ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΡ. ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ (1852-1942)
Ο μοναχογιός της γρια-Καλής
Όλοι
εμακάριζαν την κυρα-Καλή για το μοναχογιό της.
“Να σου
ζήσει, κερά. Προκομμένο παιδί!”.
“Ναι, καλός
βγήκε”, έλεγε μετριοφρόνως με τα χείλη της. Με το μάτι της όμως έλεγε: “Αυτός
είναι κι άλλος δεν είναι!...”.
Παστρική-παστρική
και νοικοκυρεμένη πάντα η γρια-Καλή έβγαινε στην πορτίτσα της μεσημέρι και
απόβραδο, για ν' αγναντέψει τον μονάκριβο που θα πρόβαινε απ' την πέραν άκρη
της γωνιάς του δρόμου.
Μια μέρα ο
γιος της τής είπε πως θα μπει στη δούλεψη ενός πλούσιου και σημαντικού Αγά.
Η γριά
ξεροκατάπιε και δε μίλησε. Πέρασε κάμποσος καιρός και της λέει πάλι μια μέρα:
“Μάνα, να στείλεις να φέρεις σπίτι την
ξαδέρφη να σου κάνει συντροφιά, γιατί εγώ θα λείψω για λίγον καιρό· θα πάω με
τον Αγά στην Πόλη”.
“Αφού το θέλει το νιτερέσο1 σου,
να πας, παιδί μου, με την ευχή μου. Εγώ δε θέλω συντροφιά. Είμαι γερή ακόμα κι
έχω και τους γειτόνους που μ' αγαπούνε όλοι. Αν τύχει -ο Θεός να μην το δώσει-
κι αρρωστήσω, τότε φωνάζω ή την ανιψιά μου, που είπες, ή καμιάν άλλη. Δε θα
χαλάσει ο κόσμος!”.
“Να μη λυπηθείς, μάνα· θα γυρίσω γρήγορα”.
“Μπα, γιατί να λυπηθώ; Αφού φεύγεις για το
καλό σου και με τόσην ευχαρίστηση!...”.
Μόλις ο γιος της βγήκε έξω, αυτή γονάτισε στα
εικονίσματα κι έχυσε πολλά δάκρυα.
Ο καιρός
περνούσε. Λάβαινε τακτικά γράμματα απ' το γιο της και χρήματα και δώρα. Μα όπως
τα λάβαινε έτσι και τ' άφηνε. Τι ναν τα κάμει τα χαρίσματα σαν έλειπε
κείνος;...
Στο
τελευταίο του γράμμα τής έγραφε:
“Εγώ, μάνα
μου, είναι καιρός τώρα που 'φυγα απ' τη δούλεψη του Αγά. Κάνω δουλειές δικές
μου. Απόχτησα πολλά. Κάθομαι σε μεγάλο σπίτι· έχω δούλους και δούλες και νιώθω
πως είναι ντροπή η μάνα μου να κάθεται σε μια χαμοκέλα2 καταμονάχη.
Να 'ρθεις κοντά μου. Άμα τ' αποφασίσεις, να μου το γράψεις, κι εγώ θα στείλω
ανθρώπους να σε πάρουν και να σε προσέχουν σαν τα μάτια τους”.
Το σκέφτηκ'
έτσι, το σκέφτηκε αλλιώς η γριά... Στα τελευταία είπε:
“Ας πάω για λίγο. Έτσι ελπίζω στο Θεό πως θα τον καταφέρω να γυρίσομε μαζί.
Τι ωφελεί το βιός σε ξένο μέρος!... Αν γυρίσει στον τόπο μας πλούσιος και
τιμημένος, κι εγώ θα πεθάνω ευχαριστημένη κι αυτουνού θα βουίξει τ' όνομά του
και θα σκάσουν οι κρυφοί οχτροί μας· γιατί στα φανερά δεν έχομε κανέναν.
Προσκυνάω κιόλας και στην Αγια-Σοφιά, κι ας την έχουνε κι οι Τούρκοι...”.
Έφτασ' η γριά στην Πόλη. Ο γιος της δεν ήξερε πια τι να της πρωτοκάμει. Χωμένη
σ' ένα μαλακό καναπέ, τυλιγμένη με μια πλούσια σαμουρόγουνα3, είχε
και του πουλιού το γάλα. Μα τη βασάνιζε μια υποψία, μια κρυφή τρομάρα είχε στην
καρδιά. Ό,τι έβλεπε γύρω της ήταν Τούρκικο... Ρωτούσε με τρόπο και όλοι έστεκαν
σα μουδιασμένοι· όλο και μασούσαν τα λόγια τους. Σαν να φοβόντουσαν να πουν την
αλήθεια, σα να τους είχαν πει: “προσέξτε γιατί αλίμονό σας!...”.
Το πήρε πια
απόφαση. Έτρωγε, έπινε, κοιμότανε και περίμενε πότε θα 'ρθει η ώρα της να
κλείσει τα μάτια της για πάντα.
“Ένα
παράπονο έχω, μάνα” της λέει ο γιος της μια μέρα. Ποτέ δε σε είδα να γελάσεις”.
“Μπα, μετά
χαράς σου, ακούς; Γιατί να μη γελάσω, παιδί μου, που σε βλέπω έτσι
ευχαριστημένον!”. Και σούφρωσε τα μάγουλά της, τάχατες πως χαμογελούσε.
Μια μέρα της
λέει καταχαρούμενος:
“Αύριο, μάνα
μου, θα μου γίνει ένα μεγάλο καλό. Τι θες από μένα; Πες και θα γίνει”.
“Να πάμε
στον τόπο μας· να πάμε στην Αθήνα. Καλή 'ναι κι η Πόλη, δε σου λέω, μα και το
Ροδακιό, που εκεί γεννήθηκα, παντρεύτηκα, σ' ανάστησα...”.
“Καλά,
καλά... Σύχασε, θα 'ρθει η μέρα που θα φύγομε. Τώρα δεν μπορώ ακόμα να
ξεκάμω... Θέλεις τη ζημιά μου;”.
“Μπα, Θεός
να φυλάξει. Καλά 'μαι κι εδώ”.
Ξημέρωσε κι
η αυρινή. Μεγάλη φασαρία στο σπίτι. Κοντά το μεσημέρι, σαν μια βουή ακούστηκε
από μακριά... Οι δούλοι μπαινοβγαίνουν τώρα, τρέχουν, πέφτει ο ένας απάνω στον
άλλον απ' την πολλή την προθυμία.
Τη γριά την
έζωσαν τα φίδια.
Τώρα η βουή
ακούεται κάτω απ' τα παραθύρια των.
Μια σκλάβα
δε βάσταξε. Τρέχει και γονατίζει μπρος στη γριά.
“Σήκω, Κερά μου, πρόβαλ' απ' το παραθύρι να
ιδείς τον αφέντη, το γιο σου, που τον φέρνει κόσμος και ντουνιάς. Εγίνηκε Π α σ
ά ς !...”.
Και η γριά, κουνώντας το κεφάλι της, με πικρό
χαμόγελο, και σα ν' άκουσε κάτι που το περίμενε:
“Τι να σηκωθώ, καημένη, να ιδώ; Μήπως μου τον
φέρνουν Δ ε σ π ό τ η;...”. Κι έκρυψε το πρόσωπό της μες στα χέρια της από ντροπή
και λύπη.
(Ο
τρελός της Αθήνας και άλλα διηγήματα, Αθήνα, Στιγμή, 1987)
1.Νιτερέσο=(λαϊκότρ.)
συμφέρον
2.Χαμοκέλα=
χαμηλό, άθλιο φτωχόσπιτο ή δωμάτιο.
3.Σαμουρόγουνα=γούνα από δέρμα νυφίτσας
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Α 1. Να
αναφέρετε τα βασικά πρόσωπα της ιστορίας. (8 μονάδες)
Α 2. Να
προσδιορίσετε τους δυο (2) τόπους στους οποίους διαδραματίζεται η ιστορία. (8
μονάδες)
Α 3. Να περιγράψετε το σπίτι του γιου και τη ζωή
της μάνας σε αυτό.
(9
μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ:25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Β 1.
Να περιγράψετε σε μία παράγραφο τη σχέση της ηρωίδας με το γιο της.
(10 μονάδες)
Β 2. Γιατί,
κατά τη γνώμη σας, η ηρωίδα δεν αποκαλύπτει στο γιο της τα αισθήματά της; Να
απαντήσετε λαμβάνοντας υπόψη το στερεότυπο της μάνας που εκπροσωπεί η κυρά-Καλή.
(15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Γ. Να αφηγηθείτε το απόσπασμα «Μάνα, να στείλεις
να φέρεις… πολλά δάκρυα» από την οπτική γωνία της μητέρας (το απόσπασμα
είναι με πλάγια γραφή στο κείμενο).
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Δ 1 . Να σχολιάσετε το τελευταίο απόσπασμα του κειμένου «Σήκω, Κερά μου… από ντροπή και λύπη» (το απόσπασμα είναι με πλάγια γραφή στο κείμενο).
(
10 μονάδες)
Δ 2. Σε μια παράγραφο να καταγράψετε τις απόψεις σας για πώς αντιδρούν οι γονείς
σήμερα, όταν διαψεύδονται οι προσδοκίες τους για το μέλλον των παιδιών τους.
(15 μονάδες)
ΣΥΝΟΛΟ: 25 ΜΟΝΑΔΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου