Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Άσμα ηρωικό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό...


Γιατί οι Έλληνες γονατίζουν μόνο μπροστά στους νεκρούς τους

Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
M’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
M’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί
Mοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά
Mοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά
Mοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Mόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα
Kι η απορία μαρμάρωσε...

Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Αιώνες μαύροι γύρω του
Aλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
Kι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
Aκούν με προσοχή·
Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε
Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.

Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα
Xωρίς άλλα κεριά
Kείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη·
Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα
Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο
Kι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια―
Mικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας
Mικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο
Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!
Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του-
Aπό πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πώς
Mην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή Έτσι λοιπόν η μια
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη
Kι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!
....................................................................



Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!

Ήταν γερό παιδί·
Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του
H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Nα βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα...

Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
―Φωτιά στην άνομη φωτιά!―
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!

Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2017

Μετάφραση 4ης ενότητας του Πρωταγόρα

Ενότητα 4η



ΚΕΙΜΕΝΟ 322Α-323Α
        
 ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
᾿Επειδὴ δὲ ὁ ἄνθρωπος θείας μετέσχε μοίρας,

 πρῶτον μὲν διὰ τὴν τοῦ θεοῦ συγγένειαν ζῴων   μόνον θεοὺς ἐνόμισεν,


καὶ ἐπεχείρει βωμούς τε ἱδρύεσθαι καὶ ἀγάλματα θεῶν·
ἔπειτα φωνὴν καὶ ὀνόματα ταχὺ διηρθρώσατο τῇ τέχνῃ,
 καὶ οἰκήσεις καὶ ἐσθῆτας καὶ ὑποδέσεις καὶ στρωμνὰς καὶ τὰς ἐκ γῆς τροφὰς ηὕρετο.

οὕτω δὴ παρεσκευασμένοι κατ” ἀρχὰς ἄνθρωποι ᾤκουν σποράδην,
πόλεις δὲ οὐκ ἦσαν·

ἀπώλλυντο οὖν ὑπὸ τῶν θηρίων
διὰ τὸ πανταχῇ αὐτῶν ἀσθενέστεροι εἶναι,

καὶ ἡ δημιουργικὴ τέχνη αὐτοῖς πρὸς μὲν τροφὴν ἱκανὴ βοηθὸς ἦν,
 πρὸς δὲ τὸν τῶν θηρίων πόλεμον ἐνδεής
–πολιτικὴν γὰρ τέχνην οὔπω εἶχον, ἧς μέρος πολεμική–
ἐζήτουν δὴ ἁθροίζεσθαι καὶ σῴζεσθαι κτίζοντες πόλεις·
  ὅτ”οὖν ἁθροισθεῖεν, ἠδίκουν ἀλλήλους

ἅτε οὐκ ἔχοντες τὴν πολιτικὴν τέχνην,

ὥστε πάλιν σκεδαννύμενοι διεφθείροντο.

Ζεὺς οὖν δείσας περὶ τῷ γένει ἡμῶν μὴ ἀπόλοιτο πᾶν,
῾Ερμῆν πέμπει ἄγοντα εἰς ἀνθρώπους αἰδῶ τε καὶ δίκην,
ἵν” εἶεν πόλεων κόσμοι τε καὶ δεσμοὶ φιλίας συναγωγοί.
 ἐρωτᾷ οὖν ῾Ερμῆς Δία τίνα οὖν τρόπον δοίη δίκην καὶ αἰδῶ ἀνθρώποις·

 «Πότερον ὡς αἱ τέχναι νενέμηνται, οὕτω καὶ ταύταςνείμω;
νενέμηνται δὲ ὧδε·
εἷς ἔχων ἰατρικὴν πολλοῖς ἱκανὸς ἰδιώταις, καὶ οἱ ἄλλοι δημιουργοί·

καὶ δίκην δὴ καὶ αἰδῶ οὕτω θῶ ἐν τοῖς ἀνθρώποις, ἢ ἐπὶ πάντας νείμω;»

«᾿Επὶ πάντας,» ἔφη ὁ Ζεύς, «καὶ πάντες μετεχόντων·
 οὐ γὰρ ἂν γένοιντο πόλεις, εἰ ὀλίγοι αὐτῶν μετέχοιεν ὥσπερ ἄλλων τεχνῶν·

καὶ νόμον γε θὲς παρ” ἐμοῦ τὸν μὴ δυνάμενον αἰδοῦς καὶ δίκης μετέχειν

κτείνειν ὡς νόσον πόλεως.»

οὕτω δή, ὦ Σώκρατες, καὶ διὰ ταῦτα οἵ τε ἄλλοι καὶ ᾿Αθηναῖοι,

ὅταν μὲν περὶ ἀρετῆς τεκτονικῆς ᾖ λόγος ἢ ἄλλης τινὸς δημιουργικῆς,

ὀλίγοις οἴονται μετεῖναι συμβουλῆς,
καὶ ἐάν τις ἐκτὸς ὢν τῶν ὀλίγων συμβουλεύῃ,

οὐκ ἀνέχονται, ὡς σὺ φῄς–εἰκότως, ὡς ἐγώ φημι–
 ὅταν δὲ εἰς συμβουλὴν πολιτικῆς ἀρετῆς ἴωσιν,
ἣν δεῖ διὰ δικαιοσύνης πᾶσαν ἰέναι καὶ σωφροσύνης,
 εἰκότως ἅπαντος ἀνδρὸς ἀνέχονται,
 ὡς παντὶ προσῆκον ταύτης γε μετέχειν τῆς ἀρετῆς

 ἢ μὴ εἶναι πόλεις.

αὕτη, ὦ Σώκρατες, τούτου αἰτία.


Επειδή ο άνθρωπος συμμετείχε στον θεϊκό κλήρο,
 πρώτα λοιπόν, εξαιτίας της συγγένειάς του με τον Θεό, μόνος από τα ζώα πίστεψε σε θεούς

και προσπαθούσε να φτιάχνει βωμούς και αγάλματα των θεών` 
έπειτα γρήγορα άρθρωσε λόγο και λέξεις με την τέχνη
 και βρήκε κατοικίες και ρούχα και υποδήματα και στρώματα και τις τροφές από τη γη.
   Έτσι λοιπόν, εφοδιασμένοι οι άνθρωποι στην αρχή κατοικούσανδιασκορπισμένοι, 
πόλεις όμως, δεν υπήρχαν.
Καταστρέφονταν λοιπόν, από τα θηρία,
επειδή από κάθε άποψη ήταν πιο αδύναμοι από αυτά
και οι τεχνικές γνώσεις ήταν γι’ αυτούς επαρκής βοηθός για την τροφή τους,
 για τον πόλεμο όμως με τα θηρία (ήταν) ανεπαρκής
 – γιατί δεν είχαν ακόμη την πολιτική τέχνη, της οποίας μέρος είναι η πολεμική –
επεδίωκαν λοιπόν να συγκεντρώνονται και να σώζονται κτίζοντας πόλεις`
κάθε φορά λοιπόν, που συναθροίζονταν, αδικούσαν ο ένας τον άλλον,
 επειδή δεν είχαν την πολιτική τέχνη
 με αποτέλεσμα, αφού διασκορπίζονταν, να καταστρέφονται.
  Ο Δίας λοιπόν, επειδή φοβήθηκε για το γένος μας, μη χαθεί εντελώς,
στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους τον σεβασμό και τη δικαιοσύνη,
για να υπάρξει τάξη στις πόλεις και δεσμοί που να (τις) συνδέουν με τη φιλία.
 Ρωτά λοιπόν, ο Ερμής τον Δία με ποιο τρόπο να δώσει τη δικαιοσύνη και τον σεβασμό στους ανθρώπους`
 «Ποιο από τα δύο, όπως έχουν μοιρασθεί οι τέχνες, έτσι και αυτές να μοιράσω;
Και έχουν μοιρασθεί ως εξής:
ένας που κατέχει την ιατρική επαρκεί για πολλούς απλούς πολίτες, (το ίδιο) και οι άλλοι τεχνίτες`
έτσι λοιπόν, να βάλω τη δικαιοσύνη και τον σεβασμό μέσα στους ανθρώπους ή σε όλους να (τις) μοιράσω;»
 «Σε όλους» είπε ο Δίας «και όλοι να μετέχουν σ’ αυτές`
 γιατί δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν πόλεις , αν μετέχουν λίγοι, όπως ακριβώς στις άλλες τέχνες`
 και θέσπισε νόμο από εμένα, αυτόν που δεν μπορεί να μετέχει στον σεβασμό και στη δικαιοσύνη
να τον σκοτώνουν ως αρρώστια της πόλεως.»

   Έτσι λοιπόν, Σωκράτη, και για αυτούς τους λόγους και οι άλλοι και οι Αθηναίοι,
όταν γίνεται λόγος για την οικοδομική ικανότητα ή για κάποια άλλη τεχνική (ικανότητα),
νομίζουν ότι λίγοι έχουν τη δυνατότητα να συμβουλεύουν,
και αν κάποιος που είναι έξω από τους λίγους επιχειρεί να συμβουλεύει,
δεν τον ανέχονται, όπως εσύ λες – και σωστά, όπως εγώ ισχυρίζομαι –
όταν όμως έρχονται για συμβουλές για την πολιτική αρετή,
η οποία πρέπει ολόκληρη να διέπεται από   δικαιοσύνη και φρόνηση,
εύλογα ανέχονται κάθε άνδρα,
 με την ιδέα ότι ταιριάζει στον καθένα να έχει μερίδιο σ’ αυτήν την αρετή,
αλλιώς να   μην υπάρχουν πόλεις.

Αυτή Σωκράτη είναι η αιτία αυτού του πράγματος.

Ο "ΔΑΡΕΙΟΣ" της γραφής ταξίδεψε στην Κέρκυρα

Το project του ομίλου της δημιουργικής γραφής του 2ου Λυκείου Ελευθερίου-Κορδελιού Θεσσαλονίκης που εκπονήθηκε την περσινή χρονιά παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία  στο 3ο Διεθνές Συνέδριο Δημιουργικής Γραφής  στην Κέρκυρα (6-8 Οκτωβρίου 2017) και έγινε δεκτό με ενθουσιασμό και επαινετικά σχόλια.




Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2017

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ 3ης ενότητας του Πρωταγόρα

Ενότητα 3η

Κείμενο: 321 b6 – 322a
Μετάφραση
ἅτε δὴ οὖν οὐ πάνυ τι σοφὸς ὢν ᾿Επιμηθεὺς

 ἔλαθεν αὑτὸνκαταναλώσας τὰς δυνάμεις εἰς τὰ ἄλογα·


λοιπὸν δὴ ἀκόσμητον ἔτι αὐτῷ ἦν τὸ ἀνθρώπων γένος,
 καὶ ἠπόρει ὅτι χρήσαιτο.


ἀποροῦντι δὲ αὐτῷ ἔρχεται Προμηθεὺς ἐπισκεψόμενος τὴν νομήν,


 καὶ ὁρᾷ τὰ μὲν ἄλλα ζῷα ἐμμελῶς πάντων ἔχοντα,


τὸν δὲ ἄνθρωπον γυμνόν τε καὶ ἀνυπόδητον καὶ ἄστρωτον καὶ ἄοπλον·



ἤδη δὲ καὶ ἡ εἱμαρμένη ἡμέρα παρῆν,


 ἐν ᾗ ἔδει καὶ ἄνθρωπον ἐξιέναι ἐκ γῆς εἰς φῶς.


 ἀπορίᾳ οὖν σχόμενος ὁ Προμηθεὺς

ἥντινα σωτηρίαν τῷ ἀνθρώπῳ εὕροι,

κλέπτει ῾Ηφαίστου καὶ ᾿Αθηνᾶς τὴν ἔντεχνον σοφίαν σὺν πυρί

—ἀμήχανον γὰρ ἦν ἄνευ πυρὸς αὐτὴν κτητήν τῳ ἢ χρησίμην γενέσθαι—

καὶ οὕτω δὴ δωρεῖται ἀνθρώπῳ.
τὴν μὲν οὖν περὶ τὸν βίον σοφίαν ἄνθρωπος ταύτῃ ἔσχεν,

τὴν δὲ πολιτικὴν οὐκ εἶχεν·
 ἦν γὰρ παρὰ τῷ Διί.

τῷ δὲ Προμηθεῖ εἰς μὲν τὴν ἀκρόπολιν τὴν τοῦ Διὸς οἴκησιν οὐκέτι ἐνεχώρει εἰσελθεῖν

—πρὸς δὲ καὶ αἱ Διὸς φυλακαὶ φοβεραὶ ἦσαν—
εἰς δὲ τὸ τῆς ᾿Αθηνᾶς καὶ ῾Ηφαίστου οἴκημα τὸ κοινόν,
 ἐν ᾧ  ἐφιλοτεχνείτην,
 λαθὼν εἰσέρχεται,

καὶ κλέψας τήν τε ἔμπυρον τέχνην τὴν τοῦ ῾Ηφαίστου καὶ τὴν ἄλλην τὴν τῆς ᾿Αθηνᾶς δίδωσιν ἀνθρώπῳ,
 καὶ ἐκ τούτου εὐπορία μὲν ἀνθρώπῳ τοῦ βίου γίγνεται,

Προμηθέα δὲ δι” ᾿Επιμηθέα ὕστερον, ᾗπερ
λέγεται, κλοπῆς δίκη μετῆλθεν.

ΠΗΓΗ: blogs.sch.gr/dstefanou/
Μιας και δεν ήταν και πολύ σοφός ο Επιμηθέας,

 χωρίς να το καταλάβει ξόδεψε τις δυνάμεις στα άλογα ζώα

 του έμεινε λοιπόν αφρόντιστο το ανθρώπινο γένος
και δεν ήξερε τι να κάνει.

Ενώ βρισκόταν σε αδιέξοδο έρχεται ο Προμηθέας  για να εξετάσει τη μοιρασιά,

και βλέπει από τη μια ότι τα άλλα ζώα είναι κατάλληλα εφοδιασμένα σε όλα,

 ενώ ο άνθρωπος ήταν γυμνός και χωρίς υποδήματα και  στρώμα και όπλα

και ήδη είχε έρθει η καθορισμένη από τη μοίρα μέρα,

κατά την οποία έπρεπε και ο άνθρωπος να βγει από τη γη στο φως.

Καθώς ήταν λοιπόν σε αδιέξοδο ο Προμηθέας

ποια σωτηρία να βρει για τον άνθρωπο, 

κλέβει  την τεχνική ικανότητα του Ηφαίστου και της Αθηνάς και μαζί τη φωτιά

―γιατί ήταν αδύνατο να αποκτήσει κανείς ή να χρησιμοποιήσει την ικανότητα αυτή χωρίς φωτιά―

και έτσι  τη δωρίζει στον άνθρωπο.
Έτσι λοιπόν απέκτησε ο άνθρωπος τη σοφία  για τη ζωή του,
την πολιτική όμως ικανότητα δεν την είχε·
γιατί αυτή ήταν κοντά στο Δια.

Κι ο Προμηθέας δεν ήταν  πια δυνατό  να μπει μέσα στην ακρόπολη, στην κατοικία  του Δία·
επιπλέον  και οι φρουροί του Δία ήταν φοβεροί·
στην  κοινή  όμως κατοικία της Αθηνάς και του Ηφαίστου,
όπου οι δυο τους ασκούσαν  τις τέχνες τους,
 μπαίνει κρυφά,
 και αφού έκλεψε  την  τέχνη με φωτιά του Ηφαίστου και την  άλλη  της Αθηνάς και τις δίνει στον άνθρωπο·
και απ” αυτό εξασφαλίζεται για τον  άνθρωπο πλούσια  μέσα για τη ζωή του,
ο Προμηθεύς όμως εξ αιτίας του Επιμηθέa κατηγορήθηκε ύστερα, όπως λένε, για κλοπή.



Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2017

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ 2ης ενότητας του Πρωταγόρα

        ENOTHTA 2η
Κείμενο: 320d – 321b5
Μετάφραση
 ῏Ην γάρ ποτε χρόνος ὅτε θεοὶ μὲν ἦσαν, θνητὰ δὲ γένη οὐκ ἦν.


 ἐπειδὴ δὲ καὶ τούτοις χρόνος ἦλθεν εἱμαρμένος γενέσεως,

τυποῦσιν αὐτὰ θεοὶ γῆς ἔνδον ἐκ γῆς
καὶ πυρὸς μείξαντες καὶ τῶν ὅσα πυρὶ καὶ γῇ κεράννυται.


ἐπειδὴ δ” ἄγειν αὐτὰ πρὸς φῶς ἔμελλον,


προσέταξαν Προμηθεῖ καὶ᾿Επιμηθεῖ κοσμῆσαί τε καὶ νεῖμαι δυνάμεις ἑκάστοις ὡς πρέπει.

Προμηθέα δὲ παραιτεῖται ᾿Επιμηθεὺς αὐτὸς νεῖμαι,
“Νείμαντος δέ μου,” ἔφη, “ἐπίσκεψαι·” καὶ
οὕτω πείσας νέμει.

νέμων δὲ τοῖς μὲν ἰσχὺν ἄνευ τάχους προσῆπτεν,
τοὺς δ” ἀσθενεστέρους τάχει ἐκόσμει·
τοὺς δὲ ὥπλιζε,
τοῖς δ” ἄοπλον διδοὺς φύσιν ἄλλην τιν” αὐτοῖς ἐμηχανᾶτο δύναμιν εἰς σωτηρίαν.

 ἃ μὲν γὰρ αὐτῶν σμικρότητι ἤμπισχεν,

πτηνὸν φυγὴν ἢ κατάγειον οἴκησιν ἔνεμεν·

 ἃ δὲ ηὖξε μεγέθει, τῷδε  αὐτῷ αὐτὰ ἔσῳζεν·
 καὶ τἆλλα οὕτως ἐπανισῶν ἔνεμεν.

ταῦτα δὲ ἐμηχανᾶτο εὐλάβειαν ἔχων μή τι γένος ἀϊστωθείη·

ἐπειδὴ δὲ αὐτοῖς ἀλληλοφθοριῶν διαφυγὰς ἐπήρκεσε,
πρὸς τὰς ἐκ Διὸς ὥρας εὐμάρειαν ἐμηχανᾶτο

 ἀμφιεννὺς αὐτὰ πυκναῖςτε θριξὶν καὶ στερεοῖς δέρμασιν,
ἱκανοῖς μὲν ἀμῦναι χειμῶνα,

δυνατοῖς δὲ καὶ καύματα,

 καὶ εἰς εὐνὰς ἰοῦσιν
ὅπως ὑπάρχοι τὰ αὐτὰ ταῦτα στρωμνὴ οἰκεία τε καὶ αὐτοφυὴς ἑκάστῳ·
 καὶ ὑποδῶν τὰ μὲν ὁπλαῖς, τὰ δὲ [θριξὶν καὶ] δέρμασιν στερεοῖςκαὶ ἀναίμοις.

τοὐντεῦθεν τροφὰς ἄλλοις ἄλλας ἐξεπόριζεν,
τοῖς μὲν ἐκ γῆς βοτάνην,
ἄλλοις δὲ δένδρων καρπούς,
 τοῖς δὲ ῥίζας·
 ἔστι δ” οἷς ἔδωκεν εἶναι τροφὴν ζῴων ἄλλων βοράν·
 καὶ τοῖς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε,

τοῖς δ” ἀναλισκομένοις ὑπὸ τούτων πολυγονίαν,
 σωτηρίαν τῷ γένει πορίζων.
Υπήρχε κάποτε μια εποχή, όταν υπήρχαν θεοί, δεν υπήρχαν όμως θνητά όμως όντα.
 Όταν ήρθε και γι’ αυτά ο καθορισμένος από τη μοίρα χρόνος για να γεννηθούν,

τα πλάθουν αυτά οι θεοί μέσα στη γη 
αφού τα ανέμειξαν με χώμα και νερό και με όσα ανακατεύονται με γη και φωτιά.
Όταν επρόκειτο να τα οδηγήσουν αυτά στο φως,
 έδωσαν εντολή  στον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τα στολίσουν και να μοιράσουν στο καθένα ικανότητες όπως πρέπει.
Ο Επιμηθέας ζητά ως χάρη από τον Προμηθέα ο ίδιος να κάνει τη μοιρασιά,
 «όταν εγώ μοιράσω», είπε, «εξέτασε».
 Και έτσι αφού τον έπεισε, κάνει τη μοιρασιά.
 Καθώς μοίραζε, σε άλλα έδινε δύναμη χωρίς ταχύτητα,
 τα πιο αδύναμα με ταχύτητα εφοδίαζε·
 σε άλλα έδινε όπλα,
ενώ σε άλλα επειδή έδινε άοπλη φύση, κάποια άλλη δυνατότητα σωτηρίας επινοούσε.
Όσα δηλαδή από αυτά περιέβαλλε με μικρό σώμα,
μοίραζε φυγή πουλιού ή υπόγεια κατοικία·
σε όσα έδινε μεγάλο σώμα με αυτό το ίδιο τα έσωζε
·  έτσι μοίραζε και τις άλλες ιδιότητες ισορροπώντας τις μ” αυτό τον τρόπο.
Αυτά τα επινοούσε,  επειδή πρόσεχε μήπως κάποιο είδος αφανιστεί. 

Επειδή τους παρείχε αρκετά μέσα αποφυγής της αλληλοεξόντωσης,
 μηχανευόταν μέσα προσαρμογής απέναντι στις αλλαγές του καιρού που προκαλούνται από τον Δία,
 ντύνοντας τα με πυκνές τρίχες και στερεά δέρματα,
ικανά από τη μια να αντιμετωπίσουν τον χειμώνα,
ενώ από τη άλλη κατάλληλα και στις ζέστες,
 κι ακόμη, όταν πάνε στη φωλιά τους,
 τα ίδια αυτά να τους είναι στρώμα  δικό τους και φυσικό του στο καθένα,
 και δένοντας τα πόδια τους άλλα με οπλές, κι άλλα [με τρίχωμα και] με δέρματα στερεά και χωρίς αίμα.
Ύστερα απ” αυτό τους προμήθευε τροφές σε άλλα άλλες,
σε άλλα χορτάρι από τη γη,
σε άλλα καρπούς δέντρων,
και σε άλλα ρίζες·
σε μερικά έδωσε  τροφή τους να είναι η βορά άλλων ζώων
 σ” αυτά όμως τα ζώα έδωσε  την ιδιότητα να γεννούν λίγους απογόνους,
 ενώ σε κείνα που τρώγονταν απ” αυτά, έδωσε την μεγάλη γονιμότητα,
επινοώντας έτσι σωτηρία για το γένος τους.

ΠΗΓΗ: blogs.sch.gr/dstefanou/