Η ελληνική γλώσσα είναι πλούσια αλλά και δύσκολη πολλές φορές, όταν θέλουμε να τη εκφέρουμε σωστά. Όλοι μας σχεδόν στη ροή του λόγου κάνουμε λάθη. Να λοιπόν 100 επισημάνσεις, για να γίνουμε καλύτεροι στην χρήση τόσο του προφορικού όσο και του γραπτού λόγου.
1.Δὲν εἶναι ζήτημα
ἁπλῶς προσωπικό, ἀλλὰ μᾶς ἀφορᾶ ὅλους (καὶ ὄχι: ἁπλά). Ἁπλῶς = μόνο.
Συμπεριφέρεται ἁπλὰ (=μὲ ἁπλό, ἀνεπιτήδευτο τρόπο).
2.Ἡ ὑπόθεση δὲν
τὸν ἀφορὰ ἄμεσα (ἀλλὰ ἔμμεσα) (τροπικὸ ἐπίρρημα). Νὰ παρουσιαστεῖ
ἀμέσως (καὶ ὄχι: ἄμεσα) (χρονικὸ ἐπίρρημα).
3.Πιθανῶς ἢ πιθανόν,
προηγουμένους, συγχρόνως, κυρίως, ὁλογράφως, ἐνδεχομένως, αὐτοδικαίως,
ἑπομένως (καὶ ὄχι σὲ-α).
4.15 Σεπτεμβρίου
ἢ 15 τοῦ Σεπτέμβρη (καὶ ὄχι: 15 Σεπτέμβρη).
5.Τὸ οὐσ. λάθος δὲν
μπορεῖ νὰ χρησιμοποιεῖται ὡς ἐπιθετικὸς προσδιορισμός: λανθασμένη
ἄποψη (καὶ ὄχι: λάθος ἄποψη).
6.Κακῶς χρησιμοποιοῦνται
ἀδόκιμες λέξεις ὅπως: νεολαῖος, πισωγύρισμα, ἀντιπαλότητα κλπ.
7.Ἀποφεύγουμε κατάχρηση
δημιουργίας οὐσ. σὲ -ποίηση: ἐλαχιστοποίηση, ἀνωτατοποίηση
κλπ.
8.Πρόσκληση σὲ συγκέντρωση
(καὶ ὄχι: κάλεσμα σὲ μάζωξη).
9.Τὰ προπαροξύτονα
οὐδ. οὐσ. σὲ -ὁ κατεβάζουν τὸν τόνο στὴν παραλήγουσα στὴ γέν. ἐν. καὶ
πλ. (πανεπιστημίου, -ίων, πολέμου, θριάμβου) ἐκτὸς ἀπὸ τὶς λαϊκὲς
λέξεις (σίδερου, ἀλλά: σιδήρου).
10. Καθιερωμένες
λέξεις καὶ φράσεις στὴν καθαρεύουσα δὲ μεταγλωττίζονται: Μικρὰ Ἀσία,
Ἐρυθρὰ θάλασσα, Μέλας Δρυμός, ἡ Ἀριστερά, Λευκὸς Οἴκος, βαρὺ ὕδωρ,
ἐκδοτικὸς οἶκος, χειμερία νάρκη, Μικρὰ Ἄρκτος, ἡ μάστιγα (τοῦ αἰώνα),
ἡ πτέρυγα (τῆς Βουλῆς), κλάδος (τῆς ἐπιστήμης), σινικὴ μελάνη, δαμόκλειος
σπάθη κλπ.
11. Διατηροῦμε ἀναλλοίωτες
τὶς τουλάχιστον 2000 ἀρχαϊστικὲς φράσεις καὶ λέξεις ποὺ χρησιμοποιοῦμε
στὸ γραπτὸ (χωρὶς νὰ θέτουμε εἰσαγωγικὰ) καὶ προφορικὸ λόγο, ὅπως:
ἐν πάση περιπτώσει, σὺν τοῖς ἄλλοις, καὶ οὕτω καθ’ ἑξῆς, ἐκ τοῦ σύνεγγυς,
ἐν κρύπτω καὶ παραβύστω, χάρμα ἰδέσθαι, ἐν τῷ μεταξύ, παραδείγματος
χάριν, ἐξ ἄλλου, ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ, αὐτὸς κὰθ΄ ἑαυτόν, ἐκ προοιμίου,
τοῖς μετρητοῖς, ἂφ΄ ἑνὸς μὲν – ἂφ΄ ἑτέρου δέ, ὓπ΄ ὄψιν, φὲρ΄ εἰπεῖν, ἐν
γένει, αὐθωρεὶ καὶ παραχρῆμα, εἰρήσθω ἐν παρόδω), τύποις, εἴθισται,
τιμῆς ἕνεκεν, ἒφ΄ ὄρου ζωῆς, ἐν κατακλείδι, ἐν μέρει, ἐπὶ πληρωμή,
λίαν καλῶς, ἐν ριπὴ ὀφθαλμοῦ, κοινὴ συναινέσει, ἁβρόχοις ποσίν, ἐν
γνώσει, ἐξ αἰτίας κλπ. Ὁρισμένες φράσεις γράφονται στὴ δημοτικὴ σὲ
μία λέξη: ἐξαιτίας, ἐξάλλου, ἀφενός, ὑπόψιν κλπ.
12. Ἡ συνάδελφος
(καὶ ὄχι: συναδέλφισσα).
13. Δέσμη μέτρων
(καὶ ὄχι: πακέτο), ἐκδοχὴ πολιτικῶν ἐξελίξεων (καὶ ὄχι: σενάριο).
14. Ἀποφεύγουμε
ξένες λέξεις καὶ ἐκφράσεις, ὅταν ὑπάρχουν ἀντίστοιχες ἑλληνικές:
ρισκάρω (διακινδύνευα), μοντάρω (συναρμολογῶ), καριέρα (σταδιοδρομία),
σαμποτὰζ (δολιοφθορά), ἴματζ (εἰκόνα, ἐντύπωση), πρεστὶζ (κύρος),
γκλάμουρ (σαγήνη, αἴγλη), σνόμπαρα (περιφρονῶ, ὑποτιμῶ), μίτινγκ
(συνάντηση), κοὺλ (ψύχραιμος), πρὲς ροὺμ (αἴθουσα τύπου), πρὲς κόνφερανς
(συνέντευξη τύπου), σπόνσορας (χρηματοδότης, χορηγός), τὶμ (ὁμάδα),
προτζεκτ (ἔργο, μελέτη), ντιζάιν (σχέδιο), τάιμινγκ (συγχρονισμὸς)
κλπ.
15. Τῆς γραμματέως,
τῆς γιατροῦ, τῆς γυμνασιάρχου.
16. Ἀποφεύγουμε
ἑρμηνεύματα ἀγγλικῶν λέξεων ἑλληνικῆς προελεύσεως ποὺ οἱ ἀντίστοιχές
τους ἑλληνικὲς ἔχουν ἄλλη σημασία (π.χ. φανταστικός: ὁ τῆς φαντασίας,
τρομερός: ὁ προξενῶν τρόμο, καὶ ὄχι καταπληκτικός, ὑπέροχος, ποὺ
σημαίνουν οἱ ἀγγλικὲς fantastic, terrific). Ἐπίσης, δὲ μεταφράζονται
ἀγγλισμοί: δῶσε μου τὸ πιάτο (καὶ ὄχι: πέρασέ μου τὸ πιάτο), ἀπευθείας
μετάδοση (καὶ ὄχι: ζωντανὴ μετάδοση), κάνω λάθος (καὶ ὄχι: εἶμαι
λάθος), θὰ σοὺ ξανατηλεφωνήσω (καὶ ὄχι: θὰ σὲ πάρω πίσω).
17. Πρὶν ἀπὸ τὴν ἔναρξη
(καὶ ὄχι: πρὶν τὴν ἔναρξη).
18. Τριάμισι κιλά,
τρεισήμισι μέρες.
19. Πτώσεις ἐπιθ.
σὲ -ής/ής: ο/ἡ διεθνής, τοῦ/τῆς διεθνοῦς, τὸν/τὴ διεθνῆ, τὸ διεθνές, τὰ
διεθνῆ, ο/ἡ συνήθης, τοῦ/τῆς συνήθους, τὸν/τὴν συνήθη, τὸ σύνηθες, τὰ
συνήθη, τῶν συνήθων. Προσοχὴ (μόνο γιὰ ἀρσ.): Τοῦ εὐγενοῦς ἀγώνα, ἀλλά:
τοῦ εὐγενῆ (=ἀριστοκράτη) (ἐπίθ. τὸ α΄, οὐσ. τὸ (Γ). Ἐπιστήμη συγγενοῦς
(ἐπίθ.) κλάδου. Εἶναι φίλος ἑνὸς στενοῦ μου συγγενῆ (οὔσ.).
20. Ὁ τόνος τῶν προπαροξύτονων
ἐπιθ. σὲ -ός κατεβαίνει στὴν παραλήγουσα τῆς γέν. ἐν. καὶ γέν. καὶ αἰτ.
πλ., ὅταν αὐτὰ χρησιμοποιοῦνται ὡς οὐσιαστικά: συμπεριφορὰ βάρβαρων
ἀνθρώπων, ἀλλά: οἱ ἐπιδρομὲς τῶν βαρβάρων.
21. Εὐχαριστοῦμε
ὅλους ὅσοι μᾶς συμπαραστάθηκαν (καὶ ὄχι: ὅσους, διότι εἶναι ὑποκ.
στὸ ρ. ποῦ ἀκολουθεῖ), η: εὐχαριστοῦμε ὅσους …
22. Οἱ ἀναδιπλασιασμοὶ
τῶν πάθ. μτχ. ἄλλοτε διατηροῦνται καὶ ἄλλοτε ὄχι: συγκαλυμμένος, ἀποκομμένος,
διαλυμένος, παραταγμένος, συμφωνημένος, μυημένος κλπ. (καὶ ὄχι
πιά: συγκεκαλυμμένος, ἀποκεκομμένος, διαλελυμένος, παρατεταγμένος,
συμπεφωνημένος, μεμυημένος), ἀλλὰ μόνο: παρατεταμένος, πεπειραμένος,
διακεκριμένος, ἐπιτετραμμένος(=ἀναπληρωτὴς πρεσβευτή), καταβεβλημένος,
βεβιασμένος, ἀποδεδειγμένος, δεδηλωμένος, τὰ πεπραγμένα, ἡ πεπατημένη,
ἀναμεμιγμένος, μεμονωμένος κλπ. Προσοχή: θεωρῶ δεδομένη τὴν ἐκλογή
του. Ἐνήργησα βάσει τῶν δεδομένων ποὺ εἶχα στὴ διάθεσή μου. Ἀλλά:
Εἶμαι δοσμένος στὸν ἀγώνα. Μίλησε μὲ τετριμμένες φράσεις. Ἀλλά: Φοράει
τριμμένα ροῦχα κλπ.
23. Ἀσχολούμαστε,
ἀσχολούμασταν (καὶ ὄχι: ἀσχολιόμαστε κλπ. διότι τὸ ρ. εἶναι ἀσχολοῦμαι
καὶ ὄχι ἀσχολιέμαι).
24. θορυβώδης,
ὀγκώδης, θυελλώδης, ἐνστικτώδης κλπ. (καὶ ὄχι: σὲ -ώδικος).
25. Τὸ σὰν χρησιμοποιεῖται
γιὰ παρομοίωση καὶ ὡς σύνδεσμος χρονικὸς ἢ αἰτιολογικός: Ψηλὸς
σὰν κυπαρίσσι. Σὰν ἔρθεις μὲ τὸ καλό. Ἐσὺ σὰν συγγενὴς ἔπρεπε νὰ ἐπέμβεις.
Τὸ ὡς συνοδεύει κατηγορούμενα: Ὑπηρετεῖ ὡς καθηγητής. Τὸ κατηγορούμενο
μπαίνει στὴν ἴδια πτώση μὲ τὴ λέξη στὴν ὁποία ἀναφέρεται: Ἡ ἐκλογή
του ὡς καθηγητῆ (καὶ ὄχι: ὡς καθηγητής).
26. Τὸ πάνω καὶ
τὸ κάτω στὴ δημοτικὴ εἶναι μόνο τοπικὰ ἐπιρρ. καὶ κακῶς μεταγλωττίζονται
τὰ ἐπὶ καὶ ὑπὸ τῆς καθαρεύουσας σὲ περιπτώσεις ὅπως οἱ ἑξῆς: Μίλησε
πάνω στὸ θέμα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ (σωστό: γιὰ τὸ θέμα ἢ ἐπὶ τοῦ θέματος),
θὰ προσπαθήσουμε κάτω) ἀπ΄ αὐτὲς τὶς συνθῆκες (σωστό: μὲ αὐτὲς ἢ ὑπ΄
αὐτές).
27. Τὸ ρ. προοιωνίζομαι
εἶναι ἀποθετικό, δηλ. δὲ διαθέτει ἐνεργητικὴ φωνή.
28. Ἀνενημέρωτος
(καὶ ὄχι: ἀνημέρωτος), κοινολογῶ (καὶ ὄχι: κοινωνιολογῶ), δὲ θὰ
προετίθεσθε (καὶ ὄχι: προετίθεσθο), τίθενται (καὶ ὄχι: τίθονται.),
κοινότοπος, κοινοτοπία (καὶ ὄχι: κοινότυπος, κοινοτυπία), μεγεθύνω,
μεγέθυνση (καὶ ὄχι: μεγενθύνω, μεγένθυση), ἐμβάθυνση (καὶ ὄχι: ἐμβάνθυνση),
ἀπαθανατίζω (καὶ ὄχι: ἀποθανατίζω), ἀντεπεξέρχομαι (καὶ ὄχι:
ἀνταπεξέρχομαι), μελαψὸς (καὶ ὄχι: μελαμψός), Ὀκτώβριος (καὶ ὄχι:
Ὀκτώμβριος), χειρουργὸς (καὶ ὄχι: χειροῦργος), παρεισφρέω (καὶ ὄχι:
παρεισφρύω), παρεμπιπτόντως (καὶ ὄχι: παρεπιπτόντως), ἔχω ἀπαυδήσει
(καὶ ὄχι: ἔχω ἀπηυδήσει), λιποβαρὴς (καὶ ὄχι: ἐλλιποβαρής), ὑποθάλπω,
περιθάλπω (καὶ ὄχι: ὑποθάλπτω, περιθάλπτω), ἀκατονόμαστος (καὶ ὄχι:
ἀκατανόμαστος), ἀθυρόστομος (καὶ ὄχι: ἀνθηρόστομος).
29. Τὰ ρήματα
τῶν προτάσεων ποὺ ἀκολουθοῦν συντάσσονται μὲ αἴτ. καὶ ὄχι μὲ γέν. Δὲν
ἐπιδέχεται ἀναβολή. Δὲ χρειάζεται περαιτέρω συστάσεις. Διέφυγε
τὴν προσοχή μου. Στεροῦμαι τὰ ἀπαραίτητα. Ἀπεκδύομαι τὶς εὐθύνες
μου.
30. Τὰ ἄρθρα τὸν,
τὴν καὶ τὰ μόρια δέν, μὴν διατηροῦν τὸ ν ὅταν ἀκολουθεῖ λέξη ποὺ ἀρχίζει
ἀπὸ φωνῆεν, ἀπὸ στιγμιαῖο σύμφωνο (κ, π, τ, μπ, ντ, γκ, τσ, τζ) καὶ ἀπὸ
τὰ διπλὰ ξ, ψ. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν πρόσ. ἀντων. τὴν, ἐνῶ ἡ ἀντων.
τὸν διατηρεῖ τὸ ν πάντοτε: τὸν ἄνθρωπο, τὴν πόλη, τὸ δρόμο, δὲ φοβᾶμαι,
μὴν περάσεις, τὴ βλέπω, τὸν βλέπω.
31. Οἱ τύποι τῆς
ἐρωτηματικῆς ἀντων. ποιὸς εἶναι μονοσύλλαβοι καὶ δὲν τονίζονται:
ποιές, ποιοί, ποιοὺς κλπ.
32. Οἱ μτχ. σὲ
-ντας γράφονται μὲ ώ ὅταν αὐτὸ τονίζεται καὶ μὲ ο ὅταν δὲν τονίζεται:
κάνοντας, τραβώντας.
33. Γι’ αὐτὸ (καὶ
ὄχι: γιαυτό).
34. Ἡ ἔγκλιση τόνου
στὸ μονοτονικὸ διατηρεῖται: ὁ ἄνθρωπός τους.
35. Πού (ἀναφ. ἀντων.),
ποῦ (ἐρωτημ. ἐπίρρ.), πώς (εἴδ. σύνδ.), πῶς (ἐρωτημ. ἐπίρρ.): ρώτησα αὐτὸν
ποὺ ἦταν ὑπεύθυνος ποῦ μποροῦσα νὰ σὲ βρῶ. Πῶς μποροῦσα νὰ πῶ πώς δὲ σὲ
ξέρω;
36. Μία, μία
(=μιά), δύο, δύο (=δυό).
37. Κλητική: κυρία
Πρόεδρε (καὶ ὄχι: κυρία Πρόεδρος).
38. Ἡ ἀναπληρώτρια
διευθύντρια / ὑπουργὸς (καὶ ὄχι: ἡ ἀναπληρωτὴς διευθυντὴς / ὑπουργός).
39. Δίνω, ἀλλά:
παραδίδω, ἀναδίδω, ἀποδίδω κλπ. / δείχνω, ἀλλά: ἀναδεικνύω, ἐπιδεικνύω,
ἀποδείκνυα) κλπ. / ρίχνω, ἀλλά: ἀπορρίπτω, καταρρίπτω, ἐπιρρίπτω
κλπ. / λύνω, ἀλλά: ἐπιλύω, διαλύω κλπ. / στέλνω, ἀλλά: ἀποστέλλω,
διαστέλλω κλπ. / κλείνω, ἀλλά: ἀποκλείω, περικλείω κλπ. / κόβω, ἀλλά:
ἀποκόπτω, διακόπτω κλπ.
40. Γίνονται ὅλοι
δεκτοὶ ἀνεξαρτήτως ἡλικίας καὶ φύλου (καὶ ὄχι: ἀνεξαρτήτου ἡλικίας
…).
41. Ἀπολαύει
τῆς ἐμπιστοσύνης (καὶ ὄχι: ἀπολαμβάνει).
42. Τῶν (πρώην)
τριτόκλιτων θηλυκῶν οὐσιαστικῶν νὰ προτιμᾶται ἡ γενικὴ σὲ -ἕως
ἀντὶ σὲ -ής μετὰ ἀπὸ λόγιες προθέσεις ἢ λόγιες ἢ μὴ λόγιες τυποποιημένες
φράσεις: πρὸ τῆς ἀποφάσεως, ὑπὲρ τῆς λύσεως, περὶ τῆς σχέσεως, σχέδιο
πόλεως, πρώτης τάξεως, ὁδηγίες χρήσεως, ἡμερομηνία λήξεως, ὁμάδα
κρούσεως, κρίση συνειδήσεως, χαίρω ἐκτιμήσεως, πάσης φύσεως, πορεία
πλεύσεως, ἔτος ἱδρύσεως κλπ.
43. Δὲ χρειάζονται
εἰσαγωγικὰ ὅταν χρησιμοποιοῦμε μεταφορικὴ σημασία λέξεων: ἡ
ρίζα τοῦ προβλήματος, τραβάω τὴν προσοχὴ (καὶ ὄχι: ἡ «ρίζα» …, «τραβάω»
…) κλπ. Χρησιμοποιοῦμε εἰσαγωγικά, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς γνωστὲς περιπτώσεις
τῶν αὐτολεξεὶ ἐπαναλαμβανόμενων, τῶν γνωμικῶν καὶ τῶν τίτλων ἔργων,
ὀνομάτων πλοίων, ἱδρυμάτων κλπ., ὅταν μία λέξη ἢ φράση τὴ λέμε εἰρωνικά,
ἐννοώντας τὴν ἀκριβῶς ἀντίθετη σημασία, ἡ ὁποία στὸ γραπτὸ λόγο
δὲν μπορεῖ ἀλλιῶς νὰ ἀποδοθεῖ, ἐνῶ, ἀντίθετα, στὸν προφορικὸ ἡ φωνὴ
παίρνει τὴν ἀνάλογη χροιά: μοῦ ἐπιφύλαξε «θερμὴ» ὑποδοχὴ (δήλ. ψυχρή).
44. Ὑπὲρ τὸ δέον
(καὶ ὄχι: ὑπὲρ τοῦ δέοντος).
45. Τὰ ρ. διαρρέω
καὶ λειτουργῶ εἶναι ἀμετάβατα: διέρρευσε ἀπὸ πολιτικοὺς κύκλους
ἡ πληροφορία ὅτι… η: πολιτικοὶ κύκλοι φρόντισαν νὰ διαρρεύσει ἡ
πληροφορία ὅτι … (καὶ ὄχι: πολιτικοὶ κύκλοι διέρρευσαν τὴν πληροφορία
ὅτι …). θὰ θέσω τὸ μηχάνημα σὲ λειτουργία (καὶ ὄχι: θὰ τὸ λειτουργήσω).
46. Ἐξελέγην, ἐξεπλάγην,
προήχθης, συνέβη, ἐπλήγη, συνελήφθησαν, διεξήχθησαν κλπ., κατὰ
τοὺς πάθ. ἀορ. β΄ τῆς ἀρχαίας (καὶ ὄχι: ἐκλέχτηκα, ἐκπλάγηκα, προάχθηκες,
συνέβηκε, πλήχτηκε, συλλήφθηκαν, διεξάχθηκαν κλπ).
47. Αὐτὸς κὰθ΄ ἑαυτόν,
αὐτοῦ κὰθ΄ ἑαυτόν, αὐτὸν κὰθ΄ ἑαυτόν, αὐτοὶ κὰθ΄ ἑαυτούς, αὐτῶν κὰθ΄
ἑαυτοὺς κλπ. (καὶ ὄχι: αὐτοῦ κὰθ΄ ἑαυτοῦ, αὐτῆς κὰθ΄ ἑαυτῆς, αὐτοὶ
κὰθ΄ ἐαυτοὶ κλπ.).
48. Ὅσον ἀφορᾶ
τὸ θέμα αὐτὸ (καὶ ὄχι: ὅσο ἀφορᾶ στὸ θέμα αὐτό, διότι ἀποτελεῖ μεταγλώττιση
τῆς λόγιας σύνταξης: ὅσον ἀφορᾶ εἰς τὸ θέμα αὐτό).
49. Ὅταν, δύο συνήθως,
συνεχόμενα ἐπίθετα ἀποτελοῦν ἐπιθετικοὺς προσδιορισμοὺς οὐσιαστικοῦ
ποὺ ἀκολουθεῖ, ἀλλὰ τὸ τελευταῖο ἀποδίδει μία οὐσιώδη ἔννοια σ΄
αὐτό, δὲ χωρίζονται μεταξύ τους μὲ κόμμα: ἐλαφρὸ δίτροχο μόνιππο,
εἶδος ἰταλικοῦ ἀφρώδους κρασιοῦ, ὁλόσωμο γυναικεῖο μαγιό.
50. Τὰ ἐπίθετα
σὲ -εἰος / -ἰὸς ποὺ προέρχονται ἀπὸ κύρια ὀνόματα πραγματικῶν προσώπων
γράφονται μὲ εἰ (ἀριστοτέλειος), ἐνῶ αὐτὰ ποὺ προέρχονται ἀπὸ τοπωνύμια
μὲ ἰ (μετσόβιο). Ὅσα προέρχονται ἀπὸ κύρια ὀνόματα μυθικῶν προσώπων,
μποροῦν νὰ γράφονται καὶ μὲ τοὺς δύο τρόπους (ἀπολλώνιος, ἀπολλώνειος).
51. Σὲ πολλὰ ρήματα
ἡ χρονικὴ αὔξηση διατηρεῖται: ἤλεγξα, διηύθυνα, διενήργησα, ἀπέκτησα
κλπ. (καὶ ὄχι: ἔλεγξα, διεύθυνα κλπ).
52. Εἰδωλολατρία,
πρωτοπορία κλπ. (καὶ ὄχι σὲ -εἴα), διότι προέρχονται ἀπὸ οὐσιαστικὰ
(εἰδωλολάτρης κλπ.) καὶ ὄχι ἀπὸ ρήματα.
53. Προσοχὴ στὶς
προστακτικὲς ἀορίστων: παρήγγειλα ἕνα ποτὸ / παράγγειλέ μου ἕνα
ποτό, αὐτὸς ἀντέγραψε τὶς σημειώσεις / ἀντίγραψέ μου τὶς σημειώσεις,
αὐτὸς ἀπέρριψε τὴν πρόταση τοῦ / ἐσὺ ἀπόρριψε τὴν πρότασή του.
54. Οἱ μέθοδοι
αὐτὲς (καὶ ὄχι: οἱ μέθοδοι αὐτοί).
55. Ἡ φράση «ἐξ ἁπαλῶν
ὀνύχων» σημαίνει παιδιόθεν, ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία (καὶ ὄχι: ἁδρομερῶς,
ἀκροθιγῶς).
56. Ὁποιοσδήποτε,
ὁτιδήποτε (καὶ ὄχι: ὁ ὁποιοσδήποτε, τὸ ὁτιδήποτε).
57. Τέως βασιλιάς:
ὁ μέχρι πρὸ τίνος βασιλιάς. Πρώην βασιλιάς: ὁ πρὶν ἀπὸ πολὺ καιρὸ βασιλιάς.
58. Χιλιετία:
περίοδος χιλίων ἐτῶν. Χιλιετηρίδα: ἡ ἐπέτειος χιλίων ἐτῶν.
59. Ὁ κύριος Κοντολέων,
τοῦ κ. Κοντολέοντος, ἡ κυρία Κοντολέοντος, τῆς κ. Κοντολέοντος
κλπ. (καὶ ὄχι τοῦ κ. Κοντολέων, ἡ κ. Κοντολέων).
60. Συμμετέχω,
πρτ. συμμετεῖχα, μέλλ. ἑξακολ. θὰ συμμετέχω ὅλο τὸ χρόνο στὶς ἐκδηλώσεις,
μέλλ. στίγμ. Θὰ συμμετάσχιυ στὴν ἐκδήλωση, ἀόρ. συμμετέσχον, πρκ.-ὑπρσ.
ἔχω-εἶχα συμμετάσχει.
61. Δὲν ἀποφάσισα
ἀκόμη, γιατί δὲν ἔχω τὰ ἀπαιτούμενα στοιχεῖα (καὶ ὄχι: Δὲν ἀποφάσισα
ἀκόμη. Καὶ αὐτὸ γιατί…).
62. Ἀνῆκα, ἀνῆκες,
ἀνῆκε κλπ. (καὶ ὄχι: ἄνηκα, ἄνηκες, ἄνηκε κλπ.)
63. Παρατατικὸς
συνηρημένων ρημάτων σὲ -οῦμαι: Σχολικὴ γραμματικὴ δημοτικῆς: στερούμουν
(!), στερούσουν (!), στεροῦνταν, στερούμασταν, στερούσασταν (!), στεροῦνταν.
Γραμματικὴ καθαρεύουσας: ἐστερούμην, ἐστερεῖσο, ἐστερεῖτο, ἐστερούμεθα,
ἐστερεῖσθε, ἐστεροῦντο. Προτεινόμενη κλίση: (ε)στερούμην, (ε)στερεῖσο,
(ε)στερεῖτο, στερούμασταν, (ε)στερεῖσθε, στεροῦνταν.
64. Ποιοῦμαι τὴν
νήσσαν (κοινῶς: κάνω τὴν πάπια) (καὶ ὄχι: ποιῶ τὴν νήσσαν).
65. Τὸ ἐπιχείρημα
ποὺ προβλήθηκε εἶναι ὑπὲρ αὐτοῦ (καὶ ὄχι: ὑπέρ του).
66. Ἐπιταχύνω
/ προωθῶ / ἐπισπεύδω τὸ θέμα / πρόγραμμα κλπ. (καὶ ὄχι: τρέχω τὸ θέμα
/ πρόγραμμα).
67. Ὁρισμένα ἀφηρημένα
οὐσιαστικά, ὅπως: πολιτική, λογική, πρακτική, συμπεριφορά,ὑποδομὴ
κλπ.δὲ χρησιμοποιοῦνται στὸν πλ.: ἡ πολιτικὴ ποὺ θὰ ἀκολουθηθεῖ σὲ
πολλοὺς τομεῖς (καὶ ὄχι:οἱ πολιτικὲς ποὺ …) κλπ.
68. Δρώμενα= α.
τελετουργίες β. ὅσα παριστάνονται σὲ θεατρικὴ σκηνή. Τεκταινόμενα=
μηχανορραφίες. Εἶναι λανθασμένο τὸ ἑρμήνευμα: διαδραματιζόμενα
(π.χ. τὰ δρώμενα / τεκταινόμενα τῆς πολιτικῆς ζωῆς).
69. Ἀποτείνομαι,
μέλλ. θὰ ἀποταθῶ (καὶ ὄχι: ἀποτανθῶ).
70. Χρόνοι συνθέτων
τοῦ ἄγω: ἐνστ. ἐξάγω, πρτ. ἐξῆγα, μέλλ. ἐξακολ. κάθε χρόνο θὰ ἐξάγω,
μέλλ. στιγμ. ἡ χώρα φέτος θὰ ἐξαγάγει ἑσπεριδοειδῆ, ἀόρ. ἐξήγαγα,
πρκ.-ὑπρσ. ἔχω-εἶχα ἐξαγάγει.
71. Χρόνοι τῶν ρημάτων
σὲ -λλῶ: ἔνστ. ἐπιβάλλω, πρτ. ἐπέβαλλα, μέλλ. ἑξακολ. θὰ καταβάλλω
κάθε μήνα τὸ ἐνοίκιο, μέλλ. στίγμ. θὰ σοὺ καταβάλω τὸ ἀντίτιμο (ἅπαξ),
ἀόρ. ἐπέβαλα, πρκ.-ὑπρσ. ἔχω-εἶχα ἐπιβάλει.
72. Ρήματα ποὺ στὸν
ἀόρ. λήγουν σὲ -ησα, -ισα, -υσα, -οισα στὸ β΄ πλ. πρστ. ἐνεργ. ἀόρ. διατηροῦν
τὴν ὀρθογραφία τῆς παραλήγουσας: κρατῆστε, καθαρίστε, λύστε, ἀθροῖστε.
73. Ὀρθογραφία
λέξεων: βιοτικός, βίωμα, βιωματικός, βιώσιμος / ἄμεσος, ἔμμεσος
/ ἐκμεταλλεύομαι, ἐκμετάλλευση / ὠφελῶ, (ἀφέλεια, ὠφέλημα, ὠφέλιμος,
ὠφελιμιστής, ὀφείλω, ὀφειλή, ὄφελος, ὀφειλέτης / ἐπιρροή, ἐπηρεάζω,
ἐπήρεια / διάλειμμα, διάλυμα (χημικό), δίλημμα / ἔλλειψη, ἔλλειμμα,
ἐλλιπὴς / ἐννέα, ἐννιακόσια, ἔνατος, ἐνενήντα / βορρᾶς, βοριὰς
/ ὑπερηφάνεια, περηφάνια / ποικίλλω, ποικίλος, ποικιλία / γέννηση,
γένεση, γενέθλια / ἀλλιῶς, ἀλλιώτικος, ἀλλοιώνω, ἀλλοίωση / ἀμείβω,
ἀμοιβὴ / ἀλείφω, ἀλοιφὴ / ἀναστήλωση, ὑποστύλωση / δυσφήμηση,
διαφήμιση / μέσω, λόγω: τὸ ἔστειλα μέσω τοῦ κοινοῦ μας φίλου, δὲν πῆγα
λόγω τῆς βροχῆς / ποιό, πιό: δὲν ξέρω ποιὸ εἶναι πιὸ καλὸ / κατάληξη
ρ. σὲ -τὲ (β΄ πλ. ἐνεργ. φ.) καὶ -ταὶ (γ΄ ἐν. πάθ. φ.): νὰ μὴ θεωρεῖτε ἀναγκαστικὰ
σωστὸ ὅ,τι θεωρεῖται γενικὰ ἀποδεκτὸ / ἔδωσα, θὰ δώσω, δόθηκα,
θὰ δοθῶ / σάτιρα, σατιρίζθ3, σατιρικὸ ποίημα, Σάτυρος (μύθ. ἀκόλουθος
τοῦ Διονύσου), σάτυρος (ἀσελγής), σατυρικὸς (ὁ τοῦ Σατύρου), σατυρικὸ
δράμα (τὸ ἀρχαῖο λογοτεχνικὸ εἶδος) / Κέκροψ, Χέοψ / συνείδηση, συνειδητοποίηση
/ μήνυμα, μήνυση / κηρύσσω, κήρυγμα / μονώροφος, διώροφος, πολυώροφος
/ παραλήφθηκε σήμερα τὸ ἐμπόρευμα (< παραλαμβάνω), παραλείφθηκε
μία γραμμὴ ἂπ΄ τὸ κείμενο (< παραλείπω) / ἔλεγχος, ἄγχος, μελαγχολία
/ ὅτι, ὅ,τι: εἶπε ὅτι θὰ πάει, πάρε ὅ,τι θέλεις / τυραννία, ἀπόρροια,
εἰλικρίνεια, κοιτάζω, συνεννοοῦμαι, δεισιδαιμονία, συνδύαζα:),
ἀνακαίνιση, ἐλάττωμα, πλατειασμός, συνδαιτυμόνας, μεγαλεπήβολος,
βεβαρημένος, ἐπανειλημμένος, συνωμοσία, ὁρκωμοσία, φτώχεια, ὤσμωση,
διαπίδυση, Εὐριπίδης, Θουκυδίδης, Ἰάσονας, ἀπόρριμμα, συνημμένος,
εἰσιτήριο, ἀνταλλάσσω, διακεκριμένος συγκεκριμένος, ἐγκεκριμένος,
καταχώριση, δικλίδα, δουλειά, δωσίλογος, ἐγχείρηση, διατεθειμένος,
ἐκτεθειμένος, ἕλκηθρο.
74. Νέα ὀρθογραφία
λέξεων: ἀβγό, ἀλίμονο, ἀνιψιός, ἀντικρίζω, Ἀράχοβα, ἀφήνω, βαθιά,
βεζίρης, βρεμένος, βρικόλακας, βρόμα, γαβγίζω, γαρίφαλο, γλιτώνω,
γόμα, δυόμισι κλπ., ζήλια, καβγάς, καημένος, καινούριος, καμιά, κόκαλο,
κολόνα, κοπέλα, κρεβάτι, Λάρισα, λιμέρι, λιώνω, μακελιό, μακριά,
Μανόλης, μαντίλι, μόλος, Μοριᾶς, μπίρα, Ναβαρίνο, νηστίσιμος, νιώθω,
ξίδι, ξιπάζω, παλικάρι, πρίγκιπας, σάκος, σβήνω, σινάφι, σιντριβάνι,
σιρίτι, Σλάβος, στάβλος, συγνώμη, συμπάθιο, τάλιρο, τρελός, Τρίκαλα,
φιντάνι, φλιτζάνι, φτήνια, χλομός, χνότο, χρεοκοπία. Τὰ ξένα προσηγορικὰ
καὶ κύρια ὀνόματα γράφονται μὲ τὸν ἁπλούστερο τρόπο: τρένο, Σέξπιρ.
75. Νὰ διαβάσετε
μέχρι τὴ σελίδα 69 (καὶ ὄχι: μέχρι καὶ τὴ σελίδα 69).
76. Λανθασμένη
γενικὴ ἢ λανθασμένος τονισμὸς ὀνομασιῶν ὁδῶν τῆς Ἀθήνας: λεωφόρος
Κηφισιᾶς (καὶ ὄχι: Κηφισίας), ὁδὸς Μάρνη (καὶ ὄχι: Μάρνης), ὁδὸς
Τράλλεων (καὶ ὄχι: Τραλλέων), ὁδὸς Βατάτζη (καὶ ὄχι: Βατατζή), ὁδὸς
Κοροίβου (καὶ ὄχι: Κοροϊβου), ὁδὸς Χερσῶνος (καὶ ὄχι: Χέρσωνος), ὁδὸς
Χάρητος (ὁ Χάρης, -ἠτος) (καὶ ὄχι: Χάριτος), ὁδὸς Ἁλκυονίδων (καὶ ὄχι:
Ἁλκυονιδῶν), ὁδὸς Ἀτθίδων (καὶ ὄχι: Ἀτθιδῶν), ὁδὸς Σημαχιδῶν (Σημαχίδαι:
ἀρχαῖος ἀττικὸς δῆμος) (καὶ ὄχι: Συμμαχιδῶν).
77. Τοῦ Σικάγου,
τῆς Νικαράγουας, τοῦ Μιλάνου, τοῦ Μεξικοῦ, τῆς Καλιφόρνιας, τῆς Ριβιέρας
κλπ. (καὶ ὄχι: τοῦ Σικάγο, τῆς Νικαράγουα κλπ.).
78. Ἡ λέξη αὐτὴ
ἀπαντᾶ συχνὰ στὸν Ὅμηρο (καὶ ὄχι: ἀπαντᾶται).
79. Ὀρθογραφία
μερικῶν ὁμόηχων λέξεων: τὸ τεῖχος, ὁ τοῖχος / ἔχω κλίση στὴ μουσικὴ
(<κλίνω), πῆρα κλήση ἀπὸ τὸ δικαστήριο (<καλῶ) / σύγκλιση ἀπόψεων,
σύγκληση συνεδρίου, σύγκλειση δοντιῶν / ἑτερόκλιτο οὐσιαστικό,
ἑτερόκλητο πλῆθος / κλείνω τὴν πόρτα, κλίνω τὸ ρῆμα / ἡ ἐξάρτηση ἀπὸ
τὰ ναρκωτικὰ (<ἐξαρτῶ), ἡ ἐξάρτυση τοῦ στρατιώτη (<ἑξαρτύω),
ἡ ἐξάρτιση τοῦ πλοίου (<ἑξαρτίζω) / ἡ σορός του θὰ ἐκτεθεῖ σὲ λαϊκὸ
προσκύνημα, ὁ σωρὸς ἀπὸ ξύλα / τί μέλλει γενέσθαι;, δὲ μὲ μέλει τί θὰ
γίνει / ὁ στίχος τοῦ ποιήματος, νὰ παραταχθεῖτε σὲ τρεῖς στοίχους /
φύλλο τοῦ δέντρου, τὸ ἀρσενικὸ φύλο / ψηλὴ γυναίκα, ψιλὴ κυριότητα
| κλωστὴ | φωνὴ κλπ. / ἐφορ(ε)ία Οἰκονομικὴ Ἀρχαιοτήτων, εὐφορία
τῆς γῆς | πνευματικὴ | ψυχικὴ / κόλλημα χαρτιῶν, νομικὸ κώλυμα / πολιτικὸ
κόμμα, ἔπεσε σὲ κῶμα / ἀπευθύνω ἔκκληση, ἔκλυση ἠθῶν / σύγχυση νοημάτων
(<συγχέω), ψυχικὴ σύγχιση (<συγχίζω) / ἰωνικὴ φιλοσοφία
(<Ἰωνία), Ἰονικὴ Τράπεζα (<Ἰόνιο) / λιμὸς (=πείνα), λοιμὸς
(=λοιμῶδες νόσημα, πανώλης).
80. Βρέχει ἐπὶ
δικαίους καὶ ἀδίκους (καὶ ὄχι: ἐπὶ δικαίων καὶ ἀδίκων).
81. Ἀνέκαθεν
(καὶ ὄχι: ἀπὸ ἀνέκαθεν), μακρόθεν (καὶ ὄχι: ἐκ τοῦ μακρόθεν).
82. Ἐπὶ τούτῳ
(καὶ ὄχι: ἐπὶ τούτου).
83. Οἱ στύλοι τοῦ
Ὀλυμπίου Διὸς (καὶ ὄχι: οἱ στῆλες).
84. Ὀρθογραφία
ἡ / καὶ σημασία μερικῶν παρωνύμων: τεχνικός, τεχνητὸς / ἄλλοτε,
ἄλλωστε / πηλήκιο, πηλίκο / παίρνω δῶρο, περνῶ τὸ δρόμο / βρόχος
(=θηλιά), βρόγχος (τῶν πνευμόνων) / ἐγκύπτει στὴ μελέτη τῆς φιλοσοφίας,
ἐνσκήπτει κακοκαιρία / κυκλαδικὸ εἰδώλιο, ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου
/ τὸν κατατρέχουν οἱ ἐχθροί του, τὸν κατατρύχουν οἱ ἀρρώστιες / κληροδοτῶ
τὸ σπίτι στὸ γιό μου, κληρονομῶ τὸ σπίτι ἀπὸ τὸν πατέρα μου / ἡ αὐγὴ ὑποφώσκει,
ὁ κίνδυνος τοῦ πολέμου ὑποβόσκει / κυκλοφοριακὴ συμφόρηση σ΄ ὅλην
τὴν πόλη, τὸ κυκλοφορικὸ σύστημα τοῦ ἀνθρώπινου σώματος / τὸ μεῖγμα
συνίσταται ἀπὸ τὰ ἑξῆς ὑλικά, συνιστᾶται ἡ ἀνάπαυση τοῦ ἀσθενοῦς
/ ψυχικὴ ὀδύνη, (ὀδίνες (=πόνοι τῆς γέννας) / οἱ ἐμπειρίες ἀπὸ τὶς
ἀποτυχίες μας μᾶς παρέχουν πολύτιμη πείρα / οἱ κάτοικοι τῆς ὑπαίθρου,
βγῆκα στὸ ὕπαιθρο γιὰ νὰ ξεμουδιάσω / ἀπαιτεῖται ἡ νοσηλεία του σὲ
κλινική, ἡ ἀσφαλιστική του ἐταιρία θὰ καταβάλει τὰ νοσήλια.
85. Ἐπαναλαμβάνω
(καὶ ὄχι: ξαναεπαναλαμβάνω).
86. Τὸ νομοσχέδιο
ψηφίστηκε κὰτ΄ ἀρχὴν (=στὰ βασικὰ σημεῖα). Κὰτ΄ ἀρχὰς (=ἀρχικὰ) νόμιζα
πὼς ἦταν σωστό, ἀλλὰ μετὰ ἄλλαξα γνώμη.
87. Ἁψίκορος =
αὐτὸς ποὺ χορταίνει εὔκολα (καὶ ὄχι: ὀξύθυμος).
88. Πρέπει νὰ συνεισφέρουν
ὅλοι στὸν ἔρανο καὶ δὴ καὶ οἱ πλούσιοι (καὶ ὄχι: καὶ δὴ οἱ πλούσιοι).
89. Στὸ βιβλίο
τοῦ πραγματεύεται τὸ θέμα τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν (καὶ ὄχι: διαπραγματεύεται).
Ἀλλά: Ὁ Ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν διαπραγματεύεται τοὺς ὅρους τῆς εἰρήνης.
90. Ὁ ἐπικεφαλῆς,
τοῦ ἐπικεφαλῆς, τὸν ἐπικεφαλῆς, οἱ ἐπικεφαλῆς κλπ.
91. Καλύτερος ἢ
πιὸ καλὸς (καὶ ὄχι: πιὸ καλύτερος).
92. Καμία ἀλλαγὴ
δὲν ἐπέφερε ὁ νέος κανονισμός, ἤ: οὐδεμία ἀλλαγὴ ἐπέφερε ὁ νέος
κανονισμὸς (καὶ ὄχι: καμία ἀλλαγὴ ἐπέφερε ὁ …, η: οὐδεμία ἀλλαγὴ
δὲν ἐπέφερε ὁ …).
93. Ὁ εὐθύς, τοῦ
εὐθῦ ἢ εὐθέος (καὶ ὄχι σέ: -ως) κλπ.
94. Τὰ σύνθετα
μὲ προθέσεις ρήματα στὸν πρτ. καὶ στὸν ἀόρ. ἄλλοτε ἔχουν ἐσωτερικὴ
συλλαβικὴ αὔξηση καὶ ἄλλοτε ὄχι: ἐξέφρασα (καὶ ὄχι: ἔκφρασα), ἐξέφρασαν
(καὶ ὄχι: ἔκφρασαν) η: ἐκφράσανε, συνέθεσα (καὶ ὄχι: σύνθεσα), συνέθεσαν
(καὶ ὄχι: σύνθεσαν) η: συνθέσανε, εἰσέπραξα (καὶ ὄχι: εἴσπραξα), εἰσέπραξαν
(καὶ ὄχι: εἴσπραξαν) η: εἰσπράξανε κλπ., ἀλλὰ μόνο: διαχώρισα, μεταβίβαζα,
ἐκφώνησα, ἐκλιπάρησα κλπ.
95. Ἐνήργησα
στὸ πλαίσιο τῶν ἁρμοδιοτήτων μου (καὶ ὄχι: στὰ πλαίσια).
96. Στὴ συνέλευση
ζήτησα τὸ λόγο γιὰ νὰ διατυπώσω / ἐκφράσω / ἐκθέσω τὴν ἄποψή μου
(καὶ ὄχι: γιὰ νὰ τοποθετηθῶ).
97. Τὰ τελευταία
γεγονότα φοβᾶμαι πὼς θὰ ἀνοίξουν τὸν ἀσκὸ τοῦ Αἰόλου (καὶ ὄχι: τοὺς
ἀσκούς).
98. Τὰ ὀνόματα
ἑλληνικῶν πόλεων καὶ νομῶν πρέπει νὰ χρησιμοποιοῦνται στὸ λόγιο
τύπο τους σὲ ὀνομασίες ἱδρυμάτων, ὀργανισμῶν, κτιρίων κλπ. καὶ σὲ
καθιερωμένες ὀνομασίες ἀγροτικῶν προϊόντων: 1° Πειραματικὸ
Λύκειο Ἀθηνῶν, Δῆμος Πειραιῶς, Πανεπιστήμιο Πατρών, Σταθμὸς Λαρίσης,
νομὸς Πέλλης, Δημοτικὴ Βιβλιοθήκη Ἰωαννίνων, Μητρόπολη Πρεβέζης,
Σχολὴ Ἐμπορικοῦ Ναυτικοῦ Κεφαλληνίας, πιπεριὲς Φλωρίνης, ἐλιὲς
Ἀμφισσης, φιστίκια Αἰγίνης κλπ.
99. Λάθη στὴ στρατιωτικὴ
ὁρολογία: ἡ περίπολος (καὶ ὄχι οὔδ.), ὁ γεμιστήρας, ὁ τελαμώνας,
ὁ ἀορτήρας, ὁ ζωστήρας (καὶ ὄχι θήλ.), οἱ λοχίες (καὶ ὄχι: οἱ λοχίοι),
στρατιώτης προσκεκολλημένος σὲ ἄλλη μονάδα (καὶ ὄχι: προσκωλυόμενος).
100. Ὁ προβλήτας
τοῦ λιμανιοῦ (καὶ ὄχι: ἡ προβλήτα).
Σύνταξη: Δ. Κρασανάκης,
καθηγητὴς 1ου Ἑνιαίου Πειραματικοῦ Λυκείου Ἀθηνῶν
πηγή : filonoi.gr