Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο του Κωνσταντίνου Μάντη, με εξόχως εύστοχες παρατηρήσεις για τα φύλα στη λογοτεχνία πάνω στην παραλογή ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ. Να τα μελετήσει το Α3 κι Α4, για να πάρει μια ιδέα για το πως πρέπει να δουλέψουν στην εργασία που αφορά στο δημοτικό τραγούδι.
Τα φύλα στη Λογοτεχνία: Πώς παρουσιάζεται η γυναίκα στο τραγούδι «Του νεκρού αδελφού»
Στο τραγούδι «Του νεκρού αδελφού» υπάρχουν δύο γυναικείες παρουσίες,
μέσα από τη στάση των οποίων μπορούμε να λάβουμε πληροφορίες για τη θέση της
γυναίκας, την εποχή που συντέθηκε το τραγούδι (9ος αιώνας μ.Χ.), η μητέρα και η δωδεκάχρονη κόρη της, η Αρετή.
Η Αρετή:
Η νεαρή κοπέλα εμφανίζεται να παραμένει διαρκώς στο σπίτι,
δεχόμενη τις φροντίδες της μητέρας της, χωρίς να μας δίνεται κάποια πληροφορία
για το αν η ίδια αναλάμβανε κάποιες από τις ευθύνες του σπιτιού ή αν υπήρχε
μέριμνα για την εκπαίδευσή της.
Η πληροφορία στην οποία δίνεται έμφαση είναι ότι η κοπέλα είχε φτάσει στα 12 χρόνια της, χωρίς ποτέ να τη δει ο ήλιος.
Στοιχείο που έμμεσα υποδηλώνει την καλή κοινωνική της θέση, καθώς μόνο οι
κοπέλες που ανήκαν σε ευκατάστατες οικογένειας είχαν τη δυνατότητα να
αποφεύγουν πλήρως τη συμμετοχή τους στις εργασίες της οικογένειας (είτε
επρόκειτο για κάποια αγροτική ενασχόληση, είτε για τις καθημερινές δουλειές του
σπιτιού).
Η προφύλαξη της αρετής από τον ήλιο μας παραπέμπει σε δύο σημαντικά στοιχεία εκείνης της εποχής, αφενός την ιδιαίτερη εκτίμηση που είχαν στη λευκότητα του δέρματος των γυναικών, καθώς αυτό υποδήλωνε καλή οικονομική κατάσταση, μιας και η γυναίκα δεν χρειαζόταν να ασχολείται με εργασίες εκτός του σπιτιού, κι αφετέρου τη φροντίδα που υπήρχε να μην βλέπουν οι ξένοι άντρες την κοπέλα. Η Αρετή μένει προφυλαγμένη μέσα στο σπίτι, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα, ώστε η τιμή της να παραμείνει άθικτη και να μην υπάρξει ούτε η υπόνοια ότι είχε κάποια συναναστροφή με κάποιον άντρα.
Η προφύλαξη της αρετής από τον ήλιο μας παραπέμπει σε δύο σημαντικά στοιχεία εκείνης της εποχής, αφενός την ιδιαίτερη εκτίμηση που είχαν στη λευκότητα του δέρματος των γυναικών, καθώς αυτό υποδήλωνε καλή οικονομική κατάσταση, μιας και η γυναίκα δεν χρειαζόταν να ασχολείται με εργασίες εκτός του σπιτιού, κι αφετέρου τη φροντίδα που υπήρχε να μην βλέπουν οι ξένοι άντρες την κοπέλα. Η Αρετή μένει προφυλαγμένη μέσα στο σπίτι, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα, ώστε η τιμή της να παραμείνει άθικτη και να μην υπάρξει ούτε η υπόνοια ότι είχε κάποια συναναστροφή με κάποιον άντρα.
Παρατηρούμε, επομένως, ότι η καλή
φήμη που αποκτά η Αρετή και επικυρώνεται με τον ερχομό των προξενητάδων από τη
Βαβυλώνα, δεν βασίζεται ούτε στην εργατικότητά της, ούτε στην πνευματική της
καλλιέργεια, αλλά στο γεγονός ότι έχει δοθεί τόση φροντίδα από τη μητέρα της,
ώστε η κοπέλα να παραμείνει ανέγγιχτη τόσο από τον ήλιο όσο κι από τα αδιάκριτα
βλέμματα. Ενώ, παράλληλα, το ενδιαφέρον από μια τόσο μακρινή περιοχή, καθιστά
προφανές ότι η κοπέλα θα πρέπει να ήταν ξεχωριστά όμορφη.
Για τις γυναίκες εκείνης της εποχής, το βασικό
τους πλεονέκτημα δεν ήταν η δυναμική τους προσωπικότητα, ούτε η μόρφωσή τους,
αλλά η αγνότητα και η
τιμή τους. Σε αντίθεση με τις σύγχρονες γυναίκες που οφείλουν να διασφαλίσουν
για τον εαυτό τους καλή μόρφωση, ώστε να μπορέσουν να αποκαταστηθούν
επαγγελματικά, οι γυναίκες εκείνης της εποχής δεν είχαν καμία τέτοια ευθύνη,
εφόσον δεν εργάζονταν ούτε αναμενόταν από εκείνες να έχουν μορφωθεί.
Σε πολύ μικρή ηλικία η Αρετή, μόλις στα 12 χρόνια της, οφείλει να
αποδεχτεί τις ευθύνες του οικογενειακού βίου, γεγονός που αναδεικνύει την
τελείως διαφορετική νοοτροπία που επικρατούσε εκείνη την εποχή. Σε αντίθεση με
τη σύγχρονη εποχή, που στις ανεπτυγμένες κοινωνίες αυτή η ηλικία είναι
απαγορευτική για την τέλεση γάμου, βλέπουμε ότι η οικογένεια της Αρετής δεν
εξετάζει καν το θέμα της ηλικίας της, θεωρώντας προφανώς πως είναι απόλυτα
λογικό να τη ζητούν σε γάμο.
Ενδεικτικό για τη θέση της γυναίκας είναι το γεγονός ότι στη συζήτηση που
γίνεται για να αποφασιστεί αν θα γίνει δεκτό το προξενιό, η Αρετή δεν έχει το
δικαίωμα να συμμετέχει. Η απόφαση
του γάμου αφορούσε, κανονικά, τον πατέρα της οικογένειας, ο οποίος ήταν ο μόνος
υπεύθυνος να αποφασίσει για το
ποιος θα γίνει σύζυγος της κόρης του. Η κοπέλα περίμενε απλώς την απόφαση του
πατέρα της και όφειλε να υπακούσει, χωρίς να μπορεί η ίδια να εκφράσει τη δική
της θέληση. Με αυτό τον τρόπο η γυναίκα περνούσε από τον έλεγχο του πατέρα της,
στον έλεγχο του συζύγου της. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πάντως, επειδή στην
οικογένεια δεν υπάρχει πατέρας, η απόφαση θα ληφθεί από τη μητέρα και τους
γιους της.
Μετά την απόφαση για το γάμο της κοπέλας, τη συναντάμε ξανά όταν ο
Κωσταντής, έχοντας επιστρέψει από τον κάτω κόσμο, πηγαίνει για να τη φέρει πίσω
στη μητέρα τους. Η Αρετή εμφανίζεται να χτενίζει τα μαλλιά της στο φως του
φεγγαριού, γεγονός που υποδηλώνει ότι η νεαρή κοπέλα συνεχίζει να ζει, όπως
της έμαθε η μητέρα της, προφυλάσσοντας τον εαυτό της από το φως του ήλιου. Ενώ,
σ’ ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης θα μπορούσε η στάση της αυτής να σημαίνει ότι
κρατά σκοπίμως τις συνήθειες που της έμαθε η μητέρα της, ως μοναδικό μέσο
επαφής μαζί της, μιας και δεν είχε πια τη δυνατότητα να τη βλέπει. Μπορούμε,
δηλαδή, να διαπιστώσουμε μια διάθεση νοσταλγίας στο γεγονός ότι η κοπέλα
συνεχίζει ακόμη την ίδια ρουτίνα που είχε όσο ζούσε με τη μητέρα της. Παρ’ όλο
που παντρεύτηκε η κοπέλα δεν έχει πάψει να θυμάται και να νοσταλγεί τους δικούς
της.
Ο έντονος συναισθηματισμός των γυναικών είναι μια θεματική συχνά επαναλαμβανόμενη στη λογοτεχνία, όπου οι
γυναίκες παρουσιάζονται να βιώνουν σε μεγάλο βαθμό την αγάπη για την οικογένειά
τους και φυσικά τον πόνο του αποχωρισμού.
Ενδιαφέρον, επίσης, παρουσιάζει η αντίδραση της κοπέλας, όταν ο αδερφός
της, της ζητά να τον ακολουθήσει. Η Αρετή
ρωτά αν πρόκειται για χαρά ή για πίκρα, ώστε να ντυθεί ανάλογα. Η μέριμνα αυτή της κοπέλας για το τι θα πρέπει να φορέσει, εκφράζει την
ιδιαίτερη προσήλωση των γυναικών, που έχουν λάβει καλή αγωγή, στο τι είναι
αρμόζον σε κάθε περίσταση. Η ερώτηση αυτή, που θα ακουγόταν παράλογη αν
προερχόταν από έναν άντρα, παρουσιάζεται συνεπής με το ήθος και τους τρόπους
των γυναικών, οι οποίες εμφανίζονται να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στην εμφάνισή
τους και κυρίως στο να είναι κατάλληλα ντυμένες για κάθε ξεχωριστή περίσταση.
Παρά το γεγονός ότι ο αδερφός της έρχεται νύχτα και εντελώς απροσδόκητα,
η κοπέλα υπακούει στο κάλεσμά του και στην πορεία της διαδρομής παρά τα
ανησυχητικά σχόλια που ακούει από τα πουλιά, μιλά με σεβασμό και διστακτικότητα
στον αδερφό της. Η στάση της Αρετής είναι συνεπής, άλλωστε, με τη γενικότερη
απαίτηση που υπήρχε για τις γυναίκες να
σέβονται, όχι μόνο τον πατέρα και το σύζυγό τους, αλλά και τα υπόλοιπα αρσενικά
μέλη της οικογένειάς τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μάλιστα, που η κοπέλα
δεν είχε πατέρα, ο αδερφός της είναι φορέας ιδιαίτερου κύρους και η Αρετή δε θα
τολμούσε να δείξει απέναντί του ανυπακοή ή ασέβεια.
Στο κλείσιμο του τραγουδιού η κοπέλα βλέπει με πόνο την εγκατάλειψη του
σπιτιού της κι όταν αντικρίζει τη «γλυκιά» της μάνα, την αγκαλιάζει και
πεθαίνει μαζί της. Η σκηνή
αυτή που οδηγεί στη λύτρωση τις δύο γυναίκες της ιστορίας, εκφράζει με
ιδιαίτερη ένταση τον πόνο που είχε κυριεύσει τις ψυχές τους και τη δύναμη της αγάπης τους. Η ένταση της συγκίνησης μοιάζει να
τερματίζει τις ζωές τους, αν και είναι εύλογο πως τόσο η μητέρα, όσο και η
Αρετή δεν επιθυμούν να ζουν σ’ ένα κόσμο όπου η οικογένειά τους έχει
ξεκληριστεί.
Η μητέρα:
Η μητέρα αναλαμβάνει τη φροντίδα της Αρετής, που είναι η μοναχοκόρη της,
και μεριμνά ιδιαίτερα για την προστασία της. Η μητέρα, ως μεγαλύτερη, οφείλει
να μεταδώσει στην κόρη της, τις κατάλληλες αρχές και να τη βοηθήσει να μάθει
ποια θα πρέπει να είναι συμπεριφορά της και τι αναμένεται από εκείνη. Η μητέρα λειτουργεί, δηλαδή, ως πρότυπο αλλά και ως φορέας αγωγής για
την Αρετή, καθώς μέσα από τις φροντίδες της, η νεαρή κοπέλα θα γνωρίσει ποια
είναι η κοινωνική της θέση και ποια θα πρέπει να είναι η στάση της σε κάθε
περίσταση.
Η μητέρα στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει έναν ξεχωριστό ρόλο, καθώς η
απουσία του πατέρα, την αναγκάζει να τον αναπληρώσει. Εντούτοις, όπως γίνεται
σαφές μέσα από τη συζήτηση για το γάμο της Αρετής, η μητέρα δεν αποκτά όλες τις δικαιοδοσίες του άντρα της, γι’ αυτό και
δεν αποφασίζει μόνη της. Ενώ, ο πατέρας θα λάμβανε μόνος του την απόφαση, η
μητέρα οφείλει να ακούσει τη γνώμη των γιων της, μιας και είναι οι άντρες της
οικογένειας. Το γεγονός, άλλωστε, ότι υποχωρεί μπροστά στην αποφασιστικότητα
του Κωσταντή, δείχνει πως δεν είναι σε θέση να αγνοήσει τις επιθυμίες των γιων
της και να επιβάλει τη δική της άποψη.
Η μητέρα απέναντι στις σκέψεις του Κωσταντή για τα οφέλη που θα φέρει
στην οικογένεια ο γάμος της Αρετής, απαντά με μια πιο συναισθηματική
προσέγγιση. Για τη
μητέρα δεν έχει σημασία αν θα αποκτήσει η οικογένειά της δεσμούς με μια ξένη
περιοχή, για τη μητέρα σημασία έχει ότι αν η κόρη της φύγει μακριά, δε θα
μπορεί πλέον να τη βλέπει. Η μητέρα σκέφτεται πως είτε η οικογένειά της έχει
ένα χαρούμενο γεγονός (π.χ. ο γάμος ενός από τους γιους) είτε έχει κάποια πίκρα
(π.χ. μια ασθένεια ή έναν θάνατο), η Αρετή δε θα είναι κοντά τους. Μπροστά
δηλαδή στην πρακτική λογική του γιου της, η μητέρα απαντά με το συναίσθημα και
φυσικά με την προνοητικότητα που έχει πάντοτε ένας μεγαλύτερος άνθρωπος, που
έχει ήδη ζήσει πολλά.
Ο θάνατος των γιων της αφήνει τη μητέρα ολομόναχη, χωρίς κανέναν δικό
της άνθρωπο, μιας κι η κόρη της βρίσκεται στην ξενιτιά. Η μητέρα μπροστά στους
τάφους των γιων της θρηνεί για το χαμό τους, όπως θα έκανε βέβαια κάθε γονιός,
αλλά στον τάφο του Κωσταντή ξεσπά
την οργή της και τον αναθεματίζει, αφού εκείνος επέμενε να
δώσουν τη μοναχοκόρη της στην ξενιτιά. Η οργή της μητέρας, βέβαια, δεν
υποδηλώνει μίσος για τον γιο της, εκφράζει όμως την έντονη πίκρα της για το
γεγονός ότι τον εμπιστεύτηκε και τώρα έχει απομείνει εντελώς μόνη της.
Η σκηνή αυτή στο νεκροταφείο πέρα από την ιδιαίτερη αξία της για τη
συνέχιση της ιστορίας, μας αποκαλύπτει μια χαρακτηριστική εικόνα για το πώς οι
γυναίκες εξέφραζαν τον πόνο ή την οργή τους. Οι
κατάρες και το τράβηγμα των μαλλιών τους, ήταν ο σταθερός τρόπος παρουσίασης
του γυναικείου πόνου. Σε αντίθεση με τους άντρες που εμφανίζονται να επιτίθενται σ’ εκείνον
που τους εξοργίζει, οι
γυναίκες στρέφουν την οργή τους στον εαυτό τους,
ξεριζώνοντας τα μαλλιά τους και παράλληλα καταφεύγουν στους αναθεματισμούς και
τις κατάρες, που ήταν ιδιαίτερα επίφοβες για τους ανθρώπους της εποχής.
Η δύναμη, άλλωστε, της μητρικής κατάρας γίνεται εξαιρετικά αισθητή σ’ αυτό το τραγούδι, μιας και είναι η βασική αιτία που αναταράζει τη
φυσική σειρά των πραγμάτων και σηκώνει το νεκρό Κωσταντή από τον τάφο του.
Ενδιαφέρον, παράλληλα, παρουσιάζει το γεγονός ότι η μητέρα μπροστά στο
θάνατο των παιδιών της, λυγίζει κι αφήνει τα πάντα στο έλεος του χρόνου.
Κλεισμένη στο σπίτι απέχει από κάθε προσπάθεια και φροντίδα, κι αδιαφορεί για
την εικόνα εγκατάλειψης που δείχνει το σπίτι και ο κήπος της. Το μόνο που περιμένει είναι η λύτρωση που θα της φέρει ο θάνατος, μιας κι
έχει χάσει πια κάθε ελπίδα να δει ξανά την αγαπημένη της κόρη.
Το γεγονός ότι η μητέρα θεωρεί βέβαιο πως δεν θα δει ποτέ πια την κόρη
της γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό, όταν η Αρετή την αποκαλεί «μανούλα», «γλυκιά
μου μάνα» κι εκείνη ρωτά ποιος είναι αυτός που με φωνάζει μάνα. Η μητέρα
αδυνατεί να πιστέψει πως μέσα σ’ όλον αυτόν τον πόνο, η ζωή της επέτρεψε να αγκαλιάσει
για μιαν ακόμη φορά την κόρη της, και είναι τέτοια η συγκίνησή της, που
πεθαίνει στην αγκαλιά του παιδιού της.
Τα φύλα στη Λογοτεχνία: Πώς παρουσιάζεται ο άντρας στο τραγούδι «Του
νεκρού αδελφού»
Στο τραγούδι αυτό παρά το γεγονός ότι η οικογένεια έχει εννιά αγόρια,
μόνο ένα από αυτά προβάλλεται, ο Κωσταντής.
Η εστίαση στον Κωσταντή μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την αντίληψη
εκείνης της εποχής πως κάθε φορά μόνο ένας
από τους άντρες μπορεί να έχει τον πρώτο λόγο σε μια οικογένεια ή κοινωνία, γι’
αυτό και μεταξύ των εννιά αδερφών ο Κωσταντής, έχοντας ισχυρότερη θέληση,
ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους. Αν στην οικογένεια του τραγουδιού υπήρχε ο
πατέρας, κανένας από τους γιους δε θα ξεχώριζε, υπό την έννοια πως αρχηγός της
οικογένειας είναι ο πατέρας και όλοι υπακούν στις επιθυμίες του. Η απουσία,
όμως, του πατέρα αφήνει ανοιχτό το πεδίο για την ανάδειξη ενός άλλου ηγετικού
προσώπου, το οποίο τελικά είναι ο Κωσταντής.
Ο ήρωας του τραγουδιού, στη συζήτηση που γίνεται για το γάμο της Αρετής, παρουσιάζεται παρορμητικός, χωρίς ιδιαίτερη διορατικότητα, αλλά με
μεγάλη εμπιστοσύνη στις ικανότητές του. Ο Κωσταντής αναλογιζόμενος
το συμφέρον της οικογένειάς του, δε δίνει
προσοχή στο συναισθηματισμό που
εκφράζουν οι αδερφοί και η μητέρα του. Θεωρεί ως δεδομένο ότι πάντοτε θα είναι
υγιής και δυνατός, γι’ αυτό και δε διστάζει να δώσει βαρύ όρκο στη μητέρα του,
πως ότι κι αν συμβεί εκείνος θα πάει να της φέρει την Αρετή.
Η σκέψη του Κωσταντή περιορίζεται σ’ αυτό που φαίνεται εκείνη τη στιγμή
περισσότερο συμφέρον και δεν
αναλογίζεται τους πιθανούς κινδύνους και τις αλλαγές της τύχης. Με δυναμισμό
και αποφασιστικότητα, δείχνει σε όλους ότι είναι απόλυτα πρόθυμος να φανεί
συνεπής σε ό,τι υπόσχεται κι έτσι ξεπερνάει τις αντιρρήσεις των δικών του για
το γάμο της αδερφής του.
Ο Κωσταντής γνωρίζει ότι οφείλει να δείχνει σεβασμό στη μητέρα του, αλλά
δεν αποδέχεται να ληφθεί μια απόφαση με βάση τους συναισθηματισμούς και τις
ανησυχίες. Κρίνει πως ο γάμος της Αρετής μπορεί να φανεί χρήσιμος στην
οικογένειά του και δεν έχει
κανένα δισταγμό στο να υποστηρίξει σθεναρά την άποψή του.
Πέρα, πάντως, από την εμφανέστατη αποφασιστικότητα του νεαρού Κωσταντή,
μπορούμε να διακρίνουμε κι άλλες αρετές στην προσωπικότητά του, οι οποίες
γίνονται αισθητές όταν παίρνει μαζί του την Αρετή, για να την επιστρέψει στη
μητέρα του. Αντιλαμβανόμενος τους δισταγμούς της αδερφής του και το φόβο που
εύλογα θα αισθανόταν με όσα άκουγε από τα πουλάκια, φροντίζει να την
καθησυχάζει και να διασκεδάζει τις υποψίες της. Ο
Κωσταντής δε θέλει να τρομάξει την Αρετή και κατανοεί πλήρως τον αντίκτυπο που
θα είχαν στην ευαίσθητη ψυχή της οι υποψίες που της
δημιουργούσαν τα πουλιά, αλλά και η ίδια η εμφάνισή του. Γι’ αυτό με κάθε τρόπο
διαψεύδει όσα λένε τα πουλιά και διαβεβαιώνει την αδερφή του πως τίποτε το
περίεργο δε συμβαίνει.
Ξεχωριστή αναφορά, επίσης, θα πρέπει να γίνει για τη σκηνή όπου ο
Κωσταντής εγείρεται από τον τάφο του. Ο νέος εμφανίζεται με τον ίδιο δυναμισμό
που είχε κι όταν ήταν ζωντανός να κάνει το σύννεφο άλογο, το άστρο χαλινάρι και
το φεγγάρι συντροφιά, και χωρίς δεύτερες σκέψεις να πηγαίνει για την Αρετή. Η αποφασιστικότητα που χαρακτήριζε τον ήρωα, όσο ήταν ζωντανός, γίνεται
κι εδώ αντιληπτή, με τον Κωσταντή να βγαίνει από τον τάφο, σαν να ήταν πανέτοιμος για το
ταξίδι αυτό.
Ενώ, λοιπόν, για τις γυναίκες, ο συναισθηματισμός, η νοσταλγία και η
τρυφερότητα αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά, για τους άντρες έχουμε το
δυναμισμό, το θάρρος, την αποφασιστικότητα και, όπως φαίνεται στο συγκεκριμένο
τραγούδι, την αξία που δίνεται στο να τηρεί ένας άντρας το λόγο του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου