Καλότυχοι οι νεκροί, που λησμονάνε την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει, μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να 'ναι! Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε στης Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση· μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει, α στάξει γι' αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε. Κι αν πιουν θολό νερό, ξαναθυμούνται, διαβαίνοντας λιβάδι' απ' ασφοδίλi, πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται. Α δεν μπορείς παρά να κλαις το δείλι, τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν· θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν. |
Το ποίημα ξεκινά με ένα οξύμωρο σχήμα, με τον ποιητή να μακαρίζει τους νεκρούς, διότι έχουν την ευκαιρία να λησμονήσουν τις πίκρες που βίωσαν όσο ζούσαν. Ο θρήνος δεν ταιριάζει σε όσους έχουν πεθάνει, γιατί έχουν πια γλιτώσει από τα βάσανα, αλλά στους ζωντανούς που έρχονται αντιμέτωποι καθημερινά με μύριες δυσκολίες και βάσανα, χωρίς να μπορούν να τα ξεχάσουν.
Ο ποιητής μοιάζει, δηλαδή, να υιοθετεί την προσέγγιση εκείνων που
αντιλαμβάνονται τον ανθρώπινο βίο ως πεδίο δοκιμασίας και πόνου, εφόσον οι
άνθρωποι παγιδεύονται σ’ ένα φαύλο κύκλο επιθυμιών με συνεχείς διαψεύσεις και
απογοητεύσεις, γεγονός που τους ωθεί στην απαισιόδοξη θεώρηση της ζωής.
Ο ποιητής, μάλιστα, προσδιορίζει μια συγκεκριμένη ώρα κατά την οποία
κυρίως δεν θα πρέπει να κλαίνε οι ζωντανοί για τους νεκρούς, όσο έντονος κι αν είναι
ο καημός τους. Πρόκειται για την ώρα που
βραδιάζει κι οι άνθρωποι, έχοντας ολοκληρώσει τις ασχολίες της καθημερινής
εργασίας, συνηθίζουν να αφήνονται στην αναπόληση και στη νοσταλγία.
Είναι ακριβώς η ώρα κατά την οποία οι ψυχές των νεκρών διψούν και
πηγαίνουν να πιούν νερό στη βρύση της λησμονιάς. Ο ποιητής ακολουθεί εδώ την
αρχαιοελληνική παράδοση, σύμφωνα με την οποία στον Άδη υπήρχε πηγή με το νερό
της Λήθης, απ’ το οποίο έπιναν οι ψυχές των νεκρών και ξεχνούσαν έτσι όσα
σχετίζονταν με τη ζωή τους και τους ανθρώπους που άφησαν πίσω τους. Φαίνεται,
μάλιστα, πως ο ποιητής θεωρεί ότι επρόκειτο για μια καθημερινή διαδικασία, με
το αίσθημα της δίψας να ωθεί κάθε βράδυ τις ψυχές στη βρύση της λησμονιάς,
προκειμένου να διατηρηθεί η κατάσταση της λήθης που τους απάλλασσε από τον πόνο
της ανάμνησης.
Εμφανής, επίσης, εδώ η τάση των λαϊκών και αρχαίων ελληνικών παραδόσεων
να αποδίδουν στις ψυχές των νεκρών χαρακτηριστικά της επίγειας ζωής, όπως είναι
για παράδειγμα το αίσθημα της δίψας και η συνήθεια να πίνουν νερό.
Αν, επομένως, στάξει δάκρυ απ’ τους ανθρώπους που αγαπάνε, το
κρυσταλλένιο, το πεντακάθαρο νερό της λησμονιάς, γίνει βούρκος και μαυρίζει,
ματαιώνοντας τη διαδικασία της λήθης. Οι ζωντανοί άνθρωποι, άρα, προκαλούν
αναστάτωση στις ψυχές των νεκρών αγαπημένων τους, με τη θλίψη και τα δάκρυά
τους, αφού τους αρνούνται τη δυνατότητα να παραμείνουν σ’ αυτή τη γαλήνια
κατάσταση λήθης που τους προφυλάσσει από την οδύνη των αναμνήσεων.
Το θολωμένο από τα δάκρυα των ζωντανών νερό, αποτελεί αιτία για να
θυμηθούν ξανά οι ψυχές των νεκρών παλιούς πόνους που βρίσκονταν μέσα τους για
καιρό σε αδρανή κατάσταση, και να βιώσουν έτσι εκ νέου την πικρία της ζωής.
Προσέχουμε, πάντως, πως οι μνήμες που επανέρχονται και πικραίνουν τις ψυχές,
δεν είναι οι αναμνήσεις ευτυχισμένων στιγμών και η ομορφιά της ζωής, μιας και
κάτι τέτοιο δεν υφίσταται σύμφωνα με την αντίληψη του ποιητή∙ ό,τι επανέρχεται
στη μνήμη των νεκρών και τους πληγώνει, είναι οι πόνοι που είχαν ξεχαστεί.
Τα λιβάδια από ασφοδίλι συνδέουν το ποίημα του Μαβίλη με την
αρχαιοελληνική παράδοση, εφόσον ο ασφόδελος ήταν για τους αρχαίους Έλληνες
σύμβολο του πένθους.
Μέσα από τον ποιητικό αυτό μύθο προκύπτει η πεποίθηση του Μαβίλη πως ο
θρήνος και τα δάκρυα για όσους έχουν πεθάνει, όχι μόνο δεν τους ωφελούν, αλλά
το αντίθετο μάλιστα τους προξενούν πόνο, εφόσον τους εξαναγκάζουν να θυμηθούν
τις πίκρες της ζωής. Η παρότρυνση του ποιητή, άρα, σε όποιον δεν μπορεί να
αντέξει τη θλίψη του και ξεσπά σε δάκρυα τα βράδια, είναι να μη θρηνεί τους
νεκρούς, αλλά τους ζωντανούς, οι οποίοι πραγματικά αξίζουν το θρήνο και τη
συμπόνια, αφού είναι αυτοί που βιώνουν τον μεγαλύτερο πόνο. Οι ζωντανοί, σε
αντίθεση με τις ψυχές των νεκρών, όχι μόνο βρίσκονται σε διαρκή οδύνη και
θλίψη, δεν έχουν καν το προνόμιο της λήθης, που τόσο γενναιόδωρα παρέχεται
στους πεθαμένους. Οι ζωντανοί θέλουν, μα δεν μπορούν να λησμονήσουν.
Η χρήση του β΄ προσώπου στο πλαίσιο του ποιήματος προσφέρει ζωντάνια και
κάνει περισσότερο αισθητή τη διάθεση παραίνεσης του ποιητή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου