Με αφορμή εκθέματα του μουσείου γράφουμε ιστορίες...
Το «δώρον» της Περσεφόνης της Αγγελικής Τανίδου
Η γιαγιά Περσεφόνη είναι αδελφή του γαμπρού της γιαγιάς μου. Τέτοιο όνομα στο χωριό δεν είχαν. Της το ΄δωσε η δασκάλα του χωριού που τη βάφτισε. Είχε έρθει από ένα νησί και ήτανε πολύ διαβασμένη. Αλκμήνη τη λέγανε κι αυτή. Είχε μανία με τα αρχαία ελληνικά ονόματα. Η γιαγιά Περσεφόνη λοιπόν -αν και μικροκαμωμένη κι αδύνατη, αν και έχει περάσει τα ενενήντα - πλένει κάθε καλοκαίρι τις κουβέρτες στη μπανιέρα με βραστό νερό, γιατί στο πλυντήριο λέει μόνο ζαρώνουν κι ανακατεύονται, και κάθε Σάββατο ανοίγει φύλλο και κάνει τουλάχιστον δυο πίτες, ενώ συνεχώς παραπονιέται ότι δεν τη βαστούν τα χέρια της.
Τις προάλλες που ήμουν στο χωριό πήγα να τη δω. Πάντα πηγαίνω, όταν έχω χρόνο. Με γέμισε ένα σωρό ευχές «να μ΄ έχει ο Θεός καλά που της ανοίγω την πόρτα» και άλλα τέτοια. Καθόμασταν στη μικρή βεράντα και πίναμε καφέ, όταν άρχισε να φυσάει ένα ελαφρό αεράκι και με έστειλε στην κρεβατοκάμαρα να φέρω το σάλι της. Το είχε ακουμπισμένο στο προσκέφαλό της δίπλα στο κομοδίνο. Το πήρα βιαστικά και η άκρη του με εκείνα τα μακριά κρόσια μάγκωσε σε ένα παλιό ξύλινο σκαλιστό κουτάκι που είχε πάνω στο κομοδίνο. Όπως έκανα να το τραβήξω, έπεσε κάτω και χύθηκαν στο πάτωμα τα λιγοστά πολύτιμα που φύλαγε η γιαγιά. Ένα ζευγάρι χρυσά σκουλαρίκια με μια ρουμπινί πέτρα στη μέση και ένα δαχτυλίδι.
Το πήρα στο χέρι μου. Ήταν ένα σχεδόν σφυρήλατο, σε οβάλ λίγο καμπυλωμένο σχήμα, σα να το είχε πατήσει κάποιος άθελά του, εντελώς λιτό κόσμημα που πάνω του όμως είχε μια παράξενη επιγραφή: «Δώρον». Πριν προλάβω να σκεφτώ περισσότερα η γιαγιά Περσεφόνη είχε μπει στο δωμάτιο και με είδε με το δαχτυλίδι στη χούφτα μου. Το πήρε με τρυφερότητα από το χέρι μου, σα κανένα πληγωμένο τσιροπούλι που του ΄σπασε η φτερούγα, και μου έκανε νόημα να ξαναβγώ στη βεράντα.
Δεν τη ρώτησα τίποτα. Περίμενα εκείνη. Πήρε δυο βαθιές ανάσες, έτριψε με τα ακροδάχτυλά της το κόσμημα και με τα μάτια υγρά με ρώτησε σα να το γνώριζα.
«Ξέρεις πως είχα αρραβωνιαστεί στα νιάτα μου αλλά δεν πρόλαβα ποτέ να παντρευτώ;»
Είναι αλήθεια ότι το ήξερα αλλά όχι και το γιατί. Μου εξήγησε πως πέντε μέρες πριν το γάμο τον αρραβωνιαστικό της, τον Αλέξανδρο, τον πήραν οι αντάρτες στο βουνό. Κι από τότε δεν έμαθε κανείς τι απέγινε. Εκείνη φόρεσε τα μαύρα, έβγαλε τα σκουλαρίκια, κλείστηκε στο σπίτι και είκοσι δύο χρονώ κοπέλα χήρεψε με τη θέλησή της περιμένοντάς τον να γυρίσει κάποια μέρα.
«Και το δαχτυλίδι, γιατί «Δώρον;» της είπα απορημένη.
Αυτό το δαχτυλίδι το είχε βρει ο Αλέκος στο χωράφι, στα οργώματα. Έλαμπε μέσα στο βρεγμένο χώμα του φθινοπώρου, όπως το έφερε στην επιφάνεια το άροτρο. Και καθώς δεν είχε χρήματα για να πάρει βέρες, της το πήγε δαχτυλίδι αρραβώνων.
«Και τώρα το φυλάω να μου το βάλετε στο χέρι σαν πεθάνω, να το δώσω δώρο στο βαρκάρη που θα με περάσει απέναντι, μήπως με λυπηθεί και με βοηθήσει να τον βρω εκεί στο λιβάδι με τα ασφοδέλια».
Υ.Γ: Προσεχώς θα δημοσιευτούν και ιστορίες από τις μαθήτριες του εργαστηρίου δημιουργικής γραφής που συντονίζω στο σχολείο μου, το 2ο ΓΕ..Λ Ελευθερίου- Κορδελιού Θεσσαλονίκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου