ΕΝΟΤΗΤΑ 11η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ-ΣΧΟΛΙΑ
«Η ΠΟΛΗ ΕΙΝΑΙ Η ΤΕΛΕΙΟΤΕΡΗ ΜΟΡΦΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ»
Επειδή βλέπουμε ότι η κάθε πόλη είναι ένα είδος κοινότητας και ότι κάθε κοινότητα έχει συσταθεί για την επίτευξη κάποιου αγαθού (πράγματι όλοι κάνουν τα πάντα για χάρη εκείνου που το θεωρούν καλό), είναι φανερό ότι όλες τους επιδιώκουν κάποιο αγαθό και, φυσικά, αυτή που είναι ανώτερη απ’ όλες και κλείνει μέσα της όλες τις άλλες επιδιώκει το ανώτερο απ’ όλα τα αγαθά. Αυτή είναι η λεγόμενη πόλη και η πολιτική κοινωνία.
ΟΙ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
«Ἐπειδὴ ὁρῶμεν» → εμπειρική παρατήρηση της
αντικειμενικής πραγματικότητας και κυρίως έμφαση στο «δεχόμαστε ότι…. θεωρούμε
ως δεδομένο ότι…»
Η «πόλις»,
εξάλλου, είναι μια ειδικότερη μορφή κοινότητας με ορισμένα πρόσθετα γνωρίσματα
που συνιστούν την ειδοποιό διαφορά της. Είναι
πολιτικά οργανωμένη, αυτόνομη και ανεξάρτητη και χαρακτηρίζεται από κοινό για
όλους του πολίτες της τρόπο διακυβέρνησης. Οι τελευταίοι έχουν τα ίδια δικαιώματα
και τις ίδιες υποχρεώσεις, μετέχουν στις ίδιες λατρευτικές εκδηλώσεις και
βιώνουν την κοινή πολιτιστική παράδοση. Επιπλέον, η «πόλις» είναι κυρίαρχη
πολιτική οντότητα μέσα σε συγκεκριμένα γεωγραφικά όρια. ΚΑΤΣΙΜΑΝΗΣ
«καὶ πᾶσαν κοινωνίαν συνεστηκυῖαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν» → κάθε μορφή συμβιωτικής κοινότητας κατευθύνεται προς κάποιο αγαθό. (2η Προκείμενη)
«(τοῦ γὰρ εἶναι… πράττουσι πάντες)» → κάθε πράξη του ανθρώπου είναι εξ ορισμού σκόπιμη. Κάθε πράξη αποβλέπει σε κάποιο αγαθό, φαινομενικό ή πραγματικό, καθώς οποιαδήποτε πράξη γίνεται για κάποιο σκοπό / αγαθό, που επιδιώκουμε να προέλθει από τη μεταβολή που προκαλεί η πράξη μας. Δεν υπάρχει κοινωνική συμβίωση χωρίς κοινή επιδίωξη.
δῆλόν (ἐστι) → Αρχή συμπεράσματος
Αυτό συμβαίνει γιατί οι
διάφορες κοινωνίες επιδιώκουν την ικανοποίηση επιμέρους συμφερόντων: οι
ναυτικοί, για παράδειγμα, πασχίζουν να πετύχουν οικονομικό κέρδος και οι
συστρατιώτες να κατακτήσουν τη νίκη ή να αποκομίσουν λάφυρα. Μόνο η πολιτική κοινότητα, η «πόλις», έχει
τάξει ως σκοπό της το γενικό συμφέρον που συμπίπτει με την ευδαιμονία όλων ανεξαιρέτως
των πολιτών και αυτό ακριβώς επιδιώκουν οι νομοθέτες, όταν λένε ότι δίκαιο
είναι αυτό που ωφελεί το σύνολο («τούτου γάρ και οι νομοθέται στοχάζονται, και
δίκαιον φασιν είναι το κοινή συμφέρον».
Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στις άλλες μορφές συμβίωσης και στην πόλη είναι ποιοτική (κυριωτάτη), ποσοτική (περιέχουσα) και ανώτερου σκοπού, καθώς ο υπέρτατος σκοπός της πόλης υπερβαίνει τους επιμέρους σκοπούς των μορίων (=υποσυνόλων) της πολιτικής κοινωνίας. Με τη φράση «κυριωτάτου πάντων» ο Αριστοτέλης εννοεί το υπέρτατο αγαθό στο οποίο αποβλέπει η «πόλις», δηλαδή την ευδαιμονία του συνόλου των πολιτών.
1η προκείμενη: η πόλη-κράτος είναι μια κοινωνία - μορφή κοινωνικής συνύπαρξης
«πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινὰ οὖσαν»
2η προκείμενη: κάθε κοινωνία - μορφή κοινωνικής συνύπαρξης αποβλέπει σε ένα αγαθό
«πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν»
Συμπέρασμα: (προκύπτει από τα παραπάνω) κάθε πόλη έχει συγκροτηθεί με σκοπό την επίτευξη κάποιου αγαθού
Το δεύτερο μέρος του συμπεράσματος ότι η πόλη-κράτος είναι ανώτερη μορφή κοινωνίας που αποβλέπει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά συνάγεται από έναν δεύτερο παραγωγικό συλλογισμό που υπονοείται.
1η προκείμενη: κάθε κοινωνία - μορφή κοινωνικής συνύπαρξης αποβλέπει σε ένα αγαθό
«πᾶσαι μὲν ἀγαθοῦ τινος στοχάζονται»
2η προκείμενη: η πόλη-κράτος είναι ανώτερη μορφή κοινωνικής συνύπαρξης, γιατί εμπεριέχει όλες τις άλλες μορφές κοινωνίας
«ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας»
Συμπέρασμα: η πόλη-κράτος αποβλέπει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά
Απόψεις του Πρωταγόρα, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη για τη συγκρότηση της πόλης.
Η θέση του Αριστοτέλη για τη συγκρότηση της πόλης διαφοροποιείται από τις θέσεις του Πρωταγόρα και του Πλάτωνα. Πιο συγκεκριμένα, άποψη του Πρωταγόρα, στον ομώνυμο διάλογο που διδαχτήκαμε, είναι ότι οι πόλεις δημιουργήθηκαν «νόμῳ», από την ανάγκη δηλαδή των ανθρώπων να προστατευτούν από τα άγρια θηρία και να επιβιώσουν. Ο Πλάτωνας υποστήριζε ότι οι πόλεις δημιουργήθηκαν, επειδή οι άνθρωποι δεν είχαν αυτάρκεια και ένιωθαν την ανάγκη να βοηθούν ο ένας τον άλλον. Ο Αριστοτέλης, από την άλλη, θεωρούσε ότι οι πόλεις δημιουργήθηκαν από την έμφυτη τάση των ανθρώπων να συνυπάρχουν με άλλους ανθρώπους σε κοινωνίες οργανωμένες με πολίτευμα, θεσμούς και νόμους (ο άνθρωπος είναι «φύσει ζῷον πολιτικόν»).
«Η ΠΟΛΗ ΕΙΝΑΙ Η ΤΕΛΕΙΟΤΕΡΗ ΜΟΡΦΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ»
Επειδή βλέπουμε ότι η κάθε πόλη είναι ένα είδος κοινότητας και ότι κάθε κοινότητα έχει συσταθεί για την επίτευξη κάποιου αγαθού (πράγματι όλοι κάνουν τα πάντα για χάρη εκείνου που το θεωρούν καλό), είναι φανερό ότι όλες τους επιδιώκουν κάποιο αγαθό και, φυσικά, αυτή που είναι ανώτερη απ’ όλες και κλείνει μέσα της όλες τις άλλες επιδιώκει το ανώτερο απ’ όλα τα αγαθά. Αυτή είναι η λεγόμενη πόλη και η πολιτική κοινωνία.
«πᾶσαν πόλιν οὖσαν κοινωνίαν τινὰ» → κάθε
σύνολο οργανωμένο που διαθέτει αυτονομία, αυτάρκεια, ελευθερία και σύνταγμα (=πᾶσαν πόλιν) είναι οπωσδήποτε κάποια συγκεκριμένη μορφή συνύπαρξης. (1η Προκείμενη)
Λέγοντας «κοινωνία»,
ο Αριστοτέλης εννοεί «επικοινωνία» και «κοινότητα», έχει εννοιολογικό
περιεχόμενο κοινωνικό και ηθικό. «Κοινότητα» (από το «κοινός») σημαίνει,
ταυτόχρονα, «αυτό που ανήκει σε όλους», «αυτό, στο οποίο συμμετέχουν όλοι» και
«αυτό, στο πλαίσιο του οποίου όλοι επικοινωνούν με όλους». Πρόκειται για ομάδα ανθρώπων με κοινά συμφέροντα,
κοινώς αποδεκτούς νόμους που διέπουν τις μεταξύ τους σχέσεις, διαρκή ανταλλαγή
εξυπηρετήσεων μέσω των οικονομικών συναλλαγών και του καταμερισμού της
εργασίας, μόνιμη επικοινωνία σε προσωπικό επίπεδο και, προπάντων, δεσμούς
συνεργασίας, αλληλεγγύης και φιλίας. ΚΑΤΣΙΜΑΝΗΣ
«(τοῦ γὰρ εἶναι… πράττουσι πάντες)» → κάθε πράξη του ανθρώπου είναι εξ ορισμού σκόπιμη. Κάθε πράξη αποβλέπει σε κάποιο αγαθό, φαινομενικό ή πραγματικό, καθώς οποιαδήποτε πράξη γίνεται για κάποιο σκοπό / αγαθό, που επιδιώκουμε να προέλθει από τη μεταβολή που προκαλεί η πράξη μας. Δεν υπάρχει κοινωνική συμβίωση χωρίς κοινή επιδίωξη.
«ὡς πᾶσαι μὲν ἀγαθοῦ τινος στοχάζονται» → τα κοινωνικά
υποσύνολα οφείλουν την ύπαρξή τους και τη συνοχή τους στο «ειδικό αγαθό» που
επιδιώκουν.
«μάλιστα δὲ καὶ τοῦ κυριωτάτου πάντων (στοχάζεται)» → στο πιο σπουδαίο αγαθό
αποβλέπει η πιο σπουδαία συμβιωτική κοινότητα
«ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας» →( 3η Προκείμενη) διατυπώνεται μια αναλογία ανάμεσα στη σειρά ιεράρχησης των συμβιωτικών κοινωνιών και στην ιεραρχημένη σειρά «αγαθών» που αυτές επιδιώκουν. Η πόλη είναι η αξιολογικά υπέρτερη «κοινωνία» σε σχέση με όλες τις άλλες. Αν, λοιπόν, οι υπόλοιπες επιδιώκουν κάποιο αγαθό, η πόλη, ως η ανώτερη από όλες ανεξαιρέτως τις άλλες, επιδιώκει το υπέρτατο αγαθό. Η σύνδεση του «πάσας περιέχουσα» με το «πασών κυριωτάτη» υποδηλώνει αναμφισβήτητα σαφή αξιολογική υπεροχή της πόλης έναντι των άλλων «κοινωνιών».
«ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας» →( 3η Προκείμενη) διατυπώνεται μια αναλογία ανάμεσα στη σειρά ιεράρχησης των συμβιωτικών κοινωνιών και στην ιεραρχημένη σειρά «αγαθών» που αυτές επιδιώκουν. Η πόλη είναι η αξιολογικά υπέρτερη «κοινωνία» σε σχέση με όλες τις άλλες. Αν, λοιπόν, οι υπόλοιπες επιδιώκουν κάποιο αγαθό, η πόλη, ως η ανώτερη από όλες ανεξαιρέτως τις άλλες, επιδιώκει το υπέρτατο αγαθό. Η σύνδεση του «πάσας περιέχουσα» με το «πασών κυριωτάτη» υποδηλώνει αναμφισβήτητα σαφή αξιολογική υπεροχή της πόλης έναντι των άλλων «κοινωνιών».
Το ανώτερο αγαθό στο οποίο στοχεύει η «πόλις»: η
ευδαιμονία και η ειδοποιός διαφορά:
καὶ τοῦ κυριωτάτου πάντων ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας
Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στις άλλες μορφές συμβίωσης και στην πόλη είναι ποιοτική (κυριωτάτη), ποσοτική (περιέχουσα) και ανώτερου σκοπού, καθώς ο υπέρτατος σκοπός της πόλης υπερβαίνει τους επιμέρους σκοπούς των μορίων (=υποσυνόλων) της πολιτικής κοινωνίας. Με τη φράση «κυριωτάτου πάντων» ο Αριστοτέλης εννοεί το υπέρτατο αγαθό στο οποίο αποβλέπει η «πόλις», δηλαδή την ευδαιμονία του συνόλου των πολιτών.
Σύμφωνα
με τον Αριστοτέλη, η ευδαιμονία δεν είναι κατάσταση, αλλά διαρκής ενέργεια της
ψυχής με τους κανόνες της τέλειας αρετής, άρα ο όρος «εὐδαιμονία» αφορά τον ηθικό βίο του ανθρώπου.
Αρχικά, χρησιμοποιεί παραγωγικό
συλλογισμό, για να αποδείξει ότι η «πόλις» είναι μια μορφή κοινωνικής
συνύπαρξης που αποβλέπει σε ένα αγαθό.1η προκείμενη: η πόλη-κράτος είναι μια κοινωνία - μορφή κοινωνικής συνύπαρξης
«πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινὰ οὖσαν»
2η προκείμενη: κάθε κοινωνία - μορφή κοινωνικής συνύπαρξης αποβλέπει σε ένα αγαθό
«πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν»
Συμπέρασμα: (προκύπτει από τα παραπάνω) κάθε πόλη έχει συγκροτηθεί με σκοπό την επίτευξη κάποιου αγαθού
Το δεύτερο μέρος του συμπεράσματος ότι η πόλη-κράτος είναι ανώτερη μορφή κοινωνίας που αποβλέπει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά συνάγεται από έναν δεύτερο παραγωγικό συλλογισμό που υπονοείται.
1η προκείμενη: κάθε κοινωνία - μορφή κοινωνικής συνύπαρξης αποβλέπει σε ένα αγαθό
«πᾶσαι μὲν ἀγαθοῦ τινος στοχάζονται»
2η προκείμενη: η πόλη-κράτος είναι ανώτερη μορφή κοινωνικής συνύπαρξης, γιατί εμπεριέχει όλες τις άλλες μορφές κοινωνίας
«ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας»
Συμπέρασμα: η πόλη-κράτος αποβλέπει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά
«τοῦ κυριωτάτου πάντων»
Απόψεις του Πρωταγόρα, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη για τη συγκρότηση της πόλης.
Η θέση του Αριστοτέλη για τη συγκρότηση της πόλης διαφοροποιείται από τις θέσεις του Πρωταγόρα και του Πλάτωνα. Πιο συγκεκριμένα, άποψη του Πρωταγόρα, στον ομώνυμο διάλογο που διδαχτήκαμε, είναι ότι οι πόλεις δημιουργήθηκαν «νόμῳ», από την ανάγκη δηλαδή των ανθρώπων να προστατευτούν από τα άγρια θηρία και να επιβιώσουν. Ο Πλάτωνας υποστήριζε ότι οι πόλεις δημιουργήθηκαν, επειδή οι άνθρωποι δεν είχαν αυτάρκεια και ένιωθαν την ανάγκη να βοηθούν ο ένας τον άλλον. Ο Αριστοτέλης, από την άλλη, θεωρούσε ότι οι πόλεις δημιουργήθηκαν από την έμφυτη τάση των ανθρώπων να συνυπάρχουν με άλλους ανθρώπους σε κοινωνίες οργανωμένες με πολίτευμα, θεσμούς και νόμους (ο άνθρωπος είναι «φύσει ζῷον πολιτικόν»).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου