Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Εύστοχες παρατηρήσεις στο διήγημα του Βιζυηνού "ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου"

Με το β΄ επεισόδιο βρισκόμαστε στο ξενοδοχείο του Βοσπόρου, όπου η οικογένεια του αφηγητή δέχεται την απρόσμενη επίσκεψη τηςΤουρκάλας μάνας και του γιου της Κιαμήλ (γ΄ επεισόδιο σ. 69-70), που υποδέχεται με χαρά η μητέρα του αφηγητή, καθώς τον είχε περιμαζέψει μόνο και αβοήθητο κοντά σ’ ένα χάνι και τον είχε περιθάλψει για 7 μήνες στο σπίτι της. Μένοντας συνεπείς στο μοντέλο του Greimas, στο επεισόδιο αυτό (β΄) και για όσο διάστημα η μητέρα είναι απασχολημένη με τους καλεσμένους της, ο Μιχαήλος, μικρότερος αδερφός του αφηγητή, αποτελεί το Υποκείμενο (τον κύριο αφηγητή) που διηγείται στον αδερφό του τις συνθήκες γνωριμίας(Αντικείμενο) με τον Κιαμήλ .

Στην επιθυμία του αυτή έχει ως Συμπαραστάτη τα προσωπικά του βιώματα που του επιτρέπουν να εξιστορήσει τα γεγονότα και την παρότρυνση-ενδιαφέρον του αδερφού του να κατανοήσει την οικειότητα της μητέρας του με τους Τούρκους, ενώ τα εμπόδια που παρουσιάζονται κατά την εξέλιξη της διήγησης είναι η φλυαρία, η σκωπτική διάθεση και η τάση του να διανθίζει το λόγο του με επιπλέον λεπτομέρειες- απαραίτητες για τον ίδιο, κουραστικές και άσχετες για τον αφηγητή- (Αντίμαχος). Ο άξονας της δύναμης φαίνεται ότι υπερισχύει έναντι εκείνου της επιθυμίας, κι έτσι, τουλάχιστον αρχικά, δυσχεραίνεται το πλαίσιο επικοινωνίας. Ο Πομπός (Μιχαήλος) καθυστερεί τον Δέκτη (αφηγητή) στη διαδικασία πρόσληψης πληροφοριών, γιατί το Εμπόδιο απορυθμίζει τη δράση του. Στο τέλος του επεισοδίου, όμως, η σχέση Πομπού - Δέκτη αποκαθίσταται, καθώς έστω και με
λίγη καθυστέρηση επιτυγχάνεται ο αρχικός στόχος, να λυθούν οι απορίες του αφηγητή σχετικά με τα δύο πρόσωπα των Τούρκων.

Στο γ΄ επεισόδιο (σ. 69-70 και 75-77) μολονότι δεν υπάρχει συγκεκριμένος αφηγητής (εφόσον έχουμε την επίσκεψη των δύο Τούρκων), ωστόσο  τα νέα πρόσωπα (Τουρκάλα μάνα και Κιαμήλ) που λόγω των ιστορικών δεδομένων της εποχής (ρωσοτουρκικός πόλεμος, προστριβές ανάμεσα σε Τούρκους και χριστιανούς) λαμβάνονται ως Αντίμαχοι των Ελλήνων, μετατρέπονται σε Συμπαραστάτες της ελληνικής οικογένειας και προτείνονται να την βοηθήσουν: α) με τη συνδρομή του μεγαλύτερου γιου της Τουρκάλας που είναι ανακριτής β) με τη φιλοξενία που τους προσφέρουν στο σπίτι τους μέχρι να τακτοποιηθεί η υπόθεση. Έτσι διαφαίνεται μια μικρή ελπίδα, έπειτα από τρία χρόνια στασιμότητας στις έρευνες, να μπορέσει η μητέρα του αφηγητή να κερδίσει και πάλι τον «έλεγχο» του Αντικειμένου (να βρει το φονιά του γιου της).

Ιδιαίτερα σημαντική καθίσταται η εικόνα της μητέρας. Πρόκειται για μια γυναικεία μορφή της υπαίθρου με διαφορετικά από τα συνήθη γνωρίσματα. Οι μελέτες και οι λαογραφικές συλλογές της εποχής την παρουσιάζουν ως σκιώδη φιγούρα της ελληνικής κοινωνίας και οικογένειας, την εικονογραφούν ως εκτελεστή αποφάσεων, που άλλοι έχουν πάρει, ως άβουλο ον. Ο Βιζυηνός ανατρέπει αυτή την αντίληψη. Παρουσιάζει τη γυναίκα-μητέρα ως κεντρικό πρόσωπο στην οργάνωση και λειτουργία της ελληνικής οικογένειας και βέβαια η γνώση του είναι βιωματική (έχασε τον πατέρα του σε ηλικία μόλις 5-6 ετών). Γύρω της διατάσσεται όλη η οικογένεια και το παιδί γι’ αυτήν είναι ύψιστο αγαθό. 
Η μητέρα εδώ είναι πρόσωπο με άκρως αντιφατικά γνωρίσματα, όπως συμβαίνει και με το λαϊκό πολιτισμό. Από τη μια μεριά είναι γλυκύτατη, αγαθή, αναβλύζει απέραντη καλοσύνη και αναδύεται η εικόνα της γυναίκας-Παναγίας, της ελεήμονος-μητέρας,  απέναντι σε κάθε παιδί, ακόμη και το αλλόθρησκο. Περιθάλπει και τον Κιαμήλ, παρά τις διαφωνίες του γιου της Χρηστάκη. Τα λόγια της διαποτίζονται από την αγάπη για τον άνθρωπο, ανεξάρτητα από τον Θεό που πιστεύει: «Σαν είναι Τούρκος; Άνθρωποι ήμεθα,  έλεγε, και οι αρρώστιες είναι για τους ανθρώπους». Στο πρόσωπο του ξένου παιδιού βλέπει το δικό της, το ξενιτεμένο. Προσφέρει το παν, ώστε η θεία πρόνοια να το ανταποδώσει στο γιο της.  Είναι το πρώτο πρόσωπο που προσεγγίζει τον «Άλλο», τον «διαφορετικό», 
ξεπερνώντας τις διαχωριστικές γραμμές της εθνικότητας και της θρησκείας. Η απέραντη μητρική της αγάπη την κάνει να μην βλέπει τον αλλοεθνή, γι’ αυτό και όταν στο γ΄επεισόδιο τον συναντά στο ξενοδοχείο, τον αντιμετωπίζει με στοργή, τον αποκαλεί «παιδί μου» και αγανακτεί γιατί ο υπάλληλος του ξενοδοχείου τον κλώτσησε.

Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η συμπεριφορά της μητέρας απέναντι σε κάθε ξένο ή οδοιπόρο που συναντά. Όντας πονεμένη για τον ξενιτεμό του παιδιού της, με το οποίο δεν μπορεί να επικοινωνήσει, η απέραντη αγάπη της και η πίστη στις χριστιανικές αξίες, την παρακινούν να περιποιείται τον κάθε περαστικό που περνάει από κοντά της, σκεφτόμενη ότι, αν το παιδί της βρεθεί σε ανάγκη, θα υπάρξει νομοτελειακά βοήθεια από κάποιον και για εκείνο.

Από την άλλη μεριά στο ίδιο απόσπασμα εμφανίζεται εντελώς διαφορετική, ως Νέμεσις Το πρόσωπό της χάνει τη γλυκύτητα της ελεήμονος μητέρας, μετατρέπεται σε κήρυκα της εκδίκησης. Είναι ο αμετακίνητος υπερασπιστής των θεμελιωδών αξιών της οικογενειακής αξιοπρέπειας και τιμής στο δημόσιο χώρο, γι’ αυτό και παρακινεί τα παιδιά της να εκδικηθούν τον αδικοχαμένο αδερφό τους (α΄ πολιτισμική σύγκρουση) Εδώ αναπτύσσεται και μία δεύτερη πολιτισμική σύγκρουση, ανάμεσα στο
ευρωπαϊκό και το ελληνικό πολιτισμικό σύστημα. Αυτό διαφαίνεται στην αρχή ακόμη του διηγήματος, όπου περιγράφεται η συμπεριφορά του Γάλλου υπηρέτη, άκρως δουλική,  τυπική και απρόσωπη, διαμετρικά αντίθετη με την ελευθερία, απλότητα κι εγκαρδιότητα του ελληνικού χαρακτήρα, γι’ αυτό και δέχεται τα αρνητικά σχόλια της μητέρας: «Και μη μου αφήσετε αυτή την ‘σεισουράδα’ να ξαναμβή εδώ μέσα». Και μολονότι ο αφηγητής έχει υιοθετήσει τον ευρωπαϊκό τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς δε διστάζει να στιγματίσει τις αρνητικές εκφάνσεις αυτού του πολιτισμικού συστήματος ή ακόμη και να ειρωνευτεί την ευρωπαϊκή νοοτροπία μέσα από τα λόγια της μάνας στον περαστικό που ήθελε να δώσει ένα πεπόνι. 

Έτσι, μέσα από την α΄ σκηνή αντιλαμβανόμαστε τη διαφορά ανάμεσα στον κόσμο της Δύσης, του πνεύματος και της λογικής που αντιπροσωπεύει ο αφηγητής και τον κόσμο της Ανατολής, της καρδιάς και του συναισθήματος, που αντιπροσωπεύουν η μητέρα και ο αδερφός του, η Τουρκάλα και ο Κιαμήλ. Ο αφηγητής διαμένει προσωρινά σε ξενοδοχείο και όχι σε χάνι όπως οι απλοί άνθρωποι, σκέφτεται ορθολογιστικά και αντιμετωπίζει τη σύλληψη του δολοφόνου ως πράξη κοινωνική για την απόδοση δικαιοσύνης και όχι ως προσωπικό χρέος, ως πράξη εκδικητική που επιφέρει ικανοποίηση στην ψυχή του θύματος και των συγγενών του και πέρα από τον ορθολογισμό του, αρχικά τουλάχιστον, αντιπαθεί τους Τούρκους (κατάλοιπο της παιδείας του στη Δύση).

Επίσης, χαρακτηριστικό του αφηγητή, απόρροια της παιδείας του στη Δύση) είναι και ο ψυχρός ορθολογισμός του που προσκρούει στη θερμή καρδιά της μητέρας και του αδερφού του, του Κιαμήλ και της Τουρκάλας. Ο αφηγητής δεν πιστεύει σε προφητείες,  μαντείες και δεισιδαιμονίες. .... Η θέση του απέναντι σ’ αυτά τα θέματα είναι ξεκάθαρη, δε χρειάζεται να αναφερθεί εκ νέου. Γι’ αυτό και ο ίδιος παριστάνει ότι δεν είδε τίποτε. Τα υπόλοιπα πρόσωπα, αντίθετα, όχι μόνο πιστεύουν αλλά καταφεύγουν σ’ αυτές, για να βρούνε το φονιά του Χρηστάκη. 

Μία τρίτη πολιτισμική σύγκρουση είναι εκείνη που αφορά τις σχέσεις ανάμεσα στους Έλληνες χριστιανούς και τους Τούρκους μουσουλμάνους. Σε όλο το διήγημα,  μολονότι οι διαφορές είναι εμφανείς στα εξωτερικά κυρίως γνωρίσματα των δύο λαών (ενδυμασία, κατοικία), φαίνεται ότι τα πρόσωπα της ιστορίας πλησιάζουν ο ένας τον άλλο σταδιακά, σε διαφορετικό χρόνο και αποδέχονται το διαφορετικό. Όπως είδαμε προηγουμένως η μητέρα του αφηγητή είναι η πρώτη που πλησιάζει τον Άλλο, γιατί βίωνε την απόσταση με τον ξενιτεμένο της γιο και η χριστιανική πίστη στη θεία πρόνοια την κάνει να παραβλέπει εθνικότητες και θρησκείες, βοηθώντας ακόμη και τον Κιαμήλ. Παρόμοια πορεία υπέρβασης των διαχωριστικών γραμμών και δεύτερη κατά σειρά,  ακολουθεί η μητέρα του Κιαμήλ: δε διστάζει να φιλοξενήσει στο σπίτι της την οικογένεια του αφηγητή, μολονότι οι Τούρκοι «ιδίως εν μεγελοπόλεσιν, όχι μόνον δεν κατοικούν, αλλ’ ουδ’ εις την αυτήν συνοικίαν τους ανέχονται» Η συμπεριφορά της χριστιανής προς το γιο της την οδηγεί σ’ αυτή την στάση, την κάνει ν’ απορρίπτειό,τι μέχρι τώρα πίστευε για τους Χριστιανούς  και να δίνει μια νέα ερμηνεία στο νόμο του Θεού. Η ευγνωμοσύνη της για τους σωτήρες του γιου της την κάνει να βλέπει αλλού τη διαχωριστική γραμμή που χωρίζει τους ανθρώπους: «Η δε καλή Οθωμανίς […] έλεγε, δύο κακούς ανθρώπους δεν
τους χωρεί ούτε όλη η οικουμένη. Ενώ χίλιοι καλοί άνθρωποι κάμνουν “μουχαμπέτι” και μέσα εις ένα καρυδότσουφλο!»


Σκοπός της αινιγματικής (εν μέρει) αφήγησης είναι αφενός η αποκάλυψη ενός μυστηρίου που παρουσιάζεται σαν διμερής δομή και σαν συμμετρική σχέση ανάμεσα σε μια ερώτηση και απάντηση και αφετέρου η ανατροπή των προσδοκιών του ήρωα- αφηγητή, μέσα στις οποίες παγιδεύεται και ο ίδιος ο αναγνώστης. Αυτή η χρήση της τεχνικής σασπένς αποτελεί απλά και μόνο το μέσο για το στόχο του. Με τις ανορθόδοξες μεταστροφές της πλοκής αλλά και με την άμεση κι εκλεπτυσμένη αφήγηση, το διήγημα οδηγεί τον αναγνώστη μέσα από λαβύρινθους, όπου τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται.

Το θεμελιακό υπέδαφος του είναι η περιοχή της Βιζύης, το σπίτι του στο χωριό με την μηλιά (ορίζει και ανακαλεί το τοπίο με οικειότητα), η Πόλη, η Ευρώπη. Οι περιοχές αυτές δε περιγράφονται άμεσα, όσο έμμεσα, μέσα από τις κινήσεις, αντιδράσεις,  πεποιθήσεις του έμψυχου υλικού που διαβιούν σ’ αυτές, των ανθρώπων, που είναι είτε τύποι της αστικής κοινωνίας είτε λαϊκοί τύποι της υπαίθρου με την απλή νοοτροπία και θυμοσοφία τους (υπερασπιστής της ελληνικότητας). Έτσι, φαίνεται ότι ο συγγραφέας δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στον λαϊκό πολιτισμό που αυτοί εκπροσωπούν. Έθιμα, παραδόσεις,  λαϊκές δοξασίες, η γνησιότητα της ελληνικής ζωής, το στοιχείο του κατακτητή συνυπάρχουν αρμονικά στο έργο του και όχι εις βάρος της υπόθεσης και της εξέλιξης.  Αντίθετα, οποιεσδήποτε λαογραφικές αναφορές δεν είναι ξένα σώματα αλλά οργανικά μέρη του κειμένου και της αφήγησης. Ο ρόλος τους είναι να συμπληρώσουν κενά, να δημιουργήσουν αντιθέσεις, να εντείνουν δραματικές καταστάσεις, να στήσουν γέφυρες ανάμεσα στα πράγματα και τους ανθρώπους.
Τα μοτίβα του είναι δυναμικά: η δράση, η πλοκή, οι πράξεις των προσώπων, τα ίδια τα πρόσωπα κοιτάζονται μέσα από τις πράξεις τους. Η ιστορία του διηγήματος είναι αινιγματική και ψυχολογική όχι μόνο ως προς το τι αποκαλύπτει αυτή στον αναγνώστη για τους ήρωες αλλά ως προς το τι αποκαλύπτουν οι ίδιοι οι ήρωες μέσα στο διήγημα.

Τέλος, μέσα από το διήγημά του φαίνεται ότι γνωρίζει πολύ καλά τη λαϊκή ψυχολογία αλλά και γενικότερα την ψυχολογία των ανθρώπων (απόρροια των σπουδών του στη Δύση), ενώ ο ανθρωπισμός του διακρίνεται τόσο σε επίπεδο περιεχομένου (ο ταχυδρόμος που είναι ο ουσιαστικός υπαίτιος για το φόνο του αδερφού του ήταν ομόθρησκος και όχι αλλόθρησκος) όσο και δομής (2 βασικές αφηγήσεις από την ελληνική και τουρκική οικογένεια) αλλά και έκφρασης (δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στα λόγια της Τουρκάλας μάνας που πολλές φορές δείχνουν ότι μιλά ως μάνα πέρα από τις διαφορές στην εθνικότητα και τη θρησκευτικότητα). Όπως επισημαίνει σωστά ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος στο διήγημα αυτό «καρτερούμε στις πρώτες σελίδες μια κοινότατη αστυνομική περιπέτεια. Και βρισκόμαστε σε μια κρίση ψυχής, όπου η παιδεμένη μητρική καρδιά εξαγιάζεται σ’ ολόκληρο το πλάτος και της στοργής της και της φιλέκδικης νεύρωσής της, όπου ο φονιάς μας γίνεται περισσότερο συμπαθητικός από το θύμα, όπου η μισαλλοδοξία καταλύεται με τη δύναμη της ανθρωπιάς»

αποσπάσματα από την εργασία της μεταπτυχιακής φοιτήτριας Ειρήνης Ξανθοπούλου
Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου»: σημειωτική προσέγγιση με το μοντέλο τουGreimas



Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Λυσία "Υπέρ Μαντιθέου" - μετάφραση παραγράφων 1-6

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
1.Κύριοι βουλευτές, αν δε γνώριζα καλά ότι οι κατήγοροι θέλουν να με βλάψουν με κάθε τρόπο, θα τους χρωστούσα μεγάλη ευγνωμοσύνη γι' αυτή την κατηγορία. Γιατί νομίζω ότι, για όσους έχουν συκοφαντηθεί άδικα, αυτοί είναι αίτιοι πολύ μεγάλων αγαθών, που θα τους ανάγκαζαν να λογοδοτήσουν για τις πράξεις της ζωής τους.

2.Όμως εγώ έχω τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, ώστε ελπίζω πως, ακόμα και αν κάποιος τυχαίνει να συμπεριφέρεται άσχημα και εχθρικά σε μένα, όταν με ακούσει να μιλάω για όσα έχουν συμβεί, θα αλλάξει γνώμη και θα θεωρεί στο εξής ότι είμαι πολύ καλύτερος πολίτης.

 3.Έχω λοιπόν την αξίωση, κύριοι βουλευτές, να μην ωφεληθώ σε τίποτα περισσότερο, αν σας αποδείξω μόνο αυτό, ότι δηλαδή είμαι διατεθειμένος ευνοϊκά προς το τωρινό (δημοκρατικό) πολίτευμα και ότι ήμουν αναγκασμένος να συμμετέχω στους ίδιους κινδύνους με σας. Αν, όμως, αποδειχθεί ότι  έχω ζήσει και σχετικά με τα υπόλοιπα με μέτρο και πολύ διαφορετικά από τη φήμες και από τις διαδόσεις των αντιπάλων (μου), σας παρακαλώ να επικυρώσετε την εκλογή μου για βουλευτή, ενώ αυτούς να τους θεωρείτε ότι είναι χειρότεροι. Αρχικά, λοιπόν, θα αποδείξω ότι δεν ήμουν στην τάξη των ιππέων ούτε ζούσα στην πατρίδα κατά την περίοδο των τριάντα τυράννων ούτε συμμετείχα  στο πολίτευμα (που ίσχυε) τότε.


4.Ο πατέρας, δηλαδή, πριν από τη συμφορά στον Ελλήσποντο, μας έστειλε να ζήσουμε στο Σάτυρο, που ήταν βρισκόταν στον Πόντο, και ούτε ζούσαμε (εδώ) στην πόλη, όταν γκρεμίζονταν τα τείχη ούτε όταν άλλαξε το πολίτευμα, αλλά επιστρέψαμε πέντε μέρες πριν γυρίσουν από την εξορία στον Πειραιά αυτοί που βρισκόταν στη Φυλή.

5.Και, πράγματι, ούτε ήταν φυσικό να θέλουμε να μετέχουμε σε ξένους κινδύνους, επειδή είχαμε φτάσει σε τέτοια κρίσιμη στιγμή, ούτε εκείνοι φαίνεται να είχαν τέτοια γνώμη, ώστε να παρέχουν αξιώματα στη διοίκηση της πολιτείας και σ' εκείνους που ήταν μακριά από την πατρίδα τους και σ' αυτούς που δε διέπραξαν κανένα αδίκημα, αλλά περισσότερο στερούσαν τα πολιτικά δικαιώματα από εκείνους που μαζί τους κατέλυσαν τη δημοκρατία.

6.Και έπειτα, βέβαια, είναι ανόητο να εξετάζει (κανείς) αυτούς που υπηρέτησαν στην τάξη των ιππέων από την (ξύλινη) πινακίδα. Γιατί, σ' αυτήν (την πινακίδα) δεν είναι γραμμένοι βέβαια πολλοί απ' αυτούς που παραδέχονται ότι ήταν ιππείς ενώ είναι καταγραμμένοι μερικοί από εκείνους που ζούσαν μακριά από την πατρίδα. Αλλά εκείνο είναι η μεγαλύτερη απόδειξη. Όταν, δηλαδή, ξαναγυρίσατε στην πατρίδα, αποφασίσατε με ψηφοφορία να σας παραδώσουν οι φύλαρχοι κατάλογο των ιππέων, για να εισπράξετε πίσω το επίδομα απ' αυτούς. 

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

Χθες (14 Οκτωβρίου) ήταν η παγκόσμια ημέρα του εκπαιδευτικού...

Από το ιστολόγιο του ΤΑΣΟΥ ΚΑΡΤΑ

Αυτός έχει διάφορα ονόματα: «καθηγητής, δάσκαλος, νηπιαγωγός». Αυτά, για κείνον, έχουν πάντα το ίδιο όνομα: «παιδιά». Είναι αυτός που εύχεται «καλή χρονιά» δυο εποχές το χρόνο, που όταν τον ρωτούν αν έχει παιδιά απαντάει «εκατοντάδες», που ακούει με λαχτάρα το «γεια σας κύριε» αμέτρητες φορές τη μέρα, που τον ενδιαφέρουν πιο πολύ οι μαθητές του από το μάθημα, που έχει για κίνητρο την αγάπη του για τα παιδιά και όχι την αγάπη των παιδιών για εκείνον, που ανάβει φωτιές στο μυαλό των παιδιών ενώ τον προορίζουν για πυροσβέστη, που θέλει να είναι πάντα ερωτευμένος με αυτό που διδάσκει για να το ερωτεύονται και οι μαθητές του. Είναι αυτός ο ενοχλητικός συναγερμός, αυτό το ξυπνητήρι που θέλεις να σπάσεις, η βόμβα παιδείας που θέλουν να απενεργοποιήσουν πριν εκραγεί σε ανεξέλεγκτο φως, που πασχίζουν να τον αποδυναμώσουν γιατί φοβούνται το αυτονόητο που ρόλος του απαιτεί: να επηρεάζει!!! Που θέλουν να τον ελέγχουν γιατί φοβούνται ότι δια-μορφώνει το αύριο…



Είναι εκείνος που προσπαθεί να είναι σεμνός υπηρέτης της μάθησης και όχι φωτεινός παντογνώστης, που θέλει να εντυπωσιάζεται παρά να εντυπωσιάζει.
Είναι εκείνος που του απαγορεύουν να ζητάει οικονομική αξιοπρέπεια γιατί κάνει λειτούργημα! Που οι γονείς τον βλέπουν ως ανταγωνιστή και συγκρίνονται μαζί του. Που θέλει να διδάσκει και όχι να δασκαλεύει, που θεωρεί ότι το σχολείο πρέπει να φροντίζει αλλά όχι να φροντιστηριοποιεί… Που δυναμώνει τις διαφορετικότητες ενώ έχει λάβει εντολή να κόβει ότι προεξέχει. Που ομαδοποιεί αλλά δεν εξομοιώνει.
Που δεν ξεχνάει εκείνον τον μικρό που κάθεται μόνος του στο τελευταίο θρανίο. Που χαίρεται άμα τον στριμώχνουν οι ερωτήσεις των μαθητών του. Που βλέπει τους βαθμούς και τις εξετάσεις ως αναγκαίο κακό και όχι ως αυτοσκοπό, που κατσουφιάζει με τις λέξεις επίδοση και απόδοση και χαμογελάει με τη λέξη προσπάθεια!!!
Είναι ο εκπαιδευτικός που ξεκινά σαν ρόλος και γίνεται ταυτότητα. Όχι κάτι σαν δεύτερη φύση μα σαν πρώτη. Που δεν θέλει τίποτα άλλο να κάνει, δεν νιώθει ότι τίποτα άλλο έχει τόση αξία. Που αν και λαχταρά και ξέρει ότι δικαιούται λίγη αναγνώριση παραπάνω λέει δεν πειράζει αφού κάνει αυτό που αγαπά.
Είναι η σήραγγα που ενώνει δύο παράλληλα σύμπαντα, των μεγάλων και των μικρών. Που με χαρά γίνεται ο κυματοθραύστης για τα παιδιά αλλά απεχθάνεται να γίνεται ο σάκος του μποξ ή ο αποδιοπομπαίος τράγος για τους μεγάλους. Που η καρδιά του μένει παιδική και που πληγώνεται στη γενίκευση μεμονωμένων πράξεων κάποιων που ψευδεπίγραφα φέρουν τον ίδιο τίτλο.
Που όταν αντιδρά σε νόμους και διατάγματα είναι γιατί νιώθει ευθύνη και όχι γιατί είναι αντιδραστικός. Που είναι ο πιο σκληρός αξιολογητής του εαυτού του και που ποτέ δεν του βάζει άριστα. Που δεν θέλει να είναι πρότυπο για τους μαθητές του αφού λαχταράει να γίνουν καλύτεροι από αυτόν.
Που δεν μπορεί να γιορτάσει την «ημέρα του εκπαιδευτικού» όσο η εκπαίδευση υποφέρει!


Να τον φοβάστε τον εκπαιδευτικό, γιατί μπορεί και να μυήσει τα παιδιά στη συνωμοσία της γνώσης και τότε μπορεί να κάνουν αυτό που τρέμετε περισσότερο, να αποφασίσουν να αλλάξουν τον κόσμο.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ (ενότητες 2-4)


Ενότητες 2,3,4
1.Με ποιες λέξεις του κειμένου συνδέονται ετυμολογικά οι παρακάτω λέξεις : τυποποίηση, μερίδα, μείγμα, σθεναρός; (εν. 2)

2.κατάγειον: Να σχηματίσετε 5 ομόρριζα στα νέα ελληνικά χρησιμοποιώντας το β’ συνθετικό της λέξης ως α’ ή β’ συνθετικό. (εν. 2)

3.Να δώσετε τα αντώνυμα των παρακάτω λέξεων του κειμένου στα αρχαία ελληνικά: ἀσθενεστέρους, ἄοπλον, κατάγειον, οἰκεία. (εν. 2)

4.Με ποιες λέξεις του κειμένου συνδέονται ετυμολογικά οι παρακάτω λέξεις: δώρο, εισιτήριο, όραση, όπλα, μελικός; (εν.3)

5.κλέψας < κλέπτω: Να γράψετε 3 παράγωγα του ρήματος.(εν.3)

6.«πῦρ»: α) Να χρησιμοποιήσετε τη λέξη ως συνθετικό σε 10 σύνθετα (ουσιαστικά, επίθετα, επιρρήματα),  β) να γράψετε 4 παράγωγα της λέξης στα νέα ελληνικά. (εν.3)

7.«γῆ»: Να γράψετε σύνθετα (στα νέα ελληνικά) με όλα τα θέματα του ουσιαστικού (-γειος, γη-, γαιο-, γεω-).(εν.3)

8.Να δοθούν από δύο ομόρριζα στη νέα ελληνική για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις: μοίρας, ἐνόμισεν, ἀπώλλυντο, διεφθείροντο, ἄγοντα, συμβουλῆς. (εν.4)

9.Να βρείτε στο κείμενο λέξεις ετυμολογικά συγγενείς με τις παρακάτω: γονίδιο, βάθρο, δωρεά, ιαματικός, ισθμός. (εν.4)

10.Ἰδιώταις: να σχηματίσετε σύνθετα της νέας ελληνικής με πρώτο συνθετικό το «ἴδιος». (εν.4)



Από το ψηφιακό εκπαιδευτικό βοήθημα του υπουργείου παιδείας

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

Η χρήση του άναρθρου και έναρθρου απαρεμφάτου

Α. Το άναρθρο απαρέμφατο διακρίνεται σε ειδικό και τελικό απαρέμφατο

α) Ειδικό απαρέμφατο
Απαντά σε κάθε χρόνο και δέχεται άρνηση «ο».
Ισοδυναμεί με δευτερεύουσα ειδική πρόταση και μεταφράζεται με «ότι» + οριστική του χρόνου που βρίσκεται.
Μπορεί να συνοδεύεται από το δυνητικό «ν».
Το ειδικό απαρέμφατο συντάσσεται με τις εξής κατηγορίες ρημάτων:
Λεκτικά: λέγω, φημί, μολογ, παγγέλλομαι (= υπόσχομαι), γγυμαι κ.ά.
π.χ. Τ
ν μν καλν κγαθν νδρα κα γυνακα εδαίμονα εναί φημι, τν δ δικον κα πονηρν θλιον.
Δοξαστικά: δοκ, λπίζω, γομαι, κρίνω, νομίζω, οομαι, πιστεύω, εκάζω, λογίζομαι, πολαμβάνω κ.ά.
π.χ. Πάντας
μς οομαι γιγνώσκειν.
Γνωστικά και αισθητικά: γιγνώσκω, ερίσκω (= διαπιστώνω), πυνθάνομαι (= πληροφορούμαι),
π.χ. Πυνθάνομαι γ
ρ ατν πολογήσασθαι τατα.
Απρόσωπα ρήματα και απρόσωπες εκφράσεις παρόμοιας σημασίας: δοκε, λέγεται, νομίζεται, γγέλλεται, λόγος στί, φανερόν στι κ.ά.
π.χ.
μολογεται τν πόλιν μν ρχαιοτάτην εναι.

β) Τελικό απαρέμφατο
Απαντά σε κάθε χρόνο εκτός από μέλλοντα και δέχεται άρνηση «μή».
Ισοδυναμεί με δευτερεύουσα τελική πρόταση και μεταφράζεται με «να» + υποτακτική του χρόνου που βρίσκεται.
Το τελικό απαρέμφατο συντάσσεται με τις εξής κατηγορίες ρημάτων:
Βουλητικά: βούλομαι, πιθυμ, εχομαι, ζητ, δέομαι, ξι, δέχομαι κ.ά.
π.χ. Μένων
βούλετο πλουτεν.
Προτρεπτικά και παραχωρητικά: κελεύω, κηρύττω, παραιν, προτρέπω, ἐῶ (= αφήνω) κ.ά.
π.χ. Πρόξενον παρ
νει ς τάχιστα παραγενέσθαι.
Απαγορευτικά: παγορεύω, ποτρέπω, κωλύω, εργω κ.ά.
π.χ.
κώλυσαν μς πελθεν.
Αποπειρατικά και δυνητικά: δύναμαι, πιχειρ, πειρμαι, τολμ κ.ά.
π.χ. Πειρ
ται πείθειν μς.
Ρήματα που σημαίνουν συνήθεια, σκέψη, απόφαση, απαίτηση, παράκληση ή δισταγμό: θίζω, βουλεύομαι, διανοομαι, μέλλω, ξι, κν, φοβομαι , σκοπ κ.ά.
π.χ.
ψηφίσαντο βοηθεν πανδημεί.
Απρόσωπα ρήματα και απρόσωπες εκφράσεις παρόμοιας σημασίας: νάγκη στί, δεινόν στι, καλς χει, οόν τ’ στι, δε, προσήκει, χρ κ.ά.
π.χ.
γαθος μν προσήκει εναι.

Β. Το άναρθρο απαρέμφατο μπορεί να χρησιμοποιηθεί στον λόγο ως
            Yποκείμενο σε απρόσωπα ρήματα και απρόσωπες εκφράσεις: 
π.χ. Χρ το βάρους μεταδιδόναι τος φίλοις.

            Aντικείμενο σε προσωπικά ρήματα: 
π.χ. κήρυξεν τος λλησι συσκευάζεσθαι.

            Kατηγορούμενο σε συνδετικά ρήματα, ιδιαίτερα σε άλλο έναρθρο απαρέμφατο: 
π.χ. Τ λακωνίζειν στ φιλοσοφεν.

            Επεξήγηση σε προηγούμενη λέξη, συνηθέστερα επίρρημα, ή ουδέτερο δεικτικής αντωνυμίας: 
π.χ. μς οτως παίδευον, προτιμν τος γεραιτέρους.

                Προσδιορισμός της αναφοράς (απαρέμφατο της αναφοράς): όταν εξαρτάται από επίθετα που δηλώνουν ικανότητα, δυνατότητα, αναγκαιότητα, προθυμία, καταλληλότητα, όπως γαθός, ξιος, δεινός, τοιμος, κανός, καλός, ξύς, πρόθυμος, φοβερός, χρήσιμος, δύς, στυγνός, ῥᾴδιος, λιτς κ.ά. 
π.χ. Δεινα α γυνακες ερίσκειν τέχνας.

                Προσδιορισμός του σκοπού ή του αποτελέσματος: όταν εξαρτάται από ρήματα που δηλώνουν σκόπιμη ενέργεια (ποι, πράττω), κίνηση (φέρω, ρχομαι), παροχή, εκλογή, καθώς και τα ρήματα φύομαι και εμί. Αναλύεται σε τελική ή συμπερασματική πρόταση και μεταφράζεται με το «για να» ή «ώστε να» . 
π.χ. μοίως κα πλουσί κα πένητι παρέχω μαυτν ρωτν.

                Β’ όρος σύγκρισης, μόνο στις εξής περιπτώσεις: 
α) όταν ο α΄ όρος είναι επίσης απαρέμφατο. 
π.χ. Πότερον βούλει μένειν πιέναι; 
β) όταν ο α΄ όρος είναι δυσανάλογα ανώτερος από τον β΄ όρο σύγκρισης ( στε + απαρέμφατο). 
π.χ. σθοντο ατν λάττω χοντα δύναμιν στε τος φίλους φελεν.


           



 Απόλυτο Απαρέμφατο (δεν εξαρτάται από κάποιο ρήμα). 
Μερικά από τα πιο εύχρηστα απόλυτα απαρέμφατα είναι τα ακόλουθα:

τ π’ κείν / κείνοις εναι (όσο εξαρτάται από εκείνον/εκείνους),
τ π τούτ / τούτοις / σφς εναι (όσο εξαρτάται από αυτόν/αυτούς),
τ κατ τοτον εναι (όσο εξαρτάται από αυτόν),
τ νν εναι (όσο για τώρα),
τ ξύμπαν επεν (και γενικά),
κν εναι (θεληματικά),
ς συντόμως / ς συνελόντι / ς δι βραχέων επεν (για να μιλήσω σύντομα),
ς ν κεφαλαί επεν (για να μιλήσω περιληπτικά),
ς πος επεν, ς επεν (για να μιλήσω έτσι),
ς εκάσαι (όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς),
ς τληθς επεν (για να πω την αλήθεια),
οτως επεν (για να το πω έτσι),
λίγου / μικρο / ο πολλο δεν (λίγο έλειψε),
ς μο δοκεν (κατά τη γνώμη μου),
σν θε επεν (για να πω με τη βοήθεια του Θεού). 
π.χ. ληθς γε, ς πος επεν, οδν ερήκασιν.


Απαρέμφατο σε θέση ρήματος σε: 
α) Κύριες προτάσεις επιθυμίας αντί για προστακτική ή ευχετική ευκτική: 
π.χ. νδρες, έναι π τος πολεμίους. 
β) Δευτερεύουσες απαρεμφατικές προτάσεις:

Xρονικές: 
π.χ. Πρν δ τατα πρξαι, μ σκοπετε τς επν τ βλτιστα.

Συμπερασματικές: 
π.χ. Ο δ διήλλαξαν φ’ τε μν χειν ερήνην ς πρς λλήλους, πιέναι δ καστον π τ αυτόν.

Αναφορικές Συμπερασματικές: 
π.χ. γ ο μόνον νν, λλ κα ε τοιοτος, οος τν μν μηδεν λλ πείθεσθαι τ λόγ.



Γ. Το υποκείμενο του απαρεμφάτου
Το υποκείμενο του απαρεμφάτου απαντά ή σε αιτιατική ή σε ονομαστική πτώση.
Έτσι έχουμε δύο διαφορετικούς τρόπους σύνταξης:
α) Ταυτοπροσωπία. Το υποκείμενο του απαρεμφάτου είναι το ίδιο με το υποκείμενο του ρήματος από το οποίο εξαρτάται το απαρέμφατο.
π.χ. Ο
τος μαθήσεται μ πιβουλεύειν τος σθενεστέροις. (ενν. «οτος» υποκείμενο του απαρεμφάτου «πιβουλεύειν»).

β) Ετεροπροσωπία. Το υποκείμενο του απαρεμφάτου είναι διαφορετικό από το υποκείμενο του ρήματος από το οποίο εξαρτάται το απαρέμφατο.
π.χ. Ο
Αγύπτιοι νόμιζον αυτος πρώτους γενέσθαι πάντων νθρώπων. («αυτος» υποκείμενο του απαρεμφάτου «γενέσθαι»).


To έναρθρο απαρέμφατο μεταφράζεται ως εξής:
α. Με αφηρημένο ουσιαστικό
π.χ. Προαιρο
μαι τ παινεν τος νέους (μτφρ. Προτιμώ τον έπαινο των νέων).
β. Με «το ότι »+ οριστική
π.χ. Κ
ρος διήνεγκε τν λλων νθρώπων τ δωρεσθαι πλεστα (μτφρ. Ο Κύρος διέφερε από τους άλλους ανθρώπους στο ότι δώριζε πολλά).
γ. Με «το να» + υποτακτική
π.χ. Τοσο
τον πέχω το ποιεν τι τν προσταττομένων (μτφρ. Τόσο απέχω από το να κάνω κάτι από αυτά του εντέλλονται).


ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ:
Το έναρθρο απαρέμφατο μπορεί να χρησιμοποιηθεί στον λόγο ως:
Υποκείμενο σε οποιοδήποτε προσωπικό ρήμα και βρίσκεται σε πτώση ονομαστική:
π.χ. Τ
λακωνίζειν στι φιλοσοφεν.
Aντικείμενο σε οποιοδήποτε (μεταβατικό) ρήμα και βρίσκεται σε μια από τις πλάγιες πτώσεις, ανάλογα με τη σύνταξη του ρήματος. π.χ.:
ρξαντο το διαβαίνειν (σε γενική πτώση)
Σωκράτης χρτο τ ρωτν κα ποκρίνασθαι (σε δοτική πτώση)
Τ ποθνσκειν οδες φοβεται […] τ δ δικεν φοβεται (σε αιτιατική πτώση)
Κατηγορούμενο με εξάρτηση από συνδετικό ρήμα:
π.χ
στω δ τ δικεν τ βλάπτειν κόντα παρ τν νόμον.
Επεξήγηση (ομοιόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός) σε λέξη που προηγείται και ιδιαίτερα σε ουδέτερο δεικτικής αντωνυμίας:
π.χ. Κα
τοτο στιν τ δικεν, τ πλέον τν λλων ζητεν χειν.

Ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός σε μία από τις πλάγιες πτώσεις:
Γενική, Δοτική ,Αιτιατική

Επιρρηματικός προσδιορισμός,
εμπρόθετος (i) ή πλάγιας πτώσης (ii):

Ως εμπρόθετος προσδιορισμός με τις προθέσεις δι (= επειδή, διότι), πί, πρός, ες (για, για να, προς, στο να), κατ και μερικές φορές ες (= σε, σε σχέση με, ως προς), παρ (= σε σύγκριση με), μετ (μετά, κατόπιν), περ (αναφορικά με, για)

Με την επιρρηματική χρήση των πλάγιων πτώσεων.

α. Σε γενική πτώση β. Σε δοτική πτώση