι οι δράστες.

ε) η υποχρέωση ανακοίνωσης των νέων στο βασιλιά: με κλήρο ορίστηκε ο συγκεκριμένος φύλακας.

στ) η αιτιολόγηση της αθυμίας του να παρουσιαστεί στο βασιλιά: με γνωμικό: κανείς δεν αγαπά τον μαντατοφόρο κακών ειδήσεων.

Στ. 251: Ο φύλακας δηλώνει ότι δεν υπήρχαν ίχνη από τροχούς. Το γεγονός αυτό θα έπρεπε να δημιουργήσει στον Κρέοντα την υποψία ότι ο δράστης μάλλον είναι γυναίκα, καθώς οι γυναίκες δεν οδηγούν άρματα· και εφόσον οι γυναίκες συγγενείς είναι επιφορτισμένες με το έργο της ταφής, οι πιθανοί ύποπτοι περιορίζονται στην Αντιγόνη και την Ισμήνη. Ο Κρέων όμως δε μπορεί να σκεφτεί ότι μια γυναίκα θα έδειχνε τέτοια τόλμη.

Στ. 256: Σύμφωνα με τα έθιμα εκείνης της εποχής, όποιος έβλεπε άταφο νεκρό και δεν έριχνε πάνω του σκόνη θεωρούνταν εναγής, δηλαδή μιασμένος. Αυτό δηλώνει ότι ο λαός θεωρεί την ταφή του νεκρού πράξη ιερή και υποχρεωτική. Επομένως, έμμεσα αποδοκιμάζεται το κήρυγμα του Κρέοντα.

Στ. 264: Παρουσιάζονται εδώ δύο είδη θεοδικίας ή θεοκρισίας, με τα οποία απονεμόταν το δίκαιο στις αρχαίες κοινωνίες. Οι άνθρωποι πίστευαν ότι ο θεός δε μπορεί να αφήσει τον αγνό και τον αθώο να καεί ή να πεθάνει, επομένως όποιος άντεχε αυτές τις δοκιμασίες ήταν αθώος.

Στ. 278-279: Σημαντικοί στίχοι για την ερμηνεία του έργου, γιατί ο συλλογισμός στον οποίο οδηγούν ενισχύει την υπόνοια του Κρέοντα ότι η πράξη της ταφής είναι έργο των πολιτών του αντιπάλου και ανεβάζουν τη δραματική ένταση.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Κρέοντας: O αρχηγός του κράτους παρουσιάζεται θεοσεβής, εφόσον αποδίδει στους θεούς τη νίκη των Θηβαίων. Στη συνέχεια εκθέτει τις διοικητικές αρχές που θα εφαρμόσει κατά την άσκηση της εξουσίας του. Παρουσιάζεται φιλόπατρις και γενναίος άντρας. Θέλει να προετοιμάσει ψυχολογικά το λαό για το διάταγμά του το οποίο είναι σύμφωνο με το δίκαιο της εποχής. Διαφαίνεται ο εγωισμός του με την χρήση της αντωνυμίας ε γ ω. Είναι απόλυτος και φαίνεται αποφασιστικός.


Ο φύλακας παρουσιάζεται και εδώ ένας απλοϊκός τύπος που μέλημά του είναι μόνο να σώσει τη ζωή του. Γνωρίζει το δίκιο αλλά η ταπεινή θέση του, τον κάνει να υιοθετεί στάση δειλή και συνεσταλμένη για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του. Προς το τέλος όμως, πετά κάποιες κουβέντες που δείχνουν ότι αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει. Διακρίνεται μια αυθάδεια όταν σχολιάζει φλύαρα τη συναισθηματική κατάσταση του βασιλιά. Στο τέλος δηλώνει πως δεν πρόκειται να επιστρέψει ακόμα κι αν βρεθεί ο δράστης της ταφής.

πηγή:blogs.sch.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου