ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ
Καθημερινή 6-12-19
«Σήμερα στο μεσημεριανό έχουνε μπάμιες. Δεν του αρέσανε ποτέ...». Είναι
οι δύο πρώτες φράσεις από το κείμενο «Μπάμιες» που προσφέρεται στους
μαθητές της Γ΄ Λυκείου, στο μάθημα των Νέων Ελληνικών. Θα μου πείτε και
«Η αναζήτηση» του Προυστ ξεκινάει με μια φράση αντιστοίχου
ασημαντότητας. «Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς». Επεται η ανάπτυξη του
δράματος γύρω από το οικογενειακό τραπέζι, με αφορμή τις μπάμιες που δεν
χωνεύει ο πρωταγωνιστής: «Μέσα σαρδόνια οδοντοστοιχία σαν τη γκριμάτσα
της συνάθροισης γύρω από το τραπέζι...». Το κείμενο το υπογράφει η Θεώνη
Κοτίνη και κατατάσσεται στο είδος «μπονσάι» – συντομότατα διηγήματα.
Δεν θα κρίνω το κείμενο. Το πρόβλημα εντοπίζεται στην επιλογή του και
στον οδηγό ανάγνωσης που το συνοδεύει και θυμίζει φυλλάδιο με οδηγίες
χρήσης ηλεκτρικής συσκευής. Αγοράζεις αφυγραντήρα. Το πρώτο πράγμα που
σου λέει το φυλλάδιο είναι ότι η συσκευή που αγόρασες χρησιμεύει για να
μειώσει την υγρασία στην ατμόσφαιρα. Μην προσπαθήσεις να φτιάξεις καφέ
φίλτρου, διότι θα αποτύχεις. Αντιστοίχως, το εγχειρίδιο σου εξηγεί ότι
το θέμα του κειμένου δεν είναι οι μπάμιες με το κοτόπουλο, αλλά «τα
προβλήματα που ταλανίζουν μια οικογένεια». Κυρίως δε τον έφηβο γιο, ο
οποίος «αισθάνεται πως το ενδιαφέρον που του δείχνουν απαιτεί για
αντάλλαγμα την δική του υποταγή». Ακολουθεί ανθολόγηση «εκφραστικών
μέσων», όπως η «γλίτσα της στοργής», το «σάλιο της υποταγής» και πάει
λέγοντας. Συμπέρασμα, πάντα κατά τις οδηγίες χρήσης: ο συγγραφέας
καταφέρνει να «αισθητοποιήσει» αφηρημένες έννοιες και αισθήματα.
Υποθέτω ότι ο μαθητής, πριν φτάσει στις μπάμιες, έχει ασκήσει το αισθητήριό του ως αναγνώστη. Εχει διαβάσει τους κλασικούς, όχι μόνον τους Ελληνες, έχει διδαχθεί ποίηση, παίζει στα δάχτυλα τους διηγηματογράφους μας και έχει συγκρουσθεί με τη δοκιμιακή γραφή. Κοινώς έχει γίνει ένας επαρκής αναγνώστης και του μένουν μόνον οι «Μπάμιες». Κακώς βέβαια τα υποθέτω όλ’ αυτά, προσπαθώ όμως κι εγώ να «αισθητοποιήσω» την αισιοδοξία μου.
Δεν υπάρχει νομίζω καλύτερη απάντηση σε όσους αναρωτιούνται γιατί οι Ελληνες υστερούν στην κατανόηση κειμένου από το δείγμα γραφής που παρέθεσα. Πώς δεν μαθαίνεις να διαβάζεις; Πρώτον, όταν σου λένε τι είναι αυτό που διαβάζεις και δεν σου επιτρέπουν να το ανακαλύψεις μόνος σου. Δεύτερον, όταν δεν έχεις κριτήριο για να αποτιμήσεις την αξία αυτού που διαβάζεις. Το κριτήριο το αποκτάς όταν έχεις κάποια ιδέα για το τι είναι κλασικό, τι έχει αντέξει στον χρόνο και για ποιους λόγους. Φαντάζομαι όμως ότι η αντίληψη του κλασικού θεωρείται συντηρητική από τους προοδευτικούς εκπαιδευτικούς μας. Θα αλλάξουν τα βιβλία; Θα αξιολογηθούν οι εκπαιδευτικοί; Πάντως κάτι πρέπει να αλλάξει, γιατί σε λίγο θα συνεννοούμαστε με νοήματα και γροθιές.
Υποθέτω ότι ο μαθητής, πριν φτάσει στις μπάμιες, έχει ασκήσει το αισθητήριό του ως αναγνώστη. Εχει διαβάσει τους κλασικούς, όχι μόνον τους Ελληνες, έχει διδαχθεί ποίηση, παίζει στα δάχτυλα τους διηγηματογράφους μας και έχει συγκρουσθεί με τη δοκιμιακή γραφή. Κοινώς έχει γίνει ένας επαρκής αναγνώστης και του μένουν μόνον οι «Μπάμιες». Κακώς βέβαια τα υποθέτω όλ’ αυτά, προσπαθώ όμως κι εγώ να «αισθητοποιήσω» την αισιοδοξία μου.
Δεν υπάρχει νομίζω καλύτερη απάντηση σε όσους αναρωτιούνται γιατί οι Ελληνες υστερούν στην κατανόηση κειμένου από το δείγμα γραφής που παρέθεσα. Πώς δεν μαθαίνεις να διαβάζεις; Πρώτον, όταν σου λένε τι είναι αυτό που διαβάζεις και δεν σου επιτρέπουν να το ανακαλύψεις μόνος σου. Δεύτερον, όταν δεν έχεις κριτήριο για να αποτιμήσεις την αξία αυτού που διαβάζεις. Το κριτήριο το αποκτάς όταν έχεις κάποια ιδέα για το τι είναι κλασικό, τι έχει αντέξει στον χρόνο και για ποιους λόγους. Φαντάζομαι όμως ότι η αντίληψη του κλασικού θεωρείται συντηρητική από τους προοδευτικούς εκπαιδευτικούς μας. Θα αλλάξουν τα βιβλία; Θα αξιολογηθούν οι εκπαιδευτικοί; Πάντως κάτι πρέπει να αλλάξει, γιατί σε λίγο θα συνεννοούμαστε με νοήματα και γροθιές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου