Μια μικροϊστορία που βραβεύτηκε στο διαγωνισμό εκδόσεων ΠΑΤΑΚΗ με τίτλο "Ιστορίες εγκλεισμού" και διακρίθηκε μαζί με άλλες 14 σε σύνολο 202 συμμετοχών. Διάλεξα αυτή τη μέρα να τη δημοσιοποιήσω στο προσωπικό μου ιστολόγιο, γιατί σαν σήμερα πριν δυο χρόνια έχασα τον πατέρα μου. Στη μνήμη του λοιπόν...
Το σχολείο ένα βήμα από το σπίτι μου, μα σήμερα μου ήρθε να πάρω το αστικό. Μπαίνω από τη στάση στο γήπεδο και μέχρι να φτάσω στη γωνία βλέπω καθισμένο τον πατέρα μου στη θέση δίπλα στη μεσαία πόρτα με κάνα δυο μεγάλες σακούλες και μια βαλίτσα στο διπλανό του κάθισμα. Φορούσε μια γκρι- μπλε πιζάμα με σηκωμένα τα μπατζάκια ως τα γόνατα και τις καφέ παντόφλες του σπιτιού. Δε φορούσε κάλτσες και είχε ριγμένη στην πλάτη του μια μπεζ καμπαρντίνα. Ξαφνιάστηκα που τον είδα και μάλιστα έτσι, και τον μάλωσα που είχε σηκωμένα τα μπατζάκια μέσα στον κόσμο. Απολογήθηκε πως πρήστηκε πάλι ο φλεβίτης του. Κι ενώ μιλούσα με μια παλιά μαθήτρια μου, κατέβηκε ξαφνικά μια στάση πριν το σπίτι κι όρμησα ξοπίσω του. Μόλις έφυγε το λεωφορείο από τη στάση, άρχισα να τον φωνάζω και να κοιτώ τριγύρω αλλά πουθενά. Άδειασε το πεζοδρόμιο και τον είδα να κάθεται στη γωνία από το κράσπεδο, κουβαριασμένος σαν το δαρμένο σκυλί.
- Που είναι τα πράγματα; Δεν τα κατέβασες;
Του΄πα πως νόμισα ότι τα πήρε εκείνος.
- Αν τρέξεις δεν το προλαβαίνεις στην επόμενη στάση;
Έτρεξα μα δεν το πρόλαβα. Κι αυτός δεν με περίμενε. Είχε φτάσει στο πάρκο μπροστά στο σπίτι. Κι εγώ λαχανιασμένη του εξήγησα πως θα μιλήσω με τον ΟΑΣΘ και θα τις βρούμε τις βαλίτσες να μη στενοχωριέται.
- Κρίμα και λογάριαζα να πάρω και τη μάνα σας μαζί μου. Άλλη φορά!
Ο πατέρας μου έχει κοντά δυο χρόνια πεθαμένος. Ξύπνησα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου