Με το β΄ επεισόδιο βρισκόμαστε στο ξενοδοχείο του Βοσπόρου, όπου η οικογένεια του αφηγητή δέχεται την απρόσμενη επίσκεψη τηςΤουρκάλας μάνας και του γιου της Κιαμήλ (γ΄ επεισόδιο σ. 69-70), που υποδέχεται με χαρά η μητέρα του αφηγητή, καθώς τον είχε περιμαζέψει μόνο και αβοήθητο κοντά σ’ ένα χάνι και τον είχε περιθάλψει για 7 μήνες στο σπίτι της. Μένοντας συνεπείς στο μοντέλο του Greimas, στο επεισόδιο αυτό (β΄) και για όσο διάστημα η μητέρα είναι απασχολημένη με τους καλεσμένους της, ο Μιχαήλος, μικρότερος αδερφός του αφηγητή, αποτελεί το Υποκείμενο (τον κύριο αφηγητή) που διηγείται στον αδερφό του τις συνθήκες γνωριμίας(Αντικείμενο) με τον Κιαμήλ .
Στην επιθυμία του αυτή έχει ως Συμπαραστάτη τα προσωπικά του βιώματα που του επιτρέπουν να εξιστορήσει τα γεγονότα και την παρότρυνση-ενδιαφέρον του αδερφού του να κατανοήσει την οικειότητα της μητέρας του με τους Τούρκους, ενώ τα εμπόδια που παρουσιάζονται κατά την εξέλιξη της διήγησης είναι η φλυαρία, η σκωπτική διάθεση και η τάση του να διανθίζει το λόγο του με επιπλέον λεπτομέρειες- απαραίτητες για τον ίδιο, κουραστικές και άσχετες για τον αφηγητή- (Αντίμαχος). Ο άξονας της δύναμης φαίνεται ότι υπερισχύει έναντι εκείνου της επιθυμίας, κι έτσι, τουλάχιστον αρχικά, δυσχεραίνεται το πλαίσιο επικοινωνίας. Ο Πομπός (Μιχαήλος) καθυστερεί τον Δέκτη (αφηγητή) στη διαδικασία πρόσληψης πληροφοριών, γιατί το Εμπόδιο απορυθμίζει τη δράση του. Στο τέλος του επεισοδίου, όμως, η σχέση Πομπού - Δέκτη αποκαθίσταται, καθώς έστω και με
λίγη καθυστέρηση επιτυγχάνεται ο αρχικός στόχος, να λυθούν οι απορίες του αφηγητή σχετικά με τα δύο πρόσωπα των Τούρκων.
Στο γ΄ επεισόδιο (σ. 69-70 και 75-77) μολονότι δεν υπάρχει συγκεκριμένος αφηγητής (εφόσον έχουμε την επίσκεψη των δύο Τούρκων), ωστόσο τα νέα πρόσωπα (Τουρκάλα μάνα και Κιαμήλ) που λόγω των ιστορικών δεδομένων της εποχής (ρωσοτουρκικός πόλεμος, προστριβές ανάμεσα σε Τούρκους και χριστιανούς) λαμβάνονται ως Αντίμαχοι των Ελλήνων, μετατρέπονται σε Συμπαραστάτες της ελληνικής οικογένειας και προτείνονται να την βοηθήσουν: α) με τη συνδρομή του μεγαλύτερου γιου της Τουρκάλας που είναι ανακριτής β) με τη φιλοξενία που τους προσφέρουν στο σπίτι τους μέχρι να τακτοποιηθεί η υπόθεση. Έτσι διαφαίνεται μια μικρή ελπίδα, έπειτα από τρία χρόνια στασιμότητας στις έρευνες, να μπορέσει η μητέρα του αφηγητή να κερδίσει και πάλι τον «έλεγχο» του Αντικειμένου (να βρει το φονιά του γιου της).
Ιδιαίτερα σημαντική καθίσταται η εικόνα της μητέρας. Πρόκειται για μια γυναικεία μορφή της υπαίθρου με διαφορετικά από τα συνήθη γνωρίσματα. Οι μελέτες και οι λαογραφικές συλλογές της εποχής την παρουσιάζουν ως σκιώδη φιγούρα της ελληνικής κοινωνίας και οικογένειας, την εικονογραφούν ως εκτελεστή αποφάσεων, που άλλοι έχουν πάρει, ως άβουλο ον. Ο Βιζυηνός ανατρέπει αυτή την αντίληψη. Παρουσιάζει τη γυναίκα-μητέρα ως κεντρικό πρόσωπο στην οργάνωση και λειτουργία της ελληνικής οικογένειας και βέβαια η γνώση του είναι βιωματική (έχασε τον πατέρα του σε ηλικία μόλις 5-6 ετών). Γύρω της διατάσσεται όλη η οικογένεια και το παιδί γι’ αυτήν είναι ύψιστο αγαθό.
Η μητέρα εδώ είναι πρόσωπο με άκρως αντιφατικά γνωρίσματα, όπως συμβαίνει και με το λαϊκό πολιτισμό. Από τη μια μεριά είναι γλυκύτατη, αγαθή, αναβλύζει απέραντη καλοσύνη και αναδύεται η εικόνα της γυναίκας-Παναγίας, της ελεήμονος-μητέρας, απέναντι σε κάθε παιδί, ακόμη και το αλλόθρησκο. Περιθάλπει και τον Κιαμήλ, παρά τις διαφωνίες του γιου της Χρηστάκη. Τα λόγια της διαποτίζονται από την αγάπη για τον άνθρωπο, ανεξάρτητα από τον Θεό που πιστεύει: «Σαν είναι Τούρκος; Άνθρωποι ήμεθα, έλεγε, και οι αρρώστιες είναι για τους ανθρώπους». Στο πρόσωπο του ξένου παιδιού βλέπει το δικό της, το ξενιτεμένο. Προσφέρει το παν, ώστε η θεία πρόνοια να το ανταποδώσει στο γιο της. Είναι το πρώτο πρόσωπο που προσεγγίζει τον «Άλλο», τον «διαφορετικό»,
ξεπερνώντας τις διαχωριστικές γραμμές της εθνικότητας και της θρησκείας. Η απέραντη μητρική της αγάπη την κάνει να μην βλέπει τον αλλοεθνή, γι’ αυτό και όταν στο γ΄επεισόδιο τον συναντά στο ξενοδοχείο, τον αντιμετωπίζει με στοργή, τον αποκαλεί «παιδί μου» και αγανακτεί γιατί ο υπάλληλος του ξενοδοχείου τον κλώτσησε.
Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η συμπεριφορά της μητέρας απέναντι σε κάθε ξένο ή οδοιπόρο που συναντά. Όντας πονεμένη για τον ξενιτεμό του παιδιού της, με το οποίο δεν μπορεί να επικοινωνήσει, η απέραντη αγάπη της και η πίστη στις χριστιανικές αξίες, την παρακινούν να περιποιείται τον κάθε περαστικό που περνάει από κοντά της, σκεφτόμενη ότι, αν το παιδί της βρεθεί σε ανάγκη, θα υπάρξει νομοτελειακά βοήθεια από κάποιον και για εκείνο.
Από την άλλη μεριά στο ίδιο απόσπασμα εμφανίζεται εντελώς διαφορετική, ως Νέμεσις Το πρόσωπό της χάνει τη γλυκύτητα της ελεήμονος μητέρας, μετατρέπεται σε κήρυκα της εκδίκησης. Είναι ο αμετακίνητος υπερασπιστής των θεμελιωδών αξιών της οικογενειακής αξιοπρέπειας και τιμής στο δημόσιο χώρο, γι’ αυτό και παρακινεί τα παιδιά της να εκδικηθούν τον αδικοχαμένο αδερφό τους (α΄ πολιτισμική σύγκρουση) Εδώ αναπτύσσεται και μία δεύτερη πολιτισμική σύγκρουση, ανάμεσα στο
ευρωπαϊκό και το ελληνικό πολιτισμικό σύστημα. Αυτό διαφαίνεται στην αρχή ακόμη του διηγήματος, όπου περιγράφεται η συμπεριφορά του Γάλλου υπηρέτη, άκρως δουλική, τυπική και απρόσωπη, διαμετρικά αντίθετη με την ελευθερία, απλότητα κι εγκαρδιότητα του ελληνικού χαρακτήρα, γι’ αυτό και δέχεται τα αρνητικά σχόλια της μητέρας: «Και μη μου αφήσετε αυτή την ‘σεισουράδα’ να ξαναμβή εδώ μέσα». Και μολονότι ο αφηγητής έχει υιοθετήσει τον ευρωπαϊκό τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς δε διστάζει να στιγματίσει τις αρνητικές εκφάνσεις αυτού του πολιτισμικού συστήματος ή ακόμη και να ειρωνευτεί την ευρωπαϊκή νοοτροπία μέσα από τα λόγια της μάνας στον περαστικό που ήθελε να δώσει ένα πεπόνι.
Έτσι, μέσα από την α΄ σκηνή αντιλαμβανόμαστε τη διαφορά ανάμεσα στον κόσμο της Δύσης, του πνεύματος και της λογικής που αντιπροσωπεύει ο αφηγητής και τον κόσμο της Ανατολής, της καρδιάς και του συναισθήματος, που αντιπροσωπεύουν η μητέρα και ο αδερφός του, η Τουρκάλα και ο Κιαμήλ. Ο αφηγητής διαμένει προσωρινά σε ξενοδοχείο και όχι σε χάνι όπως οι απλοί άνθρωποι, σκέφτεται ορθολογιστικά και αντιμετωπίζει τη σύλληψη του δολοφόνου ως πράξη κοινωνική για την απόδοση δικαιοσύνης και όχι ως προσωπικό χρέος, ως πράξη εκδικητική που επιφέρει ικανοποίηση στην ψυχή του θύματος και των συγγενών του και πέρα από τον ορθολογισμό του, αρχικά τουλάχιστον, αντιπαθεί τους Τούρκους (κατάλοιπο της παιδείας του στη Δύση).
Επίσης, χαρακτηριστικό του αφηγητή, απόρροια της παιδείας του στη Δύση) είναι και ο ψυχρός ορθολογισμός του που προσκρούει στη θερμή καρδιά της μητέρας και του αδερφού του, του Κιαμήλ και της Τουρκάλας. Ο αφηγητής δεν πιστεύει σε προφητείες, μαντείες και δεισιδαιμονίες. .... Η θέση του απέναντι σ’ αυτά τα θέματα είναι ξεκάθαρη, δε χρειάζεται να αναφερθεί εκ νέου. Γι’ αυτό και ο ίδιος παριστάνει ότι δεν είδε τίποτε. Τα υπόλοιπα πρόσωπα, αντίθετα, όχι μόνο πιστεύουν αλλά καταφεύγουν σ’ αυτές, για να βρούνε το φονιά του Χρηστάκη.
Μία τρίτη πολιτισμική σύγκρουση είναι εκείνη που αφορά τις σχέσεις ανάμεσα στους Έλληνες χριστιανούς και τους Τούρκους μουσουλμάνους. Σε όλο το διήγημα, μολονότι οι διαφορές είναι εμφανείς στα εξωτερικά κυρίως γνωρίσματα των δύο λαών (ενδυμασία, κατοικία), φαίνεται ότι τα πρόσωπα της ιστορίας πλησιάζουν ο ένας τον άλλο σταδιακά, σε διαφορετικό χρόνο και αποδέχονται το διαφορετικό. Όπως είδαμε προηγουμένως η μητέρα του αφηγητή είναι η πρώτη που πλησιάζει τον Άλλο, γιατί βίωνε την απόσταση με τον ξενιτεμένο της γιο και η χριστιανική πίστη στη θεία πρόνοια την κάνει να παραβλέπει εθνικότητες και θρησκείες, βοηθώντας ακόμη και τον Κιαμήλ. Παρόμοια πορεία υπέρβασης των διαχωριστικών γραμμών και δεύτερη κατά σειρά, ακολουθεί η μητέρα του Κιαμήλ: δε διστάζει να φιλοξενήσει στο σπίτι της την οικογένεια του αφηγητή, μολονότι οι Τούρκοι «ιδίως εν μεγελοπόλεσιν, όχι μόνον δεν κατοικούν, αλλ’ ουδ’ εις την αυτήν συνοικίαν τους ανέχονται» Η συμπεριφορά της χριστιανής προς το γιο της την οδηγεί σ’ αυτή την στάση, την κάνει ν’ απορρίπτειό,τι μέχρι τώρα πίστευε για τους Χριστιανούς και να δίνει μια νέα ερμηνεία στο νόμο του Θεού. Η ευγνωμοσύνη της για τους σωτήρες του γιου της την κάνει να βλέπει αλλού τη διαχωριστική γραμμή που χωρίζει τους ανθρώπους: «Η δε καλή Οθωμανίς […] έλεγε, δύο κακούς ανθρώπους δεν
τους χωρεί ούτε όλη η οικουμένη. Ενώ χίλιοι καλοί άνθρωποι κάμνουν “μουχαμπέτι” και μέσα εις ένα καρυδότσουφλο!»
Σκοπός της αινιγματικής (εν μέρει) αφήγησης είναι αφενός η αποκάλυψη ενός μυστηρίου που παρουσιάζεται σαν διμερής δομή και σαν συμμετρική σχέση ανάμεσα σε μια ερώτηση και απάντηση και αφετέρου η ανατροπή των προσδοκιών του ήρωα- αφηγητή, μέσα στις οποίες παγιδεύεται και ο ίδιος ο αναγνώστης. Αυτή η χρήση της τεχνικής σασπένς αποτελεί απλά και μόνο το μέσο για το στόχο του. Με τις ανορθόδοξες μεταστροφές της πλοκής αλλά και με την άμεση κι εκλεπτυσμένη αφήγηση, το διήγημα οδηγεί τον αναγνώστη μέσα από λαβύρινθους, όπου τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται.
Το θεμελιακό υπέδαφος του είναι η περιοχή της Βιζύης, το σπίτι του στο χωριό με την μηλιά (ορίζει και ανακαλεί το τοπίο με οικειότητα), η Πόλη, η Ευρώπη. Οι περιοχές αυτές δε περιγράφονται άμεσα, όσο έμμεσα, μέσα από τις κινήσεις, αντιδράσεις, πεποιθήσεις του έμψυχου υλικού που διαβιούν σ’ αυτές, των ανθρώπων, που είναι είτε τύποι της αστικής κοινωνίας είτε λαϊκοί τύποι της υπαίθρου με την απλή νοοτροπία και θυμοσοφία τους (υπερασπιστής της ελληνικότητας). Έτσι, φαίνεται ότι ο συγγραφέας δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στον λαϊκό πολιτισμό που αυτοί εκπροσωπούν. Έθιμα, παραδόσεις, λαϊκές δοξασίες, η γνησιότητα της ελληνικής ζωής, το στοιχείο του κατακτητή συνυπάρχουν αρμονικά στο έργο του και όχι εις βάρος της υπόθεσης και της εξέλιξης. Αντίθετα, οποιεσδήποτε λαογραφικές αναφορές δεν είναι ξένα σώματα αλλά οργανικά μέρη του κειμένου και της αφήγησης. Ο ρόλος τους είναι να συμπληρώσουν κενά, να δημιουργήσουν αντιθέσεις, να εντείνουν δραματικές καταστάσεις, να στήσουν γέφυρες ανάμεσα στα πράγματα και τους ανθρώπους.
Τα μοτίβα του είναι δυναμικά: η δράση, η πλοκή, οι πράξεις των προσώπων, τα ίδια τα πρόσωπα κοιτάζονται μέσα από τις πράξεις τους. Η ιστορία του διηγήματος είναι αινιγματική και ψυχολογική όχι μόνο ως προς το τι αποκαλύπτει αυτή στον αναγνώστη για τους ήρωες αλλά ως προς το τι αποκαλύπτουν οι ίδιοι οι ήρωες μέσα στο διήγημα.
Τέλος, μέσα από το διήγημά του φαίνεται ότι γνωρίζει πολύ καλά τη λαϊκή ψυχολογία αλλά και γενικότερα την ψυχολογία των ανθρώπων (απόρροια των σπουδών του στη Δύση), ενώ ο ανθρωπισμός του διακρίνεται τόσο σε επίπεδο περιεχομένου (ο ταχυδρόμος που είναι ο ουσιαστικός υπαίτιος για το φόνο του αδερφού του ήταν ομόθρησκος και όχι αλλόθρησκος) όσο και δομής (2 βασικές αφηγήσεις από την ελληνική και τουρκική οικογένεια) αλλά και έκφρασης (δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στα λόγια της Τουρκάλας μάνας που πολλές φορές δείχνουν ότι μιλά ως μάνα πέρα από τις διαφορές στην εθνικότητα και τη θρησκευτικότητα). Όπως επισημαίνει σωστά ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος στο διήγημα αυτό «καρτερούμε στις πρώτες σελίδες μια κοινότατη αστυνομική περιπέτεια. Και βρισκόμαστε σε μια κρίση ψυχής, όπου η παιδεμένη μητρική καρδιά εξαγιάζεται σ’ ολόκληρο το πλάτος και της στοργής της και της φιλέκδικης νεύρωσής της, όπου ο φονιάς μας γίνεται περισσότερο συμπαθητικός από το θύμα, όπου η μισαλλοδοξία καταλύεται με τη δύναμη της ανθρωπιάς»
αποσπάσματα από την εργασία της μεταπτυχιακής φοιτήτριας Ειρήνης Ξανθοπούλου
Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου»: σημειωτική προσέγγιση με το μοντέλο τουGreimas
Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου»: σημειωτική προσέγγιση με το μοντέλο τουGreimas