Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΑΒΙΛΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΑΒΙΛΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

Το Μούχρωμα με εικόνες

Μια ενδιαφέρουσα παρουσίαση του ποιήματος του Λορέντζου Μαβίλη "ΜΟΥΧΡΩΜΑ"από την Ιωάννα Κουκούλη και την Ιωάννα Κυζερίδου του Α2


Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

Λορέντζος Μαβίλης "Λήθη"



Καλότυχοι οι νεκροί, που λησμονάνε

την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει

ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,

μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να 'ναι!


Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε

στης Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση·

μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει,

α στάξει γι' αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε.


Κι αν πιουν θολό νερό, ξαναθυμούνται,

διαβαίνοντας λιβάδι' απ' ασφοδίλi,

πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.


Α δεν μπορείς παρά να κλαις το δείλι,

τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν·

θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν.

Το ποίημα ξεκινά με ένα οξύμωρο σχήμα, με τον ποιητή να μακαρίζει τους νεκρούς, διότι έχουν την ευκαιρία να λησμονήσουν τις πίκρες που βίωσαν όσο ζούσαν. Ο θρήνος δεν ταιριάζει σε όσους έχουν πεθάνει, γιατί έχουν πια γλιτώσει από τα βάσανα, αλλά στους ζωντανούς που έρχονται αντιμέτωποι καθημερινά με μύριες δυσκολίες και βάσανα, χωρίς να μπορούν να τα ξεχάσουν.

Ο ποιητής μοιάζει, δηλαδή, να υιοθετεί την προσέγγιση εκείνων που αντιλαμβάνονται τον ανθρώπινο βίο ως πεδίο δοκιμασίας και πόνου, εφόσον οι άνθρωποι παγιδεύονται σ’ ένα φαύλο κύκλο επιθυμιών με συνεχείς διαψεύσεις και απογοητεύσεις, γεγονός που τους ωθεί στην απαισιόδοξη θεώρηση της ζωής. 

Ο ποιητής, μάλιστα, προσδιορίζει μια συγκεκριμένη ώρα κατά την οποία κυρίως δεν θα πρέπει να κλαίνε οι ζωντανοί για τους νεκρούς, όσο έντονος κι αν είναι ο καημός  τους. Πρόκειται για την ώρα που βραδιάζει κι οι άνθρωποι, έχοντας ολοκληρώσει τις ασχολίες της καθημερινής εργασίας, συνηθίζουν να αφήνονται στην αναπόληση και στη νοσταλγία. 

Είναι ακριβώς η ώρα κατά την οποία οι ψυχές των νεκρών διψούν και πηγαίνουν να πιούν νερό στη βρύση της λησμονιάς. Ο ποιητής ακολουθεί εδώ την αρχαιοελληνική παράδοση, σύμφωνα με την οποία στον Άδη υπήρχε πηγή με το νερό της Λήθης, απ’ το οποίο έπιναν οι ψυχές των νεκρών και ξεχνούσαν έτσι όσα σχετίζονταν με τη ζωή τους και τους ανθρώπους που άφησαν πίσω τους. Φαίνεται, μάλιστα, πως ο ποιητής θεωρεί ότι επρόκειτο για μια καθημερινή διαδικασία, με το αίσθημα της δίψας να ωθεί κάθε βράδυ τις ψυχές στη βρύση της λησμονιάς, προκειμένου να διατηρηθεί η κατάσταση της λήθης που τους απάλλασσε από τον πόνο της ανάμνησης. 

Εμφανής, επίσης, εδώ η τάση των λαϊκών και αρχαίων ελληνικών παραδόσεων να αποδίδουν στις ψυχές των νεκρών χαρακτηριστικά της επίγειας ζωής, όπως είναι για παράδειγμα το αίσθημα της δίψας και η συνήθεια να πίνουν νερό. 

Αν, επομένως, στάξει δάκρυ απ’ τους ανθρώπους που αγαπάνε, το κρυσταλλένιο, το πεντακάθαρο νερό της λησμονιάς, γίνει βούρκος και μαυρίζει, ματαιώνοντας τη διαδικασία της λήθης. Οι ζωντανοί άνθρωποι, άρα, προκαλούν αναστάτωση στις ψυχές των νεκρών αγαπημένων τους, με τη θλίψη και τα δάκρυά τους, αφού τους αρνούνται τη δυνατότητα να παραμείνουν σ’ αυτή τη γαλήνια κατάσταση λήθης που τους προφυλάσσει από την οδύνη των αναμνήσεων. 

Το θολωμένο από τα δάκρυα των ζωντανών νερό, αποτελεί αιτία για να θυμηθούν ξανά οι ψυχές των νεκρών παλιούς πόνους που βρίσκονταν μέσα τους για καιρό σε αδρανή κατάσταση, και να βιώσουν έτσι εκ νέου την πικρία της ζωής. Προσέχουμε, πάντως, πως οι μνήμες που επανέρχονται και πικραίνουν τις ψυχές, δεν είναι οι αναμνήσεις ευτυχισμένων στιγμών και η ομορφιά της ζωής, μιας και κάτι τέτοιο δεν υφίσταται σύμφωνα με την αντίληψη του ποιητή∙ ό,τι επανέρχεται στη μνήμη των νεκρών και τους πληγώνει, είναι οι πόνοι που είχαν ξεχαστεί. 
Τα λιβάδια από ασφοδίλι συνδέουν το ποίημα του Μαβίλη με την αρχαιοελληνική παράδοση, εφόσον ο ασφόδελος ήταν για τους αρχαίους Έλληνες σύμβολο του πένθους. 

Μέσα από τον ποιητικό αυτό μύθο προκύπτει η πεποίθηση του Μαβίλη πως ο θρήνος και τα δάκρυα για όσους έχουν πεθάνει, όχι μόνο δεν τους ωφελούν, αλλά το αντίθετο μάλιστα τους προξενούν πόνο, εφόσον τους εξαναγκάζουν να θυμηθούν τις πίκρες της ζωής. Η παρότρυνση του ποιητή, άρα, σε όποιον δεν μπορεί να αντέξει τη θλίψη του και ξεσπά σε δάκρυα τα βράδια, είναι να μη θρηνεί τους νεκρούς, αλλά τους ζωντανούς, οι οποίοι πραγματικά αξίζουν το θρήνο και τη συμπόνια, αφού είναι αυτοί που βιώνουν τον μεγαλύτερο πόνο. Οι ζωντανοί, σε αντίθεση με τις ψυχές των νεκρών, όχι μόνο βρίσκονται σε διαρκή οδύνη και θλίψη, δεν έχουν καν το προνόμιο της λήθης, που τόσο γενναιόδωρα παρέχεται στους πεθαμένους. Οι ζωντανοί θέλουν, μα δεν μπορούν να λησμονήσουν. 

Η χρήση του β΄ προσώπου στο πλαίσιο του ποιήματος προσφέρει ζωντάνια και κάνει περισσότερο αισθητή τη διάθεση παραίνεσης του ποιητή.  


Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016

Λορέντζος Μαβίλης «Μούχρωμα»


Ο τίτλος του ποιήματος λειτουργεί σε δύο επίπεδα· το ένα, το κυριολεκτικό,
 -κυριαρχεί το λυκόφως, κάτι ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι·
το δεύτερο, το μεταφορικό,
- οι καρδιές των ανθρώπων είναι θλιμμένες και μελαγχολικές.

Φυσάει τ’ αεράκι μ’ ανάλαφρη φόρα
και τες τριανταφυλλιές αργά σαλεύει·
στες καρδιές και στην πλάση βασιλεύει
ρόδινο σούρουπο, ώρα μυροφόρα,

χρυσή θυμητικών ονείρων ώρα,
που η ψυχή τη γαλήνη προμάντευει,
την αιώνια γαλήνη, και αγναντεύει
σα για στερνή φορά κάθε της γνώρα

αξέχαστη· ξανθές κρινοτραχήλες
αγάπες, γαλανά βασιλεμένα
μάτια ογρά και φιλιά και ανατριχίλες

και δάκρυα· πλάνα δώρα ζηλεμένα
της ζήσης, που αχνοσβιέται και τελειώνει
σαν το θαμπό γιουλί που ολοένα λιώνει.

μούχρωμα: λυκόφως, σούρουπο.
γνώρα: γνωριμία, εμπειρία.
ογρά: υγρά. 
γιουλί: μενεξελί χρώμα.



-ειδυλλιακό σκηνικό, όπου το αεράκι με το ανάλαφρο φύσημά του κάνει τις τριανταφυλλιές να κινούνται αργά. Η φύση προτάσσεται, μιας και αποτελεί βασική θεματική της επτανησιακής σχολής.   
 -κυριαρχεί το σούρουπο (χρόνος) που χρωματίζει το τοπίο με ρόδινα χρώματα, αλλά το ίδιο ισχύει και για τη ζωή που πλησιάζει στο τέλος
-μια διάθεση απολογισμού, και τους γεμίζει με θλίψη, αφού είναι αναγκασμένοι να αποχαιρετίσουν τον κόσμο και τις ομορφιές της ζωής.
 -η ψυχή αρχίζει να προαισθάνεται πως πλησιάζει ο καιρός της αιώνιας γαλήνης του θανάτου, γι΄αυτό και λειτουργεί με μια διάθεση απολογισμού
-συναισθήματα ανάμεικτα: ευχάριστα για τα χρόνια που πέρασαν, μα και δυσάρεστα για όσα πρόκειται να χαθούν για πάντα. 
-αναδρομή  σε κάθε αξέχαστη εμπειρία που βίωσε η ψυχή τα προηγούμενα χρόνια , κυρίως της νιότης, όπου τα συναισθήματα είναι έντονα
- αναμνήσεις από αγαπημένες γυναίκες
- το κλασικό πρότυπο ομορφιάς: τα ξανθά μαλλιά, τα γαλανά μάτια και η λευκότητα του δέρματος. 
 -όλες αυτές οι συνδεδεμένες με τον έρωτα εμπειρίες κάνουν τον άνθρωπο να ξεχνά πρόσκαιρα την τραγική μοίρα του θανάτου, οι οποίες γρήγορα υποχωρούν  μπροστά στην έλευση του αναπότρεπτου τέλους.