Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ "Μόνο γιατί μ' αγάπησες"

Μακριά από τη σκιά του Καρυωτάκη

Μια έκδοση που αναδεικνύει την ξεχωριστή δυναμική και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της ποίησης της Μαρίας Πολυδούρη

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ - ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
Μόνο γιατί μ' αγάπησες
ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΝΤΟΥΝΙΑ
«ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ»

Σκιασμένη από την εκρηκτική ποιητική προσωπικότητα του Κώστα Καρυωτάκη και δέσμια του ρομαντικού πέπλου με τον οποίο τυλίχτηκε επί πολλές δεκαετίες η ερωτική τους σχέση, η Μαρία Πολυδούρη δεν μπόρεσε ποτέ στην πραγματικότητα να ξεφύγει από την καταλυτική παρουσία του αγαπημένου της συντρόφου. Είτε ως ευνόητα υπερτονισμένο στοιχείο τής ούτως ή άλλως μυθολογημένης βιογραφίας του είτε ως απλό παρακολούθημα της ποίησής του, η Πολυδούρη πορεύτηκε πάντοτε στη γραμμή του Καρυωτάκη και στην ποικιλοτρόπως ιστορημένη παθολογία της: τίποτε λιγότερο, αλλά και τίποτε περισσότερο από αυτό. Και η κριτική, ωστόσο, από τη μεριά της σπανίως θέλησε να συγκατανεύσει ανεπιφύλακτα στα γραπτά της. Μολονότι ουδέποτε αρνήθηκε μίαν ορισμένη αξία, όπως και μια κάποια θερμότητα στα ποιήματά της και παρ' όλο επίσης το γεγονός πως δεν δίστασε να διακρίνει ενάργεια, αλλά και ζωτικότητα στα αισθήματά της, δεν κατάφερε παρά μόνον ελάχιστα να βάλει νερό στο κρασί της ως προς τις δύο βασικές μομφές οι οποίες μέχρι και σήμερα συνοδεύουν την υποδοχή τού ούτως ή άλλως ιδιότυπου έργου της. Κι αν η μια μομφή ελέγχει το έργο αυτό για την εξωτερικότητα της έκφρασής του, η άλλη το ψέγει για τους υψηλούς τόνους της φωνής του. Ο Τέλλος Αγρας καταλογίζει στην Πολυδούρη «βαριά κλάψα», ο Αλκης Θρύλος κάνει λόγο για «λυρικές κραυγές», ο Κλέων Παράσχος γράφει πως δεν είναι όλα «τα τραγούδια της ειλικρινή και αυθόρμητα», ο Κώστας Στεργιόπουλος φοβάται το μελοδραματισμό και, όπως ο Αγρας, μιλάει για την «κλαψούρα» της, ο Μάριο Βίττι αναφέρεται, μετριοπαθέστερα, στην «κυριαρχία των αισθημάτων» στο στίχο της, ενώ ο Αλέξ. Αργυρίου βρίσκει στα ποιητικά της κομμάτια μόνο κάποια «συμπαθητικά» σπαράγματα.

Ενα καινούργιο ποιητικό πρόσωπο

Πόσο επιβεβαιώνονται, άραγε, αυτές οι εικόνες από το ποιητικό πρόσωπο που φιλοτεχνεί για την Πολυδούρη η Χριστίνα Ντουνιά στο Ημερολόγιο 2005 των εκδόσεων «Μεταίχμιο»; Κατ' αρχάς, η δουλειά τής Ντουνιά έρχεται σε μιαν εποχή κατά τη διάρκεια της οποίας έχει πάψει η οποιαδήποτε αναφορά στην ποιήτρια. Είμαστε σίγουρα πολύ μακριά από τα Απαντά της, που επιμελήθηκαν πρώτα η Λιλή Ζωγράφου, το 1961, και κατόπιν ο Τάκης Μενδράκος, το 1982, ενώ καμία συστηματική κριτική έρευνα δεν έχει εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια (όπως και παλαιότερα, άλλωστε) γύρω από τη δουλειά της. Η Ντουνιά έχει στήσει μιαν εξαιρετικά προσεγμένη έκδοση στο ημερολόγιο του «Μεταίχμιου» και έχει καταφέρει να αναδείξει κατά τον καλύτερο και το διαφωτιστικότερο τρόπο τα κείμενα που συναποτελούν το υλικό του. Οι πηγές της είναι οι δύο ποιητικές συλλογές τής Πολυδούρη «Οι τρίλλιες που σβήνουν» και «Ηχώ στο χάος», που κυκλοφόρησαν το 1928 και το 1929, αντιστοίχως, ο λιγοστός κριτικός σχολιασμός τους, ανάμεικτος με ανεκδοτολογικά κείμενα και προσωπικές μαρτυρίες, η αλληλογραφία της με τον Καρυωτάκη (μαζί με το πολυδιαβασμένο και πολυσυζητημένο ημερολόγιό της) και, τέλος, τα ποιήματα τα οποία δημοσίευσε η ίδια στα περιοδικά «Ελληνική Επιθεώρησις», «Ελληνίς», «Η Πνοή» και «Ρυθμός». Τι ακριβώς, άραγε, προκύπτει από όλα αυτά και ποια νέα δεδομένα μπορεί να σχηματιστούν από τη σύνθεσή τους (αν μπορούν εντέλει να σχηματιστούν τέτοια δεδομένα) για τον εσωτερικό ρυθμό, την τεχνική ποιότητα, αλλά και τη βαθύτερη σημασία τού λόγου τής Πολυδούρη;

Νομίζω πως το πρώτο που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι πως η Πολυδούρη εμφανίζεται με τον ανά χείρας τόμο πλήρως απογαλακτισμένη από τη βαριά κληρονομιά του Καρυωτάκη, τόσο στο βιογραφικό όσο και στο καλλιτεχνικό επίπεδο. Στο βιογραφικό επίπεδο, επειδή τα τεκμήρια και οι μαρτυρίες που παραθέτει η Ντουνιά δείχνουν όχι μιαν υποταγμένη στον εραστή της και άβουλη ή ευάλωτη γυναίκα, αλλά, αντιθέτως, μίαν έντονη και πολύ ισχυρή προσωπικότητα, έτοιμη να προσηλωθεί αταλάντευτα στο ιδανικό της ελεύθερης ατομικής ζωής -μιας ζωής, παρεμπιπτόντως, μέσα στην οποία μπόρεσαν να χωρέσουν πολλοί αρσενικοί θαυμαστές, που καθώς φαίνεται λάτρεψαν κυριολεκτικά την Πολυδούρη. Στο καλλιτεχνικό επίπεδο, επειδή διαβάζοντας κανείς τα ποιήματά της χωρίς τη χρόνια προκατάληψη του ποιητικού υποπροϊόντος ή παραπροϊόντος του Καρυωτάκη, μπορεί εύκολα να τα διακρίνει μέσα στην αυτοτέλεια και την αυτοδυναμία τους, καθώς και να τα εξηγήσει αποκλειστικά με τους δικούς τους όρους.

Ο έρωτας και ο θάνατος

Το αδιαχώριστο σύμπλεγμα του έρωτα και του θανάτου, η απόλυτη έλλειψη ανοχής για την περιβάλλουσα πραγματικότητα, η δυσφορία για το ίδιο το γεγονός της ανθρώπινης ύπαρξης, η καταστατική μελαγχολία, η απόγνωση και η απελπισία ως τρόπος ζωής, οι αυτοκτονικές τάσεις, η μονίμως δηλητηριασμένη και σταθερά σκοτεινή ατμόσφαιρα, όπως και η διάθεση για μια γενναία αίφνης παραίτηση από τους πάντες και τα πάντα διατρέχουν απ' άκρου εις άκρον τα ποιήματα της Πολυδούρη και προφανώς δύσκολα θα μπορούσε ο οποιοσδήποτε να υποστηρίξει πως ένας τόσο ζοφερός και τόσο ηττημένος κόσμος μοιάζει ξένος προς τον κόσμο του Καρυωτάκη. Λίγο, ωστόσο, προσεκτικότερα αν τη διαβάσουμε, θα δούμε πως το κλίμα αυτό είναι περισσότερο κλίμα του ελληνικού ποιητικού μεσοπολέμου και λιγότερο ατόφιος Καρυωτάκης. Και ελάχιστα, επιπροσθέτως, καλύτερα αν κοιτάξουμε τη γλώσσα και την εκφραστική φτιαξιά της, θα διαπιστώσουμε πως δεν έχει πάρει και δεν έχει κρατήσει τίποτε από το ιοβόλο καρυωτακικό πνεύμα. Και εδώ δεν θα πρέπει να αδικήσουμε ούτε την παλαιότερη, αλλά ούτε και τη νεότερη κριτική: η αδυναμία τής Πολυδούρη είναι ακριβώς η γλωσσική και υφολογική της ανεξαρτησία από τον Καρυωτάκη, που συνεπιφέρει και τη μάλλον εύκολη άνευ όρων παράδοσή της στις επιταγές του παραφουσκωμένου αισθήματος. Αυτό ακριβώς, όμως, το υπέρβαρο αισθηματικό έρμα είναι που αποκτά κάποιες ώρες στο στίχο της εκρηκτικές διαστάσεις και μας συνταράσσει με έναν τρόπο ο οποίος δείχνει γιατί έχει εν τέλει κερδηθεί το στοίχημα και γιατί στο λυπητερό (και κάθε άλλο παρά ρηχό ή προσχηματικό) τραγούδι της μπορεί άνετα να στήσει το αυτί της η εποχή μας.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΠΗΓΗ:www.enet.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου