Να μελετήσετε τα
παρακάτω ποιήµατα που αφορούν την Ελένη και να παρουσιάσετε ποια εκδοχή του μύθου ακολουθεί κάθε ποιητής (όπου υπάρχει) και τα χαρακτηριστικά της Ελένης σε κάθε ποίηµα.
«Κι αν ήταν άδειος ίσκιος πλανερός, ας είναι βλογημένος·
γι’ αυτόν τον ίσκιο εμείς παλέψαμε και πλάτυνεν ο νους μας,
γερέψαν τα κορμιά, γυρίσαμε στην ποθητή πατρίδα
κι ήταν γιομάτα περιπλάνησες τα φρένα μας κι αντρεία
και τα καράβια μας ξεχείλιζαν ασήκωτα λεβέτια,
χρουσά σκουτιά κι ανατολίτισσες πολύ γλυκές γυναίκες.
Η γης όλη μου φαίνεται, ασκητή, σα νιολουσμένη Ελένη,
πέπλα φοράει με ξόμπλια θάλασσες και ξενιτιές και κάστρα ...»
Νίκου Καζαντζάκη, Οδύσσεια, γ΄έκδοση, εκδ. Δωρικός, ραψωδία Ω, στίχοι 966-973.
Είμ’ η Ελένη· από του Ήλιου
την πηγή χυμένη εγώ,
το χρυσόνειρο είμαι του Ήλιου
και στον Ήλιο, εκεί γυρνώ·
γύρω μου, όχι· σε είδωλό μου
θεόπλαστο ολοζωντανό
θεοί και ήρωες γύρω αψήφησαν
πόλεμο και χαλασμό.
Όχι εμένα! Τον υπέρκαλο
νυχτανεβασμένο ίσκιο μου
σε γη και ώρα στοιχειωμένη
πήρε ταίρι ο γόης Κιμμέριος·*
είμ’ η ανέγγιχτη κ’ η
αχάλαστη,
κ’ η άφταστη. Και είμ’ η Ελένη.
κ’ η άφταστη. Και είμ’ η Ελένη.
Κωστή Παλαμά Άπαντα
Περπάτησα έξι μέρες ώσπου να ’ρθω
στην πύλη αυτού του παλατιού.
Ήθελα ν’ αντικρίσω μια φοράν εκείνη
που η ομορφιά της θόλωσε τα φρένα
τόσων παλικαριών και γέμισε με θρήνους
τις χώρες της Ελλάδας και την Τροία.
Βαρέθηκα πια να μετρώ τις μέρες
που σέρνομαι εδώ γύρω. Δούλες πονόψυχες
μου δίνουν πότε – πότε λίγο φαΐ
και δούλοι βλοσυροί με διώχνουν,
με χτυπούν με τα ραβδιά τους.
Μα εγώ όλο και ξαναγυρίζω προσδοκώντας
να ιδώ τον ήλιο που θα μου θαμπώσει τα μάτια.
Σήμερα το πρωί δε βάσταξα
και ρώτησα την πιο γριά υπηρέτρα
γιατί δε βγαίνει η Ελένη απ’ το παλάτι
να λάμψει η πόλη, να χαρούν οι ανθρώποι
το θείο δώρο της μορφής της. Γέλασε
εκείνη ένα στριγγό κακόηχο γέλιο
και μου ’πε: «Ποιαν Ελένη θέλεις
να δεις; Σ’ ένα δωμάτιο με κλειστά
τα παραθύρια, δίχως τους καθρέφτες της,
μακριά απ’ τον κόσμο, ζει μια γυναίκα
όμοια μ’ εμένα. Άσπρα μαλλιά, στόμα
ξεδοντιασμένο, σακκουλιασμένα μάτια
δίχως λάμψη, κι η σάρκα πλαδαρή, νερου-
λιασμένη. Έξω δε βγαίνει
και κανένα πια δε θέλει να δεί. Εγώ μόνο
μπαίνω στο μισοσκότεινο δωμάτιο
και τη φροντίζω.
Ξένε, δε συλλογίστηκες
σαν πόσα χρόνια να ’χουν περάσει
απ’ όταν άρχισε ο πόλεμος της Τροίας.»
στην πύλη αυτού του παλατιού.
Ήθελα ν’ αντικρίσω μια φοράν εκείνη
που η ομορφιά της θόλωσε τα φρένα
τόσων παλικαριών και γέμισε με θρήνους
τις χώρες της Ελλάδας και την Τροία.
Βαρέθηκα πια να μετρώ τις μέρες
που σέρνομαι εδώ γύρω. Δούλες πονόψυχες
μου δίνουν πότε – πότε λίγο φαΐ
και δούλοι βλοσυροί με διώχνουν,
με χτυπούν με τα ραβδιά τους.
Μα εγώ όλο και ξαναγυρίζω προσδοκώντας
να ιδώ τον ήλιο που θα μου θαμπώσει τα μάτια.
Σήμερα το πρωί δε βάσταξα
και ρώτησα την πιο γριά υπηρέτρα
γιατί δε βγαίνει η Ελένη απ’ το παλάτι
να λάμψει η πόλη, να χαρούν οι ανθρώποι
το θείο δώρο της μορφής της. Γέλασε
εκείνη ένα στριγγό κακόηχο γέλιο
και μου ’πε: «Ποιαν Ελένη θέλεις
να δεις; Σ’ ένα δωμάτιο με κλειστά
τα παραθύρια, δίχως τους καθρέφτες της,
μακριά απ’ τον κόσμο, ζει μια γυναίκα
όμοια μ’ εμένα. Άσπρα μαλλιά, στόμα
ξεδοντιασμένο, σακκουλιασμένα μάτια
δίχως λάμψη, κι η σάρκα πλαδαρή, νερου-
λιασμένη. Έξω δε βγαίνει
και κανένα πια δε θέλει να δεί. Εγώ μόνο
μπαίνω στο μισοσκότεινο δωμάτιο
και τη φροντίζω.
Ξένε, δε συλλογίστηκες
σαν πόσα χρόνια να ’χουν περάσει
απ’ όταν άρχισε ο πόλεμος της Τροίας.»
Γ. Mανουσάκης "Σπασμένα αγάλματα και πικροβότανα"
Ωραία εσύ η ανίδωτη
μέσα στον ουρανό του ποιήματος
καυτερή θρησκεία γυναίκα αγέρινη
ντυμένη χαραυγές ένα άστρο σύμβολο
με τ΄ όνομά σου δένοντας των εποχών τις γέφυρες.
Ωραία εσύ
νυχτερινή του απείρου εξαίσιο του θανάτου λάφυρο
από τη σκόνη του θανάτου αναγεννώμενη.
Σ΄ αναγνωρίζω Ελένη μου μέσα στους μαύρους έρωτες
που κάψανε μ΄ οράματα τα χρόνια μου. Ω, ποτέ
ποτέ μη φύγεις για τους τόπους του χαμού
στις χώρες τις απάνθρωπες μη σπαταλήσεις
τούτη τη σάρκα σου από σμάλτο κι από κρύσταλλο.
Σε περιμένω.
Κοίταξε σούφερα καπνούς κι αρώματα από τα βουνά
πετράδια από τη θάλασσα
ήλιους και φύλλα σούφερα κατηφοριές κι ανέμους
καλάμια από τις ποταμιές βράχια και πέτρες κι όνειρα
και καταχνιές κι αφρούς για σένα προσφορά.
Με χέρια και με γόνατα σπασμένα παραμόνεψα
γυμνός πλανήθηκα πάνω στη γη σε κάθε στρίψιμο
του κόσμου παραμόνεψα. Σε περιμένω.
Είμαι νεκρός τα βράδια κάτω απ΄ το λυχνάρι μου
κι όμως ακόμα ζωντανός αστράφτοντας απ΄ τη δική σου δύναμη.
Κοιμάμαι σε κρεβάτι φορτωμένο με γεννήτορες
που μου γυρεύουν να μιλήσω. Κι ανυμνώ τη χώρα μου
κι εσένα και τη βλάστηση
γίνομαι μνήμες όνειρα και βλάστηση
και χώμα αιώνιο απ΄ τη δική μας γη
προπάντων χώμα χώμα Ελένη.
μέσα στον ουρανό του ποιήματος
καυτερή θρησκεία γυναίκα αγέρινη
ντυμένη χαραυγές ένα άστρο σύμβολο
με τ΄ όνομά σου δένοντας των εποχών τις γέφυρες.
Ωραία εσύ
νυχτερινή του απείρου εξαίσιο του θανάτου λάφυρο
από τη σκόνη του θανάτου αναγεννώμενη.
Σ΄ αναγνωρίζω Ελένη μου μέσα στους μαύρους έρωτες
που κάψανε μ΄ οράματα τα χρόνια μου. Ω, ποτέ
ποτέ μη φύγεις για τους τόπους του χαμού
στις χώρες τις απάνθρωπες μη σπαταλήσεις
τούτη τη σάρκα σου από σμάλτο κι από κρύσταλλο.
Σε περιμένω.
Κοίταξε σούφερα καπνούς κι αρώματα από τα βουνά
πετράδια από τη θάλασσα
ήλιους και φύλλα σούφερα κατηφοριές κι ανέμους
καλάμια από τις ποταμιές βράχια και πέτρες κι όνειρα
και καταχνιές κι αφρούς για σένα προσφορά.
Με χέρια και με γόνατα σπασμένα παραμόνεψα
γυμνός πλανήθηκα πάνω στη γη σε κάθε στρίψιμο
του κόσμου παραμόνεψα. Σε περιμένω.
Είμαι νεκρός τα βράδια κάτω απ΄ το λυχνάρι μου
κι όμως ακόμα ζωντανός αστράφτοντας απ΄ τη δική σου δύναμη.
Κοιμάμαι σε κρεβάτι φορτωμένο με γεννήτορες
που μου γυρεύουν να μιλήσω. Κι ανυμνώ τη χώρα μου
κι εσένα και τη βλάστηση
γίνομαι μνήμες όνειρα και βλάστηση
και χώμα αιώνιο απ΄ τη δική μας γη
προπάντων χώμα χώμα Ελένη.
Και τούτο τ΄ ονομάζω προσμονή. Η γέννηση του ποιήματος…
Τάχα θα' ρθείς;
Μια νύχτα Ελένη τάχα θα σε συναντήσω,
όταν ο χρόνος θα 'ναι ακίνητος από τα θαύματα,
στεφανωμένη υποταγή κι ανάσταση τρεμάμενη;
Μες στην πελώρια πόλη του ύπνου θα συναντηθούμε
σάμπως σε μια αυτοκρατορία νεκρών ποιητών
κατάμεστη από σταλαχτίτες - ποιήματα
και τάχα θα μιλήσουμε θα κοιταχτούμε
λουλουδισμένοι κι άφωνοι με τη χωμάτινη καρδιά
να ζωντανεύει και να γίνεται
ξανά ένα ρόδο πορφυρό ξανά μια πυρκαγιά απαράμιλλη
τάχα θα σμίξουμε άλλη μια φορά
μια νύχτα που η σιωπή θα 'ναι μια απέραντη σιωπή
εγώ γεμάτος διάστημα
εσύ γεμάτη μ' άστρα
πάντα άφθαρτη παρθένα ανέγγιχτη
μεταρσιωμένη;
Τάκη Σινόπουλου "Ποίημα για την Ελένη"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου