ΗΣΙΟΔΟΥ «ΘΕΟΓΟΝΙΑ» στίχοι 507-570
Κι ο Ιαπετός πήρε την κόρη, την Ωκεανίδα με
τους όμορφους αστραγάλους, την Κλιμένη και μαζί της ανέβηκε στο ίδιο κρεβάτι.
Κι αυτή του γέννησε τον Άτλαντα, γιό με ατρόμητη ψυχή. Και γέννησε και τον
υπερφίαλο Μενοίτιο, τον εύστροφο και επινοητικό Προμηθέα, και τον μπερδεμένο
Επιμηθέα, που έκανε απ’ την αρχή μεγάλο κακό στους άνδρες που τρέφονται με
ψωμί. Γιατί πρώτος δέχτηκε την παρθένα γυναίκα που έπλασε ο Δίας. Τον αυθάδη
Μενοίτιο ο Δίας που τα βλέπει όλα, τον γκρέμισε στο Έρεβος, χτυπώντας τον με
τον κεραυνό που βγάζει καπνούς, για την ασέβειά και την υπεροπτική δύναμή του.
Ο Άτλας υποχρεώθηκε από μεγάλη ανάγκη να κρατά τον πλατύ ουρανό, στα πέρατα της
γης, μπροστά στις Εσπερίδες με την καθάρια φωνή, όρθιος, με το κεφάλι του και
με τ’ ακούραστα χέρια του. Γιατί αυτή τη μοίρα του όρισε ο σοφός Ζευς. Τον
Προμηθέα με τις πολλές ιδέες, τον έδεσε με άλυτα και βασανιστικά δεσμά
τυλίγοντας κολώνα στη μέση και ξεσηκώνοντας εναντίον του αετό με μακριά φτερά.
Κι αυτός του έτρωγε το αθάνατο συκώτι, αλλ’ αυτό ξαναγινόταν το ίδιο τη νύχτα,
όσο είχε φάει τη μέρα το όρνιο με τα μακριά φτερά. Κι αυτό το σκότωσε ο
Ηρακλής, ο γενναίος γιός της ομορφοστράγαλης Αλκμήνης, και λύτρωσε απ’ τη
φρικτή αυτή αρρώστια τον γιό του Ιαπετού και τον λευτέρωσε απ’ το μαρτύριο, μα
όχι χωρίς τη θέληση του Ολύμπιου Δία, που βασιλεύει ψηλά, γιατί ήθελε να
δοξαστεί περισσότερο από πριν ο Θηβογεννημένος Ηρακλής, πάνω στην πολυθρέφτα
γη. Με τέτοια φροντίδα τίμησε τον δοξασμένο γιό του και παρά την οργή του
σταμάτησε την πίκρα που είχε πριν επειδή συναγωνιζόταν (ο Προμηθέας) τον
παντοδύναμο γιό του Κρόνου. Γιατί τότε που θεοί και θνητοί άνθρωποι, στη Μηκώνη
τακτοποιούσαν τις σχέσεις μεταξύ τους, τότε (ο Προμηθέας) μοίρασε ένα
μεγαλόσωμο βόδι με χαρά, θέλοντας να ξεγελάσει την κρίση του Δία. Στο μεν ένα
έβαλε τα παχιά εντόσθια και τα κρέατα μέσα στο λίπος και τα σκέπασε με την
κοιλιά του βοδιού. Στο άλλο τοποθέτησε με μεγάλη πονηριά τα άσπρα κόκαλα του
βοδιού και τα ακούμπησε κάτω αφού τα σκέπασε με λευκό λίπος. Τότε λοιπόν ο
πατέρας θεών και ανθρώπων του είπε: Γιέ του Ιαπετού φίλε πιο δοξασμένε απ’
όλους τους άρχοντες, χώρισες τις μερίδες πολύ μεροληπτικά. Έτσι είπε
περιπαίζοντάς τον ο Δίας με τη σκέψη που δε λαθεύει ποτέ. Κι ο πανούργος
Προμηθέας του απάντησε με μισό χαμόγελο, χωρίς να ξεχάσει την απάτη που είχε
στο μυαλό: «Δία πανένδοξε, μεγαλύτερε απ’ τους αιώνιους θεούς, έλα διάλεξε
όποια μερίδα τραβά η καρδιά σου». Έτσι είπε με πονηριά στη σκέψη. Κι ο Ζευς που
η σκέψη του δεν λαθεύει ποτέ κατάλαβε, κι ο δόλος δεν του ξέφυγε. Και σκεφτόταν
τα δεινά για τους θνητούς ανθρώπους, που ήταν μελλούμενο να γίνουν. Και σήκωσε
με τα δύο του χέρια το λευκό λίπος. Κι οργίστηκε μέσα του και χολή ήρθε στη ψυχή
του καθώς είδε τα λευκά κόκαλα για τους αθάνατους πάνω σε καπνισμένους βωμούς.
Και με μεγάλη αγανάκτηση ο Δίας που μαζεύει τα σύννεφα του είπε: « Γιέ του
Ιαπετού, που οι σκέψεις σου είναι ανώτερες όλων, δεν ξέχασες φίλε μου τη τέχνη
της απάτης». Έτσι του είπε οργισμένος ο Δίας με τη σκέψη που δεν λαθεύει ποτέ
κι από τότε θυμόταν πάντα την απάτη και δεν έστελνε στις μελιές την ορμή
της
ακούραστης φωτιάς για τους θνητούς ανθρώπους που κατοικούν πάνω στη γη. Αλλ’ ο γενναίος γιός του Ιαπετού τον εξαπάτησε κι έκλεψε τη λάμψη της ακούραστης φωτιάς που φέγγει μακριά, μέσα σε κούφιο καλάμι. Αυτό δάγκωσε βαθειά τη ψυχή του Δία που βροντά από ψηλά και χολώθηκε καθώς είδε να έχουν οι άνθρωποι τη λάμψη της φωτιάς που φέγγει μακριά. Κι αμέσως για αντάλλαγμα της φωτιάς, δημιούργησε ένα κακό για τους ανθρώπους.
ακούραστης φωτιάς για τους θνητούς ανθρώπους που κατοικούν πάνω στη γη. Αλλ’ ο γενναίος γιός του Ιαπετού τον εξαπάτησε κι έκλεψε τη λάμψη της ακούραστης φωτιάς που φέγγει μακριά, μέσα σε κούφιο καλάμι. Αυτό δάγκωσε βαθειά τη ψυχή του Δία που βροντά από ψηλά και χολώθηκε καθώς είδε να έχουν οι άνθρωποι τη λάμψη της φωτιάς που φέγγει μακριά. Κι αμέσως για αντάλλαγμα της φωτιάς, δημιούργησε ένα κακό για τους ανθρώπους.
ΑΙΣΧΥΛΟΥ «Προμηθέας Δεσμώτης» στίχοι 436-506
Προμηθέας Μην το θαρρείτε ξιπασιά μου ή
περηφάνια
που δε μιλώ· μες στη βουβή τη συλλογή μου
σπαράζομαι να βλέπω αυτή μου την κατάντια.
Κι όμως, στο βάθος, σε ποιον άλλο παρά εμένα
που δε μιλώ· μες στη βουβή τη συλλογή μου
σπαράζομαι να βλέπω αυτή μου την κατάντια.
Κι όμως, στο βάθος, σε ποιον άλλο παρά εμένα
χρωστούνε
οι νέοι αυτοί θεοί τις τιμές που 'χουν;
Μ' αυτά τ' αφήνω, κι είναι περιττό να κάνω
λόγο, γιατί τα ξέρετε· τώρα τα πάθη
των ανθρώπων ν' ακούσετε, πώς, ενώ πρώτα
σαν τα μωρά ήταν, νου τους έβαλα και φρένες·
Μ' αυτά τ' αφήνω, κι είναι περιττό να κάνω
λόγο, γιατί τα ξέρετε· τώρα τα πάθη
των ανθρώπων ν' ακούσετε, πώς, ενώ πρώτα
σαν τα μωρά ήταν, νου τους έβαλα και φρένες·
κι όχι
παράπονο μ' αυτούς πως έχω, μόνο
για να σας δείξω την καλή προαίρεση μου.
για να σας δείξω την καλή προαίρεση μου.
Και λοιπόν πρώτα βλέπαν και του κάκου έβλεπαν,
άκουγαν
και δεν άκουγαν, μα όμοιοι με ονείρων
μορφές σ' όλο το μάκρος της ζωής τους όλα
μορφές σ' όλο το μάκρος της ζωής τους όλα
τα πάντα
έτσι ανάκατα σύγχυζαν, κι ούτε
πλιθόχτιστα προσήλια σπίτια ξέραν, ούτε
τα ξύλα να δουλεύουν, μα σ' ανήλια σπήλια
χωσμένοι ετρύπωναν σαν τ' αχαμνά μερμήγκια.
Και ούτε χειμώνα εγνώριζαν βέβαιο σημάδι,
πλιθόχτιστα προσήλια σπίτια ξέραν, ούτε
τα ξύλα να δουλεύουν, μα σ' ανήλια σπήλια
χωσμένοι ετρύπωναν σαν τ' αχαμνά μερμήγκια.
Και ούτε χειμώνα εγνώριζαν βέβαιο σημάδι,
ούτε
ανθοφόρας άνοιξης, ούτε του θέρους
του καρπερού κανένα, μα έτσι επορευόνταν
με δίχως κρίση, ώσπου τους έδειξα των άστρων
τις αξεδιάλυτες ανατολές και δύσεις.
του καρπερού κανένα, μα έτσι επορευόνταν
με δίχως κρίση, ώσπου τους έδειξα των άστρων
τις αξεδιάλυτες ανατολές και δύσεις.
Κι εγώ
τον αριθμό, την πιο τρανή σοφία,
και των
γραμμάτων τα συνθέματα τους βρήκα,
της μνήμης, της μητέρας των Μουσών, εργάτες.
Κι έζεψα πρώτος στο ζυγό τα ζώα σκυμμένα
κάτω από ζεύγλες και σαμάρια, για να παίρνουν
τους πιο μεγάλους πάνω τους κόπους του ανθρώπου.
της μνήμης, της μητέρας των Μουσών, εργάτες.
Κι έζεψα πρώτος στο ζυγό τα ζώα σκυμμένα
κάτω από ζεύγλες και σαμάρια, για να παίρνουν
τους πιο μεγάλους πάνω τους κόπους του ανθρώπου.
Κι έδεσα
χαλινόστεργα τ' άλογα στο άρμα,
της αρχοντιάς της μεγαλόπλουτης καμάρι·
και τα θαλασσοπλάνητα δε βρήκεν άλλος
πάρεξ εγώ λινόφτερα του ναύτη αμάξια.
της αρχοντιάς της μεγαλόπλουτης καμάρι·
και τα θαλασσοπλάνητα δε βρήκεν άλλος
πάρεξ εγώ λινόφτερα του ναύτη αμάξια.
Μα ο
άμοιρος! ενώ ήβρα τέτοιες σοφές τέχνες
για τους
ανθρώπους, τίποτα για με τον ίδιο
δεν έχω να σωθώ απ' αυτές τις συμφορές μου.
δεν έχω να σωθώ απ' αυτές τις συμφορές μου.
Χορός Δε σου 'πρεπε αυτό που
'παθες· έξω απ' το νου
σου παραστρατείς και σαν κακός γιατρός, που πέσει
σ' αρρώστια, τα 'χασες και συ και δε γνωρίζεις
σου παραστρατείς και σαν κακός γιατρός, που πέσει
σ' αρρώστια, τα 'χασες και συ και δε γνωρίζεις
ποια
φάρμακα να γιατρευτείς έχεις ανάγκη.
Προμηθέας Τ' άλλα ν' ακούσεις πιότερο θενά
θαυμάσεις,
τι μηχανές σοφίστηκα και πόσες τέχνες·
κι η πιο μεγάλη - που αν κανείς αρρωστήσει,
δεν είχε αντίδοτο κανένα, ούτε να πάρει,
τι μηχανές σοφίστηκα και πόσες τέχνες·
κι η πιο μεγάλη - που αν κανείς αρρωστήσει,
δεν είχε αντίδοτο κανένα, ούτε να πάρει,
ούτε να
πιει, ούτε αλειφτεί, και μαραινόταν
έτσι με δίχως γιατρικά, ώσπου εγώ πάλι
έδειξα τ' ανεκάτωμα λογής φαρμάκων
την πάσ' αρρώστια τους μ' αυτά να πολεμούνε.
Και τους πολλούς της μαντικής χώρισα τρόπους
έτσι με δίχως γιατρικά, ώσπου εγώ πάλι
έδειξα τ' ανεκάτωμα λογής φαρμάκων
την πάσ' αρρώστια τους μ' αυτά να πολεμούνε.
Και τους πολλούς της μαντικής χώρισα τρόπους
κι έκρινα
πρώτος, απ' τα ονείρατα ποια πρέπει
να βγουν αλήθεια, και τους έμαθα να κρίνουν
τ' αρπαχτά λόγια και τις συντυχιές του δρόμου.
Κι ακόμα τα πετάματα των άγριων όρνιων
όρισα καθαρά, ποια είναι δεξιά σημάδια
να βγουν αλήθεια, και τους έμαθα να κρίνουν
τ' αρπαχτά λόγια και τις συντυχιές του δρόμου.
Κι ακόμα τα πετάματα των άγριων όρνιων
όρισα καθαρά, ποια είναι δεξιά σημάδια
και ποια
ζερβά, καθώς και τις συνήθειες που 'χουν,
τις έχθρες, τις φιλίες, τα συνταιριάσματά τους.
Εγώ, και τι λογής τα σπλάχνα πρέπει να 'ναι,
τι χρώμα να 'χουν για ν' αρέσουν στους θεούς τους
τις έχθρες, τις φιλίες, τα συνταιριάσματά τους.
Εγώ, και τι λογής τα σπλάχνα πρέπει να 'ναι,
τι χρώμα να 'χουν για ν' αρέσουν στους θεούς τους
και της
χολής και του λοβού τις τόσες όψεις·
και μες στη σκέπη τυλιχτούς καίοντας τους γοφούς
και της ράχης το κόκαλο, δύσκολης τέχνης
το δρόμο στους ανθρώπους άνοιξα, και μάτια
στης φλόγας έδωσα τα πριν τυφλά σημάδια.
και μες στη σκέπη τυλιχτούς καίοντας τους γοφούς
και της ράχης το κόκαλο, δύσκολης τέχνης
το δρόμο στους ανθρώπους άνοιξα, και μάτια
στης φλόγας έδωσα τα πριν τυφλά σημάδια.
Μα έξω
απ' αυτά και τα κρυμμένα μες στα σπλάχνα
της γης, χαλκό και σίδερο, χρυσάφι, ασήμι,
του ανθρώπου βοηθήματα, ποιος από μένα
πως τα ήβρε πρώτος θενά πει; βέβαια κανένας,
εκτός να φλυαρεί αν θέλει έτσι του βρόντου.
της γης, χαλκό και σίδερο, χρυσάφι, ασήμι,
του ανθρώπου βοηθήματα, ποιος από μένα
πως τα ήβρε πρώτος θενά πει; βέβαια κανένας,
εκτός να φλυαρεί αν θέλει έτσι του βρόντου.
Και μ'
ένα λόγο σύντομο σου λέω να ξέρεις·
στον Προμηθέα χρωστούν οι άνθρωποι όλες τις τέχνες.
στον Προμηθέα χρωστούν οι άνθρωποι όλες τις τέχνες.
ΣΟΦΟΚΛΗ «Αντιγόνη» α΄στάσιμο
στίχοι 332-375
ΧΟ. Πολλά
γεννούν το δέος-
το
μέγα δέος ο άνθρωπος γεννά·
περνά
τον αφρισμένο πόντο
με
τις φουρτούνες του νοτιά,
στη
μέση σκάβει το βαθύ
και
φουσκωμένο κύμα
και
την υπέρτατη θεά, τη Γη,
την
άφθαρτη παιδεύει την ακάματη
οργώνοντας
με τα καματερά
χρόνο
το χρόνο φιδοσέρνοντας τ' αλέτρι.
Και
των αστόχαστων πτηνών
τις
φυλές κυνηγά με τα βρόχια,
των
αγρίων θηρίων τα έθνη,
των
βυθών την υδρόβια φύτρα
με
δίχτυα πλεγμένα στριφτά,
ο τετραπέρατος- τ' αγρίμι της βουνοκορφής
δαμάζει
με τεχνάσματα. φορεί
στων
αλόγων την πλούσια χαίτη ζυγό
και
στον ταύρο, που βαρβάτος βοσκάει στα όρη.
Ένας
τον άλλο δίδαξε λαλιά,
τη
σκέψη, σαν το πνεύμα των ανέμων,
την
όρεξη να ζει σε πολιτείες.
πώς
να γλιτώνει το χαλάζι μες στ' αγιάζι,
την
άγρια δαρτή βροχή μέσα στον κάμπο,
ο
πολυμήχανος- αμήχανος δε θ' αντικρίσει
τα
μελλούμενα- το χάρο μόνο
να
ξεφύγει δεν μπορεί.
μόλο
που βρήκε ψάχνοντας και γιατρειές
σ' αγιάτρευτες αρρώστιες.
Τέχνες
μαστορικές σοφίστηκε
που
δεν τις βάζει ο νους,
κι
όμως μια στο καλό, μια στο κακό κυλάει.
όποιος
κρατεί τον ανθρώπινο νόμο
και
του θεού το δίκιο, που όρκος το δένει φριχτός,
πολίτης-
αλήτης και φυγάς,
όποιος
κλωσάει τ' άδικο, μακάρι και μ' αποκοτιά,
ποτέ
σε τράπεζα κοινή
ποτέ
μου βούληση κοινή
με κείνον που τέτοια τολμάει.
συγκριτική εργασία για το ΓΘΕΩ2
Αφού μελετήσετε τα παραπάνω αποσπάσματα από τη Θεογονία του Ησίοδου, τον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου και την Αντιγόνη
του Σοφοκλή να εντοπίσετε κοινά σημεία και διαφορές στην παρουσίαση του μύθου
του Προμηθέα από τον Πλάτωνα και τους άλλους τρεις ποιητές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου