Η ΙΣΤΟΡΙΑ: Ο αφηγητής, μέσα από μια αναδρομική αφήγηση, μας μεταφέρει στην παιδική του ηλικία. Με αφορμή μια φράση που συνήθιζε να του λέει η μητέρα του, μας αφηγείται καλές και κακές στιγμές που έζησε όταν ήταν παιδί. Ζούσε σε μια γειτονιά της Θεσσαλονίκης με τη μητέρα του, η οποία βρισκόταν στη διαδικασία του διαζυγίου με τον πατέρα του. Μάλιστα, από τα λεγόμενά της, υποθέτουμε ότι ο σύζυγός της δεν της φερόταν καλά, διότι τον χαρακτηρίζει «άνανδρο». Στη μνημονική αναδρομική του αφήγηση κυριαρχεί η φυσιογνωμία της μητέρας του και ο τρόπος που του συμπεριφερόταν. Θυμάται ότι τον έστελνε για διάφορα θελήματα και απαιτούσε να γυρίσει γρήγορα πίσω, δίχως να χαζεύει στο δρόμο. Αν τύχαινε και αργούσε, συνήθως τον έδερνε. Ο μικρός συχνά ξεχνιόταν στο δρόμο και γι’ αυτό φοβόταν την αντίδραση της μητέρας του. Υπήρχαν φορές που η μητέρα ήταν τρυφερή και καλή μαζί του. Τον κερνούσε παγωτό, τον ταχτάριζε, τον άφηνε να παίξει και έπαιζε και αυτή με τα κορίτσια της γειτονιάς. Άλλες όμως φορές η κατάσταση ήταν δύσκολη. Όταν είχε τα νεύρα της ήταν σίγουρο ότι ο μικρός θα έτρωγε ξύλο. Ειδικά όταν τα αλητόπαιδα της γειτονιάς τον είχαν ξεγελάσει και του είχαν κλέψει τα ρέστα. Μάλιστα η μάνα απαιτούσε από τον μικρό να δέχεται «αντρίκια» την τιμωρία. Συχνά η μητέρα έφευγε από το σπίτι, ακόμα και βράδυ. Ο αφηγητής δεν μας πληροφορεί για το πώς η μητέρα κέρδιζε τη ζωή της. Αφήνει όμως ορισμένους σαφείς υπαινιγμούς, καθώς μιλά για «κυρίους» και βραδινές εξόδους. Ο ενήλικας αφηγητής ολοκληρώνει την αφήγησή του, δηλώνοντας ταυτόχρονα την κατανόησή του για τη μάνα του, καθώς και την πίκρα του για το γεγονός ότι ξεσπούσε επάνω του για την κακή της τύχη και τις δυσκολίες.
Ο ΧΩΡΟΣ: Η ιστορία εκτυλίσσεται σε μια φτωχογειτονιά της Θεσσαλονίκης. Στοιχεία που μας το επιβεβαιώνουν είναι τα τοπωνύμια: Έκθεση, Μοδιάνου, Τούμπα. Ο χώρος παρουσιάζεται σε στενή σχέση με τους ανθρώπους και την καθημερινότητά τους: παιδιά που παίζουν στα σοκάκια, ο κυρ- Πρόδρομος που πουλούσε παγωτό χωνάκι, το γιασεμί, το αγιόκλημα, τα κορίτσια που έπαιζαν ομαδικά παιχνίδια στο δρόμο. Ο τρόπος που περιγράφεται ο χώρος επιτείνει το νοσταλγικό χαρακτήρα της αφήγησης, διότι οι εικόνες αποδίδονται με ζεστασιά και τρυφερότητα.
Ο ΧΡΟΝΟΣ: Ο χρόνος της αφήγησης είναι ο χρόνος κατά τον οποίο ο αφηγητής είναι ενήλικος. Ο χρόνος που εκτυλίσσεται η ιστορία είναι η παιδική του ηλικία, στη μεταπολεμική Ελλάδα. Πολλά στοιχεία μας το επιβεβαιώνουν: το γραμμόφωνο, τα τραγούδια, οι εικόνες της καθημερινότητας, η λάμπα του πετρελαίου.
Ολόκληρη η πρώτη ενότητα του διηγήματος είναι μια αναδρομική θαμιστική αφήγηση. Αναδρομική διότι αναφέρεται στο παρελθόν, θαμιστική διότι ο χρόνος που κυριαρχεί είναι ο παρατατικός και γεγονότα που συνέβαιναν συχνά (θαμά) αποδίδονται μια φορά.
ΕΝΟΤΗΤΕΣ: « Έφτυσα!...στον πέμπτο ύπνο…Α΄ ενότητα, Αχ, βρε μάνα!...εφτά δεκάρες! Β΄ ενότητα. Ανάμεσα στις δύο ενότητες, η βασική διαφορά είναι η οπτική γωνία. Στην πρώτη, η οπτική γωνία είναι αυτή του παιδιού, στη δεύτερη, η οπτική γωνία είναι αυτή του ενήλικα αφηγητή.
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ: Το διήγημα αρχίζει in media res, με μια φράση που συνήθιζε να απευθύνει η μητέρα στο γιο της. Αυτή η φράση δίνεται σε ευθύ λόγο, κάτι το οποίο συντελεί στη ζωντανή παρουσίαση της μάνας. Ταυτόχρονα, μας μεταφέρει άμεσα στο παρελθόν, στην παιδική ηλικία του αφηγητή. Η ταυτότητα των ηρώων δεν μας δίνεται από την πρώτη στιγμή. Μόνο καθώς προχωρά η αφήγηση αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για μάνα και παιδί. Ο αφηγητής μιλά σε δεύτερο ενικό πρόσωπο, σαν να έχει απέναντι τον εαυτό του και να τον παρατηρεί. Στην τρίτη παράγραφο (Άλλοτε…προς την πόρτα) μας περιγράφει την εικόνα και τις αντιδράσεις του μικρού και ταυτόχρονα μας δίνει τις σκέψεις που εκείνος έκανε, σαν να είμαστε μέσα στο μυαλό του. Οι σκέψεις του παιδιού, με τα λόγια που εκείνο τις έκανε εντάσσονται στην αφήγηση: τι σ’ είχε κάνει να ξεχαστείς…προς την πόρτα. Αυτή η τεχνική ονομάζεται ελεύθερος πλάγιος λόγος. Στην τέταρτη παράγραφο: Κι όμως,… να της μιλήσω». ο μικρός ξεχειλίζει από τρυφερότητα για τη μάνα του θάθελες να τρέξεις να τη φιλήσεις. Και πάλι η αφήγηση εμπλέκεται με τη σκέψη του μικρού: αν είχε σκοπό να σε δείρει, να σε δείρει μια ώρ΄ αρχήτερα να τελειώνουμε (ελεύθερος πλάγιος λόγος).
Καμιά φορά…έχω κοτζάμ γιο!»: ο αφηγητής θυμάται όμορφες στιγμές από τη ζωή με τη μητέρα του: ήταν Πρωτομαγιά. Σε αυτήν την υποενότητα γίνεται η πρώτη αναφορά για το επάγγελμα της μητέρας. Κάποιοι «κύριοι» την επισκέπτονται και της χαρίζουν δώρα. Ο υπαινιγμός και το αινιγματικό στοιχείο προσδίδουν δραστικότητα στην αφήγηση και ενεργοποιούν τη φαντασία του αναγνώστη. Λίγο παρακάτω, μαθαίνουμε ότι η μητέρα επιθυμεί διαζύγιο. Η απουσία του πατέρα είναι εμφανής και από το γεγονός ότι ο μικρός είναι προσκολλημένος στη μητέρα του και αποζητά την τρυφερότητα και την αναγνώριση από αυτήν. Η μητέρα σκιαγραφείται ως μια γυναίκα ζωντανή, κεφάτη, αγαπά το παιδί της και μπορεί να είναι χαρούμενη και ξένοιαστη. Τα λόγια και οι σκέψεις των χαρακτήρων αποδίδονται είτε σε ευθύ λόγο: «Κυρ- Πρόδρομε…μέρες», «Δε θα δώσεις…αγόρασε;», «Άστε με ήσυχη,…κοτζάμ γιο!» είτε σε ελεύθερο πλάγιο λόγο: γιατί στο κάτω κάτω της γραφής…όλο, …αλλά να μη γυρίσεις πίσω μουτζούρης.
Μα ήταν άλλες μέρες…στον πέμπτο ύπνο…: ο αφηγητής με τον αντιθετικό σύνδεσμο μα περνά στις χειμωνιάτικες μέρες. Σε αυτήν την υποενότητα κυριαρχεί η τιμωρία του παιδιού από τη μάνα του και –σε ευθύ λόγο- ο διάλογος που γινόταν μεταξύ τους. Η αφορμή για την τιμωρία είναι ότι ο μικρός γυρνούσε σπίτι δίχως τα ρέστα από τα χρήματα που του είχε δώσει η μητέρα του. Κάποια παιδιά από τη γειτονιά τον είχαν ξεγελάσει και του τα είχαν κλέψει. Όπως θα μας πληροφορήσει αργότερα ο ενήλικας αφηγητής, το ποσό ήταν ευτελές. Η απώλειά του ήταν όμως αρκετή για να πυροδοτήσει τη μανία και το ξέσπασμα της μάνας. Η σκηνή είναι ζωντανή και έντονη. Αυτό που κυριαρχεί είναι η απαίτηση της μάνας προς το παιδί, «να γίνει άντρας». Εδώ ξεχειλίζει και η πίκρα της μάνας για τον άνανδρο άντρα της. Δεν μας προσδιορίζεται γιατί τον χαρακτήριζε έτσι. Στη συνέχεια παρουσιάζεται η μοναξιά και ερημιά του παιδιού, το οποίο κατέφευγε στο όνειρο για να «τακτοποιήσει» και να αποδεχθεί στη συνείδησή του τις επισκέψεις που δεχόταν το βράδυ η μητέρα του: κι έβλεπες τον άγγελό σου ολόγυμνο, χωρίς φτερά, μπροστά στο κρεβάτι της,…
Η δεύτερη ενότητα θα λέγαμε ότι αποτελεί τον απολογισμό του αφηγητή στην ενήλικη ζωή του. Είναι γεμάτη υπαινιγμούς για την αποτελεσματικότητα των μεθόδων της μητέρας του και πίκρα για το πώς του φερόταν. Παράλληλα την κατανοεί. Απευθύνεται στη μάνα του σε β΄ ενικό, με αγανάκτηση και τρυφερότητα ταυτόχρονα. Αγανάκτηση για την αναντιστοιχία του παραπτώματος προς την ποινή και κατανόηση για τις δυσκολίες της ζωής της. Μπορούμε να πούμε ότι η μητέρα δικαιώνεται εν μέρει στη συνείδηση του ανήλικα αφηγητή: δεν κατάλαβα, όσο ήταν ακόμα καιρός, τι υπέφερες τότε, και θέλησα να σ΄ εκδικηθώ. Η δικαίωση δεν είναι ολοκληρωτική, διότι αμέσως ακολουθεί το παράπονο: Μα που να πάρει ο διάβολος…εφτά δεκάρες!
Ο τίτλος Τα ρέστα λειτουργεί σε πολλά επίπεδα όταν ολοκληρώνεται το διήγημα. Είναι η αφορμή για τη σκληρή τιμωρία. Είναι η αφορμή για την αναδρομική αφήγηση. Δεν έγινε άντρας και παίρνει τα ρέστα του. Η μάνα δεν κατάφερε να τον διαπαιδαγωγήσει όπως έπρεπε και παίρνει τα ρέστα της για αυτό καθώς και για τις υπόλοιπες επιλογές στη ζωή της. Τα ρέστα είναι αυτό που η ζωή σου δίνει σαν εκδίκηση, για οτιδήποτε έκανες ή δεν έκανες. Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η δραστικότητα του τίτλου, καθώς κινητοποιεί στον αναγνώστη πλήθος σκέψεων για τη δική του πλέον ζωή.
Αυτό που διαπερνά όλο το διήγημα είναι η στενή σχέση της μητέρας με το γιο. Το παιδί θέλει να είναι αρεστό στη μητέρα και «παραλύει» στη σκέψη της τιμωρίας από αυτήν. Το σύμπαν της παιδικής του ζωής ορίζεται από τις ψυχολογικές μεταπτώσεις της μάνας. Είναι χαρούμενο όταν και αυτή είναι χαρούμενη. Είναι απελπισμένο όταν βλέπει τη μάνα του στις άσχημες μέρες της. Αισθάνεται την αδικία που διαπράττεται εις βάρος του, όταν μια ασήμαντη αφορμή οδηγεί τη μάνα να του ασκεί υπερβολική βία, αλλά τελικά αποδέχεται τις αξιώσεις της και ομολογεί ό,τι αυτή του ζητεί. Η μάνα, τσακισμένη από τη ζωή, παρατημένη από έναν ανάξιο σύζυγο, σε μια μεταπολεμική Ελλάδα που η ανέχεια έσπρωχνε πολλές γυναίκες στην πορνεία, ξεσπά πάνω στο παιδί όλη την αγανάκτηση και την πίκρα για τη ζωή της. Ο γιος, στερημένος τις πιο πολλές φορές από τη μητρική αποδοχή, βιώνει τραυματικά αυτήν την πραγματικότητα και επιθυμεί να εκδικηθεί τη μητέρα του. Το πράττει, γιατί «δεν γίνεται άντρας» (με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει), αλλά το τίμημα είναι να τιμωρηθεί και αυτός, διότι δεν είναι ευτυχισμένος. Και η μάνα και ο γιος τιμωρούνται εφ’ όρου ζωής. Αυτά είναι τα ρέστα από τις επιλογές στις οποίες προέβησαν.-
Επιμέλεια σημειώσεων: ΣΤΡΙΦΤΟΜΠΟΛΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ