Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016

"Μεταξωτοί άνθρωποι"

«Το είχε πει σε μια συνέντευξή του ο αείμνηστος Νίκος Καρούζος: «Μεταξωτοί άνθρωποι». Μιλούσε για κάποιους χωρικούς που είχε συναντήσει στη Λέσβο. Αγράμματοι ήταν, αλλά σοφοί. Και, προπάντων, τρυφεροί με τους άλλους. Απαλοί, χωρίς γωνίες που κόβουν, χωρίς καχυποψία, δίχως έπαρση και επιθετική ειρωνεία που πληγώνει. Μεταξωτοί άνθρωποι ...;
Μου ’μεινε αυτός ο χαρακτηρισμός. Χαράχτηκε μέσα μου. Κι από τότε ένα νέο κριτήριο
λειτουργεί στις αξιολογήσεις μου για τους ανθρώπους: η συμπεριφορά και η στάση τους σε «ασήμαντα» πεδία της καθημερινότητας. Αυτά που συνήθως τα προσπερνάμε ή δεν τα παρατηρούμε, γιατί δεν μας απασχόλησαν ποτέ οι εκφάνσεις της «μεταξωτής συμπεριφοράς»...; Βέβαια οι άνθρωποι δεν συγκροτούν ως χαρακτήρες ένα συμπαγές όλον, αλλά ένα αντιφατικό σύνθεμα, στο οποίο συνυπάρχουν «μεταξωτά» στοιχεία και ακάνθινες απολήξεις. Γι’ αυτό και είναι κάπως παρακινδυνευμένα τα άμεσα και οριστικά συμπεράσματα για το «είναι» των ανθρώπων ...;
Παρ’ όλα αυτά, προσωπικά, διακινδυνεύω την εξαγωγή συμπερασμάτων παρατηρώντας μικρές «ασήμαντες» κινήσεις στις παρέες, στον εργασιακό χώρο και στο «δάσος» του καθεμέρα, όταν συγχρωτίζομαι με αγνώστους. Και συνήθως δεν πέφτω έξω. Διότι τα γνωρίσματα αυτά αποκαλύπτουν πειστικά τον εσωτερικό κόσμο του άλλου. Τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό ...;
Φερ’ ειπείν, «σκλαβώνομαι» από εκείνους που δεν ορμάνε να πιάσουν την καλύτερη θέση στο τραπέζι μιας ταβέρνας. Θεωρώ την κίνηση αυτή απότοκο καταγωγικής ευγένειας και γενναιοδωρίας, η οποία αδιαφορεί για το ιδιωφελές και συμφέρον. Αντίθετα, οι άνθρωποι που σπεύδουν φουριόζοι για μια καλή θέση καταχωρίζονται μέσα μου σαν αρπακτικά. Και -το 'χω παρατηρήσει- έτσι συμπεριφέρονται, σαν αρπακτικά, και σε άλλα ζωτικά και κρίσιμα πεδία...Κάποτε βρέθηκα σ' ένα τραπέζι, στο οποίο κυριαρχούσαν οι «επώνυμοι». Απέναντί μου καθόταν ένας πολύ γνωστός καλλιτέχνης, μεγάλο όνομα, ο οποίος ούτε φλυαρούσε ούτε ακκιζόταν όπως κάποιοι άλλοι στη συντροφιά. Όταν άρχισαν να καταφθάνουν τα πρώτα κοινά πιάτα, ήταν ο μόνος που δεν επέπεσε για να εξασφαλίσει τη μερίδα του, αλλά ρωτούσε τους διπλανούς του και μοίραζε πρώτα στους άλλους και μετά, ό,τι έμενε, κρατούσε για τον εαυτό του. «Μεταξωτός άνθρωπος», σκέφτηκα...
Η μεταξωτή συμπεριφορά δεν παραπέμπει απαραιτήτως -ή κυρίως- στο σαβουάρ βιβρ και στους καλούς τρόπους εν γένει. Τέμνεται σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά δεν αποτελεί αποτύπωμα διδαχθείσης μεθόδου για το φέρεσθαι.
Εδώ, το «μετάξι» είναι αυτοφυές ή προϊόν δουλεμένου χαρακτήρα. Είναι ο τρόπος που ο άλλος βλέπει τους συνανθρώπους του. Είναι η θέαση του κόσμου χωρίς τα εγωιστικά γυαλιά του προσωπικού ωφελιμισμού. Είναι, ευρύτερα, η υποταγή του ατομικού συμφέροντος στη συλλογικότητα, χωρίς βέβαια η «μεταξωτή συμπεριφορά» να φτάνει σε σημείο υπονόμευσης προσωπικών δικαιωμάτων και δικαίων. Κανένας δεν έχει δικαίωμα να αδικεί τον εαυτό του...Όμως, προσέξτε μια λεπτή απόχρωση: ποτέ ένας «μεταξωτός άνθρωπος» δεν νιώθει κορόιδο, όταν άλλοι τον προσπερνούν -στη σειρά μιας καντίνας ή στην ιεραρχία- χρησιμοποιώντας αθέμιτα μέσα και μεθόδους.
Το «άφες αυτοίς» είναι ριζωμένο μέσα του. Αποτελεί μέρος του αξιακού του κώδικα. Ξέρει τι γίνεται στην «αγορά». Αλλά συνειδητά δεν συμμετέχει στο εξοντωτικό αυτό παιχνίδι. Απέχει χωρίς να κλαυθμηρίζει.
Γιατί, εκτός από μετάξι, τέτοιοι άνθρωποι διαθέτουν και ένα σκληρό κοίτασμα, που τους επιτρέπει να είναι ταυτόχρονα στωικοί και γρανιτένιοι. Ένας από αυτούς έγινε φίλος μου – και το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή ότι θα συμβεί αυτό. Πρώτη μέρα στη μονάδα γύρισε από τη σκοπιά και μπήκε στη σειρά για φαγητό. Ήταν τρίτος από το τέλος. Τότε ακούστηκε ο μάγειρας να λέει ότι έμειναν μονάχα δύο μερίδες. Ο Κωστής πλησίαζε, ήταν ένας από τους δύο τυχερούς. Αλλά μόλις άκουσε τον μάγειρα, έφυγε αθόρυβα παραχωρώντας τη θέση του στον επόμενο. Έτσι. Αθόρυβα, αυτοθυσιαστικά, γενναιόδωρα, χωρίς να το κάνει θέμα...


Οι «μεταξωτοί άνθρωποι», λοιπόν. Που μιλούν ελάχιστα για τον εαυτό τους. Που χαίρονται με τις επιτυχίες των άλλων. Που δεν σπεύδουν χαιρέκακα να «κάνουν πλάκα», δήθεν χαριεντιζόμενοι, με εξωτερικά γνωρίσματα που πονάνε τους άλλους... Εκείνοι, που δεν σπερμολογούν διακινώντας φήμες. Εκείνοι που υπερασπίζονται σθεναρά κάποιον απόντα όταν λοιδορείται σε μια παρέα, χωρίς να είναι φίλος τους, αλλά επειδή νιώθουν ότι αδικείται...
Οι μεταξωτοί άνθρωποι. Όσοι προσέχουν τι λες, και δεν είναι ωσεί παρόντες στην κουβέντα, με το μυαλό τους στο τι θα πουν οι ίδιοι για να εντυπωσιάσουν. Άνθρωποι με ανοιχτούς πόρους και πλατιά καρδιά... Υπεράνθρωποι; Όχι. Απλώς, μεταξωτοί... Φαίνονται από μακριά. Αρκεί να προσέξεις «μικρές», «ασήμαντες» κινήσεις στο φέρεσθαι των ανθρώπων..

πηγή: http://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/metaksotoi-anthropoi-toy-gianni-trianti

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

Δ.Ν.Μαρωνίτης:ένας ακάματος εργάτης της φιλολογίας

Πριν λίγες μέρες ο Δημήτρης Μαρωνίτης έφυγε στα 87 του χρόνια. Είχα την τύχη και τη ευτυχία να τον ακούσω στα αμφιθέατρα και στις πανεπιστημιακές αίθουσες. Να είναι δάσκαλός μου! Έγραφε μεστά και ουσιαστικά αλλά το σπουδαιότερο μιλούσε το ίδιο σαγηνευτικά και καθήλωνε το ακροατήριό του. Ήταν οξύς και καυστικός εκεί που χρειαζόταν. Απαιτητικός και δύσκολος, αμείλικτος κάποιες φορές και ειρωνικός στην αδιαφορία και την ημιμάθεια. Όσοι είχαν την υπομονή και την επιμονή να τον αντιμετωπίσουν αποζημιώνονταν με το παραπάνω. Το κενό που αφήνει μάλλον δυσαναπλήρωτο. Το "ουδείς αναντικατάστατος" δεν ισχύει στην περίπτωσή του.

Νομίζω ότι το ακόλουθο αποχαιρετιστήριο σημείωμα του Θόδωρου Παπαγγελή με προφυλάσσει από τη διολίσθηση σε περιττές φλυαρίες και με εκφράζει απόλυτα.

ένθ’ εμέ μεν γλυκύς ύπνος επήλυθε κεκμηώτα

Του Θ.Δ. ΠΑΠΑΓΓΕΛΗ

Είναι καιρός που σε ιδιωτικές συζητήσεις αλλά και στον δημόσιο λόγο του ο Δημήτρης Μαρωνίτης μελετούσε το λυκόφως. Και το έκανε άλλοτε με την υφέρπουσα «ιδιοτέλεια» του πρεσβύτη άλλοτε με τη μεστή σύνεση του στοχαστή. Μόνο που και λαβωμένος τον τελευταίο καιρό, αδυσώπητος απέναντι στο σιωπηρό ενδεχόμενο, ανάβλυζε ακόρεστο πάθος για όλα εκείνα τα αγωνίσματα όπου για χρόνια και χρόνια άφησε βαθύ και απαράγραπτο το αποτύπωμα του στοχασμού του. Και λαβωμένος κατάφερνε να ενσαρκώνει, όπως πάντα, μια εκδοχή του οξύμωρου: άφωνος σχεδόν, ακουγόταν στεντόρειος στο μέσα αυτί μας.


Δεν ήταν η επιτομή της καλόβολης προσήνειας και, κάποτε, απόκρημνος στο πείσμα του στένευε τον διάλογο απαιτώντας σεβαστική υποταγή. Το ένιωσα συχνά, νιώθοντας όμως την ίδια στιγμή ότι κλείνοντας την πόρτα πίσω μου θα έφευγα σοφότερος. Ποτέ δεν τον είχα τυπικά δάσκαλο, αλλά κανένας δεν άφησε μέσα μου τόσο καταλυτική επίγευση διδαχής. Το μυστικό, θαρρώ, ήταν να τον «συναντήσεις» στις πιο μύχιες διαδρομές του βιωματικού αναστοχασμού του, εκεί όπου βρίσκονταν οι καίριες προϋποθέσεις της ερμηνευτικής και μεταφραστικής του αριστείας. Και σε τέτοιες προνομιακές συναντήσεις-στιγμές, ο «δύσκολος» Μαρωνίτης σου χάριζε αφειδώλευτα την οικειότητα, τη φιλία και την φιλοπαίγμονα αγάπη του.
Τρομάζω στη σκέψη ότι σήμερα θα μπορούσα να διολισθήσω σε νεκρολογικές κοινοτοπίες. Δεν θα μου το συγχωρούσε. Κι από την άλλη πλευρά, ξέρω ότι, μη διαθέτοντας κίβδηλη μετριοφροσύνη, ορεγόταν συχνά να ακούσει τους «άθλους» του από έμπιστους και αγαπημένους. Ωστόσο, το μέγεθος και ο όγκος της πνευματικής και πολιτικής παρουσίας του δεν είναι διαπραγματεύσιμα. Και όσοι τον ζήσαμε ακμαίο και μεστό εκ του σύνεγγις ξέρουμε καλά ότι, πέρα από τις καθιερωμένες φόρμουλες, από σήμερα υπάρχει πράγματι ένα κενό που δεν αναπληρώνεται εύκολα.

O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016

Όταν τα παραμύθια γίνονται ποιήματα

Μια εξαιρετική έμμετρη... Μανιάτικη Σταχτοπούτα ανακάλυψα χθες στα βιβλία λογοτεχνίας για τη Μέση Εκπαίδευση της Κύπρου. Να πως έρχονται οι λέξεις στη δημιουργική γραφή!

Η ορφανή
Το παραμύθι προέρχεται από την περιοχή της Μάνης και είναι μια από τις πολλές παραλλαγές της γνωστής ιστορίας της Σταχτοπούτας, που αποτελεί ένα από τα πιο διαδεδομένα παραμύθια στον κόσμο. Το μοτίβο της κακιάς μητριάς και της βασανισμένης προγονής απαντάται ήδη στην αρχαία ελληνική μυθολογία με το μύθο της Τυρούς. Η συγκεκριμένη έμμετρη παραλλαγή έχει πολλά στοιχεία των παραλογών.
Μια μάνα είχε μιαν έμορφη, μια ακριβοδυχατέρα,
ο ήλιος δεν την έβλεπε ουδέ νύχτα κι ούδε μέρα.
Την έλουζε, τη χτένιζε με φιλντισένιο χτένι,
στα πούπουλα την κοίμιζε, τη μοσχαναθρεμμένη.
Λίγος καιρός δεν πέρασε κι η μάνα της πεθαίνει,
κι έμειν’ η κόρη έρημη, ερημαρφανεμένη.
Πολύς καιρός δεν πέρασε κι ο κύρης της παντρεύτη.
Πήρε γυναίκα μιαν οχιά: την έβαζε να γνέθει,
την έδων’ κρίθινο ψωμί και το νερό μετρούσε.
Δυο κόρες που ’χε η μητριά πολύ τις αγαπούσε.
Την παίρνει το παράπονο. με την καρδιά καμένη
τη νύχτα, τα μεσάνυχτα, στο κοιμητήριο μπαίνει,
κι από σιγά σιγά ’φευγε, στη μάνα της ζυγώνει,
το χέρι της το άπλωσε και το σταυρό τσακώνει
και με τα νύχια προσπαθεί την πλάκα να σηκώνει.
«Σήκω, μανούλα, από τη γης, σήκω και άκουσέ με,
που ξένη μάνα έκαμα, και παρηγόρησέ με!
Έκαμα ξένες αδερφές, και ξένη με φωνάζουν,
με δέρνουνε, τα λόγια της μες στην καρδιά με σφάζουν!


Κι απ’ τα πολλά τα κλάματα, κι απ’ την πολλή λαχτάρα
η πλάκα ανατάχτηκε3 κι ακούστηκε μι’ αντάρα,
μέσα βαθιά από τη γης σκληρή φωνή να βγαίνει.
Την άκουσε η ορφανή, στέκει, δεν ανασαίνει.
«Σύρε, παιδί μου, στο καλό, σύρε και στην ευχή μου!
Μη κλαις και μη βαρυγομάς,κι το ’χω στην ψυχή μου!
Σύρε, παιδί μου, στο καλό, και σύρε στον οντά σου,
κι αύριο βράδυ θα βρεθεί, ό,τι ποθεί η καρδιά σου!»
Κι όταν το σκότος σκόρπισε και χάραξε στα όρη,
η πλάση όλη έδωσε χαρίσματα στην κόρη:
Ο ήλιος έδωσε ομορφιά κι Αυγερινός τη χάρη
και το φεγγάρι χάρισε όλο του το καμάρι.
δροσούλα έδωσ’ η αυγή, ο κάμπος το φουστάνι,
τα διαμαντένια άστρια την Πούλια για στεφάνι.
Το βράδυ γίνετον χορός, ήταν χαρά στην πόλη.
είχε χορό ο βασιλιάς. Μικροί, μεγάλοι, όλοι
επήγανε, κι η μητριά μες στα χρυσά ντυμένη
είχε μαζί τις κόρες της. Η ορφανούλα μένει.
Την παίρνει το παράπονο. μπαίνει μες στον οντά της
και στο προσκεφαλάκι της βρίσκει τη φορεσιά της.
Λούστη, στολίστη κι άλλαξε κι έβαλε το στεφάνι,
κάνει το σύννεφο άλογο και στο παλάτι φτάνει.
Στη σκάλα σαν επάτησε, ρόδα και κρίνα αφήνει
και, σαν εμπήκε στο χορό, μεγάλη λάμψη χύνει.
Όλοι, μεγάλοι και μικροί, στέκουν και την κοιτάζουν.
«Ποια νά ’ναι,» λέει η μητριά, «που όλοι τη θαυμάζουν;»
Όταν την είδε ο βασιλιάς, χάνει τα λογικά του,
να την πλησιάσει ήθελε, μα χάθη από μπροστά του.
Κι από τη βια της την πολλή, μην τήνε δει ένα μάτι,
πέφτει το πασουμάκι της στο κάτω σκαλοπάτι.
Τρέχει, το παίρνει ο βασιλιάς, θαυμάζει τέτοια χάρη:
ποτές του δεν ξανά ’χε δει τέτοιας λογής ποδάρι.
Δούλους και σκλάβους πρόσταξε τόπο να μην αφήσουν,
όρη, λαγκάδια και βουνά, παντού να τη ζητήσουν.
Όλες το ’παλλαγιάστηνα, φτωχές κι αρχοντοπούλες,
κι η μητριά κι οι κόρες της – δεν ταίριαζε σε ούλες.
Τότε ρωτάνε τη μητριά: «Δεν έχεις κόρη άλλη
το πασουμάκι και αυτή στο πόδι της να βάλει;»
Και κείνη αποκρίθηκε: «Δεν έχω κόρη άλλη,
περί7 να φύγετε αποδώ σύντομα και τρεχάτοι.»
Και κείνοι το υποψιάστηνα, τη βρίσκουν κά’ στ’ αμπάρι,8
της το φορέσαν – ταιριαστό τής ήρθε στο ποδάρι.
Αμέσως την επήρανε, στο βασιλιά την πάνε,
κι η μητριά κι οι κόρες της απ’ το κακό τους σκάνε.
Στο θρόνο την καθίσανε, βασίλισσα την κάνουν,
κι η μητριά κι οι κόρες της επέσαν να πεθάνουν.

Το νεοελληνικό λαϊκό παραμύθι, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών-
Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2002