της Ευγενίας Σαρηγιαννίδη –
https://slpress.gr/koinonia/survivor-agwnas-epiviosis-apo-ton-kanape/
Είναι να αναρωτιέται κανείς πως μια κοινωνία που χάνει μέρα με τη μέρα, σε όλα τα επίπεδα (οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό, καθημερινότητας) τη δυνατότητα να επιβιώσει, συνεχίζει να παρακολουθεί μετά μανίας και τον δεύτερο κύκλο του τηλεπαιχνιδιού Survivor (επιβίωση). Ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που καθιστούν ένα τέτοιο παιχνίδι τόσο δημοφιλές (σε απόλυτους αριθμούς), στην ελληνική κοινωνία;
Ένα τέτοιου είδους παιχνίδι παίζει θεατρικά με τα κοινωνικά τους συμπλέγματα. Αφενός με τίτλο αρκετά προκλητικό για την σημερινή ιστορική περίοδο, αφετέρου με μια εσωτερική-συμβολική οργάνωση που ακουμπά τα βαθύτερα συναισθήματα των Ελλήνων τηλεθεατών. Το εν λόγω reality αντανακλά περισσότερο την συνειδησιακή κατάσταση και τους τρόπους σκέψεις των τηλεθεατών του, παρά τους διαμορφώνει, όπως θα έλεγε μια παραδοσιακή επιχειρηματολογία για την σχέση των ΜΜΕ με την προπαγάνδα και την επιρροή.
Πέραν της περιγραφής των επιμέρους γεγονότων και συμβάντων, που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την πολύπλευρη κρίση από την οποία διέρχεται η ελληνική κοινωνία, πρέπει να εξετάσουμε πιο προσεκτικά και τις εσωτερικές διασυνδέσεις μεταξύ των διάφορων αυτών πτυχών της κρίσης: Πως περνάμε επί παραδείγματι, από τα Big Brother στα Survivor.
Εικονική ανακούφιση
Για να ξαναέρθουμε στην επικαιρότητα του Survivor, τι είναι αυτό που μοιάζει να συν-κινεί τους τηλεθεατές μαζικά, ώστε να καθηλώνονται κάθε βράδυ στον πολυαγαπημένο καναπέ μπροστά στην τηλεόραση; Μήπως βλέποντας τα ψυχολογικά προβλήματα που δημιουργούν οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης στους συμμετέχοντες στο τηλεοπτικό Survivor, ανακουφίζονται σκεπτόμενοι πως υπάρχουν και χειρότερα; Άλλωστε, στο δικό τους καθημερινό survivor υπάρχει και ένας καναπές, υπάρχει και μια τηλεόραση και όλο και κάτι βρίσκεται ακόμα να τσιμπήσει κανείς, παρακολουθώντας την εκπομπή…
Μήπως, όπως ακούσαμε κάποιους να λένε, το Survivor ενώνει οικογένειες, αφού πλέον, όχι μόνον όλοι μαζί παρακολουθούν το ίδιο τηλεοπτικό πρόγραμμα, αλλά συζητούν και τα καθημερινά προβλήματα των παικτών; Μήπως ακόμα γιατί οι τηλεθεατές αρέσκονται στη φαντασίωση ότι ζουν ένα δράμα επιβίωσης δια των αντιπροσώπων τους παικτών, την ώρα που οι ίδιοι αδρανείς και παθητικοποιημένοι έχουν συνηθίσει προ πολλού το δικό τους survivor;
Ένα επιτυχημένο κοινωνιογράφημα
Μήπως, όμως, η επιτυχία του συγκεκριμένου παιχνιδιού έγκειται περισσότερο στην οργάνωση των ομάδων και την επιλογή των μελών που συμμετέχουν σε αυτές; Από το πρώτο Survivor το όνομα των ομάδων δημιουργούσε συνειρμούς: Οι «Μαχητές» και οι «Διάσημοι»! Χοντροκομμένος και μπακαλίστικος διαχωρισμός της ελληνικής κοινωνίας, που δεν παύει, όμως, να αποτελεί εξαιρετικά επιτυχημένο κοινωνιογράφημα.
Και οι δυο ομάδες μάχονται για τη νίκη: οι «Διάσημοι» που ήταν άσημοι, ώστε να μην δικαιούνται αυτομάτως τον τίτλο τους και οι «Μαχητές» (πρώην ανώνυμοι), που έγιναν επώνυμοι, δημοφιλείς και διάσημοι κατά τη διάρκεια του «αγώνα τους για την επιβίωση».
Οι «Διάσημοι-άσημοι» και οι «Μαχητές-επώνυμοι» συνιστούν, λοιπόν, τηλεοπτικές κατασκευές. Προσφέρονται στους Έλληνες τηλεθεατές για να εκτονώσουν το μένος, τη ζήλεια και την εμπάθεια τους προς εκείνους που κατάφεραν να «γίνουν κάτι» (ομάδα «Διασήμων»), όσο οι ίδιοι αισθάνονταν ότι παρέμεναν ένα «τίποτα». Ταυτοχρόνως, να εκδηλώσουν την συμπάθεια, την οικειότητα και την προτίμησή τους για τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας που δίνουν σαν μαχητές τη μάχη τους, μπας και κερδίσουν κάποια χρήματα μαζί με πρόσκαιρη και σύντομη διασημότητα.
Πρόκειται συνεπώς για μια ακόμα τηλεοπτική εκδοχή του «άρτος και θεάματα», όχι πλέον της ρωμαϊκής, αλλά της δικής μας, μεταμοντέρνας εποχής. Εδώ, οι παίκτες, σαν σύγχρονοι μονομάχοι, αγωνίζονται «μέχρι θανάτου» για τη νίκη, ενώ ο τηλεοπτικός «όχλος» των «πληβείων» τους θαυμάζει και τους επευφημεί, όχι πια στις αρένες, αλλά μέσα από τα σαλόνια και τα κοινωνικά δίκτυα.
Όπως χαρακτηριστικά είχε αναφέρει ο δημοσιογράφος κ. Δανίκας στην εφημερίδα Πρώτο Θέμα: «Ο θεατής ταυτίζει την κατάστασή του με εκείνη των πρωταγωνιστών σ’ αυτό το reality show. Αισθάνεται δηλαδή ότι με νύχια και δόντια προσπαθεί να επιβιώσει σε συνθήκες ζούγκλας. Σαν να έχει «φυτευτεί» σε κάποια αχαρτογράφητη περιοχή. Όπου κανένας νόμος. Κανένας θεσμός. Καμία σύμβαση. Κανένα οργανωμένο κράτος. Κανείς μα κανείς δεν πρόκειται να σπεύσει να τον προστατεύσει. Μόνος εναντίον όλων. Μόνος ανάμεσα σε άγρια θηρία. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω!»
Και συνεχίζει: «Όπως κάθε πρωτόγονου η κατάσταση, έτσι και η σημερινή. Κάτι να φάω. Κάτι να «πηδήξω». Κάπου να προφυλαχτώ. Και την οικογένειά μου να προστατέψω. Όλοι οι άλλοι εχθροί. Να με κλέψουν, να με «γδάρουν», να με καταστρέψουν, να με εξαφανίσουν. Ο νόμος της ζούγκλας. Σε όλο το μεγαλείο του!».
Η ναυτία ενός κόσμου που πολλαπλασιάζεται
Για να εκνευρίσουμε τους συνήθεις «αντιλαϊκιστές», θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η πολιτική και κοινωνική ευθύνη για την επιλογή της ποιότητας των πολιτιστικών δράσεων, με τις οποίες διασκεδάζει, ξεκουράζεται, «επιμορφώνεται» ή ακόμα χειραγωγείται ιδεολογικά η ευρύτερη κοινή γνώμη, ανήκει αποκλειστικά στις εκάστοτε ελίτ. Ή στους εμπειρογνώμονες που επιλέγουν το περιεχόμενο και την αισθητική των παραπάνω δράσεων, σύμφωνα με τα δικά τους κριτήρια περί της εμπορικότητας, αλλά και περί του «χυδαίου χαρακτήρα» της λαϊκής αισθητικής.
Η εκ των υστέρων απαξίωση αυτών ακριβώς των προτιμήσεων και γενικότερα του λαϊκού γούστου από ορισμένους αφ’ υψηλού δημοσιογραφούντες συνήθως υποκρύπτει την εμπλοκή αυτών ακριβώς των κύκλων στην προηγούμενη σταδιακή απαξίωση των πιο παραδοσιακών λαϊκών αντιστάσεων. Απαξίωση που συνετελέσθη μέσω χυδαίων πολιτιστικών εξαμερικανισμών. Οι δήθεν ελίτ σήμερα ειρωνεύονται (δικαίως ίσως), το τηλεοπτικό κοινό των διάφορων survivor. Έχουν, όμως, ενεργό συμμετοχή στην ιστορική διαμόρφωση των παραπάνω προτιμήσεων του κοινού των τηλεσκουπιδιών.
Κλείνοντας, σχετικά με αυτό το υπερτροφικό κενό του σύγχρονου κόσμου του μαζικού θεάματος, που αποδομεί κάθε δυνατότητα σκέψης των πολιτών (κατά μείζονα λόγω κριτικής σκέψης), θα άξιζε να αναφέρουμε την άποψη του Baudrillard (1996) για όλες αυτές τις φούσκες που παράγουν αέρα κοπανιστό και αδράνεια.
Διαβάζουμε στο βιβλίο του «Η Διαφάνεια του Κακού» (εκδόσεις Εξάντας σ. 42): «Υπάρχει μια ιδιάζουσα ναυτία μέσα σε αυτήν την τεράστια ανωφέλεια. Η ναυτία ενός κόσμου που πολλαπλασιάζεται, γίνεται υπερτροφικός, αλλά δεν καταφέρνει να γεννήσει. Όλες αυτές οι μνήμες, όλα αυτά τα αρχεία, όλα αυτά τα συγκεντρωμένα τεκμήρια δεν καταφέρνουν να γεννήσουν μια ιδέα»…