Οι αδελφοί Γράκχοι, ρωμαίοι πολιτικοί, ήταν γιοι του Τιβέριου Σεμπρώνιου Γράκχου (περίπου 220-150 π.X.), ο οποίος είχε χρηματίσει πραίτωρ και ύπατος, και της Κορνηλίας, κόρης του Σκιπίωνος του Αφρικανού του πρεσβύτερου, νικητή του Αννίβα. Οταν πέθανε ο σύζυγός της, η Κορνηλία ήταν ακόμη νέα αλλά δεν θέλησε να ξαναπαντρευτεί. Απέρριψε ακόμη και την πρόταση του Πτολεμαίου Δ' της Αιγύπτου και αφοσιώθηκε στην ανατροφή των τριών παιδιών της - είχε και μία κόρη - τα οποία είχαν επιζήσει από τα δώδεκα που είχε φέρει στον κόσμο.
Εχει καταστεί παροιμιώδης η απάντηση που έδωσε η Κορνηλία σε κάποια πλούσια πατρικία η οποία καμάρωνε για τα κοσμήματά της. «Τα δικά μου κοσμήματα» της είπε «είναι τα παιδιά μου».
Οι δύο γιοι της, ο Τιβέριος και ο Γάιος, έχοντας μεγαλώσει σε αριστοκρατικό αλλά φιλελεύθερο περιβάλλον και έχοντας λάβει μόρφωση από τους καλύτερους δασκάλους, ασχολήθηκαν από πολύ ενωρίς με τα κοινά. Με τη διαφορά ότι οι αδελφοί Γράκχοι δεν υπερασπίστηκαν την τάξη των πατρικίων, στην οποία ανήκαν, αλλά την τάξη των φτωχών, των πληβείων.
Πατρίκιοι και πληβείοι
Μετά από έναν αιώνα νικηφόρων πολέμων - με τελευταίον τον Γ' Καρχηδονιακό - η ισχύς και ο πλούτος της Ρώμης αυξήθηκαν, χωρίς ωστόσο να βελτιωθεί και η οικονομική κατάσταση των ασθενέστερων τάξεων. Αντίθετα, η αύξηση του ager publicus, της δημόσιας κτηματικής περιουσίας, διηύρυνε την ψαλίδα ανάμεσα στους μεγαλοκτηματίες και στους μικροκαλλιεργητές. Οι συγκλητικοί, η αφρόκρεμα της ανώτερης κοινωνικής τάξης που κυβερνούσε τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία, μοιράζονταν μεταξύ τους τις μεγάλες εκτάσεις του Δημοσίου με τη δικαιολογία ότι αυτοί είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν δούλους για τις καλλιέργειες προϊόντων που τροφοδοτούσαν τις αγορές. Επιπλέον οι μικροκτηματίες, που επί έναν αιώνα είχαν επανδρώσει τον ρωμαϊκό στρατό, φεύγοντας για τον πόλεμο άφηναν τα χωράφια τους στο έλεος του πλούσιου γείτονα ο οποίος στην αρχή δάνειζε την ακέφαλη οικογένεια και μετά έπαιρνε το κτήμα αφού τα χρέη δεν μπορούσαν να εξοφληθούν. Ετσι, όσοι στρατιώτες γύριζαν στην πατρίδα δεν έβρισκαν ούτε κτήμα ούτε καν σπίτι. Με τον τρόπο αυτόν δημιουργήθηκαν ολόκληρες στρατιές ακτημόνων πλέον αγροτών που πολιορκούσαν τη Ρώμη.
Οταν λοιπόν ο μεγαλύτερος γιος της Κορνηλίας, ο Τιβέριος, εξελέγη το 134 π.X. δήμαρχος (tribunus plebis), δηλαδή εκπρόσωπος των πληβείων, πρώτος στόχος του ήταν η αγροτική μεταρρύθμιση.
Ο Τιβέριος θέλησε να βελτιώσει τους υπάρχοντες αγροτικούς νόμους - οι οποίοι είχαν και αυτοί περιπέσει σε αχρησία. H πρότασή του ήταν να μην μπορούν οι κάτοχοι μεγάλων κτημάτων (latifundia) να πάρουν από τη δημόσια αγροτική περιουσία περισσότερα από 1.000 jugera (jugerum, ρωμαϊκή μονάδα μέτρησης επιφανείας ίση προς 2.524 τ.μ.), το δε υπόλοιπο της δημόσιας κτηματικής περιουσίας να μοιραζόταν ανά 30 jugera σε φτωχές οικογένειες αγροτών με το δικαίωμα να τα κληροδοτούν στους απογόνους τους, όχι όμως και να τα πουλάνε. Με τον τρόπο αυτόν ο Τιβέριος απέκλειε τη δυνατότητα να εκβιάζονται οι μικροκτηματίες και να πουλάνε την περιουσία τους στους μεγαλοκτηματίες. Για την επίβλεψη της εφαρμογής του νόμου ο Τιβέριος πρότεινε τη σύσταση τριμελούς επιτροπής με μονοετή θητεία η οποία θα εκλεγόταν από λαϊκή συνέλευση.
Πτώματα στον Τίβερη
Οπως ήταν αναμενόμενο, η Σύγκλητος αντέδρασε αρνητικά στην αγροτική μεταρρύθμιση του Τιβέριου και έπεισε έναν άλλον δήμαρχο, τον Οκτάβιο, να κάνει χρήση του δικαιώματος της αρνησικυρίας κατά την ψήφιση του νόμου. Τότε ο Τιβέριος βρήκε τρόπο ώστε ο Οκτάβιος να εκπέσει του αξιώματός του, οπότε αυτός μπόρεσε να περάσει τον νόμο του (Lex Sempronia Ι). Παρά τη νίκη του ο Τιβέριος κατηγορήθηκε για αυθαιρεσία επειδή, μολονότι υπήρχε η νομική διαδικασία, κανένας δήμαρχος ως τότε δεν είχε την τύχη του Οκτάβιου.
Το μένος των πατρικίων εναντίον του ξέσπασε όταν, με συμμάχους τον αδελφό του Γάιο και τον πεθερό του Αππιο Κλαύδιο, ο Τιβέριος ζήτησε να παραχωρηθεί στους φτωχούς αγρότες το κληροδότημα που είχε αφήσει στον λαό της Ρώμης ο Ατταλος Γ' ώστε να μπορέσουν να αγοράσουν τα απαραίτητα εργαλεία για να καλλιεργήσουν τη γη που τους είχε παραχωρηθεί.
H αντίδραση στην πρόταση του Τιβέριου ήταν τόσο βίαιη που έφθασε ως τη δολοφονία του. H Σύγκλητος κατηγόρησε τον Τιβέριο ότι ήθελε να επιβάλει τυραννίδα και κατά τη διάρκεια μιας λαϊκής συνέλευσης όπου θα μιλούσε (ο Τιβέριος) οι ενοχλημένοι από τις φιλολαϊκές προτάσεις του συγκλητικοί έστειλαν εναντίον του ένα δήθεν εξαγριωμένο πλήθος πολιτών. Ο Τιβέριος δολοφονήθηκε μαζί με άλλους τριακόσιους οπαδούς του και τα πτώματά τους ρίχθηκαν στον Τίβερη.
H προσπάθεια συνεχίζεται
Μετά τη δολοφονία του Τιβέριου το 133 π.X. ο Γάιος Σεμπρώνιος, λαμπρός ρήτορας και με εξαίρετη μόρφωση και αυτός, παρά τα 21 του χρόνια μπήκε στον πολιτικό στίβο για να συνεχίσει το έργο του αδελφού του. Ως μέλος της τριμελούς επιτροπής για την εφαρμογή του νόμου του Τιβέριου ο Γάιος στάλθηκε ως επιθεωρητής στη Σαρδηνία. Ο στόχος του όμως ήταν να εκλεγεί δήμαρχος.
Τον Δεκέμβριο του 124 π.X. ο Γάιος Γράκχος εξελέγη δήμαρχος και αμέσως έδωσε δείγματα των πολιτικών του ικανοτήτων. Οι σπουδαιότερες μεταρρυθμίσεις του Γάιου Γράκχου ήταν τρεις:
Ο Αγροτικός Νόμος (Lex Sempronia ΙΙ), με τον οποίο βελτίωσε τον νόμο του αδελφού του εντάσσοντας σε αυτόν και δημόσια έργα, κυρίως δρόμους.
Ο Νόμος των Σιτηρών (Lex Frumentaria), με τον οποίο οι πληβείοι μπορούσαν να προμηθεύονται σιτάρι από τις δημόσιες αποθήκες στο μισό της τιμής του εμπορίου.
Ο Δικαστικός Νόμος (Lex Judiciaria), με τον οποίο ο Γάιος αφαίρεσε από τους συγκλητικούς τη δικαστική εξουσία και την έδωσε στους Ιππείς (Equites), τμήμα της τάξης των πατρικίων που δεν ασκούσε την πολιτική από προσωπική επιλογή, άρα παρείχε κάποια εγγύηση αμεροληψίας.
Με αυτούς τους νόμους η ισχύς του Γάιου Γράκχου αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε η Σύγκλητος έμοιαζε εντελώς αποδυναμωμένη. Ο Γάιος ήταν ο εκλεκτός του λαού και γι' αυτό κανένας δεν τόλμησε να φέρει αντίρρηση όταν αυτός έθεσε υποψηφιότητα για δήμαρχος και τον επόμενο χρόνο.
Το τέλος των μεταρρυθμίσεων
Στη νέα του θητεία ο Γάιος εφάρμοσε δύο ακόμη σημαντικές μεταρρυθμίσεις: έναν νόμο ο οποίος ρύθμιζε διοικητικά τις νέες αποικίες και έναν άλλον με τον οποίο πρότεινε να αναγνωριστούν ως ρωμαίοι πολίτες όλα τα λατινικά φύλα της ιταλικής χερσονήσου.
Ο δεύτερος νόμος δεν βρήκε καθόλου σύμφωνους τους ρωμαίους πληβείους, οι οποίοι φοβήθηκαν ότι θα έχαναν τα δικά τους προνόμια. Ετσι, όταν τον Δεκέμβριο του 122 π.X. έληξε η θητεία του, ο Γάιος απέτυχε να εκλεγεί για τρίτη φορά δήμαρχος. H Σύγκλητος αποφάσισε να οργανώσει την αντεπίθεσή της. Αφορμή ήταν η αποικία της Καρχηδόνας, την οποία ο Γάιος ήθελε να βοηθήσει να ορθοποδήσει μετά την καταστροφή που είχε υποστεί κατά τον Γ' Καρχηδονιακό πόλεμο. Οι συγκλητικοί φανάτισαν το πλήθος εναντίον αυτού του σχεδίου λέγοντας ότι οι θεοί ήταν αντίθετοι σε μια τέτοια ιδέα.
Στις αρχές του 121 π.X. ο Γάιος οργάνωσε διαδήλωση υπέρ της αποικίας και ένας οπαδός του σκότωσε κάποιον της φρουράς του φιλοσυγκλητικού δημάρχου Λεύκιου Οπίμιου επειδή είχε ξεστομίσει βρισιές εναντίον των πληβείων. Ο Γάιος κλήθηκε στη Σύγκλητο να λογοδοτήσει για το συμβάν αλλά αυτός προτίμησε να καταλάβει με τους οπαδούς του τον Αβεντίνο λόφο, παραδοσιακό άσυλο των πληβείων. Μολονότι οι πληβείοι πρότειναν να προσπαθήσουν να λύσουν τη διαφορά ειρηνικά, ο Οπίμιος επιτέθηκε εναντίον του Αβεντίνου. Ο Γάιος τραυματίστηκε στο πόδι και ικέτευσε έναν δούλο του να τον σκοτώσει για να μην πέσει στα χέρια των εχθρών του. Το κεφάλι του Γάιου ρίχθηκε στον Τίβερη και τις επόμενες ημέρες σφαγιάστηκαν γύρω στις 3.000 οπαδοί του.
Με τον θάνατο και του δεύτερου Γράκχου και τις εκκαθαρίσεις που ακολούθησαν τελείωσαν και οι μεταρρυθμίσεις στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία. H αγροτική μεταρρύθμιση έληξε και τυπικά το 119 π.X. με τη διάλυση της τριμελούς επιτροπής. H Σύγκλητος είχε νικήσει τους πληβείους και ξανάγινε παντοδύναμη.
KEIMENA: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ
από την εφημερίδα "ΤΟ ΒΗΜΑ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου