Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΩΑΝΝΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΩΑΝΝΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2019

Μια σύντομη βιογραφία του Κεμάλ


Ο Κεμάλ Ατατούρκ γεννήθηκε στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη το 1881. Το αρχικό του όνομα  ήταν Μουσταφά Ριζά ή απλά Μουσταφά. Ο πατέρας του , Αλή Ριζά , πέθανε ενώ ο Κεμάλ φοιτούσε ακόμη στο δημοτικό και έτσι ανατράφηκε κυρίως από την μητέρα του, Ζουμπεϊντέ Χανούμ. Μόλις τελείωσε το δημοτικό, γράφτηκε στην μέση στρατιωτική σχολή της πόλης για να γίνει αξιωματικός του οθωμανικού στρατού. Στην σχολή αυτή απέκτησε και το όνομα Κεμάλ, όπου σημαίνει ωριμότητα και τελειότητα. Έπειτα από αυτή τη σχολή συνέχισε στην ανώτερη στρατιωτική σχολή του Μοναστηρίου.Το 1899 ο Κεμάλ μπήκε στην Στρατιωτική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης όπου άρχισε να ενδιαφέρεται πιο άμεσα για την πολιτική.
Το 1902 συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή Γενικών Επιτελών μέχρι το 1905. Κατά την φοίτηση του εκεί επηρεάστηκε από τις πατριωτικές και φιλελεύθερες ιδέες των Νεότουρκων και άρχισε να αναπτύσσει πολιτική δραστηριότητα. Ίδρυσε το 1906 τη μυστική πατριωτική οργάνωση «πατρίδα και ελευθερία» Το 1907 μετατέθηκε στο Τρίτο Σώμα Στρατού, στη Θεσσαλονίκη και πήρε μέρος σε αρκετούς  πολέμους. Κατά τον Ιταλοτουρκικό πόλεμο το 1911 αγωνίστηκε εναντίον των Ιταλών στη βόρεια Λιβύη και στη συνέχεια διακρίθηκε στον Α’ Βαλκανικό πόλεμο, πολεμώντας εναντίον των Βουλγάρων. Το 1913 διορίστηκε στρατιωτικός ακόλουθος στη Σόφια με το βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Σε αυτό το διάστημα του δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσει τις συνθήκες ζωής στις δυτικές κοινωνίες και η επίδρασή τους αντανακλάται στο μεταγενέστερο μεταρρυθμιστικό του έργο.


Στη συνέχεια, μετά από αρκετούς πολέμους ακόμα, τον Απρίλιο του 1919 διορίστηκε γενικός στρατιωτικός επιθεωρητής των Ανατολικών Επαρχιών με στρατιωτική και πολιτική εξουσία. Προσεταιρίστηκε τους στρατιωτικούς ηγέτες και τις διάφορες εθνικιστικές τουρκικές ομάδες της Μικράς Ασίας και οργάνωσε αγώνα εναντίον της Αντάντ και του σουλτάνου Μωάμεθ ΣΤ’ με αποτέλεσμα να διαγραφεί από τις τάξεις του στρατού και να κηρυχτεί εκτός νόμου. Μετά από αρκετές διαμάχες ο Κεμάλ κατάφερε να εκλεγεί πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης. Εκμεταλλεύτηκε πολύ καλά τις περιστάσεις και σύναψε χωριστές συμφωνίες με τους συμμάχους που είχαν ως αποτέλεσμα την de facto αναγνώρισή του ως νόμιμο εκπρόσωπο της Τουρκίας.
Βέβαια η τελική επικράτηση του Κεμάλ είχε τραγικές συνέπειες για τον Ελληνισμό. Μετά την αποχώρηση του ελληνικού στρατού και τον εμπρησμό της Σμύρνης επακολούθησαν εκτεταμένες σφαγές και διώξεις των Ελλήνων της Μικράς Ασίας που εξανάγκασαν εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες να καταφύγουν στην Ελλάδα.
Ο Κεμάλ που είχε γίνει πια απόλυτος κυρίαρχος της κατάστασης στο εσωτερικό της χώρας, εφάρμοσε ένα πρόγραμμα αναμόρφωσης της Τουρκίας με σκοπό τη μετατροπή της σε ένα σύγχρονο κράτος, απαλλαγμένο από τις θρησκευτικές παραδόσεις και προλήψεις που, όπως εκείνος πίστευε, κρατούσαν την χώρα μακριά από το δυτικό πολιτισμό. Οι σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις ήταν η κατάργηση των θρησκευτικών ιδρυμάτων και σχολείων, των μοναστηριών και των δερβίσικων ταγμάτων και παράλληλα η εκσυγχρονισμό του νομικού καθεστώτος της χώρας με την εισαγωγή νέου ποινικού και αστικού κώδικα, που καταργούσε τον Ιερό Νόμο. Ακόμα η κατάργηση της πολυγαμίας, η μεταβολή των ενδυμάτων από παραδοσιακό σε ευρωπαϊκό τύπο, η παραχώρηση ψήφου στις γυναίκες και η αντικατάσταση του αραβικού αλφάβητου με το λατινικό, όπου αποτέλεσε σταθμό για την πολιτιστική  ανάπτυξη της Τουρκίας...
Βέβαια ο Κεμάλ έφερε στην Τουρκία μεγάλες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες όμως μόνο τους γραφειοκράτες και τις εύπορες τάξεις επηρέασαν. Για την φτωχολογιά, για τους χωρικούς ιδιαίτερα που φυτοζωούσαν μέσα στο καθεστώς μιας αγροτικής εκμετάλλευσης μεσαιωνικού τύπου , η ζωή  δεν άλλαξε κατά πολύ.
Ο Κεμάλ πέθανε στις 10 Νοεμβρίου 1938 στην Κωνσταντινούπολη από κίρρωση του ήπατος σε ηλικία 58 ετών και αντικαταστάθηκε στην προεδρία από τον στενότερο συνεργάτη του, Ισμέτ Ινονού. Ο θάνατός του αποτέλεσε γεγονός παγκοσμίου ενδιαφέροντος και ως τέτοιο ανακοινώθηκε και σχολιάστηκε από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης.

Απόσπασμα από την πτυχιακή εργασία με τίτλο "Η ζωή και οι μεταρρυθμίσεις του Κεμάλ Ατατούρκ" του τμήματος Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Σελίδες του Γιώργου Ιωάννου

Η Αγάθη Γεωργιάδου ετοίμασε μια ολοκληρωμένη παρουσίαση για τα κείμενα του Γιώργου Ιωάννου στη λογοτεχνία της κατεύθυνσης. Την ευχαριστούμε για το χρήσιμο υλικό.

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

ΜΕΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟΥΣ ΣΥΝΟΙΚΙΣΜΟΥΣ

Γιώργος Ιωάννου, Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς
(από τη συλλογή διηγημάτων Για ένα Φιλότιμο, 1964)

Δομή του πεζογραφήματος: Η αφήγηση διαρθρώνεται γύρω από δύο βασικούς άξονες, α) η σύνδεση του συγγραφέα – αφηγητή με τους πρόσφυγες και η ιδιαίτερη οικειότητα που νιώθει για αυτούς λόγω της δικής του προσφυγικής καταγωγής, β) η βίωση της μοναξιάς του αφηγητή από τη ζωή του στη μεγαλούπολη, η αποκοπή από τους γύρω του, η απομάκρυνσή του από τον τόπο καταγωγής του και το περιβάλλον του.
Ο Ιωάννου στρέφεται στην περιγραφή του κοινωνικού περιβάλλοντος ψυχογραφώντας τους ήρωές του, οι οποίοι κινούνται στη μικροαστική κοινωνία της δεκαετίας του 1960. Τα κείμενα του τα ονομάζει πεζογραφήματα, μικρές δηλαδή συνθέσεις που βρίσκονται μεταξύ δοκιμίου, αφηγήματος και προσωπικού ημερολογίου. Ο αφηγητής δίδει την εντύπωση ενός ενοχικού ανθρώπου που απολογείται, χωρίς να του έχει απαγγελθεί κατηγορία. Τέλος υπερασπίζεται την εργατική τάξη και την ταπεινή καταγωγή του, ενώ θεωρεί πλάνη την αστική τάξη.

«Στέκομαι και κοιτάζω (σ.247)… είναι διαπίστωση (σ.248)»

Θεματική αφόρμηση του πεζογραφήματος είναι τα παιδιά που παίζουν μπάλα σε μια προσφυγική γειτονιά μπροστά σε ένα καφενείο στο οποίο ο αφηγητής κάθεται.

Ο συγγραφέας - αφηγητής αποτελεί το μοναδικό δρών πρόσωπο του πεζογραφήματος ο οποίος παρατηρεί τους ανθρώπους.

Η αφήγηση ξεκινά με έναν απροσδόκητο τρόπο, μια εικόνα καθημερινή παιδιών που παίζουν μπάλα, γεγονός που εντάσσει ομαλά τον αναγνώστη στο χώρο και το χρόνο της αφήγησης.

Ο χρόνος: αργά το μεσημέρι, την ώρα που οι άνθρωποι του μόχθου επιστρέφουν από τη δουλειά (ο χρόνος δίδεται με υπαινικτικό τρόπο). Η πορεία της αφήγησης είναι ευθύγραμμη, με αφορμή το παρόν παρουσιάζονται οι σκέψεις και τα συναισθήματά του. Ο Ενεστώτας βοηθά στο να επιδειχθεί ο βιωματικός χαρακτήρας της αφήγησης με μεγαλύτερη πληρότητα.

Ο χώρος: ένα συγκεκριμένο καφενείο («ορισμένο»), ένας οικείος χώρος του αφηγητή σε ένα προσφυγικό συνοικισμό της Θεσσαλονίκης (χωρίς να αναφέρεται ρητά η πόλη). Η πόλη δεν κατονομάζεται δημιουργώντας μια αοριστία που επενδύει την αφήγηση, λειτουργεί επομένως ως σύμβολο κάθε πόλης που δέχθηκε πληθυσμούς προσφύγων. Αποτελεί και γενέθλια πόλη του συγγραφέα, η οποία άσκησε καταλυτική επίδραση επάνω του, καταλήγοντας να γίνει το μόνιμο σημείο αναφοράς των έργων του και το διαρκές σκηνικό – αφετηρία της μυθοπλασίας του.

Σα φωτογράφος στήνει το σκηνικό του (επίδραση από την τέχνη του κινηματογράφου) και τα πλάνα του, εστιάζει και στην παραμικρή λεπτομέρεια. Με την τεχνική του συνειρμού από τα παιδιά ανακαλεί συνειρμικά στη μνήμη του τους πρόσφυγες γονείς τους. Η πλοκή είναι χαλαρή και με αφορμή τη σκηνή του καφενείου ο συγγραφέας παρακολουθεί όσα γίνονται γύρω του κάνοντας διάφορες σκέψεις ή παρατηρήσεις για όσα βλέπει.

Η αναφορά στους ενήλικες πρόσφυγες γίνεται με την τεχνική των συγκρίσεων (αντιθετική παρουσίαση). Από τις τρεις συγκρίσεις οι δύο είναι απόλυτες, απουσιάζει δηλαδή ο β΄ όρος σύγκρισης («είναι πιο αληθινοί», «μου φαίνονται πιο γνήσιοι»), ενώ στην τρίτη σύγκριση ο β΄ όρος υπάρχει («διατηρούν πιο καθαρά τα χαρακτηριστικά της ράτσας τους και την ψυχή τους, από τους διεσπαρμένους»). Οι πρόσφυγες, εργάτες οι περισσότεροι, είναι δεύτερης γενιάς με γενέτειρα τη Θεσσαλονίκη. Η βασική διάφορα είναι ότι μεγάλωσαν σε αμιγώς προσφυγικούς συνοικισμούς σε αντίθεση με τους «διεσπαρμένους». Διατήρησαν έτσι ακέραιο το δεσμό τους με την παράδοση χωρίς να διαρρήξουν τη σύνδεση τους με το παρελθόν, είναι περισσότερο αυθεντικοί στον οικείο τους χώρο, τον συνοικισμό. Η άποψη βέβαια αυτή του αφηγητή είναι απόλυτα υποκειμενική και δηλώνεται με τα ρήματα «φαίνονται», «δίνουν την εντύπωση» και τη χρήση της προσωπικής αντωνυμίας α΄ προσώπου «μου».


Ο αφηγητής – συγγραφέας εντοπίζει τη διαφορά των προσφύγων που διατήρησαν τα στοιχεία της ιδιαιτερότητας τους από τους υπολοίπους που διασκορπίστηκαν και έχασαν τη γνησιότητά τους σε δύο βασικές ιδιότητες: τη ράτσα και την ψυχή. Η λέξη «ράτσα» υποδηλώνει τη φυλή, τη γενιά και τα ιδιαίτερα γνωρίσματα ανθρώπων που έχουν κοινή καταγωγή: το χρώμα του δέρματος, τη γλώσσα (ιδιόλεκτο), εξωτερική εμφάνιση, θρησκεία, παραδοσιακές συνήθειες («γραμμή κορμιού, ομιλία, μελαχρινάδα, φωνές»). Στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ρατσιστικές αντιλήψεις (ανωτερότητα ομάδων) αλλά μόνο σε μια περιγραφική διάκριση των ανθρώπων. Η λέξη «ψυχή» παραπέμπει στα εσωτερικά γνωρίσματα των ανθρώπων: στον εσωτερικό κόσμο, στο πολιτισμό τους (κουλτούρα), την ξεχωριστή ψυχοσύνθεση τους, στο φρόνιμα και την ιδιαίτερη συμπεριφορά τους.

Ο συγγραφέας αναμειγνύει το αόριστο και το συγκεκριμένο. Ενώ χρησιμοποιεί εκφράσεις συγκεκριμένες όπως: «ορισμένο καφενείο», «εδώ σ’ αυτή την πόλη», «όταν τους βλέπω εδώ», «από μας τους διεσπαρμένους», δεν κατονομάζει τα πράγματα, αντίθετα χρησιμοποιεί την τεχνική της γενίκευσης δίνοντας την εντύπωση ότι όλα αυτά για τα οποία κάνει λόγο θα μπορούσαν να συμβούν σε οποιοδήποτε χώρο και με οποιουσδήποτε ανθρώπους.

Ο συγγραφέας επίσης χρησιμοποιεί την τεχνική της αυτοαναφορικότητας, αφηγείται δηλαδή σε πρώτο γραμματικό πρόσωπο και χρησιμοποιεί αυτοβιογραφικά στοιχεία για να δώσει την εντύπωση στον αναγνώστη ότι αφηγητής και συγγραφέας ταυτίζονται. Τα στοιχεία αυτά είναι: α) η συνήθεια να συχνάζει στο ίδιο καφενείο με τους πρόσφυγες του συνοικισμού, β) η γέννηση του στην ίδια πόλη, τη Θεσσαλονίκη, γ) είναι ένας από τους «διασπαρμένους» πρόσφυγες, έξω από τους προσφυγικούς συνοικισμούς, δ) η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και η χρήση προσωπικών αντωνυμιών, ε) ο εξομολογητικός τόνος της αφήγησης και η έκφραση έντονων προσωπικών σκέψεων και συναισθημάτων.

Στην δεύτερη και τρίτη παράγραφο («Η αλήθεια πάντως …διαπίστωση») επινοεί ένα έξυπνο λογοτεχνικό εύρημα – τέχνασμα παρουσιάζοντας τον εαυτό του να διαθέτει μια ξεχωριστή ικανότητα στο να παρατηρεί σε βάθος και να διακρίνει τη διαφορετικότητα κάθε προσφυγικής ομάδας ( τεχνική της διάκρισης ανάμεσα στις διαφορετικές προσφυγικές ομάδες). Έτσι η αναφορά στις ομάδες αυτές γίνεται με ιδιαίτερη μαεστρία, χωρίς να κουράζει τον αναγνώστη μπροστά από τα μάτια του οποίου παρελαύνουν όλες οι προσφυγικές φυλές. Ξεκινά την αναφορά του με τους Πόντιους, την πιο μεγάλη σε πληθυσμό μερίδα προσφύγων από αυτές που εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη και την πιο εύκολα αντιληπτή. Στη αναφορά του στους πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη (μέσα και γύρω) παρατηρούμε μια λεπτή ειρωνεία στον ισχυρισμό τους ότι όλοι κατάγονται μέσα από το κέντρο της Κων/πόλης. Στο «μπέρδεμα» Θρακιωτών και προσφύγων από την Ανατολική Ρωμυλία διαπιστώνουμε έναν υπαινιγμό («ίσως εγώ να την έχω συνηθίσει») για τον ίδιο και την οικογένειά του, που καταγόταν από την Ανατολική Θράκη. Με την απαρίθμηση όλων αυτών των προσφυγικών ομάδων ο συγγραφέας – αφηγητής αγκαλιάζει όλους τους ξεριζωμένους Έλληνες και νιώθει αλληλέγγυος με αυτούς, συμμετέχει έτσι συναισθηματικά σε όσα αφηγείται. Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι το έργο του Ιωάννου χαρακτηρίζεται από έντονη παρατηρητικότητα και έμμονη στη λεπτομέρεια. Μάλιστα ο Άρης Δρακόπουλος αναφέρει: «Η παρατήρηση είναι ένα άλλο μέσον του αφηγητή. Με την παρατήρηση το πεζογράφημα παίρνει τη μορφή της αφήγησης του συγκεκριμένου».

Τέλος χρησιμοποιεί τρεις φορές το ρήμα «μπερδεύω» («ευκολότερα μπερδεύονται», «μπερδεύονται», «όταν τους μπερδεύουν»). Το συγκεκριμένο ρήμα παραπέμπει στην ανάμειξη πολλών και διαφορετικών στοιχείων ανάμεσα σε προσφυγικές ομάδες που μοιράστηκαν έναν κοινό χώρο στην πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη. Το ανακάτεμα αυτό οδηγεί τελικά στην αφομοίωση τους γεγονός που προκαλεί δυσκολία στον αφηγητή παρ΄ όλη την εξάσκησή του στο διαχωρισμό των ομάδων. Το «μπέρδεμα» αυτό δεν τον οδηγεί σε σφάλμα τελικά αλλά σε διαπιστώσεις κάθε είδους (που αφορούν προφανώς την αφομοίωση των προσφύγων και την ανάμειξη των χαρακτηριστικών τους).



Αφηγηματικές τεχνικές: πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ο αφηγητής παρακολουθεί από κοντά όσα εξιστορεί (« Στέκομαι και κοιτάζω»). Αφηγητής - πρωταγωνιστής και δραματοποιημένος, ομοδιηγητική αφήγηση. Η αφήγηση επίσης είναι μονοεστιακή – μονομερής διότι τα πάντα δίδονται από την οπτική γωνία του αφηγητή. Εκτός από την αφήγηση υπάρχει περιγραφή και σχόλια.

Γλώσσα – Ύφος – Εκφραστικά μέσα: Η γλώσσα είναι απλή, καθημερινή, χωρίς επιτήδευση. Επιδιώκει να αποδώσει με ακρίβεια και αντικειμενικότητα λέξεις με πολύ λεπτές μεταξύ τους εννοιολογικές διαφορές, όπως η «φυλή», η «ράτσα», η «ψυχή». Χρησιμοποιεί μικροπερίοδο λόγο, με λίγες δευτερεύουσες προτάσεις και πολλές κύριες. Υπάρχει σε αρκετά σημεία αντιθετική διατύπωση («κι όμως»). Το ύφος είναι ανεπιτήδευτο και εξομολογητικό. Παρά ταύτα ελέγχει τα συναισθήματά του, δε γίνεται μελοδραματικός ούτε χρησιμοποιεί κορόνες πατριωτισμού. Ως εκφραστικά μέσα χρησιμοποιεί τη μεταφορά, επιθετικούς προσδιορισμούς, επιρρήματα και εικόνες (οπτικές, κίνησης και ακουστικές).

«Κι όμως πόση συγκίνηση… να ήταν έτσι η αλήθεια» (σελ. 248)

Ο Ιωάννου σε μια κατάθεση ψυχής, με τη χρήση εσωτερικού μονολόγου, τονίζει τα συναισθήματα που βιώνει όταν βρίσκεται στον ίδιο χώρο με τους πρόσφυγες, γεγονός που του δημιουργεί συγκίνηση και ενθουσιασμό. Νιώθει κοινωνός μια ξεχωριστής τύχης: να έλκει την καταγωγή του μαζί με τους άλλους πρόσφυγες από λαούς αρχαίους. Νιώθει το κοινό αίμα τόσων λαών, που στο πέρασμα των αιώνων αφομοιώθηκαν με τους Έλληνες της Μικράς Ασίας, να κυλά και στις δικές του φλέβες. Ο συγγραφέας – αφηγητής νιώθει ότι, αν και έχει ριζώσει στο χώρο που γεννήθηκε, έλκεται από την ακατανίκητη γοητεία για την πατρίδα των προγόνων του και διακατέχεται από έντονη νοσταλγία να επιστρέψει (νόστος) στο παρελθόν του, στις απαρχές της γενιάς του.
Η έννοια της πατρίδας αντιπροσωπεύει σήμερα: α) τον τόπο στον οποίο ο καθένας γεννήθηκε και μεγάλωσε και β) τη χώρα στην οποία ζούμε με άτομα με τα οποία βιώνουμε κοινούς δεσμούς, βιολογικούς, κοινωνικούς, πολιτισμικούς και ιστορικούς. Όμως για το παιδί ενός πρόσφυγα η συνείδηση της προέλευσης και της ιστορικής καταγωγής των προγόνων του έχει ιδιαίτερη σημασία, νιώθει μια ακατανίκητη έλξη και έναν διαρκή πόθο για την προγονική γη. Οι απόγονοι των προσφύγων χωρίς να έχουν γνωρίσει ποτέ τον τόπο προέλευσης των γονιών τους, τον νοσταλγούν και τον αντιλαμβάνονται ως γενέθλιο χώρο, μια μακρινή πατρίδα που τους τραβά σα μαγνήτης.
Με τη μεταφορική και ιδιωματική (λαϊκή) φράση «Το αίμα μου από κει μονάχα τραβάει» δηλώνονται οι άρρηκτοι δεσμοί αίματος, σχεδόν βιολογικοί, που αποτελούν την εσωτερική φωνή του νόστου στον αρχικό χώρο ζωής των προγόνων. Με τη φράση αυτή τονίζεται η συναισθηματική φόρτιση (συγκίνηση) του συγγραφέα – αφηγητή από τον συγχρωτισμό του με τους ανθρώπους της ίδιας με εκείνον καταγωγής με τους οποίους καλείται να στεριώσει στο νέο τόπο.
Πίσω από τις ονομασίες των αρχαίων λαών (Θράκες, Χετταίοι, Φρύγες, Λυδοί) κρύβονται πολιτιστικές ρίζες αιώνων, μνήμες ζωντανές που μεταφέρουν τους μυημένους στις απαρχές της ιστορίας και του πολιτισμού της ανθρωπότητας. Λαοί που στο βάθος της ιστορίας αναπτύχθηκαν στον ίδιο ζωτικό χώρο της Μικράς Ασίας και Θράκης και «ζυμώθηκαν» με τους Έλληνες. Ο Ιωάννου είχε έντονα ανθρωπολογικά και φιλολογικά ενδιαφέροντα, κατείχε σε βάθος τη γνώση της ιστορίας αυτών των λαών, της πορείας του στο χρόνο και του ρόλου τους στη διαμόρφωση του ιστορικού γίγνεσθαι.
Τέλος διατυπώνει μια υπόθεση που ισοδυναμεί με επιθυμία – ευχή μέσα από αποφατική διατύπωση («Κι αν ακόμη δεν είναι, πολύ θα ήθελα να ήταν έτσι η αλήθεια») δηλώνοντας την υποκειμενικότητα της σκέψης του. Ακόμη κι αν έχει κάνει λάθος και η ιστορική πραγματικότητα είναι διαφορετική, δεν διστάζει να δηλώσει την επιθυμία του πως θέλει την αλήθεια να συνδέει όλους αυτούς τους λαούς με τους πρόσφυγες.


«Κι όμως…Πολύ αργά, νομίζω» (σελ. 248)

Ο συγγραφέας – αφηγητής χρησιμοποιεί την τεχνική του απροσδόκητου, ξεκινά δηλαδή την αφήγηση απροσδόκητα, χωρίς προηγούμενο σχόλιο ή επεξήγηση σχετικά με το τι πρόκειται να εκθέσει, δίδεται ένα νέο στοιχείο για το οποίο ο αναγνώστης δεν έχει ακούσει κάτι. Η μετάβαση στο νέο στοιχείο γίνεται με φυσικό τρόπο, σαν να γνωρίζει ο αναγνώστης περί τίνος πρόκειται, στην πραγματικότητα όμως αιφνιδιάζεται από την απότομη μεταστροφή.
Ξεκινά με μια αντιθετική διατύπωση («Κι όμως»), προετοιμάζει έτσι τη διαφοροποίηση από τα προηγούμενα. Στην συνέχεια περνά στην έκφραση του αποτροπιασμού του και της οργής της για την εξουσία («εγκληματίες γραφείων») που έσπειρε διχόνοια στους πρόσφυγες. Πρόκειται για μια μικρή παρέκβαση φορτισμένη με έντονο συναισθηματικό λόγο. Το ύφος του είναι καυστικό και δηκτικό, υπάρχει έντονη ειρωνεία και σαρκασμός. Δεν κατονομάζει τους «εγκληματίες», αντίθετα βάλλει κατά εκείνων που «έχουν κάνει το παν» με έντονη απροσδιοριστία. Χρησιμοποιεί λέξεις σκληρές και αντιποιητικές για να δείξει την οργή του προς τους εκμεταλλευτές των προσφύγων, την απομάκρυνσή των προσφύγων από το γηγενή πληθυσμό, τον διχασμό και την αλλοτρίωση. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η αντίδραση των προσφύγων και η προσπάθεια των κυβερνόντων για εκδίωξη τους με τη λύση της μετανάστευσης.
Οι «εγκληματίες» πιθανόν να ήταν οι γραφειοκρατικές υπηρεσίες που με τη συμπεριφορά τους δημιουργούσαν κωλύματα στην ενσωμάτωση των προσφύγων με το γηγενή πληθυσμό. Άλλωστε υπήρχε έντονη διάσταση μεταξύ προσφύγων και γηγενών στο χώρο της εργασίας γιατί τα άφθονα εργατικά χέρια των προσφύγων συμπίεζαν προς τα κάτω τα ημερομίσθια. Επίσης υπήρχε και πολιτική διάσπαση διότι οι περισσότεροι πρόσφυγες ανήκαν στο Κόμμα των Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου. Επιπλέον η γραφειοκρατική πολιτική του Δημοσίου καθυστερούσε την αποζημίωση των περιουσιών των προσφύγων. Τέλος ο εργασιακός αποκλεισμός των προσφύγων λόγω πολιτικών πεποιθήσεων με χρήση υποτιμητικών χαρακτηρισμών (π.χ. Τουρκόσποροι) οδήγησε πολλούς στη λύση της εθελούσιας μετανάστευσης στις Δυτική Ευρώπη, Αμερική και Αυστραλία. (Παράλληλο κείμενο: Θεσσαλονίκη , μέρες του 1969 μ. Χ. του Μανόλη Αναγνωστάκη)
Η παράγραφος κλείνει με ένα σχόλιο του αφηγητή: «Πολύ αργά, νομίζω», που αποτελεί τη δική του ερμηνεία για την όλη κατάσταση, η οποία έχει ξεφύγει από τα όρια του επιτρεπτού και δεν φαίνεται να υπάρχει επιστροφή.


«Κάθε φορά που φεύγω…της ράτσας μου τριγύρω» (σελ. 248- 250)

Στο μέρος αυτό του πεζογραφήματος υπάρχει έντονος ο βιωματικός χαρακτήρας. Ο συγγραφέας – αφηγητής καταθέτει τις εμπειρίες της ζωής του και τα όσα νιώθει μέσα του κάθε φορά που εγκαταλείπει τους προσφυγικούς συνοικισμούς για να επιστρέψει στην πολύβουη πόλη (Θεσσαλονίκη).
Επίσης εύκολα εντοπίζονται και πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία που ενσωματώνονται στο κύριο σώμα της αφήγησης και είναι τα εξής: α) η μοναχική ζωή του συγγραφέα στη Θεσσαλονίκη, β) η αίσθηση συναισθηματικής ασφάλειας στους προσφυγικούς συνοικισμούς και η προσφυγική του καταγωγή από την Ανατολική Θράκη, γ) η παρουσίαση μιας σειράς λαϊκών δοξασιών και εθίμων που πηγάσει από την προσωπική του ενασχόληση με την επιστήμη της Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, δ) η επιλογή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, η χρήση προσωπικών αντωνυμιών του α΄ προσώπου και ο εξομολογητικός τόνος του πεζογραφήματος.
Οι φράσεις που σχετίζονται με το «αίμα» («το δικό μου αίμα», «τους πληροφορεί το αίμα τους για μένα») δηλώνουν τον στενό και άρρηκτο δεσμό του με τους πρόσφυγες.
Η φράση «πάντως ποτέ τους δεν επιμένουν να με κρατήσουν στις παρέες τους» δημιουργεί εύλογη αμηχανία που εξηγείται όμως από τη λογική απόσταση που χωρίζει τους πρόσφυγες των προσφυγικών συνοικισμών από τον αφηγητή πρόσφυγα που επέλεξε την αστική του αποκατάσταση και την κοινωνική του αναβάθμιση.
Στη συνέχεια ο αφηγητής αναφέρεται στο αίσθημα μοναξιάς και απομόνωσης που βιώνει με την επιστροφή του στην πόλη. Η φράση μάλιστα «Ολομόναχος, ξένος, παντάξενος» (επιγραμματική διατύπωση) με την παράθεση τριών όμοιων επιθέτων δηλώνει με επιτατική διατύπωση την αίσθηση αφόρητης εγκατάλειψης από κάθε δεσμό με τους συνανθρώπους του (παράλληλο κείμενο το Διπλό Βιβλίο του Δημήτρη Χατζή).

Ο τρόπος ζωής της πόλης με τους γρήγορους ρυθμούς της οδηγεί τον αφηγητή στη βίωση μιας σχεδόν παραισθησιακής κατάστασης. Οι μεγάλοι δρόμοι της πόλης με τους φωτεινούς σηματοδότες και τα πολλά αυτοκίνητα τον οδηγούν στη συνειρμική ανάκληση των αρτηριών του ανθρωπίνου σώματος στις οποίες κυκλοφορούν ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια. Η κίνηση είναι συνεχής, ο αφηγητής σταματά για λίγο στη μέση του πεζοδρομίου για να αφουγκραστεί το ρυθμό της εσωτερικής του φωνής. Ταυτόχρονα ο κόκκινος σηματοδότης σταματά τα αυτοκίνητα, τη στιγμή εκείνη νιώθει το αίμα να κυλά στις φλέβες του, το προσφυγικό του αίμα, το αίμα των προγόνων του, γεγονός που δίδεται με ναι παρομοίωση («όπως στο κούτσουρο»). Ο αφηγητής εκφράζει την ανάγκη να βιώσει ανεμπόδιστα ό,τι αντιπροσωπεύεται από τις προγονικές μνήμες. Και πάλι συνειρμικά φέρνει στο νου του την Κυριακή της Πεντηκοστής, τη μέρα της Γονατιστής, τη μέρα που οι απελευθερωμένες ψυχές επιστρέφουν, σύμφωνα με την λαϊκή δοξασία, στον κάτω κόσμο και θρηνούν. (βλέπε και σημειώσεις βιβλίου 5,6,7, σελ. 249 – 250, το ενδιαφέρον του συγγραφέα για το λαϊκό πολιτισμό). Ο αφηγητής θέλει να σκύψει βαθιά στη γη για να μην τραυματίσει τις ψυχές, ενώ επίσης οι κινήσεις του για τον ίδιο λόγο είναι ήρεμες και προσεκτικές. Με τον παραλληλισμό αυτό τονίζει πιο έντονα την αντίθεση ανάμεσα στο λαϊκό πολιτισμό του παρελθόντος και το σύγχρονο που συνθλίβει κάθε αίσθηση ομορφιάς και μοναδικότητας. Οι σκηνές της παραγράφου μοιάζουν με κινηματογραφικά πλάνα καθώς εναλλάσσονται με σχεδόν ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Ο κινηματογράφος άλλωστε είναι μια μορφή τέχνης που επηρέασε το έργο του Γιώργου Ιωάννου. Επιπλέον την επίδραση του κινηματογράφου στο έργο του καταδεικνύει η εστίαση του και στην παραμικρή λεπτομέρεια.
«Εγώ όμως από τώρα…να διευκολύνονται οι αταξίες». Στην παράγραφο αυτή δίδεται η αίσθηση της μοναξιάς στη μεγαλούπολη, η αδιαφορία των ανθρώπων, η απομόνωση, η συμβατικότητα, η μαζοποίηση, η τυπικότητα των σχέσεων. Ο αφηγητής καταλήγει ειρωνικά με τη φράση: «Το ιδανικό, η τελευταία λέξη του πολιτισμού…να μη ξέρεις ούτε τη φάτσα του γείτονά σου» και το σχόλιο: «Πονηρά πράγματα βέβαια προφάσεις πολιτισμού για να διευκολύνονται οι αταξίες». Ο πολιτισμός των πόλεων είναι επιδερμικός, χωρίς ουσία, ενώ οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτές βιώνουν την αλλοτρίωση.
Στις τρεις τελευταίες παραγράφους του πεζογραφήματος υπάρχει έντονο το αντιθετικό στοιχείο ανάμεσα στους προσφυγικούς συνοικισμούς όπου ο αφηγητής νιώθει ολοκληρωμένος και τη μεγάλη πόλη όπου νιώθει απομονωμένος. Τελικά υπάρχουν στο αφήγημα δύο επίπεδα μοναξιάς: 1) η μοναξιά του πρόσφυγα στο συνοικισμό του, στο νέο τόπο εγκατάστασης μακριά από τις ρίζες του και 2) η μοναξιά του ανθρώπου στη μεγαλούπολη.
Στον επίλογο του: «Για αυτό ζηλεύω…της ράτσας μου τριγύρω», δηλώνει το έντονο παράπονό του και την καλώς νοούμενη ζήλεια του, τη νοσταλγία του για το συναισθηματικό δέσιμο των προσφύγων των προσφυγικών συνοικισμών που ο ίδιος στερείται.
Ο συγγραφέας επιλέγει την κυκλική δομή (σχήμα κύκλου) κλείνοντας με μια ευχή που συνδέεται άμεσα και αδιάσπαστα με την αρχή του πεζογραφήματος αλλά και με τον τίτλο του. Η επιστροφή στο χώρο ζωής των ανθρώπων της φυλής του είναι μια πορεία για να βρει τον εαυτό του και την ταυτότητά του, πράγμα που έχει ισοπεδωθεί στην πόλη. Με το κυκλικό σχήμα εξασφαλίζεται η σύνδεση της αφήγησης με τον τίτλο, εξισορροπείται η χαλαρή σύνδεση των επιμέρους στοιχείων καθώς ο συγγραφέας ακολουθεί μια σειρά από συνειρμούς που δεν έχουν άμεση σχέση με το βασικό του θέμα.

η ανάλυση του πεζογραφήματος είναι αναρτημένη στην ιστοσελίδα του Λυκείου των Μουδανιών

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

ΣΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΤΟ ΣΠΙΤΙ

Μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση του κειμένου με τη μορφή ερωτήσεων και απαντήσεων υπάρχει στο ιστολόγιο "μαθήματα ελληνικών" και είναι η ακόλουθη:

Γ. Ιωάννου, Στου Κεμάλ το σπίτι

1) Προσδιορίστε το είδος της αφήγησης στο πεζογράφημα. Πώς ερμηνεύετε αυτή την επιλογή του συγγραφέα;


Όπως συμβαίνει πάντα στα πεζογραφήματα του Ιωάννου, η αφήγηση είναι κατά κύριο λόγο πρωτοπρόσωπη (εγώ, εμείς) αυτοδιηγητική, μονομερής και μονοεστιακή (η εξιστόρηση γίνεται από την πλευρά του αφηγητή, ο οποίος βρίσκεται στην ιστορία και αποτελεί πρόσωπο του έργου). Παρόλο που ο αφηγητής δίνει το λόγο σε άλλα πρόσωπα πέντε φορές μέσα στο κείμενο με παρεμβολή ευθέος λόγου (η ευχαρίστηση της Τουρκάλας, τα λόγια της γιαγιάς, του σπιτονοικοκύρη, της γριας γειτόνισσας και εκείνου που αναφωνεί “η τουρκάλα”), δεν πρόκειται παρά για περιστασιακές αναφορές που δε διεκδικούν το ρόλο του αφηγητή, αλλά επιδιώκουν καθαρά αισθητικό αποτέλεσμα : ενάργεια, ζωντάνια, παραστατικότητα.
Η συγκεκριμένη επιλογή υπαγορεύεται από το βιωματικό χαρακτήρα του πεζογραφήματος, που εκθέτει εμπειρίες, μνήμες, σκέψεις, συναισθήματα και πράξεις του αφηγητή. Η επανειλημμένη εμφάνιση ενός προσώπου (της Τουρκάλας), του οποίου όμως ο χαρακτήρας δεν παρουσιάζεται ολοκληρωμένος, δεν είναι παρά η αφορμή για την εξιστόρηση του παρελθόντος και το σχολιασμό του παρόντος από τον αφηγητή, και δε μετατοπίζει το κέντρο βάρους της αφήγησης από τον (ομοδιηγητικό) αφηγητή σε κάποιο άλλο πρόσωπο. Λειτουργεί δηλαδή ως σημείο αναφοράς για τα χρονολογικά άλματα (πίσω – μπρος) του συγγραφέα από τη μικρασιατική καταστροφή μέχρι τις μέρες μας.


2) Ποιος είναι ο τόπος των γεγονότων του αφηγήματος;



Πρόκειται και πάλι για τη Θεσσαλονίκη - που παίζει πρωταρχικό ρόλο στην πεζογραφία του Ιωάννου ως την πόλη που δέχτηκε μεγάλο κύμα προσφύγων - και συγκεκριμένα για τη γειτονιά γύρω από το σπίτι του Κεμάλ. Το όνομα της πόλης δεν αναφέρεται ρητά, το υποψιαζόμαστε όμως από την αναφορά στο σπίτι του Κεμάλ (4 φορές - κειμενικό στοιχείο) που ως γνωστό, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη (εξωκειμενικό στοιχείο). Η ιστορία εκτυλίσσεται στο σπίτι του αφηγητή, μια μονοκατοικία με κήπο και μια φημισμένη μουριά, η οποία γκρεμίστηκε και έγινε μια άσχημη πολυκατοικία, που και αυτή με τη σειρά της κατεδαφίστηκε. Η αφήγηση τελειώνει πριν ολοκληρωθούν οι εργασίες και δε μαθαίνουμε τι χτίστηκε στη θέση της. Ο αφηγητής όμως φοβάται και είναι προετοιμασμένος για το χειρότερο.


3) Προσδιορίζεται με σαφήνεια ο χρόνος των γεγονότων στο διήγημα;
Μπορείτε να εντοπίσετε ιστορικά στοιχεία σε αυτό;

Οι χρονικοί προσδιορισμοί στο πεζογράφημα είναι σαφείς, παρά την προσφιλή τακτική του συγγραφέα για τη διαπλοκή παρελθόντος – παρόντος (ακόμη και του μέλλοντος: “θα παραφυλάγω...ίσως μπορέσω να εμποδίσω...εξαμβλώματος”).
Το περιστατικό γύρω από το οποίο στήνεται το διήγημα, η εμφάνιση δηλαδή της Τουρκάλας, συμβαίνει την εποχή που γίνονται τα μούρα (άνοιξη) και για πρώτη φορά το 1936. Η δεύτερη φορά είναι το 1938 (“δύο χρόνια μετά την πρώτη”) και η τρίτη λίγο πριν τον πόλεμο (1939-1940). Για τελευταία φορά η γυναίκα εμφανίζεται λίγο μετά τον πόλεμο (1944).
Οι επισκέψεις της Τουρκάλας μας μεταφέρουν σε έναν προγενέστερο χρόνο (ανάληψη, flashback), καθώς ανακαλούν στη μνήμη του αφηγητή την προσφυγιά του 1922 (“Δεν μας έφτανε που είχαμε δίπλα μας του Κεμάλ το σπίτι σαν μια διαρκή υπενθύμιση της καταστροφής, θα είχαμε τώρα και τους Τούρκους να μπερδουκλώνονται πάλι στα πόδια μας;”).
Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στα χρόνια της αντιπαροχής και της μετά μανίας ανοικοδόμησης στην Ελλάδα, γύρω στη δεκαετία του '70 ('το σπίτι είχε παραδοθεί.... φρικαλέες'). Τέλος, το αφηγηματικό παρόν μας φέρνει στις δεκαετίες του '80 και '90, όταν στο πλαίσιο του εξωραισμού των πόλεων, αρχίζουν να γκρεμίζονται οι άσχημες πολυκατοικίες και να ανεγείρονται νέα μοντέρνα κτίρια (“Τώρα ετοιμάζονται να τη γκρεμίσουν οι γελοίοι”).
Τα ιστορικά στοιχεία του διηγήματος είναι ευδιάκριτα. Πρώτα πρώτα έχουμε τη μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών. Αναφέρεται, ακόμη, ο τρόπος με τον οποίο έγινε η ανταλλαγή - με κριτήριο τη θρησκεία και όχι τη γλώσσα-, κι ο πόνος που προκάλεσε σε όλους τους ξεριζωμένους κι από τις δυο πλευρές. Οι ιταλικοί βομβαρδισμοί παραπέμπουν στον πόλεμο του '40 , ενώ την ίδια δεκαετία έχουμε τη σύνδεση των περισσότερων νοικοκυριών με το σύστημα ύδρευσης των πόλεων και την εγκατάλειψη των αρτεσιανών πηγαδιών (“Τώρα που σας έφερα το νερό στις κουζίνες σας, δε σας χρειάζεται το πηγάδι”). Οι “συμμορίες εργολάβων” μας μεταφέρουν στην περίοδο της αντιπαροχής τη δεκαετία του '70 που μεταμόρφωνε αισθητικά την Ελλάδα καταπατώντας ακόμη και αρχαιολογικά ευρήματα. Υπαινιγμός γίνεται, όπως είπαμε, και στη σύγχρονη τάση καλλωπισμού των πόλεων που ο αφηγητής αντιμετωπίζει με πολύ σκεπτικισμό και απαισιοδοξία (“να καθυστερήσω το χτίσιμο του νέου εξαμβλώματος”).


4) Ποια είναι η γλώσσα του διηγήματος;


Η γλώσσα του πεζογραφήματος είναι καθημερινή, λιτή, φυσική, εκφραστική και ανεπιτήδευτη με πεζολογικά στοιχεία. Η παρεμβολή ευθέος λόγου σε κάποια σημεία προσδίδει ζωντάνια, ακρίβεια, ενάργεια και αμεσότητα, ενώ οι ρητορικές ερωτήσεις (“δεν μας έφτανε που είχαμε δίπλα μας του Κεμάλ το σπίτι....” , “ποιος ξέρει τι μεγαλεπίβολο σχέδιο...”) και τα επίθετα (κουρασμένη, κατατσακισμένη, αρχοντική ομορφιά, επίμονη νοσταλγία, σιχαμένος σπιτινοικοκύρης, φρικαλέες πολυκατοικίες κ.λ.π.) αποδίδουν με ευστοχία τη συγκινησιακή ατμόσφαιρα του κειμένου και τα συναισθήματα του αφηγητή.


5)Πώς παρουσιάζεται η Τουρκάλα στο κείμενο και πώς την αντιμετωπίζει η οικογένεια του συγγραφέα ;



Γενικά, η εικόνα της Τουρκάλας είναι θολή με μια αχλύ μυστηρίου που διατηρείται μέχρι το τέλος (“Δεν την ξανάδαμε από τότε. Ήρθε – δεν ήρθε, άγνωστο”). Η οικογένεια του αφηγητή της φέρεται με ευγένεια και κάνει υποθέσεις για να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά της, τις αραιές αλλά περιοδικές εμφανίσεις της, την καταγωγή και προέλευσή της, τους σκοπούς και τα συναισθήματά της, δεν έχει όμως βέβαιες απαντήσεις. Η γυναίκα μοιάζει κουρασμένη και αποπνέει μια αρχοντιά. Στέκεται ώρες θλιμμένη και βουβή μπροστά στο σπίτι του αφηγητή, λοξοκοιτώντας το σπίτι του Κεμάλ ή μισοκλείνοντας τα μάτια χαμένη στις σκέψεις της. Τα μούρα φαίνεται να έχουν ιδιαίτερη σημασία γι' αυτή. Από τη συνέχεια του διηγήματος καταλαβαίνουμε πως της θυμίζουν κάτι, όπως άλλωστε και το σπίτι του Κεμάλ και το νερό από το πηγάδι. Γι' αυτό και αρνείται το νερό της βρύσης και βουρκώνει όταν μαθαίνει ότι το πηγάδι μαγαρίστηκε. Η καχυποψία, η ψυχρότητα και η αγανάκτηση που ένιωσε η οικογένεια κάποια στιγμή, όταν την πήρε για τουρκομερίτισσα, διασκεδάζονται σιγά σιγά για να δώσουν τη θέση τους σε συναισθήματα συμπάθειας, συμπόνοιας και κατανόησης, που γεννιούνται από τα κοινά βιώματα του εκπατρισμού και της προσφυγιάς. Στη συνέχεια από τη συντροφιά της με άλλους Τούρκους δίπλα, στο σπίτι του Κεμάλ η οικογένεια συμπεραίνει ότι έρχεται να κάνει προσκύνημα στο σπίτι του τούρκου πολιτικού άντρα. Μόνο στο τέλος, από τα λόγια μιας γριας την ώρα που κοιτάζει τα θεμέλια του κατεδαφισμένου σπιτιού καταλαβαίνουμε τι ήταν εκείνο που έκανε την Τουρκάλα να έρχεται στο κατώφλι του αφηγητή και να κάθεται με νοσταλγικό και πικραμένο ύφος: το σπίτι ήταν κάποτε της αρχοντικής οικογένειάς της και η ίδια ήταν προφανώς η κόρη του μπέη που σπάραζε όταν έφευγε. Οι πληγές απο το βίαιο ξεριζωμό φαίνεται να μην επουλώθηκαν ποτέ.


6) Σε ποια σημεία ο ποιητής είναι κριτικός και στιγματίζει τη σύγχρονή του εποχή;


Σε όλο το πεζογράφημα ο αφηγητής “βουτά” στη μνήμη του και ανασύρει εικόνες και σκηνές από το παρελθόν. Δε χάνει όμως το παρόν από μπροστά του. Συγκρίνει τους συγχρόνους του με τις προηγούμενες γενιές και τους βρίσκει ηθικά κατώτερους. Η κοινωνία και οι άνθρωποι άλλαξαν, δεν ενδιαφέρονται για το συνάνθρωπο. Ήδη οι άνθρωποι της Θεσσαλονίκης του '40 είναι πιο σκληροί κι αδιάφοροι από τους Έλληνες στα χρόνια της προσφυγιάς (“Ο σιχαμένος σπιτοκοικοκύρης μας είχε διοχετεύσει το βόθρο του σπιτιού στο βαθύ πηγάδι”). Προχωρώντας στο χρόνο, το κέρδος και τα χρήματα ανάγονται σε αξίες, το προσωπικό συμφέρον κυριαρχεί, “συμμορίες πονηρών εργολάβων” γκρεμίζουν σπίτια που είναι φορτωμένα με μνήμες και ιστορία, για να σηκώσουν πανάσχημες, φτηνές πολυκατοικίες. Ο ατομικισμός και ο ηθικός εκφυλισμός οδηγεί μέχρι τη βεβήλωση αρχαιολογικών μνημείων: “Δασκαλεμένοι εργάτες” μπαζώνουν τα ψηφιδωτά ή άλλα ευρήματα στα θεμέλια των σπιτιών, για να μην εμποδιστεί ή καθυστερήσει η ανέγερση της πολυκατοικίας και ζημιώσουν οικονομικά οι εμπλεκόμενοι της αντιπαροχής.
Η αποδοκιμασία και η οργή του αφηγητή δηλώνοναι ρητά και αποτυπώνονται φραστικά με τα κατάλληλα επίθετα ή άλλες λέξεις με αρνητική σημασία: σιχαμένος σπιτονοικοκύρης, πονηρό μυαλό, συμμορίες εργολάβων, γελοίοι, δασκαλεμένοι εργάτες, νέο εξάμβλωμα.
Η αγανάκτηση του αφηγητή δηλώνεται και με την απόφασή του να περάσει στην πράξη την επόμενη φορά : “Αν γίνει αυτό, θα παραφυλάγω νύχτα μέρα...”.


7) Στο πεζογράφημα αυτό ο πόνος του ξεριζωμού και η νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες παρουσιάζονται ως βιώματα και από τις δύο πλευρές, Τούρκους και Έλληνες. Τι χαρακτήρα δίνει στο κείμενο αυτή η προσέγγιση και ποιο είναι το μήνυμα που μεταδίδει το διήγημα;


Τα βάσανα της προσφυγιάς, το δράμα του βίαιου ξεριζωμού και της ανταλλαγής πληθυσμών δεν τα έζησαν μόνο οι Έλληνες. Με ανάλογο τρόπο, Τούρκοι της Θράκης μεταφέρθηκαν στην Τουρκία, αλλά και κάποιοι τούρκοι χριστιανοί εκδιώχτηκαν από την πατρίδα τους, αφού η ανταλλαγή έγινε με κριτήριο τη θρησκεία (και όχι τη γλώσσα, όπως αναφέρεται και στο διιήγημα). Ο καημός για τη χαμένη γη, η νοσταλγία και η λαχτάρα για ό,τι θυμίζει την πατρίδα, τους ομόφυλους και τη ράτσα του καθενός είναι συναισθήματα κοινά, πανανθρώπινα, ανεξάρτητα από εθνικότητα, και σεβαστά από όλους. Ο αφηγητής και η οικογένειά του συμπάσχουν με την Τουρκάλα και τη συμπονούν, όταν υποψιάζονται πως και η ίδια είναι θύμα ξεριζωμού και θρηνεί όσα έχασε. Η κοινή μοίρα συναδελφώνει τους παθόντες. Το μήνυμα που μεταφέρει το διήγημα είναι η ανάγκη της συντροφικότητας και της ανθρωπιάς, της γλύκας και της αλληλοστήριξης μπροστά στον ανθρώπινο πόνο. Ο κοσμοπολιτισμός επεκτείνεται στον κόσμο των συναισθημάτων. Το κείμενο δείχνει την ανάγκη για υπέρβαση εθνικιστικών προσεγγίσεων, όταν αναφερόμαστε στα πάθη των λαών και προτείνει τη μεγαθυμία και τη σύνεση ως στάση ζωής.

Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ

Γενικά γνωρίσματα της πεζογραφίας του Ιωάννου που αφορούν και τα δυο πεζογραφήματα που είναι στην ύλη των εξετάσεων

-Δημιούργησε ένα δικό του πεζογραφικό είδος, που ο ίδιος το ονόμασε «πολύπτυχο πεζογράφημα» που αποτελεί σύζευξη λογοτεχνικών ειδών (δοκίμιο, χρονικό, σχόλιο).
-Μεταπολεμική λογοτεχνία (δημοσιεύει τα έργα του στα χρονικά πλαίσια της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς αλλά οι ήρωές του βιώνουν γεγονότα των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων)
-Το προσωπικό βίωμα είναι πρώτη ύλη της πεζογραφίας του. Αντλεί το υλικό του από τα παιδικά του χρόνια, τον κόσμο της προσφυγιάς, τον πόλεμο και την κατοχή, την μεταπολεμική Ελλάδα. Τα πεζογραφήματα του Ιωάννου αποτελούν μικρογραφίες της καθημερινότητας. Μαρτυρίες, βιώματα, εντυπώσεις, περιγραφές, λεπτή παρατήρηση, σχόλιο, ανάκληση του παρελθόντος και διαπραγμάτευση του παρόντος, έκφραση της υπαρξιακής αγωνίας είναι τα κύρια στοιχεία των αφηγημάτων του
-Βιωματικός χαρακτήρας (όχι απόλυτα αυτοβιογραφιακός).Τα βιώματα συμπλέκονται με τη φαντασία, με την εμπειρία, με την μνήμη και έτσι μεταπλάθονται και μεταμορφώνονται σε μικρο-αφηγήσεις, που δεν κατατείνουν στη σύνθεση ενός νοήματος ή μιας αλήθειας για δημόσια κατανάλωση αλλά έχουν χαρακτήρα καταγραφικό, χρονογραφικό.,
- Ο Ιωάννου είναι συγγραφέας με ταξική συνείδηση, αφού το έργο του είναι «μια σπουδή στο αστικό τοπίο και τους ανθρώπινους χαρακτήρες της Ελλάδας»
-Η γενέτειρα πόλη της Θεσσαλονίκης (αφηγηματικός χώρος) αποτελεί πηγή έμπνευσης και από αυτήν αντλεί το υλικό του. Λειτουργεί συνήθως ως σκηνικό. Το εγώ του αφηγητή μειώνει την ένταση της παρουσίας της πόλης, που την αντιμετωπίζει ως πρόφαση για τις διαθέσεις και τις εξομολογήσεις του, με αποτέλεσμα η πόλη να μετατρέπεται σε χώρο υποδοχής οριακών ψυχολογικών καταστάσεων του αφηγητή. Δε διασχίζει τους χώρους της για να τους περιγράψει αλλά για να τους αξιοποιήσει ως δρομοδείκτες της μνήμης του.
-Περιπλανιέται στο χώρο και στο χρόνο της, κάτι που λειτουργεί ως ψυχική εκτόνωση, και μετατρέπει το ατομικό βίωμα σε συλλογικό.
-Η χρονική στιγμή του παρόντος ή του παρελθόντος απ΄όπου ξεκινά η αφήγηση λειτουργεί μόνο ως αφετηρία. Το παρελθόν και το παρόν συνδέονται αβίαστα, γι΄αυτό και ο χρόνος είτε στην παροντική, είτε στην ιστορική του εκδοχή, συντίθεται σύμφωνα με την προσωπική αίσθηση του αφηγητή, που συνήθως οδηγεί στο θρυμματισμό της χρονικής αλληλουχίας. Έτσι η αφήγηση οργανώνεται με τρόπο επεισοδιακό.
-Δεν υφίσταται στα έργα του κάποιο αυστηρό σχέδιο σύνθεσης. Το κατακερματισμένο υλικό και ο θρυμματισμός της αφηγηματικής αλληλουχίας απελευθερώνουν το συγγραφέα από την κυριαρχία του κεντρικού μύθου και τη δεσποτεία της πλοκής και του επιτρέπουν την ανάπλαση της πραγματικότητας, την ανασύνθεση των περιστατικών και την σκιαγράφηση των προσώπων σύμφωνα με τις ψυχικές τάσεις και τις υπαρξιακές του αναζητήσεις.
-Σε πολλά πεζογραφήματα το αφηγηματικό υλικό οργανώνεται με την τεχνική των συνειρμών. Μια αρχική παρατήρηση ανακαλεί άλλες που συνδέονται με την αρχική και μεταξύ τους.
-Επίσης σε κάποια χρησιμοποιείται η τεχνική των υπαινιγμών. Ο εξομολογητικός τόνος και το κλίμα εμπιστοσύνης που δημιουργεί στον αναγνώστη παραπλανά, γιατί μετά ο αφηγητής αποτραβιέται, σα να μετάνιωσε που είπε τόσα πολλά. Έτσι έχουμε μια συνεχή προβολή της εξομολογητικής προθυμίας που συνοδεύεται από μια ταυτόχρονη άρση της.
-Οι δυο βασικοί άξονες πάνω στους οποίους ο Ιωάννου οργανώνει το υλικό του είναι η παρατήρηση και η μνήμη. Με την παρατήρηση το αφήγημα παίρνει τη μορφή του συγκεκριμένου ενώ η μνήμη, κατάφορτη από γεγονότα και πρόσωπα είναι τόσο κυριαρχική, ώστε εύκολα το περιεχόμενό της με το συνειρμό υποκαθίσταται στην παρούσα πραγματικότητα και έτσι τα γεγονότα του παρελθόντος είναι παρόντα.
-Το αφηγηματικό υλικό οργανώνεται με την τεχνική του διασπασμένου θέματος με τρόπο «σπαραγματικό», μέσω συνειρμών ή με τρόπο ευθύγραμμο, όπου κυρίαρχο ρόλο παίζει η παρατήρηση, που οδηγεί σε μια μορφή αφήγησης του συγκεκριμένου γεγονότος.
- Η αφήγηση είναι μονοεστιακή και ο αφηγητής ομοδιηγητικός που όμως ο βαθμός συμμετοχής του στα γεγονότα ποικίλλει: άλλοτε είναι πρωταγωνιστής, παρατηρητής, θεατής, αυτόπτης μάρτυρας, κι άλλοτε απλός σχολιαστής.
- Απλότητα γραφής, χρήση καθημερινής γλώσσας, μικροπερίοδος λόγος, εξομολογητικός χαρακτήρας, χαμηλοί τόνοι, ευαισθησία και συγκίνηση είναι ορισμένα από τα γλωσσικά και υφολογικά χαρακτηριστικά της γραφής του Ιωάννου