Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2021

Παναγιώτης Ρίζος, «Ικετηρία»

 

Την είχε αφήσει γυρτή, φοβήθηκε τον παλιόκαιρο, αλλιώς θα την άφηνε ορθάνοιχτη, την πόρτα του μικρού ναού της Παναγιάς της Γοργόνας πάνω στο βράχο, σχεδόν μέσα στη θάλασσα. Είχε ανάψει και τα καντήλια όλα να φέγγει, να βλέπουν οι άλλοι το φως, να παίρνουν κουράγιο, να βάζουν πορεία. Το ρεύμα είχε κοπεί από νωρίς εκείνη τη μέρα απ’ τις αστραπές και τον παλιόκαιρο. Ήξερε, εκείνη η νύχτα θα ήταν δύσκολη, άνεμος και βροχή. Τρεις τέσσερις πλαστικές καρέκλες του καφενείου του Λέκκα, που ξεχάστηκαν έξω, χτυπιόντουσαν με μανία πάνω στους τοίχους και πάνω στον κορμό της γέρικης ελιάς της πλατείας, ανυπεράσπιστες.

Είχε αφήσει και μέσα απ’ το παγκάρι καμιά δεκαριά κουβέρτες, μάλλινες, ό,τι βρήκε στης αδελφής του και ό,τι είχε η παπαδιά, και νερό, τσάι ζεστό σε τέσσερα θερμός, πλαστικά κι ένα μπουκάλι οινόπνευμα να κάνουν καμιά εντριβή να συνέλθουν.

 Αποτέλεσμα εικόνας για ικετηρια

 Ήξερε ότι θα ΄ρχόντουσαν , μπορεί να έπεφταν κατά δω με τέτοιο καιρό, αν γλίτωναν, θα τους ξέβραζαν τα ρεύματα δίπλα στον βράχο της εκκλησίας, κι αν κατάφερναν να σκαρφαλώσουν απ’ τα βράχια, θα έπεφταν μπροστά σχεδόν στην πόρτα, στο υπέρθυρο του ναού, σαν ικέτες από παλιά. Ο ναός έπρεπε να είναι ανοιχτός, το ΄πε και στον επίτροπο τον μπαρμπά-Μιχάλη τον Λαδίκα. Θα την αφήσω ανοιχτή την πόρτα του, είπε, είναι κακός ο καιρός, μη χαθεί κανείς, μη φοβηθεί απ’ το νερό, να μπει μέσα, να βρει μια πόρτα ανοιχτή να γλιτώσει, ποιος να κυκλοφορήσει τέτοια ώρα, παπά μου, δεν ξέρεις, ας την αφήσουμε ανοιχτή, μην την κλείσεις, ας μπει λίγο νερό, δεν θα πειράξει, ήξερε ότι θα ΄ρθουν, απλώς του΄φερνε αντιρρήσεις για την κουβέντα.

 Το βράδυ δεν κοιμήθηκε, στριφογύρναγε στο στρώμα κι ανησυχούσε την παπαδιά, μήπως ήταν απ’ τη δύσπνοια που τον ταλαιπωρούσε χρόνια, να φέρει το Aerolin, να βάλει τα επιρρίνια με το οξυγόνο, δεν έχω τίποτα, το φαΐ το βράδυ θα μου ΄πεσε βαρύ, κοιμήσου. Στο τέλος στάθηκε ακίνητος για να κοιμηθεί κι εκείνη, τι έφταιγε όλη μέρα κάθε μέρα τόσα χρόνια να τον υπηρετεί και να τον κουμαντάρει.

Ακόμη δεν είχε φέξει, σηκώθηκε, πλύθηκε, φόρεσε τα χοντρά μυωπικά γυαλιά, έβαλε το καλυμμαύχι του, φόρεσε και τη χοντρή του πατατούκα, έκανε να πάρει την ομπρέλα, την άφησε με τον αέρα που είχε, ο καιρός δεν έλεγε να σταματήσει, έκανε και τρεις εισπνοές από το κάθε ρουθούνι με το Aerolin, το ΄βαλε στην τσέπη της πατατούκας, πήρε τον δρόμο για τον ναό. Την είδε πέρα σφηνωμένη στα βράχια, μια μαύρη πλαστική βάρκα πλημμυρισμένη με νερά, μισή στο νερό, ίσα που τη διέκρινε πεταμένα γύρω γύρω κακήν κακώς σωσίβια, ρούχα, παπούτσια και μαύρες σαμπρέλες, και στα σκαλιά είδε πάλι απομεινάρια από σωσίβια και πλαστικά μπουκάλια-ήρθαν, είπε, άνοιξε την πόρτα του ναού, τους είδε που ήταν τυλιγμένοι με τις κουβέρτες, πέντε άντρες και οκτώ γυναίκες με έξι παιδιά μαζί τους, οι γυναίκες, πίσω πίσω και οι άντρες μπροστά ένα γύρω απ’ την Πύλη, έκλαιγαν, κι άλλοι είχαν κλειστά τα μάτια σαν να προσεύχονταν. Οι γυναίκες είχαν κάνει σαν ένα κύκλο γύρω από τρεις νέες κοπέλες και τις χάιδευαν και έκλαιγαν μαζί τους και τις έτριβαν τα χέρια.

Είχα βρει το τσάι, μύριζε ολόκληρη η εκκλησία, είχαν ανάψει και κεριά, στο παγκάρι βρήκε και ψιλά και ένα χαρτονόμισμα των είκοσι.

Δε μίλησε. Μπήκε μέσα στο ιερό, ετοιμάστηκε, έβγαλε το Ευαγγέλιο, το ασπάστηκε, ντύθηκε την κυριακάτικη επίσημη αμφίεση, άναψε τα καντήλια και βγήκε στην Ωραία Πύλη του Παραδείσου να λειτουργήσει για το κατευόδιο των ψυχών.

Πάντων ημών, νυν και αεί…

Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2016

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

1.       Προσδιορίστε τον τόπο και τον χρόνο που διαδραματίζεται το διήγημα.

2.    Ποιο είναι το κεντρικό πρόσωπο και ποιες πράξεις και σκέψεις του αναδεικνύουν τον χαρακτήρα του;

3.   Ποιο θεωρείτε πως είναι το πιο «δυνατό» σημείο του κειμένου; Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας.

4.   Να εντοπίσετε τα σημεία του διηγήματος που χρησιμοποιείται διάλογος και να αιτιολογήσετε τη λειτουργία του.

5.    Η επιλογή του τριτοπρόσωπου αφηγητή θεωρείτε πως είναι αρετή ή μειονέκτημα στο διήγημα;

6. Η αγωνία, το κοφτό, λιτό και συνάμα λαχανιαστό ύφος είναι βασικά χαρακτηριστικά του διηγήματος. Ποιες γλωσσικές και εκφραστικές επιλογές το υπηρετούν;

7.    Πως διαχειρίζεται τον αφηγηματικό χρόνο ο συγγραφέας;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου