Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

ΜΕΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟΥΣ ΣΥΝΟΙΚΙΣΜΟΥΣ

Γιώργος Ιωάννου, Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς
(από τη συλλογή διηγημάτων Για ένα Φιλότιμο, 1964)

Δομή του πεζογραφήματος: Η αφήγηση διαρθρώνεται γύρω από δύο βασικούς άξονες, α) η σύνδεση του συγγραφέα – αφηγητή με τους πρόσφυγες και η ιδιαίτερη οικειότητα που νιώθει για αυτούς λόγω της δικής του προσφυγικής καταγωγής, β) η βίωση της μοναξιάς του αφηγητή από τη ζωή του στη μεγαλούπολη, η αποκοπή από τους γύρω του, η απομάκρυνσή του από τον τόπο καταγωγής του και το περιβάλλον του.
Ο Ιωάννου στρέφεται στην περιγραφή του κοινωνικού περιβάλλοντος ψυχογραφώντας τους ήρωές του, οι οποίοι κινούνται στη μικροαστική κοινωνία της δεκαετίας του 1960. Τα κείμενα του τα ονομάζει πεζογραφήματα, μικρές δηλαδή συνθέσεις που βρίσκονται μεταξύ δοκιμίου, αφηγήματος και προσωπικού ημερολογίου. Ο αφηγητής δίδει την εντύπωση ενός ενοχικού ανθρώπου που απολογείται, χωρίς να του έχει απαγγελθεί κατηγορία. Τέλος υπερασπίζεται την εργατική τάξη και την ταπεινή καταγωγή του, ενώ θεωρεί πλάνη την αστική τάξη.

«Στέκομαι και κοιτάζω (σ.247)… είναι διαπίστωση (σ.248)»

Θεματική αφόρμηση του πεζογραφήματος είναι τα παιδιά που παίζουν μπάλα σε μια προσφυγική γειτονιά μπροστά σε ένα καφενείο στο οποίο ο αφηγητής κάθεται.

Ο συγγραφέας - αφηγητής αποτελεί το μοναδικό δρών πρόσωπο του πεζογραφήματος ο οποίος παρατηρεί τους ανθρώπους.

Η αφήγηση ξεκινά με έναν απροσδόκητο τρόπο, μια εικόνα καθημερινή παιδιών που παίζουν μπάλα, γεγονός που εντάσσει ομαλά τον αναγνώστη στο χώρο και το χρόνο της αφήγησης.

Ο χρόνος: αργά το μεσημέρι, την ώρα που οι άνθρωποι του μόχθου επιστρέφουν από τη δουλειά (ο χρόνος δίδεται με υπαινικτικό τρόπο). Η πορεία της αφήγησης είναι ευθύγραμμη, με αφορμή το παρόν παρουσιάζονται οι σκέψεις και τα συναισθήματά του. Ο Ενεστώτας βοηθά στο να επιδειχθεί ο βιωματικός χαρακτήρας της αφήγησης με μεγαλύτερη πληρότητα.

Ο χώρος: ένα συγκεκριμένο καφενείο («ορισμένο»), ένας οικείος χώρος του αφηγητή σε ένα προσφυγικό συνοικισμό της Θεσσαλονίκης (χωρίς να αναφέρεται ρητά η πόλη). Η πόλη δεν κατονομάζεται δημιουργώντας μια αοριστία που επενδύει την αφήγηση, λειτουργεί επομένως ως σύμβολο κάθε πόλης που δέχθηκε πληθυσμούς προσφύγων. Αποτελεί και γενέθλια πόλη του συγγραφέα, η οποία άσκησε καταλυτική επίδραση επάνω του, καταλήγοντας να γίνει το μόνιμο σημείο αναφοράς των έργων του και το διαρκές σκηνικό – αφετηρία της μυθοπλασίας του.

Σα φωτογράφος στήνει το σκηνικό του (επίδραση από την τέχνη του κινηματογράφου) και τα πλάνα του, εστιάζει και στην παραμικρή λεπτομέρεια. Με την τεχνική του συνειρμού από τα παιδιά ανακαλεί συνειρμικά στη μνήμη του τους πρόσφυγες γονείς τους. Η πλοκή είναι χαλαρή και με αφορμή τη σκηνή του καφενείου ο συγγραφέας παρακολουθεί όσα γίνονται γύρω του κάνοντας διάφορες σκέψεις ή παρατηρήσεις για όσα βλέπει.

Η αναφορά στους ενήλικες πρόσφυγες γίνεται με την τεχνική των συγκρίσεων (αντιθετική παρουσίαση). Από τις τρεις συγκρίσεις οι δύο είναι απόλυτες, απουσιάζει δηλαδή ο β΄ όρος σύγκρισης («είναι πιο αληθινοί», «μου φαίνονται πιο γνήσιοι»), ενώ στην τρίτη σύγκριση ο β΄ όρος υπάρχει («διατηρούν πιο καθαρά τα χαρακτηριστικά της ράτσας τους και την ψυχή τους, από τους διεσπαρμένους»). Οι πρόσφυγες, εργάτες οι περισσότεροι, είναι δεύτερης γενιάς με γενέτειρα τη Θεσσαλονίκη. Η βασική διάφορα είναι ότι μεγάλωσαν σε αμιγώς προσφυγικούς συνοικισμούς σε αντίθεση με τους «διεσπαρμένους». Διατήρησαν έτσι ακέραιο το δεσμό τους με την παράδοση χωρίς να διαρρήξουν τη σύνδεση τους με το παρελθόν, είναι περισσότερο αυθεντικοί στον οικείο τους χώρο, τον συνοικισμό. Η άποψη βέβαια αυτή του αφηγητή είναι απόλυτα υποκειμενική και δηλώνεται με τα ρήματα «φαίνονται», «δίνουν την εντύπωση» και τη χρήση της προσωπικής αντωνυμίας α΄ προσώπου «μου».


Ο αφηγητής – συγγραφέας εντοπίζει τη διαφορά των προσφύγων που διατήρησαν τα στοιχεία της ιδιαιτερότητας τους από τους υπολοίπους που διασκορπίστηκαν και έχασαν τη γνησιότητά τους σε δύο βασικές ιδιότητες: τη ράτσα και την ψυχή. Η λέξη «ράτσα» υποδηλώνει τη φυλή, τη γενιά και τα ιδιαίτερα γνωρίσματα ανθρώπων που έχουν κοινή καταγωγή: το χρώμα του δέρματος, τη γλώσσα (ιδιόλεκτο), εξωτερική εμφάνιση, θρησκεία, παραδοσιακές συνήθειες («γραμμή κορμιού, ομιλία, μελαχρινάδα, φωνές»). Στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ρατσιστικές αντιλήψεις (ανωτερότητα ομάδων) αλλά μόνο σε μια περιγραφική διάκριση των ανθρώπων. Η λέξη «ψυχή» παραπέμπει στα εσωτερικά γνωρίσματα των ανθρώπων: στον εσωτερικό κόσμο, στο πολιτισμό τους (κουλτούρα), την ξεχωριστή ψυχοσύνθεση τους, στο φρόνιμα και την ιδιαίτερη συμπεριφορά τους.

Ο συγγραφέας αναμειγνύει το αόριστο και το συγκεκριμένο. Ενώ χρησιμοποιεί εκφράσεις συγκεκριμένες όπως: «ορισμένο καφενείο», «εδώ σ’ αυτή την πόλη», «όταν τους βλέπω εδώ», «από μας τους διεσπαρμένους», δεν κατονομάζει τα πράγματα, αντίθετα χρησιμοποιεί την τεχνική της γενίκευσης δίνοντας την εντύπωση ότι όλα αυτά για τα οποία κάνει λόγο θα μπορούσαν να συμβούν σε οποιοδήποτε χώρο και με οποιουσδήποτε ανθρώπους.

Ο συγγραφέας επίσης χρησιμοποιεί την τεχνική της αυτοαναφορικότητας, αφηγείται δηλαδή σε πρώτο γραμματικό πρόσωπο και χρησιμοποιεί αυτοβιογραφικά στοιχεία για να δώσει την εντύπωση στον αναγνώστη ότι αφηγητής και συγγραφέας ταυτίζονται. Τα στοιχεία αυτά είναι: α) η συνήθεια να συχνάζει στο ίδιο καφενείο με τους πρόσφυγες του συνοικισμού, β) η γέννηση του στην ίδια πόλη, τη Θεσσαλονίκη, γ) είναι ένας από τους «διασπαρμένους» πρόσφυγες, έξω από τους προσφυγικούς συνοικισμούς, δ) η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και η χρήση προσωπικών αντωνυμιών, ε) ο εξομολογητικός τόνος της αφήγησης και η έκφραση έντονων προσωπικών σκέψεων και συναισθημάτων.

Στην δεύτερη και τρίτη παράγραφο («Η αλήθεια πάντως …διαπίστωση») επινοεί ένα έξυπνο λογοτεχνικό εύρημα – τέχνασμα παρουσιάζοντας τον εαυτό του να διαθέτει μια ξεχωριστή ικανότητα στο να παρατηρεί σε βάθος και να διακρίνει τη διαφορετικότητα κάθε προσφυγικής ομάδας ( τεχνική της διάκρισης ανάμεσα στις διαφορετικές προσφυγικές ομάδες). Έτσι η αναφορά στις ομάδες αυτές γίνεται με ιδιαίτερη μαεστρία, χωρίς να κουράζει τον αναγνώστη μπροστά από τα μάτια του οποίου παρελαύνουν όλες οι προσφυγικές φυλές. Ξεκινά την αναφορά του με τους Πόντιους, την πιο μεγάλη σε πληθυσμό μερίδα προσφύγων από αυτές που εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη και την πιο εύκολα αντιληπτή. Στη αναφορά του στους πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη (μέσα και γύρω) παρατηρούμε μια λεπτή ειρωνεία στον ισχυρισμό τους ότι όλοι κατάγονται μέσα από το κέντρο της Κων/πόλης. Στο «μπέρδεμα» Θρακιωτών και προσφύγων από την Ανατολική Ρωμυλία διαπιστώνουμε έναν υπαινιγμό («ίσως εγώ να την έχω συνηθίσει») για τον ίδιο και την οικογένειά του, που καταγόταν από την Ανατολική Θράκη. Με την απαρίθμηση όλων αυτών των προσφυγικών ομάδων ο συγγραφέας – αφηγητής αγκαλιάζει όλους τους ξεριζωμένους Έλληνες και νιώθει αλληλέγγυος με αυτούς, συμμετέχει έτσι συναισθηματικά σε όσα αφηγείται. Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι το έργο του Ιωάννου χαρακτηρίζεται από έντονη παρατηρητικότητα και έμμονη στη λεπτομέρεια. Μάλιστα ο Άρης Δρακόπουλος αναφέρει: «Η παρατήρηση είναι ένα άλλο μέσον του αφηγητή. Με την παρατήρηση το πεζογράφημα παίρνει τη μορφή της αφήγησης του συγκεκριμένου».

Τέλος χρησιμοποιεί τρεις φορές το ρήμα «μπερδεύω» («ευκολότερα μπερδεύονται», «μπερδεύονται», «όταν τους μπερδεύουν»). Το συγκεκριμένο ρήμα παραπέμπει στην ανάμειξη πολλών και διαφορετικών στοιχείων ανάμεσα σε προσφυγικές ομάδες που μοιράστηκαν έναν κοινό χώρο στην πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη. Το ανακάτεμα αυτό οδηγεί τελικά στην αφομοίωση τους γεγονός που προκαλεί δυσκολία στον αφηγητή παρ΄ όλη την εξάσκησή του στο διαχωρισμό των ομάδων. Το «μπέρδεμα» αυτό δεν τον οδηγεί σε σφάλμα τελικά αλλά σε διαπιστώσεις κάθε είδους (που αφορούν προφανώς την αφομοίωση των προσφύγων και την ανάμειξη των χαρακτηριστικών τους).



Αφηγηματικές τεχνικές: πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ο αφηγητής παρακολουθεί από κοντά όσα εξιστορεί (« Στέκομαι και κοιτάζω»). Αφηγητής - πρωταγωνιστής και δραματοποιημένος, ομοδιηγητική αφήγηση. Η αφήγηση επίσης είναι μονοεστιακή – μονομερής διότι τα πάντα δίδονται από την οπτική γωνία του αφηγητή. Εκτός από την αφήγηση υπάρχει περιγραφή και σχόλια.

Γλώσσα – Ύφος – Εκφραστικά μέσα: Η γλώσσα είναι απλή, καθημερινή, χωρίς επιτήδευση. Επιδιώκει να αποδώσει με ακρίβεια και αντικειμενικότητα λέξεις με πολύ λεπτές μεταξύ τους εννοιολογικές διαφορές, όπως η «φυλή», η «ράτσα», η «ψυχή». Χρησιμοποιεί μικροπερίοδο λόγο, με λίγες δευτερεύουσες προτάσεις και πολλές κύριες. Υπάρχει σε αρκετά σημεία αντιθετική διατύπωση («κι όμως»). Το ύφος είναι ανεπιτήδευτο και εξομολογητικό. Παρά ταύτα ελέγχει τα συναισθήματά του, δε γίνεται μελοδραματικός ούτε χρησιμοποιεί κορόνες πατριωτισμού. Ως εκφραστικά μέσα χρησιμοποιεί τη μεταφορά, επιθετικούς προσδιορισμούς, επιρρήματα και εικόνες (οπτικές, κίνησης και ακουστικές).

«Κι όμως πόση συγκίνηση… να ήταν έτσι η αλήθεια» (σελ. 248)

Ο Ιωάννου σε μια κατάθεση ψυχής, με τη χρήση εσωτερικού μονολόγου, τονίζει τα συναισθήματα που βιώνει όταν βρίσκεται στον ίδιο χώρο με τους πρόσφυγες, γεγονός που του δημιουργεί συγκίνηση και ενθουσιασμό. Νιώθει κοινωνός μια ξεχωριστής τύχης: να έλκει την καταγωγή του μαζί με τους άλλους πρόσφυγες από λαούς αρχαίους. Νιώθει το κοινό αίμα τόσων λαών, που στο πέρασμα των αιώνων αφομοιώθηκαν με τους Έλληνες της Μικράς Ασίας, να κυλά και στις δικές του φλέβες. Ο συγγραφέας – αφηγητής νιώθει ότι, αν και έχει ριζώσει στο χώρο που γεννήθηκε, έλκεται από την ακατανίκητη γοητεία για την πατρίδα των προγόνων του και διακατέχεται από έντονη νοσταλγία να επιστρέψει (νόστος) στο παρελθόν του, στις απαρχές της γενιάς του.
Η έννοια της πατρίδας αντιπροσωπεύει σήμερα: α) τον τόπο στον οποίο ο καθένας γεννήθηκε και μεγάλωσε και β) τη χώρα στην οποία ζούμε με άτομα με τα οποία βιώνουμε κοινούς δεσμούς, βιολογικούς, κοινωνικούς, πολιτισμικούς και ιστορικούς. Όμως για το παιδί ενός πρόσφυγα η συνείδηση της προέλευσης και της ιστορικής καταγωγής των προγόνων του έχει ιδιαίτερη σημασία, νιώθει μια ακατανίκητη έλξη και έναν διαρκή πόθο για την προγονική γη. Οι απόγονοι των προσφύγων χωρίς να έχουν γνωρίσει ποτέ τον τόπο προέλευσης των γονιών τους, τον νοσταλγούν και τον αντιλαμβάνονται ως γενέθλιο χώρο, μια μακρινή πατρίδα που τους τραβά σα μαγνήτης.
Με τη μεταφορική και ιδιωματική (λαϊκή) φράση «Το αίμα μου από κει μονάχα τραβάει» δηλώνονται οι άρρηκτοι δεσμοί αίματος, σχεδόν βιολογικοί, που αποτελούν την εσωτερική φωνή του νόστου στον αρχικό χώρο ζωής των προγόνων. Με τη φράση αυτή τονίζεται η συναισθηματική φόρτιση (συγκίνηση) του συγγραφέα – αφηγητή από τον συγχρωτισμό του με τους ανθρώπους της ίδιας με εκείνον καταγωγής με τους οποίους καλείται να στεριώσει στο νέο τόπο.
Πίσω από τις ονομασίες των αρχαίων λαών (Θράκες, Χετταίοι, Φρύγες, Λυδοί) κρύβονται πολιτιστικές ρίζες αιώνων, μνήμες ζωντανές που μεταφέρουν τους μυημένους στις απαρχές της ιστορίας και του πολιτισμού της ανθρωπότητας. Λαοί που στο βάθος της ιστορίας αναπτύχθηκαν στον ίδιο ζωτικό χώρο της Μικράς Ασίας και Θράκης και «ζυμώθηκαν» με τους Έλληνες. Ο Ιωάννου είχε έντονα ανθρωπολογικά και φιλολογικά ενδιαφέροντα, κατείχε σε βάθος τη γνώση της ιστορίας αυτών των λαών, της πορείας του στο χρόνο και του ρόλου τους στη διαμόρφωση του ιστορικού γίγνεσθαι.
Τέλος διατυπώνει μια υπόθεση που ισοδυναμεί με επιθυμία – ευχή μέσα από αποφατική διατύπωση («Κι αν ακόμη δεν είναι, πολύ θα ήθελα να ήταν έτσι η αλήθεια») δηλώνοντας την υποκειμενικότητα της σκέψης του. Ακόμη κι αν έχει κάνει λάθος και η ιστορική πραγματικότητα είναι διαφορετική, δεν διστάζει να δηλώσει την επιθυμία του πως θέλει την αλήθεια να συνδέει όλους αυτούς τους λαούς με τους πρόσφυγες.


«Κι όμως…Πολύ αργά, νομίζω» (σελ. 248)

Ο συγγραφέας – αφηγητής χρησιμοποιεί την τεχνική του απροσδόκητου, ξεκινά δηλαδή την αφήγηση απροσδόκητα, χωρίς προηγούμενο σχόλιο ή επεξήγηση σχετικά με το τι πρόκειται να εκθέσει, δίδεται ένα νέο στοιχείο για το οποίο ο αναγνώστης δεν έχει ακούσει κάτι. Η μετάβαση στο νέο στοιχείο γίνεται με φυσικό τρόπο, σαν να γνωρίζει ο αναγνώστης περί τίνος πρόκειται, στην πραγματικότητα όμως αιφνιδιάζεται από την απότομη μεταστροφή.
Ξεκινά με μια αντιθετική διατύπωση («Κι όμως»), προετοιμάζει έτσι τη διαφοροποίηση από τα προηγούμενα. Στην συνέχεια περνά στην έκφραση του αποτροπιασμού του και της οργής της για την εξουσία («εγκληματίες γραφείων») που έσπειρε διχόνοια στους πρόσφυγες. Πρόκειται για μια μικρή παρέκβαση φορτισμένη με έντονο συναισθηματικό λόγο. Το ύφος του είναι καυστικό και δηκτικό, υπάρχει έντονη ειρωνεία και σαρκασμός. Δεν κατονομάζει τους «εγκληματίες», αντίθετα βάλλει κατά εκείνων που «έχουν κάνει το παν» με έντονη απροσδιοριστία. Χρησιμοποιεί λέξεις σκληρές και αντιποιητικές για να δείξει την οργή του προς τους εκμεταλλευτές των προσφύγων, την απομάκρυνσή των προσφύγων από το γηγενή πληθυσμό, τον διχασμό και την αλλοτρίωση. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η αντίδραση των προσφύγων και η προσπάθεια των κυβερνόντων για εκδίωξη τους με τη λύση της μετανάστευσης.
Οι «εγκληματίες» πιθανόν να ήταν οι γραφειοκρατικές υπηρεσίες που με τη συμπεριφορά τους δημιουργούσαν κωλύματα στην ενσωμάτωση των προσφύγων με το γηγενή πληθυσμό. Άλλωστε υπήρχε έντονη διάσταση μεταξύ προσφύγων και γηγενών στο χώρο της εργασίας γιατί τα άφθονα εργατικά χέρια των προσφύγων συμπίεζαν προς τα κάτω τα ημερομίσθια. Επίσης υπήρχε και πολιτική διάσπαση διότι οι περισσότεροι πρόσφυγες ανήκαν στο Κόμμα των Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου. Επιπλέον η γραφειοκρατική πολιτική του Δημοσίου καθυστερούσε την αποζημίωση των περιουσιών των προσφύγων. Τέλος ο εργασιακός αποκλεισμός των προσφύγων λόγω πολιτικών πεποιθήσεων με χρήση υποτιμητικών χαρακτηρισμών (π.χ. Τουρκόσποροι) οδήγησε πολλούς στη λύση της εθελούσιας μετανάστευσης στις Δυτική Ευρώπη, Αμερική και Αυστραλία. (Παράλληλο κείμενο: Θεσσαλονίκη , μέρες του 1969 μ. Χ. του Μανόλη Αναγνωστάκη)
Η παράγραφος κλείνει με ένα σχόλιο του αφηγητή: «Πολύ αργά, νομίζω», που αποτελεί τη δική του ερμηνεία για την όλη κατάσταση, η οποία έχει ξεφύγει από τα όρια του επιτρεπτού και δεν φαίνεται να υπάρχει επιστροφή.


«Κάθε φορά που φεύγω…της ράτσας μου τριγύρω» (σελ. 248- 250)

Στο μέρος αυτό του πεζογραφήματος υπάρχει έντονος ο βιωματικός χαρακτήρας. Ο συγγραφέας – αφηγητής καταθέτει τις εμπειρίες της ζωής του και τα όσα νιώθει μέσα του κάθε φορά που εγκαταλείπει τους προσφυγικούς συνοικισμούς για να επιστρέψει στην πολύβουη πόλη (Θεσσαλονίκη).
Επίσης εύκολα εντοπίζονται και πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία που ενσωματώνονται στο κύριο σώμα της αφήγησης και είναι τα εξής: α) η μοναχική ζωή του συγγραφέα στη Θεσσαλονίκη, β) η αίσθηση συναισθηματικής ασφάλειας στους προσφυγικούς συνοικισμούς και η προσφυγική του καταγωγή από την Ανατολική Θράκη, γ) η παρουσίαση μιας σειράς λαϊκών δοξασιών και εθίμων που πηγάσει από την προσωπική του ενασχόληση με την επιστήμη της Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, δ) η επιλογή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, η χρήση προσωπικών αντωνυμιών του α΄ προσώπου και ο εξομολογητικός τόνος του πεζογραφήματος.
Οι φράσεις που σχετίζονται με το «αίμα» («το δικό μου αίμα», «τους πληροφορεί το αίμα τους για μένα») δηλώνουν τον στενό και άρρηκτο δεσμό του με τους πρόσφυγες.
Η φράση «πάντως ποτέ τους δεν επιμένουν να με κρατήσουν στις παρέες τους» δημιουργεί εύλογη αμηχανία που εξηγείται όμως από τη λογική απόσταση που χωρίζει τους πρόσφυγες των προσφυγικών συνοικισμών από τον αφηγητή πρόσφυγα που επέλεξε την αστική του αποκατάσταση και την κοινωνική του αναβάθμιση.
Στη συνέχεια ο αφηγητής αναφέρεται στο αίσθημα μοναξιάς και απομόνωσης που βιώνει με την επιστροφή του στην πόλη. Η φράση μάλιστα «Ολομόναχος, ξένος, παντάξενος» (επιγραμματική διατύπωση) με την παράθεση τριών όμοιων επιθέτων δηλώνει με επιτατική διατύπωση την αίσθηση αφόρητης εγκατάλειψης από κάθε δεσμό με τους συνανθρώπους του (παράλληλο κείμενο το Διπλό Βιβλίο του Δημήτρη Χατζή).

Ο τρόπος ζωής της πόλης με τους γρήγορους ρυθμούς της οδηγεί τον αφηγητή στη βίωση μιας σχεδόν παραισθησιακής κατάστασης. Οι μεγάλοι δρόμοι της πόλης με τους φωτεινούς σηματοδότες και τα πολλά αυτοκίνητα τον οδηγούν στη συνειρμική ανάκληση των αρτηριών του ανθρωπίνου σώματος στις οποίες κυκλοφορούν ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια. Η κίνηση είναι συνεχής, ο αφηγητής σταματά για λίγο στη μέση του πεζοδρομίου για να αφουγκραστεί το ρυθμό της εσωτερικής του φωνής. Ταυτόχρονα ο κόκκινος σηματοδότης σταματά τα αυτοκίνητα, τη στιγμή εκείνη νιώθει το αίμα να κυλά στις φλέβες του, το προσφυγικό του αίμα, το αίμα των προγόνων του, γεγονός που δίδεται με ναι παρομοίωση («όπως στο κούτσουρο»). Ο αφηγητής εκφράζει την ανάγκη να βιώσει ανεμπόδιστα ό,τι αντιπροσωπεύεται από τις προγονικές μνήμες. Και πάλι συνειρμικά φέρνει στο νου του την Κυριακή της Πεντηκοστής, τη μέρα της Γονατιστής, τη μέρα που οι απελευθερωμένες ψυχές επιστρέφουν, σύμφωνα με την λαϊκή δοξασία, στον κάτω κόσμο και θρηνούν. (βλέπε και σημειώσεις βιβλίου 5,6,7, σελ. 249 – 250, το ενδιαφέρον του συγγραφέα για το λαϊκό πολιτισμό). Ο αφηγητής θέλει να σκύψει βαθιά στη γη για να μην τραυματίσει τις ψυχές, ενώ επίσης οι κινήσεις του για τον ίδιο λόγο είναι ήρεμες και προσεκτικές. Με τον παραλληλισμό αυτό τονίζει πιο έντονα την αντίθεση ανάμεσα στο λαϊκό πολιτισμό του παρελθόντος και το σύγχρονο που συνθλίβει κάθε αίσθηση ομορφιάς και μοναδικότητας. Οι σκηνές της παραγράφου μοιάζουν με κινηματογραφικά πλάνα καθώς εναλλάσσονται με σχεδόν ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Ο κινηματογράφος άλλωστε είναι μια μορφή τέχνης που επηρέασε το έργο του Γιώργου Ιωάννου. Επιπλέον την επίδραση του κινηματογράφου στο έργο του καταδεικνύει η εστίαση του και στην παραμικρή λεπτομέρεια.
«Εγώ όμως από τώρα…να διευκολύνονται οι αταξίες». Στην παράγραφο αυτή δίδεται η αίσθηση της μοναξιάς στη μεγαλούπολη, η αδιαφορία των ανθρώπων, η απομόνωση, η συμβατικότητα, η μαζοποίηση, η τυπικότητα των σχέσεων. Ο αφηγητής καταλήγει ειρωνικά με τη φράση: «Το ιδανικό, η τελευταία λέξη του πολιτισμού…να μη ξέρεις ούτε τη φάτσα του γείτονά σου» και το σχόλιο: «Πονηρά πράγματα βέβαια προφάσεις πολιτισμού για να διευκολύνονται οι αταξίες». Ο πολιτισμός των πόλεων είναι επιδερμικός, χωρίς ουσία, ενώ οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτές βιώνουν την αλλοτρίωση.
Στις τρεις τελευταίες παραγράφους του πεζογραφήματος υπάρχει έντονο το αντιθετικό στοιχείο ανάμεσα στους προσφυγικούς συνοικισμούς όπου ο αφηγητής νιώθει ολοκληρωμένος και τη μεγάλη πόλη όπου νιώθει απομονωμένος. Τελικά υπάρχουν στο αφήγημα δύο επίπεδα μοναξιάς: 1) η μοναξιά του πρόσφυγα στο συνοικισμό του, στο νέο τόπο εγκατάστασης μακριά από τις ρίζες του και 2) η μοναξιά του ανθρώπου στη μεγαλούπολη.
Στον επίλογο του: «Για αυτό ζηλεύω…της ράτσας μου τριγύρω», δηλώνει το έντονο παράπονό του και την καλώς νοούμενη ζήλεια του, τη νοσταλγία του για το συναισθηματικό δέσιμο των προσφύγων των προσφυγικών συνοικισμών που ο ίδιος στερείται.
Ο συγγραφέας επιλέγει την κυκλική δομή (σχήμα κύκλου) κλείνοντας με μια ευχή που συνδέεται άμεσα και αδιάσπαστα με την αρχή του πεζογραφήματος αλλά και με τον τίτλο του. Η επιστροφή στο χώρο ζωής των ανθρώπων της φυλής του είναι μια πορεία για να βρει τον εαυτό του και την ταυτότητά του, πράγμα που έχει ισοπεδωθεί στην πόλη. Με το κυκλικό σχήμα εξασφαλίζεται η σύνδεση της αφήγησης με τον τίτλο, εξισορροπείται η χαλαρή σύνδεση των επιμέρους στοιχείων καθώς ο συγγραφέας ακολουθεί μια σειρά από συνειρμούς που δεν έχουν άμεση σχέση με το βασικό του θέμα.

η ανάλυση του πεζογραφήματος είναι αναρτημένη στην ιστοσελίδα του Λυκείου των Μουδανιών

1 σχόλιο: