Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

Γράφοντας ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο

Ένας ευσεβής πόθος που έγινε πραγματικότητα.
Βασισμένο σε αληθινή ιστορία!

Η κληρονομιά της αγάπης
Μια ιστορία θα σας πω για ένα παλικάρι
που΄ταν ψηλός λεβεντονιός κι έπαιζε το δοξάρι.
Μιαν  κοπελιάν αγάπησε, Μαρία την ελέγαν
που για την ομορφάδα της τα παλικάρια κλαίγαν.
Μια μέρα που΄ταν για βοσκή τα γίδια του να βγάλει                   5
την είδε ξάφνου στο στρατί αφράτη να προβάλει.
Την ερωτεύτηκε με μιας  για τα γαλάζια μάτια,
που  μόλις τον εκοίταξαν, τον έκαναν κομμάτια.
Γυρίζει σπίτι του γοργά, τη μάνα του απαντάει
τον πόνο του της μολογά κι όλο ψιλορωτάει:                              10
«Για πες μου μάνα, το Μαριώ, του Θύμιου η θυγατέρα,
είναι με κάνα χωριανό για να περάσει βέρα;
Αν όχι, στείλε προξενιό, γυναίκα να την κάμω
μέχρι την άλλη Κυριακή να ετοιμάσεις γάμο.»
Kι η μάνα του η καψερή στέλνει την προξενήτρα ,                     15
τη Φρόσω του κυρ- Κωσταντή  που ήταν δεινή κεντήτρα.
Κι έφτασε εκείνη αχάραγα να φέρει το μαντάτο
να κανονίσει στέφανα, να φάει και μαντολάτο.
Όμως  η όμορφη Μαριώ   άντρα της δεν τον κάνει                             
ούτε θε να τον παντρευτεί, ούτε να μπει στεφάνι .                    20
Όταν ο κύρης της ρωτά γιατί δεν τον εθέλει,
του απαντά γλυκά-γλυκά με τη φωνή σα μέλι:
«Καλέ μου πατερούλη μου,  θες να με χαραμίσεις
με το Νικόλα το βοσκό νυφούλα να με ντύσεις;                                 
Εργατικός είναι πολύ και άξιο παλικάρι                                        25
δίχως μαλλιά στην κεφαλή  όμως δεν έχει χάρη.
Εγώ θα πάρω για άντρα μου ένανε ψαρομάλλη
κορώνα στο κεφάλι του να θέλει να με βάλει.
Να ζήσουμε χρόνους πολλούς οι δυο αγαπημένοι
κι ο Νικολός αλλού να βρει αγάπη να ανειμένει».                       30
Εχάλασε το προξενιό κι η Φρόσω πίσω γέρνει
με χολωμένη την καρδιά, κακό μαντάτο φέρνει.                                       
Ο Νικολός  σαν τ΄ άκουσε να πέσει να πεθάνει
που δεν τον θέλει η Μαριώ άντρα της να τον κάνει.
Η πίκρα του όμως κράτησε για λίγους μήνες μόνο,                    35
εβρέθηκε άλλη κοπελιά και επήρε του τον πόνο.                                      
Μα κι η Μαριώ συνάντησε το νιο που ονειρεύτει                                      
και στου χωριού την εκκλησιά εκείνον επαντρεύτει.
Επέρασαν  χρόνοι πολλοί  και μήνες οργισμένοι
και ο Νικόλας και η Μαριώ καθείς τους μόνος μένει.                 40
Ο άντρας της Μαριώς μαθές πέθανε στο χωράφι
την ώρα που στ΄ αμπέλια του έριχνε το θειάφι.                                         
Μα κι ο Νικόλας έχασε πάνω στην τρίτη γέννα
την όμορφη γυναίκα του που την ελέγαν  Λένα.
Η  Μάρω όμως είχε όμορφη κοπέλα μετρημένη,                          45
μια κόρη  που ΄ταν έξυπνη, προπάντων σπουδαγμένη.
Με κόπους την ανάστησε και βάσανα μεγάλα,
ώσπου μια μέρα γύρισε κι έτοιμη ήταν δασκάλα.
Τη διορίσαν στο χωριό, όπου ΄ταν η μαμά της,
για  να μαθαίνει  γράμματα στην τάξη τα παιδιά της.                50
Μια μέρα πήγε στο σχολειό το λόγο να ζητήσει
ο τρανός γιος του Νικολού και να το συζητήσει                            
τί έβαλε το αδέλφι του  τρεις ώρες  τιμωρία
άτακτο ήτανε  παιδί κι έκανε φασαρία.
Όμως δεν πρόλαβε σταλιά κουβέντα να αρθρώσει                     55
να πει όσα εσκέφτηκε, το Δημητρό να σώσει.
Σαν είδε την Βασιλική, ψηλή σαν κυπαρίσσι                                   
ευθύς του κόπηκε η λαλιά, δεν ήθελε τη ζήση.
Αν δεν επαντρευότανε την όμορφη Βασίλω
σίγουρα θα τον έβρισκαν στου Άδη το βασίλειο.                         60
Έδωκε κι ο πατέρας του αμέσως την ευχή του
κι ο γιος του στέλνει όλο χαρά μήνυμα  στην καλή του.
Την παραπάνω Κυριακή σπίτι  της να κινήσει
να τη γυρέψει ταίρι του , νυφούλα να τη ντύσει.
 Ήρθε ταχιά η Κυριακή κι όλοι ετοιμαστήκαν                               65
στον αρραβώνα να βρεθούν, καινούρια στολιστήκαν.
Θερμά τους  υποδέχτηκαν νύφη και συμπεθέρα
κι ο Νικολός απόμεινε στα χέρια με τη βέρα.
Σαν είδε πως συμπεθερά ήτανε το Μαριώ του
άλλαξε χίλια χρώματα πάνω στο πρόσωπό του.                          70
Λίγο νερό εζήτησε, να κάτσει μία στάλα
φοβήθηκε μη σωριαστεί εκεί μπροστά στη σάλα.
Μα κι η Μαριώ σαν ένιωσε το Νικολό σιμά της
σάμπως  και να θυμήθηκε τα νάζια τα παλιά της.
Γίναν  τ΄ αρραβωνιάσματα,  όλοι χαρά γεμάτοι                            75
κι ο Νικολός προς τη Μαριώ εκλείνει της το μάτι.
Σιμά της πήγε κι έκατσε, το χέρι της επαίρνει
ήρεμα της σιγομιλεί, δίπλα στον ώμο γέρνει:
«Είδες πως είναι η ζωή και πως μας τα γυρίζει
που ο νους του ανθρώπου δε νογά και ούτε το γνωρίζει;         80
Τότε δεν παντρευτήκαμε, δεν ήτανε γραφτό μας
τώρα θα πάμε και οι δυο στο γάμο των παιδιών μας».

Περάσανε χρόνοι πολλοί, κοντά δυο - τρεις δεκάδες
τα παλικάρια ψήλωσαν και  αφήκανε γενειάδες
και τα κορίτσια ομόρφυναν, σωστές γυναίκες  γίναν                  85
στις καφετέριες  γύριζαν  κι όλο φραπέ επίναν.
Μια μέρα που ΄ταν στη σχολή έξω στο κυλικείο
ένας ψηλός παλικαράς  που κόντευε πτυχίο
έριξε σε μιας κοπελιάς τη φούστα τον καφέ του,
γιατί του καλοάρεσε, να κάνει το εφέ του.                                      90
Όμως δε γνώριζε καλά τι στόμα είχε εκείνη
τον πήρε και τον σήκωσε,  άναυδος είχε μείνει.
«Στραβάδι, δεν έχεις μυαλό καθόλου στο κεφάλι
καινούρια ήταν η φούστα μου κι έγινε μαύρο χάλι»
Σα σήκωσε το βλέμμα της  και  είδε τον Αποστόλη                      95
ντράπηκε, κόκκινη  έγινε,  σαν το παντζάρι  όλη.
Γρήγορα πως εχτύπησε αμέσως η καρδιά της
κι ένα μαράζι  φούντωσε μέσα στα σωθικά της.
Ήταν ψηλός, μελαχρινός  και καλογυμνασμένος,
κι εκείνος όμως έμεινε για λίγο σαστισμένος .                             100
Μπορεί να ήτανε αψιά, να φώναζε κομμάτι
να αντιδρούσε βίαια σα να ήταν άγριο άτι,
γλυκιά όμως ήταν στη θωριά, έξυπνα είχε μάτια
κι ο Αποστόλης γνώριζε πώς να δαμάζει άτια.
Το παλικάρι ζήτησε μεγάλη μια συγνώμη                                     105
μην τον περάσει για αγενή, να της αλλάξει γνώμη.                 
Της πρότεινε  ευγενικά  να βγούνε το βραδάκι
να πάνε, αν θέλει, για ποτό στο κοντινό μπαράκι.
Εκείνη αμέσως είπε ναι, στο σπίτι της κινάει
ήθελε κούκλα να γενεί στο ραντεβού να πάει.                            110
Μα κι ο Απόστολος ταχιά πήρε στον κολλητό του
μια κοπελιά πως γνώρισε , του πήρε το μυαλό του.
Σαν έφτασε λοιπόν εννιά  μεγάλη αγωνία
η Φωτεινή περίμενε από ώρα στη γωνία.
Ο Αποστόλης φάνηκε λίγο αργοπορημένος                                 115
δικαιολογήθηκε μακριά ήταν παρκαρισμένος .                         
Για αρκετή ώρα είχανε μεγάλη αμηχανία
κανένας όμως απ΄ τους δυο δεν ένιωθε ανία.
Ήπιανε ένα δυο ποτά,  ήρθαν στα συγκαλά τους
κι ευθύς ξομολογήθηκαν κι οι δυο τον έρωτά τους.                  120
Λίγο πριν καληνυχτιστούν σφιχτά αγκαλιαστήκαν
δώσαν ένα γλυκό φιλί κι αγάπη ορκιστήκαν.
Τέσσερα χρόνια μένανε  κει στην Παπαδιαμάντη,
ώσπου μια μέρα ο Απόστολος ήρθε μ΄ ένα διαμάντι.
Μπροστά της πήγε κι έσκυψε, το χέρι της ζητάει                      125
και το ακριβό διαμαντικό στο δάχτυλο περνάει.
Και τώρα κάτι θα σας πω, δεν έχει ξαναγίνει
Ποιος ήταν ο Απόστολος κι η Φωτεινή εκείνη.
Ήταν ο Απόστολος  που λες  έγγονος του Νικόλα
κι  εγγόνα ήταν της Μαριώς η Φωτεινή Μπακόλα!                   130
Θέλω να το πιστέψετε ετούτη η ιστορία
πως του μεγάλου έρωτα μας δείχνει την πορεία.
Στο αίμα κάθε μιας  γενιάς κυλάει και ριζώνει
περνάει  στην επόμενη και την εμαραζώνει.
Ασθένεια μεταδοτική μου φαίνεται είν΄ η αγάπη                       135
που δε γιατρεύεται ποτέ και με κανένα χάπι.

2 σχόλια:

  1. ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΣΟΥ !!! ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ!
    ΚΑΙ ΟΛΟ ΤΟ ΥΛΙΚΟ ΤΟΥ ΜΠΛΟΚ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ! ΠΟΛΥ ΒΟΗΘΑΕΙ!
    ΣΚΕΦΤΟΜΟΥΝ ΝΑ ΒΑΛΩ ΤΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ ΣΤΟ ΑΔΙΔΑΚΤΟ- ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Β ΚΑΙ ΤΗ ΒΡΗΚΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ! ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ! ΑΛΑΤΑ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.Γι΄αυτό υπάρχει και συντηρείται για να βοηθά συναδέλφους και μαθητές

    ΑπάντησηΔιαγραφή