Α. Το άναρθρο απαρέμφατο διακρίνεται σε ειδικό και τελικό απαρέμφατο
α)
Ειδικό απαρέμφατο
|
Απαντά
σε κάθε χρόνο και δέχεται άρνηση «οὐ».
Ισοδυναμεί
με δευτερεύουσα ειδική πρόταση και μεταφράζεται με «ότι» + οριστική του
χρόνου που βρίσκεται.
Μπορεί
να συνοδεύεται από το δυνητικό «ἄν».
Το
ειδικό απαρέμφατο συντάσσεται με τις εξής κατηγορίες ρημάτων:
Λεκτικά: λέγω, φημί, ὁμολογῶ, ἐπαγγέλλομαι (= υπόσχομαι), ἐγγυῶμαι κ.ά.
π.χ. Τὸν μὲν καλὸν κἀγαθὸν ἄνδρα καὶ γυναῖκα εὐδαίμονα εἶναί φημι, τὸν δὲ ἄδικον καὶ πονηρὸν ἄθλιον.
Δοξαστικά: δοκῶ, ἐλπίζω, ἡγοῦμαι, κρίνω, νομίζω, οἴομαι, πιστεύω, εἰκάζω, λογίζομαι, ὑπολαμβάνω κ.ά.
π.χ. Πάντας ὑμᾶς οἴομαι γιγνώσκειν.
Γνωστικά και αισθητικά: γιγνώσκω, εὑρίσκω (= διαπιστώνω), πυνθάνομαι (= πληροφορούμαι),
π.χ. Πυνθάνομαι γὰρ αὐτὸν ἀπολογήσασθαι ταῦτα.
Απρόσωπα ρήματα και
απρόσωπες εκφράσεις παρόμοιας σημασίας: δοκεῖ,
λέγεται, νομίζεται, ἀγγέλλεται, λόγος ἐστί, φανερόν ἐστι κ.ά.
π.χ. Ὁμολογεῖται τὴν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι. |
β)
Τελικό απαρέμφατο
|
Απαντά
σε κάθε χρόνο εκτός από μέλλοντα και δέχεται άρνηση «μή».
Ισοδυναμεί
με δευτερεύουσα τελική πρόταση και μεταφράζεται με «να» + υποτακτική του
χρόνου που βρίσκεται.
Το
τελικό απαρέμφατο συντάσσεται με τις εξής κατηγορίες ρημάτων:
Βουλητικά: βούλομαι, ἐπιθυμῶ, εὔχομαι, ζητῶ, δέομαι, ἀξιῶ, δέχομαι κ.ά.
π.χ. Μένων ἐβούλετο πλουτεῖν.
Προτρεπτικά και
παραχωρητικά:
κελεύω, κηρύττω, παραινῶ, προτρέπω, ἐῶ (= αφήνω) κ.ά.
π.χ. Πρόξενον παρῄνει ὡς τάχιστα παραγενέσθαι.
Απαγορευτικά: ἀπαγορεύω, ἀποτρέπω, κωλύω, εἴργω κ.ά.
π.χ. Ἐκώλυσαν ἡμᾶς ἀπελθεῖν.
Αποπειρατικά και
δυνητικά:
δύναμαι, ἐπιχειρῶ, πειρῶμαι, τολμῶ κ.ά.
π.χ. Πειρᾶται πείθειν ὑμᾶς.
Ρήματα που σημαίνουν
συνήθεια, σκέψη, απόφαση, απαίτηση, παράκληση ή δισταγμό: ἐθίζω, βουλεύομαι, διανοοῦμαι,
μέλλω, ἀξιῶ, ὀκνῶ, φοβοῦμαι , σκοπῶ κ.ά.
π.χ. Ἐψηφίσαντο βοηθεῖν πανδημεί.
Απρόσωπα ρήματα και
απρόσωπες εκφράσεις παρόμοιας σημασίας: ἀνάγκη ἐστί, δεινόν ἐστι, καλῶς ἔχει, οἷόν τ’ ἐστι, δεῖ, προσήκει, χρὴ κ.ά.
π.χ. Ἀγαθοῖς ὑμῖν προσήκει εἶναι. |
Β. Το άναρθρο απαρέμφατο μπορεί να
χρησιμοποιηθεί στον λόγο ως
Yποκείμενο σε απρόσωπα ρήματα και
απρόσωπες εκφράσεις:
π.χ. Χρὴ τοῦ βάρους μεταδιδόναι τοῖς φίλοις.
Aντικείμενο σε προσωπικά ρήματα:
π.χ. Ἐκήρυξεν τοῖς Ἕλλησι συσκευάζεσθαι.
Kατηγορούμενο σε συνδετικά ρήματα,
ιδιαίτερα σε άλλο έναρθρο απαρέμφατο:
π.χ. Τὸ λακωνίζειν ἐστὶ φιλοσοφεῖν.
Επεξήγηση σε προηγούμενη λέξη,
συνηθέστερα επίρρημα, ή ουδέτερο δεικτικής αντωνυμίας:
π.χ. Ὑμᾶς οὕτως ἐπαίδευον, προτιμᾶν τοὺς γεραιτέρους.
Προσδιορισμός της αναφοράς (απαρέμφατο της αναφοράς): όταν
εξαρτάται από επίθετα που δηλώνουν ικανότητα, δυνατότητα, αναγκαιότητα,
προθυμία, καταλληλότητα, όπως ἀγαθός, ἄξιος, δεινός, ἕτοιμος, ἱκανός, καλός, ὀξύς, πρόθυμος, φοβερός,
χρήσιμος, ἡδύς, στυγνός, ῥᾴδιος, λιτὸς κ.ά.
π.χ. Δειναὶ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας.
Προσδιορισμός του σκοπού ή του αποτελέσματος: όταν εξαρτάται από
ρήματα που δηλώνουν σκόπιμη ενέργεια (ποιῶ, πράττω), κίνηση (φέρω,
ἔρχομαι), παροχή, εκλογή, καθώς και τα ρήματα
φύομαι και εἰμί. Αναλύεται σε τελική
ή συμπερασματική πρόταση και μεταφράζεται με το «για να» ή «ώστε να» .
π.χ. Ὁμοίως καὶ πλουσίῳ καὶ πένητι παρέχω ἐμαυτὸν ἐρωτᾶν.
Β’ όρος σύγκρισης, μόνο στις εξής περιπτώσεις:
α) όταν ο α΄ όρος είναι επίσης απαρέμφατο.
π.χ. Πότερον βούλει μένειν ἢ ἀπιέναι;
β) όταν ο α΄ όρος είναι δυσανάλογα ανώτερος από τον β΄ όρο σύγκρισης (ἢ ὥστε + απαρέμφατο).
π.χ. ᾜσθοντο αὐτὸν ἐλάττω ἔχοντα δύναμιν ἢ ὥστε τοὺς φίλους ὠφελεῖν.
Απόλυτο
Απαρέμφατο (δεν εξαρτάται από κάποιο ρήμα).
Μερικά
από τα πιο εύχρηστα απόλυτα απαρέμφατα είναι τα ακόλουθα:
τὸ ἐπ’ ἐκείνῳ / ἐκείνοις εἶναι (όσο εξαρτάται από
εκείνον/εκείνους),
τὸ ἐπὶ τούτῳ / τούτοις / σφᾶς εἶναι (όσο εξαρτάται από
αυτόν/αυτούς),
τὸ κατὰ τοῦτον εἶναι (όσο εξαρτάται από
αυτόν),
τὸ νῦν εἶναι (όσο για τώρα),
τὸ ξύμπαν εἰπεῖν
(και γενικά),
ἑκὼν εἶναι (θεληματικά),
ὡς συντόμως / ὡς συνελόντι / ὡς διὰ βραχέων εἰπεῖν
(για να μιλήσω σύντομα),
ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰπεῖν (για να μιλήσω
περιληπτικά),
ὡς ἔπος εἰπεῖν, ὡς εἰπεῖν (για να μιλήσω έτσι),
ὡς εἰκάσαι (όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς),
ὡς τἀληθὲς εἰπεῖν (για να πω την
αλήθεια),
οὕτως εἰπεῖν
(για να το πω έτσι),
ὀλίγου / μικροῦ / οὐ πολλοῦ δεῖν (λίγο έλειψε),
ὡς ἐμοὶ δοκεῖν
(κατά τη γνώμη μου),
σὺν θεῷ εἰπεῖν (για να πω με τη
βοήθεια του Θεού).
π.χ. Ἀληθὲς γε, ὡς ἔπος εἰπεῖν, οὐδὲν εἰρήκασιν.
Απαρέμφατο σε θέση
ρήματος σε:
α)
Κύριες προτάσεις επιθυμίας αντί για προστακτική ή ευχετική ευκτική:
π.χ. Ὦ ἄνδρες, ἰέναι ἐπὶ τοὺς πολεμίους.
β) Δευτερεύουσες απαρεμφατικές προτάσεις:
Xρονικές:
π.χ. Πρὶν δὲ ταῦτα πρᾶξαι, μὴ σκοπεῖτε τίς εἰπὼν τὰ βέλτιστα.
Συμπερασματικές:
π.χ. Οἱ δὲ διήλλαξαν ἐφ’ ᾧτε μὲν ἔχειν εἰρήνην ὡς πρὸς ἀλλήλους, ἀπιέναι δὲ ἕκαστον ἐπὶ τὰ ἑαυτόν.
Αναφορικές
Συμπερασματικές:
π.χ. Ἐγὼ οὐ μόνον νῦν, ἀλλὰ καὶ ἀεὶ τοιοῦτος, οἷος τῶν ἐμῶν μηδενὶ ἄλλῳ πείθεσθαι ἢ τῷ λόγῳ.
Γ. Το υποκείμενο του
απαρεμφάτου
Το
υποκείμενο του απαρεμφάτου απαντά ή σε αιτιατική ή σε ονομαστική πτώση.
Έτσι
έχουμε δύο διαφορετικούς τρόπους σύνταξης:
|
α)
Ταυτοπροσωπία. Το υποκείμενο του
απαρεμφάτου είναι το ίδιο με το υποκείμενο του ρήματος από το οποίο εξαρτάται
το απαρέμφατο.
π.χ. Οὗτος μαθήσεται μὴ ἐπιβουλεύειν τοῖς ἀσθενεστέροις. (ενν. «οὗτος» υποκείμενο του απαρεμφάτου «ἐπιβουλεύειν»). β) Ετεροπροσωπία. Το υποκείμενο του απαρεμφάτου είναι διαφορετικό από το υποκείμενο του ρήματος από το οποίο εξαρτάται το απαρέμφατο. π.χ. Οἱ Αἰγύπτιοι ἐνόμιζον ἑαυτοὺς πρώτους γενέσθαι πάντων ἀνθρώπων. («ἑαυτοὺς» υποκείμενο του απαρεμφάτου «γενέσθαι»). |
To έναρθρο απαρέμφατο
μεταφράζεται ως εξής:
|
α.
Με αφηρημένο ουσιαστικό
π.χ. Προαιροῦμαι τὸ ἐπαινεῖν τοὺς νέους (μτφρ. Προτιμώ τον έπαινο των νέων). β. Με «το ότι »+ οριστική π.χ. Κῦρος διήνεγκε τῶν ἄλλων ἀνθρώπων τῷ δωρεῖσθαι πλεῖστα (μτφρ. Ο Κύρος διέφερε από τους άλλους ανθρώπους στο ότι δώριζε πολλά). γ. Με «το να» + υποτακτική π.χ. Τοσοῦτον ἀπέχω τοῦ ποιεῖν τι τῶν προσταττομένων (μτφρ. Τόσο απέχω από το να κάνω κάτι από αυτά του εντέλλονται). |
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟΣ
ΡΟΛΟΣ:
|
Το
έναρθρο απαρέμφατο μπορεί να χρησιμοποιηθεί στον λόγο ως:
Υποκείμενο σε οποιοδήποτε
προσωπικό ρήμα και βρίσκεται σε πτώση ονομαστική:
π.χ. Τὸ λακωνίζειν ἐστι φιλοσοφεῖν.
Aντικείμενο σε οποιοδήποτε (μεταβατικό) ρήμα και
βρίσκεται σε μια από τις πλάγιες πτώσεις, ανάλογα με τη σύνταξη του ρήματος.
π.χ.:
Ἤρξαντο τοῦ διαβαίνειν (σε γενική πτώση)
Σωκράτης
ἐχρῆτο τῷ ἐρωτᾶν καὶ ἀποκρίνασθαι (σε δοτική πτώση)
Τὸ ἀποθνῄσκειν οὐδεὶς φοβεῖται […] τὸ δὲ ἀδικεῖν φοβεῖται (σε αιτιατική πτώση)
Κατηγορούμενο με εξάρτηση από
συνδετικό ρήμα:
π.χ Ἔστω δὴ τὸ ἀδικεῖν τὸ βλάπτειν ἑκόντα παρὰ τὸν νόμον.
Επεξήγηση (ομοιόπτωτος
ονοματικός προσδιορισμός) σε λέξη που προηγείται και ιδιαίτερα σε ουδέτερο
δεικτικής αντωνυμίας:
π.χ. Καὶ τοῦτο ἐστιν τὸ ἀδικεῖν, τὸ πλέον τῶν ἄλλων ζητεῖν ἔχειν.
Ετερόπτωτος ονοματικός
προσδιορισμός
σε μία από τις πλάγιες πτώσεις:
Γενική,
Δοτική ,Αιτιατική
Επιρρηματικός προσδιορισμός, εμπρόθετος (i) ή πλάγιας πτώσης (ii):
Ως εμπρόθετος
προσδιορισμός με τις προθέσεις διὰ (=
επειδή, διότι), ἐπί, πρός, εἰς (για, για να, προς, στο να), κατὰ και μερικές φορές εἰς (= σε,
σε σχέση με, ως προς), παρὰ (= σε σύγκριση με),
μετὰ (μετά, κατόπιν), περὶ (αναφορικά με, για)
Με την επιρρηματική χρήση των πλάγιων πτώσεων. α. Σε γενική πτώση β. Σε δοτική πτώση |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου