Τρίτη 30 Μαΐου 2017

Εισιτήριο για τον..."ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟ"

Μια εξαιρετική παράσταση για τα θεατρικά δρώμενα της Θεσσαλονίκης (την τελευταία της σεζόν) παρουσίασε πριν λίγες μέρες στο θέατρο ΑΥΛΑΙΑ στη Θεσσαλονίκη  η θεατρική ομάδα «Το θέατρο του άλλοτε». Πρόκειται για την παράσταση «Κάτω Κόσμος», η οποία παντρεύει τρία δημοτικά τραγούδια (Γιατί είναι μαύρα τα βουνά, Η Λυγερή στον Άδη, Του Νεκρού αδερφού) και τα μετατρέπει σε θεατρικό κείμενο με απλότητα στην αφήγηση και ρυθμικότητα που κρατά το 15σύλλαβο του δημοτικού τραγουδιού.


.
Ο αιφνίδιος θάνατος, ο πόνος της απώλεια των αγαπημένων, η αγάπη, ο όρκος του αδελφού στη μάνα, η εκδίκηση, η λήθη των ζωντανών πρωταγωνιστούν στο κείμενο και δένουν την πλοκή των τριών τραγουδιών σε ένα συμπαγές δημιουργικό κείμενο. Εξαιρετικές ερμηνείες από το καστ των ηθοποιών, με αυτή της χαροκαμένης μάνας της Λυγερής να ξεχωρίζει αλλά και του Χάρου, που αμείλικτος περνάει το μήνυμα της φθοράς και της λήθης των νεκρών από τους ζωντανούς. Η ενσωμάτωση στοιχείων από τη λαϊκή παράδοση, όπως το μοιρολόι, τα έθιμα του γάμου, το προξενιό προσδίδουν μια ξεχωριστή πινελιά στην παράσταση. Λιτό αλλά λειτουργικό το σκηνικό, ευφυές  το σκηνοθετικό εύρημα με τα κεριά και τη "συνομιλία" νεκρών και ζωντανών.
Πραγματικά δεν έχω λόγια. Μια παράσταση αξιώσεων που καλό θα είναι οι εμπνευστές και λειτουργοί της να το σκεφτούν σοβαρά να την επαναλάβουν την επόμενη χρονιά σε πρωινές παραστάσεις για σχολεία. Θα τη συστήσω ανεπιφύλακτα στο πλαίσιο της διδασκαλίας της παραδοσιακής και μοντέρνας ποίησης στην Α΄Λυκείου και όχι μόνο. Και εννοείται ότι θα πάω τους μαθητές μου από τους πρώτους.
Xίλια μπράβο σε όλους τους συντελεστές!

Τετάρτη 17 Μαΐου 2017

Η παραπαιδεία, ο μεγάλος μας καημός

Το βρήκα στην ηλεκτρονική διεύθυνση
 http://anemomylos2.blogspot.gr/2017/05/blog-post.html 
και προσυπογράφω.

Κάθε φορά που γίνεται αναφορά από επίσημα χείλη σε αλλαγές στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, μεγάλες ή μικρές, ριζικές ή επιφανειακές, κατά φαντασίαν ή πραγματικές, ακολουθεί πάντα και το βαρύ πυροβολικό: η πάταξη της παραπαιδείας, ο μεγάλος μας εθνικός στόχος και καημός,τουλάχιστον στα τελευταία 40 χρόνια, η σύγχρονη εκδοχή της Μεγάλης Ιδέας. Και ,όπως κάθε μεγαλοϊδεατισμός, δρα αντίθετα στο ζητούμενο• αντί να μειώνει μεγαλώνει την ανάγκη της παραπαιδείας, επίσημης και ανεπίσημης.
Οι φιλόδοξοι στόχοι βουλιάζουν αύτανδροι στα βαθιά νερά της νεοελληνικής πραγματικότητας, που είναι λίγο πιο περίπλοκη από τα σχέδια επί χάρτου των επίδοξων μικρών βοναπάρτηδων. Γιατί πίσω από κάθε φροντιστήριο, μικρό ή μεγάλο, πίσω από κάθε ιδιαίτερο, φτηνό, πάμφθηνο ή ακριβό, υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός ανέργων πτυχιούχων, πρώην καλών “πελατών” του ιδίου συστήματος, που άκουσαν όλα όσα τους είπαν οι δάσκαλοί τους, επίσημοι και ανεπίσημοι, “έγραψαν καλά” και μπήκαν σε ένα πανεπιστήμιο, για να ανακαλύψουν τελειώνοντάς το πως δεν έχει γι’αυτούς πλοίο δεν έχει οδό, πέρα από το να κάνουν μαθήματα, ακόμα και εκτός ειδικότητας, ακόμα κι αν η ειδικότητά τους δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τη διδασκαλία. Αυτοί οι άνθρωποι, τα παιδιά μας, οι πρώην μαθητές μας, που επιβιώνουν στις σύγχρονες γαλέρες του φροντιστηριακού εργασιακού χώρου, με απάνθρωπα ωράρια και αμοιβές- ψίχουλα, με αβεβαιότητα και ζωές εν αναμονή, στα πιο δημιουργικά τους χρόνια, ας μην δέχονται τουλάχιστον το “ανάθεμα” των εκάστοτε αναμορφωτών της παιδείας, γιατί αν μη τι άλλο, είναι αυθεντικά δημιουργήματα του εκπαιδευτικού μας συστήματος και δεν μπορεί να τα καταβροχθίσει ως άλλος Κρόνος.
Ο μόνος τρόπος να μειωθεί η παραπαιδεία δεν είναι οι όποιες αλλαγές στις πανελλήνιες ή στη λειτουργία του λυκείου, γιατί ο ανταγωνισμός για τις καλές σχολές και τις “καλές” πόλεις πάντα θα τροφοδοτεί την ανάγκη για φροντιστηριακή υποστήριξη. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος όμως με τις τελευταίες εξαγγελίες είναι να μετατραπεί ο στόχος για επιτυχία στις πανελλήνιες, σε κυνήγι υψηλής βαθμολογίας στο λύκειο, να αυξηθούν τα “μαύρα” και “διαπλεκόμενα”  ιδιαίτερα και να επέλθει η πλήρης εξαχρείωση της δημόσιας εκπαίδευσης. Και τότε θα νοσταλγήσουμε την διαφάνεια και την αντικειμενικότητα των πανελληνίων, μαζί με την “έντιμη παραπαιδεία” των κανονικών και ελεγχόμενων φροντιστηρίων.
Είναι λοιπόν αναγκαίο κακό τα φροντιστήρια; Είναι η λύση στην ανεργία των πτυχιούχων και η διασφάλιση μιας νόμιμης οδού διδακτικής βοήθειας; Σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να μιλάμε για αναβάθμιση της δημόσιας παιδείας με την ύπαρξη αυτής της αδιανόητης για πολιτισμένες χώρες στρέβλωσης.
Δεν γίνεται όμως να την εξαλείψουμε χωρίς να ξεριζώσουμε τις βαθύτερες αιτίες που την θρέφουν. Το στοίχημα της δημόσιας εκπαίδευσης είναι πρώτα απ' όλα να εξορθολογήσει τα της ανώτερης εκπαίδευσης. Να μην παράγει πτυχιούχους, μελλοντικούς ανέργους, χωρίς τουλάχιστον να προειδοποιήσει τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Η μεγαλύτερη όμως πρόκληση είναι να βρει τρόπους να εντάξει αυτές τις υπάρχουσες δυνάμεις στο ενεργητικό της, να φέρει πολλά από αυτά τα νέα παιδιά στο δημόσιο σχολείο, στο ολοήμερο δημόσιο σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με προγράμματα διδακτικής υποστήριξης, ένταξης, ειδικής αγωγής, περιβαλλοντικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων, εκμάθησης ξένων γλωσσών, αθλητισμού, επιμόρφωσης και κατάρτισης ενηλίκων,τάξεων δεύτερης ευκαιρίας κλπ, με κανονικές και ανθρώπινες συνθήκες εργασίας, όπως αρμόζει σε σύγχρονη ευνομούμενη πολιτεία. Τότε, όταν το δημόσιο σχολείο υπηρετεί όλο και περισσότερο τις πραγματικές εκπαιδευτικές και παιδαγωγικές ανάγκες της κοινωνίας , θα μπορούμε να ελπίζουμε ότι όλο και λιγότερες οικογένειες θα έχουν λόγους να αναζητήσουν φροντιστηριακή βοήθεια έξω από αυτό το σχολείο. Προϋπόθεση βέβαια όλων των παραπάνω είναι να βρεθούν τρόποι- και υπάρχουν πολλοί και αξιόπιστοι διεθνώς- να μην επικρατήσει για άλλη μια φορά το πνεύμα της ήσσονος προσπάθειας και της δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας που καιροφυλακτεί σε κάθε εργασιακό χώρο δημοσίου συμφέροντος. Πολλοί το έχουν καταφέρει και στη χώρα μας και είναι καιρός να οδηγηθεί η πολιτεία σε μεταρρυθμίσεις με βάση αυτά τα καλά παραδείγματα και τις πρακτικές και όχι με μεγαλοϊδεατισμούς , επιφανειακές αλλαγές και αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων.

Τρίτη 9 Μαΐου 2017

Νίκι Τζιοβάνι

(Αμερικανίδα ποιήτρια, 1943-)









Δεν είμαστε εραστές
για τον έρωτα
που κάνουμε
μα για τον έρωτα
που έχουμε.
Δεν είμαστε φίλοι
για τα γέλια
που ξοδεύουμε
μα για τα δάκρυα
που φυλάμε.
Δεν θέλω να είμαι δίπλα σου
για τις σκέψεις που μοιραζόμαστε
μα για τα λόγια που δεν χρειάζεται ποτέ
να πούμε.
Ποτέ δεν θα μου λείψεις
γι' αυτά που κάνουμε
μα γι' αυτά που είμαστε
μαζί.

Κυριακή 7 Μαΐου 2017

Χρήστος Οικονόμου εκ.. του σύνεγγυς

Στις 27 Απριλίου 2017, στο πλαίσιο της λειτουργίας του ομίλου δημιουργικής γραφής, επισκέφτηκε το σχολείο μας ο βραβευμένος με το κρατικό βραβείο διηγήματος συγγραφέας, Χρήστος Οικονόμου. Όπως συνηθίζω, έγραψα κάποιες σκέψεις για το έργο του και τις κατέθεσα ως μικρό καλωσόρισμα. Ο ίδιος ήταν ιδιαίτερα φιλικός με τους μαθητές, επικοινωνιακός και ευχάριστος και μας μετέφερε εμπειρίες συγγραφής, ιδέες και σκέψεις του για τη λογοτεχνία και τη γραφή, προτρέποντας τους μαθητές να διαβάζουν λογοτεχνία.

Αγνοούσα τη συγγραφική του υπόσταση –το ομολογώ ανερυθρίαστα- μέχρι το 2015, όταν για πρώτη φορά άκουσα μια εισήγηση στο 2ο ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ στην Κέρκυρα, όπου ο συνάδελφος Δ. Χριστόπουλος ασχολήθηκε με τα διηγήματά του στο εργαστήρι δημιουργικής γραφής που λειτουργούσε στο σχολείο του. Το βράδυ πληκτρολόγησα το όνομά του στη google και διαπίστωσα πως μετρούσε ήδη πάνω από δέκα χρόνια παρουσίας στην ελληνική λογοτεχνική σκηνή με μια συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο "Η γυναίκα στα κάγκελα", που διαπίστωσα πως δεν έτυχε και της πιο λαμπρής αποδοχής και μετά από 7 χρόνια ξαναχτύπησε -δυναμικά αυτή τη φορά- με τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του, "Κάτι θα γίνει θα δεις" (εκδ. Πόλις, 2010) που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος και μεταφράστηκε στα ιταλικά (Editori Riuniti, 2012) και στα γερμανικά (C.H. Beck, 2013). Το 2014  ακολούθησε η συλλογή διηγημάτων "Το καλό θα 'ρθει από τη θάλασσα" και αναμένουμε με αγωνία την επόμενη. Μιλώ βέβαια για το συγγραφέα ΧΡΗΣΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, που θεωρώ ιδιαίτερη τιμή που ταξίδεψε από την Αθήνα αποκλειστικά για μας και τον φιλοξενούμε σήμερα στο σχολείο μας αλλά και γιατί πιστεύω πως η εμμονή μου να τον πείσω να έρθει και να μας μιλήσει για τη λογοτεχνία και τη συγγραφή θα με δικαιώσει για αυτή την επιλογή.
Χωρίς να διεκδικώ τον τίτλο ούτε του βιβλιοκριτικού, ούτε του δημοσιογράφου, θέλω να κάνω μερικές προσωπικές καταγραφές-διαπιστώσεις μετά από την ανάγνωση των βιβλίων του αλλά και των συνεντεύξεων που έχει δώσει σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα.
Σε μια εποχή που το μυθιστόρημα αποθεώνεται ακόμα και μέσα από τα προγράμματα σπουδών λογοτεχνίας αλλά κυρίως από τη μαζική παραγωγή τους από σχετικούς και αδαείς, από ανθρώπους που κάτι έχουν να πουν αλλά και από κάποιους που απλά λένε τόσα πολλά και ρηχά, για να επιπλεύσουν, όπως οι φελλοί, στο λογοτεχνικό στερέωμα, ο Χρήστος Οικονόμου επιλέγει το διήγημα, πιστός οπαδός και λάτρης της μικρής συγγραφικής φόρμας.
Ο ίδιος δηλώνει πως δε γράφει τη λογοτεχνία της ήττας και της υποταγής αλλά του ανοιχτού τραύματος. Και μάλιστα της πληγής που σκαλίζεις και ματώνεις συνεχώς  με τον προβληματισμό και την ενδοσκόπηση και σχεδόν δεν της επιτρέπεις να κλείσει. Οι ήρωες του Οικονόμου είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας με τα βάσανα και τις αδυναμίες τους, με τα προβλήματα και τις δυσκολίες της καθημερινότητας, άνθρωποι που γονάτισαν , λύγισαν, έπεσαν αλλά παλεύουν να σηκωθούν και να σταθούν στα πόδια τους με ερείσματα την αξιοπρέπεια, τις ηθικές αξίες και την εσωτερική τους ανωτερότητα. Διαθέτουν μεγαλείο ψυχής. Καταφέρνει να μπει στο πετσί τους, να τους νιώσει, να τους πιστέψει, να συνδεθεί με αυτούς- κι όσο κι αν κάποιοι διατείνονται πως ολοκληρωμένους χαρακτήρες πλάθει κανείς στο μυθιστόρημα- ο Οικονόμου τους διαψεύδει και δε δημιουργεί χαρακτήρες καρικατούρες αλλά ανθρώπους που σε ορισμένη συγκυρία θα μπορούσαν να είναι προεκτάσεις του εαυτού μας. Ο ίδιος πιστεύει πως « δεν θα έχεις γίνει διαφορετικός άνθρωπος, η λογοτεχνία καλώς ή κακώς, ούτε τον κόσμο μπορεί να αλλάξει, κατά πάσα πιθανότητα δεν μπορεί να αλλάξει και εμάς, αλλά μπορεί να μας κάνει περισσότερο ανθρώπους, να μας κάνει πιο ανοιχτούς στην εμπειρία των άλλων ανθρώπων».


Τα θέματά των διηγημάτων του, παρόλο που γράφτηκαν πριν την κρίση, αποδείχτηκαν προφητικά. Αναφέρονται σε προβλήματα και προβληματισμούς που ενδημούσαν από καιρό στην ελληνική κοινωνία αλλά τώρα ήρθαν στο προσκήνιο πιο ενοχλητικά, πιο αγκαθωμένα. Η πολιτική διαφθορά, οι βολεμένοι, οι συνταξιούχοι, τα εργατικά ατυχήματα, οι χρηματισμοί των γιατρών, η πείνα και η ανέχεια στις φτωχογειτονιές των μεγαλουπόλεων και «αυτά που φοβόμαστε και μισούμε, γιατί τελικά είναι αυτά που μας ενώνουν».
Η λεπτομερής παρατήρηση της πραγματικότητας οδηγεί κάποιες στιγμές στη συνειρμική γραφή που προκύπτει αβίαστα και ενσωματώνεται οργανικά στην πλοκή, όπως και οι αναδρομές στο παρελθόν και οι προβολές στο μέλλον. Ωστόσο,  ο Οικονόμου διαχειρίζεται εξίσου καλά τόσο την παρατακτική σύνδεση και το λιτό και στιβαρό τρόπος γραφής, όσο και τον πιο μακροπερίοδο λόγο. Παράξενες παρομοιώσεις (μοιάζουν οι σταγόνες σα  τρίχες από γένια γέρου ποτισμένα νικοτίνη),περίεργες συζεύξεις λέξεων (έκανε οικονομίες και όνειρα) μπλέκουν το λυρισμό με το ρεαλισμό.

 Όποιος διαβάσει τα διηγήματα του Χρήστου Οικονόμου, θα διαπιστώσει πως έχουν μέσα τους το μικρόβιο της αμφισβήτησης και της αμφιβολίας, αφού η λογοτεχνία δε  γράφεται για να επιβεβαιώνει τα δεδομένα. Πως καταδικάζουν το βιαστικό και το φευγαλέο, αφού καλό είναι να περιμένουμε να δούμε το αποτέλεσμα πριν καταλήξουμε σε τελεσίδικες και αφοριστικές αποφάσεις. Πως  μας προτρέπουν να αλλάξουμε πλευρό στο μακάριο ύπνο που κάποιοι κοιμόμαστε, για να μπορέσουμε να δούμε και το άλλο μισό του κόσμου.