Της Αγγελικής Τανίδου
Κατέβαινα τρέχοντας σχεδόν την
κατηφόρα που οδηγούσε από την πόρτα του σχολείου στη δημοσιά. Κόντευε να
τελειώσει κι ο Οκτώβρης και το κρύο διαπερνούσε για τα καλά τη χιλιοφορεμένη
πλεκτή ζακέτα που είχε κάνει η μάνα μου με μαλλί από τα πρόβατα του παππού.
Είχε αρχίσει να λιώνει στους αγκώνες - τη φόρεσαν βλέπεις άλλοι δυο κι έβγαλαν
το γυμνάσιο- και οι κουμπότρυπες
ξεχείλωσαν τόσο από το άνοιξε – κλείσε που τα κουμπιά γλιστρούσαν με την
παραμικρή κίνηση γυρεύοντας να ξεφύγουν το χρόνιο εναγκαλισμό της. Έτσι, ήμουν
αναγκασμένος να κρατώ μπροστά στο στήθος μου το μοναδικό τετράδιο, το αναγνωστικό και το βιβλίο της
αριθμητικής, για να προφυλάγομαι λίγο
από τον αέρα.
Δευτέρα σήμερα και είχε παζάρι.
Συνήθως κατέβαινε ο πατέρας από το χωριό για τα ψώνια της εβδομάδας.
Κατευθύνθηκα προς το ραφείο του κυρ-Αποστόλη. Εκεί άφηνε, αν δεν τον
προλάβαινα, το καλάθι που μου ετοίμαζε η μάνα και δυο δραχμές για να περάσω τη βδομάδα.
Κοντοστάθηκα λαχανιασμένος στο κεφαλόσκαλο του μαγαζιού. Ο κυρ- Αποστόλης ήταν
αφοσιωμένος στο φοδράρισμα ενός σακακιού. Διάσημος ράφτης στην περιοχή. Τον
εμπιστεύονταν και ο γιατρός και ο πρόεδρος που μπορούσαν να αγοράσουν κοστούμι
κι από την πόλη. Αλλά αυτοί ούτε να ακούσουν δεν ήθελαν για τα «ετοιματζίδικα».
Έτσι αποκαλούσαν τα ρούχα που πουλούσαν τα μαγαζιά. Μάλλον η αναπνοή μου ήταν
τόσο δυνατή από την τρεχάλα που ο ράφτης σήκωσε το κεφάλι του -παρόλη την
προσήλωσή του στο φοδράρισμα- και με
κοίταξε απορημένος.
-Γιατί τρέχεις έτσι μωρέ Θωμά;
Ποιος σε κυνηγάει;
-Η πείνα κυρ-Απόστολε και το
κρύο, είπα γελώντας.
Η αλήθεια είναι πως ήταν τρεις
μέρες που μου ‘χε σωθεί το ψωμί και δεν είχα τίποτα στο ντουλάπι. Ούτε ελιές,
ούτε τυρί, ούτε πίτα της μάνας. Σήμερα έπιασα το στομάχι μου να ερωτοτροπεί με
το μπισκοτολούκουμο που έτρωγε με ευχαρίστηση ο Θανάσης, ο συμμαθητής μου. Είχα
πάνω από έξι μήνες να φάω μπισκοτολούκουμο. Τέτοια πολυτέλεια μόνο σε κανένα
πανηγύρι!
Ο κυρ- Αποστόλης με κοίταξε πάνω
από τα γυαλιά του απογοητευμένος.
-Λυπάμαι, αγόρι μου, αλλά ο
πατέρας σου δε φάνηκε σήμερα. Ίσως του έτυχε καμιά αβαρία με τα ζωντανά. Ίσως…
προσπάθησε να τον δικαιολογήσει.
Δεν χρειαζόμουν όμως καμιά
δικαιολογία! Είχα τρεις μέρες νηστικός και περίμενα πως και πώς να έρθει η
Δευτέρα. Ούτε μπορούσα συνέχεια να πηγαίνω στο μπακάλη και να αγοράζω βερεσέ.
Ήταν φίλοι με τον πατέρα μου ,δε λέω, αλλά εγώ ντρεπόμουν να ψωνίζω χωρίς
χρήματα. Κι αν ήταν ειδικά και κάποιος άλλος στο μαγαζί η ντροπή μου γινόταν
διπλή, γιατί δεν ήθελα να με σχολιάζουν οι κουτσομπόληδες της γειτονιάς που δεν
είχα δεκάρα.
Έφυγα σχεδόν βουρκωμένος από το
ραφτάδικο χωρίς να έχω καμιά όρεξη να ακούσω κι άλλες δικαιολογίες για την
αργοπορία δήθεν του πατέρα μου, ούτε βέβαια να με προλάβει η κυρία Κατερίνα, η
γυναίκα του ράφτη, και να αρχίσει τα «έλα να σε φιλέψω που έχω ζεστή
σπανακόπιτα» και να αρχίσει να παλεύει η πείνα με την περηφάνια μου με έπαθλο
ένα κομμάτι πίτα.
Με βαριά βήματα και με τρύπια
παπούτσια πήρα το δρόμο για το σπίτι. Ποιο σπίτι δηλαδή; Το δωμάτιο που μου
νοίκιαζε ο πατέρας δίπλα σε μια αποθήκη με στάρι που ήταν κοντά στην εκκλησία,
την Αγία Κυριακή. Δεν ήμουν τότε σε θέση να καταλάβω τις δυσκολίες που μπορεί
να περνούσε ο πατέρας για να έρθει από το χωριό ή το λόγο που μπορεί να μην
ήρθε κι ίσως να ήταν σοβαρός. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πως δε νοιαζόταν για
το παιδί του που ήταν μόνο και νηστικό δεκατριών χρονών σε ένα ξένο μέρος και
γυρίζοντας στο κρύο δωμάτιο θα έπρεπε να ανάψει και τη σόμπα και να πέσει για
ύπνο νηστικό. Σκεφτόμουν και το Θανάση που θα γύριζε στο ζεστό του σπίτι, με τη
μάνα του να τον περιμένει στην πόρτα, το τραπέζι στρωμένο με το κοκκινιστό που
κορδωνόταν στο διάλειμμα ότι θα τον περίμενε μαζί με εκείνο το ωραίο ρύζι, το
άσπρο και σπυρωτό και τα μάτια μου γέμιζαν περισσότερα δάκρυα, καθώς έκανα το
σταυρό μου περνώντας έξω από την αυλόπορτα της εκκλησίας και παρακαλώντας την
Παναγία να κάνει κανένα θαύμα για να γεμίσω το άδειο στομάχι μου.
Κι όπως προχωρούσε σκυφτός και
απελπισμένος είδε κάτι να γυαλίζει εκεί ανάμεσα στα χαλίκια. Στην αρχή σκούπισε
τα δάκρυα με το μανίκι του, γιατί νόμισε πως ήταν κάποιος ιριδισμός μέσα στα
κλάματά του. Μα όταν βεβαιώθηκε πως δεν
ήταν κι έσκυψε να πάρει το νόμισμα με χίλιες προφυλάξεις, του ήρθε να μπήξει
μια τσιρίδα που να ακουστεί μέχρι την πέρα γειτονιά. Ήταν ένα ολόκληρο
εικοσάδραχμο. Το έβαλε με λαχτάρα στην τσέπη του και το κρατούσε εκεί μέσα
μήπως κι είχε ξηλωθεί καμιά άκρη και έχανε αναπάντεχα, όπως του ήρθε, τη μικρή
του ευτυχία.
Κάθισε στα σκαλιά της εκκλησίας,
έβγαλε με προσοχή από την τσέπη του το εικοσάδραχμο και το περιεργάστηκε. Στη
μια πλευρά εικόνιζε τον Παύλο, τον βασιλιά των Ελλήνων και στην άλλη μια
γυναίκα καβάλα σε ένα άλογο που ανάμεσα στα πόδια του βρισκόταν ένα δελφίνι. Το
δάγκωσε. Είχε δει ένα παππού στο καφενείο του χωριού να το κάνει και τον ρώτησε
γιατί. Δοκιμή αν είναι γνήσιο. Και το έκανε κι αυτός. Λες και ήταν σε θέση να
καταλάβει τη διαφορά! Η ουσία ήταν πως είχε στα χέρια του ένα ολόκληρο
εικοσάρικο και μπορούσε να το κάνει ό,τι ήθελε.
Θα πήγαινε πρώτα στο φούρνο να
προλάβει πριν κλείσει και να δούμε αν θα έβρισκε ψωμί. Μετά στο μπακάλη να
πάρει ελιές και ταραμά. Ναι ταραμά! Αυτή η ροζ αλοιφή που πάντα την κοίταζε
σχεδόν φλερτάροντάς την, όταν έμπαινε στο μαγαζί του κυρ-Αλέκου, σαν κανένα
κορίτσι που του άρεσε. Κι όταν μια φορά είχε πει στον πατέρα του να πάρουν λίγο
να δοκιμάσουν, του απάντησε πως δε θα τρώνε ό,τι περισσεύει από τα βρωμόψαρα.
Δεν τόλμησε πότε να ρωτήσει τι σχέση είχε ο ταραμάς με τα ψάρια μην του ΄ρθει
καμιά ξανάστροφη μες το μπακάλικο και σώπαινε. Θα έπαιρνε και… και ό,τι άλλο
τραβούσε η ψυχή του.
Στο φούρνο ίσα που πρόλαβε το
κλείσιμο. Κι ήταν τέτοια η απελπισία του, όταν είδε πως στα ράφια δεν υπήρχε
ούτε ψίχουλο. Κρατώντας το εικοσάρικο σφιχτά στο χέρι του έκανε μεταβολή να
φύγει αλλά άκουσε πίσω του τη φωνή του φούρναρη.
-Θωμά, εσύ είσαι; Ήθελες ψωμί;
-Ναι, απάντησε χωρίς ενδιαφέρον.
-Είσαι τυχερός. Η κυρία Φούλα δε
φάνηκε σήμερα. Και της είχα κρατημένα τρία άσπρα. Θες να σου δώσω το ένα;
Το μάτι του φωτίστηκε Άκου το
ένα! Σήμερα που είχε παράδες και τα τρία θα τα έπαιρνε. Να μην του λείψουν.
Έδωσε τα χρήματα στο φούρναρη. Κι εκείνος γούρλωσε τα μπλε του μάτια, όταν είδε
το νόμισμα κι άρχισε την ανάκριση που τα βρήκες τόσα λεφτά και μετά την
κατήχηση, δεν είναι σωστό να κλέβεις και ο πατέρας σου σε στέλνει σχολείο να
μάθεις γράμματα, να προκόψεις και όχι να γίνεις κανένας αλήτης και τα τέτοια.
Διαμαρτυρήθηκε πως δεν είναι κλέφτης, πήρε τα ψωμιά και τα ρέστα του –τι να
κάνει κι ο φούρναρης!- τα τύλιξε στο μαντίλι του αυτή τη φορά, γιατί τα κέρματα
ήταν κάμποσα, τα ΄χωσε στην τσέπη κι έφυγε για το μπακάλικο.
Ο κυρ- Παντελής καθόταν σε μια
φθαρμένη ψάθινη καρέκλα έξω από την είσοδο του μαγαζιού και ήταν έτοιμος να
αποκοιμηθεί , όπως τον χτυπούσε ο γλυκός φθινοπωριάτικος ήλιος που είχε
ξεμυτίσει μες το καταμεσήμερο απ΄ τα σύννεφα. Μπήκε βιαστικά στο μπακάλικο με
τα καρβέλια κάτω απ ΄τη μασχάλη. Πήρε ένα κιλό ελιές, απ΄ αυτές τις
σταφιδιασμένες που τις φύλαγε στο τσουβάλι. Ήταν μες το αλάτι για να συντηρούνται αλλά
αυτές είχε συνηθίσει να τρώει και του άρεσαν. Πήγε στο ψυγείο και ζήτησε και
λίγο ταραμά –να τον δοκιμάσει επιτέλους κι ας έλεγε ο πατέρας του- και
λιμπίστηκε κι αυτή τη μορταδέλα που ‘βαζε ο Θανάσης στο ψωμί μαζί με το τυρί
του και είπε να πάρει πέντε φέτες, μην το παρακάνει. Ο μπακάλης τον παρακολουθούσε
παραξενεμένος.
-Έχεις μωρέ παράδες να μου τα
πληρώσεις όλα αυτά ή πάλι βερεσέ;
-Αν έχω κυρ-Παντελή, έκανα με το
χέρι μου και του άνοιξα το μαντίλι
-Που τους βρήκες βρε
συφοριασμένο, πήρε το αυστηρό του ύφος.
-Δεν έκλεψα πάντως, τον πρόλαβα
πριν με ρωτήσει. Και θέλω και ένα πακέτο μπισκότα Κτι περι και δέκα λουκούμια για να κάμω
μπισκοτολούκουμα, κολατσό για το σχολείο.
Γέλασε ο μπακάλης γιατί δεν ήξερα
πως έλεγαν τα μπισκότα αλλά δε με ένοιαξε καθόλου.
-Ο πατέρας σου τα ξέρει αυτά τα
καμώματά σου;
Δεν είχε διάθεση για εξηγήσεις
πάλι. Του είπε να του τα τυλίξει όλα σε ένα χαρτί, πλήρωσε, του ΄βαλε ο
μπακάλης τα ρέστα στο μαντίλι, το ΄χωσε στην τσέπη μου κι έφυγε. Στο δρόμο για
το σπίτι έφαγε σχεδόν το ένα ψωμί μαζί με τις μισές ελιές και δυο φέτες
μορταδέλα. Κι όταν έφτασε, κατέβασε μονοκοπανιά τρεις κούπες νερό, γιατί οι
ελιές ήταν λύσσα. Έφτιαξε και δυο μπισκοτολούκουμα κι σαν απόφαγε, έριξε δυο
τρία ξύλα στο τζάκι και τον πήρε ο πιο ευτυχισμένος ύπνος της ζωής του.
Ξύπνησε την άλλη μέρα πρωί-πρωί,
ετοίμασε δυο μπισκοτολούκουμα για το σχολείο –να κεράσει και το Θανάση, έτσι
για να του μπει στο μάτι- πήρε κι ένα κομμάτι ψωμί με μια φέτα μορταδέλα, τα τύλιξε σε μια παλιά
εφημερίδα και πήγε να φύγει. Θυμήθηκε όμως τα ρέστα από το εικοσάρικο, τα
έκρυψε σε ασφαλές μέρος, πήρε μια δεκάρα για κερί στη χάρη της Αγίας κι έφυγε για
το σχολείο. Το μεσημέρι έξω από την κάμαρά του τον περίμενε ο πατέρας του
φανερά θυμωμένος. Τον έπιασε από το μαλλί κι αντί για καλησπέρα του έδωσε ένα
σκαμπίλι που κόντεψε να βουλώσει το αυτί του.
-Αυτό για να μάθεις να μην
κλέβεις και να μη με ρεζιλεύεις στο χωριό. Τα έμαθα τα καμώματά σου από το
μπακάλη και το φούρναρη.
-Μα… εγώ δεν έκλεψα κανέναν,
τόλμησα και ψέλλισα.
-Και τότε που τους βρήκες τόσους
παράδες,εε;
Ήταν έτοιμος να με χαστουκίσει
πάλι, μα αντέδρασα φωνάζοντας σχεδόν.
-Στο δρόμο!
-Έχεις και μεγάλη γλώσσα και
περίσσιο θράσος μου φαίνεται, ούρλιαξε και κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος μου.
Με τον αγκώνα να μου προστατεύει
το πρόσωπο του εξήγησα πως πράγματι τα βρήκα στο δρόμο μπροστά στην εκκλησία.
Με κοίταξε δύσπιστα. Τα είχα ξοδέψει όλα τα λεφτά; Και βέβαια όχι. Μα δεν ήθελα
να του αποκαλύψω την κρυψώνα μου, μη μου τα πάρει. Ήταν δικά μου και δεν ήθελα
να τα μοιραστώ με κανένα. Η ένταση της φωνής του όμως δεν άφηνε περιθώρια. Έτσι,
άδειασα όλο το μαξιλάρι μου από τα καλαμποκόφυλλα που το γέμιζαν και του έδειξα
το θησαυρό μου. Έβγαλα τα ρέστα από το βάθος της μαξιλαροθήκης κι ήμουν έτοιμος
να του τα δώσω. Ήταν σχεδόν 16 δραχμές και γέμιζαν τη χούφτα μου Τα έτεινα προς
τη μεριά του κι αμέσως το πρόσωπο του μαλάκωσε, σχεδόν χαμογέλασε.
Μου έκλεισε με προσοχή την παλάμη
και μου υπέδειξε πάλι το μαξιλάρι. Ήταν δικά μου, μόνο να τα ξόδευα με σύνεση.
Πήρα συγκινημένος ένα δίφραγκο και του το έδωσα να πάρει μπισκοτολούκουμα για
τα αδέλφια μου στο χωριό. Τα υπόλοιπα τα καταχώνιασα στο μαξιλάρι κι έβαλα πάλι
τα καλαμποκόφυλλα μέσα.
Στο πανηγύρι της Αγίας Κυριακής από
τότε πάω κάθε χρόνο –το΄χω τάμα- και ρίχνω στο φιλόπτωχο ένα εικοσάευρω πια ,
γιατί εικοσάρικα δεν υπάρχουν. Πάνε και πενήντα χρόνια. Φέτος συνάντησα και το Θανάση στην
περιφορά της εικόνας. Εκείνος με αναγνώρισε πρώτος. Κέρασε μετά τα τσίπουρα και
τα σουβλάκια στην ταβέρνα.
Πλησίασα στο αυτοκίνητο για να
φύγω, έβαλα το χέρι μου στην τσέπη να βγάλω τα κλειδιά και αντί για αυτά βρήκα
ένα λουκούμι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου